Ακρόαση άρθρου......

Οι δύο αυτές προσεγγίσεις φαίνεται να εμφανίζουν τις περισσότερες διαφορές μεταξύ τους από ότι οι υπόλοιπες θεραπευτικές προσεγγίσεις παρότι βέβαια και αυτές τείνουν τα τελευταία χρόνια σε σύγκλιση (Μαλικιώση-Λοϊζου, 1999, 269).

Βασικές διαφορές των 2 θεραπευτικών προσεγγίσεων

1.Φιλοσοφική θεώρηση του ατόμου - Αίτια της συμπεριφοράς

Η συμπεριφορική προσέγγιση θεωρεί πως η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι προκαθορισμένη και τονίζει τη σπουδαιότητα του περιβάλλοντος στη διαμόρφωσή της, ενώ η ανθρωπιστική και η γνωστική, ειδικότερα η λογικο-θυμική, θεωρεί ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος και καθορίζει μόνος του την πορεία της μοίρας του (Μαλικιώση-Λοϊζου, 1999). Οι σκέψεις και τα συναισθήματα θεωρούνται μεν σημαντικά από τη συμπεριφορική προσέγγιση, αλλά όχι και αιτίες της συμπεριφοράς, όπως υποστηρίζουν οι γνωστικοί ψυχολόγοι (Ποταμιάνος & συνεργάτες, 2002).

H συμπεριφορική προσέγγιση δε δίνει έμφαση στην ενδοσκόπηση, αλλά προσανατολίζεται περισσότερο στην πράξη του πελάτη που θα φέρει αλλαγή (McLeod, 1993). Σύμφωνα με τους συμπεριφοριστές, «Ο τρόπος να το κάνεις, είναι προφανώς να το κάνεις» και «ο τρόπος κατανόησης έρχεται από τα έξω», ενώ αντίθετα ο Rogers, ακολούθησε κάποιες άλλες φωνές που έλεγαν ότι «αυτή η οπτική της συμπεριφοράς δεν είναι κατάλληλη για όλη την κλίμακα των ανθρώπινων φαινομένων. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι κάτι παραπάνω από τη συμπεριφορά των πειραματόζωων στο εργαστήριο». Ο Rogers υποστήριζε ότι «μόνο από μέσα σου περνάει ο δρόμος για να καταλάβεις» και ότι «ο τρόπος για να κάνεις είναι να είσαι» (May, 1980).


Η θεωρία της μάθησης, όπως και η γνωστική θεωρία εξαίρουν από κοινού τη σημασία της ενίσχυσης. Για τον Skinner, οι ενισχύσεις επηρεάζουν την πιθανότητα μιας αντίδρασης. Στη γνωστική θεωρία οι ενισχυτές συμβάλλουν στην εκτέλεση αλλά όχι και στην εκμάθηση της συμπεριφοράς, και τονίζεται ότι οι προσδοκίες που αφορούν την ενίσχυση καθοδηγούν τη συμπεριφορά. Κατά τη γνωστική θεωρία, μπορεί ένα άτομο άλλες φορές να λειτουργεί για να μειώσει την ένταση, άλλες για να πραγματώσει τον εαυτό του και άλλοτε για να πετύχει τη γνωστική συνέπεια.

Από την άλλη, ο Rogers υποστηρίζει ότι τα άτομα επιδιώκουν την αυτοπραγμάτωση ακόμη κι αν το τίμημα είναι η αύξηση της έντασης, την οποία, πολλές φορές, επιδιώκουν. Ο Rogers δίνει έμφαση και σε μια άλλη κινητήρια δύναμη, τη συνέπεια ανάμεσα στον εαυτό και την εμπειρία.  Σύμφωνα με τον Rogers, αν η ανάγκη του ατόμου για θετική αναγνώριση από τους άλλους αποκτήσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα από την επαφή του ατόμου με τα συναισθήματά του, τότε το άτομο θα απομακρύνει διάφορες εμπειρίες από το χώρο της συνείδησης και θα απομείνει σε κατάσταση ασυμφωνίας (Pervin & John, 2001).


Παρότι όλες σχεδόν οι προσεγγίσεις συμφωνούν στη σπουδαιότητα του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς, στο συμπεριφορισμό, η προσοχή εστιάζεται αποκλειστικά και μόνο στις εξωτερικές μεταβλητές του περιβάλλοντος και όχι σε εσωτερικές μεταβλητές του οργανισμού. Σύμφωνα μ' αυτή την προσέγγιση, όποια σταθερότητα παρατηρείται στη συμπεριφορά οφείλεται στην ομοιότητα των περιβαλλοντικών συνθηκών που προκάλεσαν αυτή τη συμπεριφορά (Pervin & John, 2001).  Αντίθετα, η προσωποκεντρική προσέγγιση δίνει έμφαση στο φαινομενολογικό και αντιληπτικό πεδίο του κάθε ατόμου. Οι συμπεριφοριστές, αρχικά αναρωτιόταν αν η συμπεριφορά προκαλείται από το άτομο ή από την περίσταση, στη συνέχεια σε ποιο βαθμό η συμπεριφορά οφείλεται σε παράγοντες του ατόμου και της περίστασης και τέλος στο πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους οι παράγοντες του ατόμου και της περίστασης για να καθορίσουν τη συμπεριφορά (Pervin & John, 2001).

Σε απάντηση των παραπάνω, ο W.L.Kell (in May, 1980), μελετώντας παράγοντες πρόβλεψης της συμπεριφοράς έφηβων εγκληματιών, απέδειξε ότι η μελλοντική συμπεριφορά τους μπορούσε να προβλεφθεί καλύτερα, όχι από τη δυσμενή ρύθμιση που έπαιρναν από το περιβάλλον τους, αλλά από το βαθμό κατανόησης που είχαν για τον εαυτό τους και για το περιβάλλον τους, καθώς καταφέρνοντας να δεχτούν συνειδητά όλα τα γεγονότα που αφορούσαν τον εαυτό και την κατάστασή τους, ήταν ελεύθεροι να βιώσουν συμβολικά όλες τις δυνατότητες και να διαλέξουν την πιο ικανοποιητική πορεία δράσης. Αυτή η ικανότητα συνείδησης, κατά τους Rolo May και Rogers, αποτελεί τη βάση της ψυχολογικής ελευθερίας (May, 1980).

2. Δομικές έννοιες

Ενώ ο Rogers χρησιμοποίησε δομικές έννοιες όπως ο εαυτός και ο ιδανικός εαυτός, η θεωρία της συμπεριφοράς δεν αποδίδει τόση σημασία στην έννοια του εαυτού για την ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς και διατηρεί στο κέντρο της προσοχής τα ερεθίσματα από το περιβάλλον παύοντας να τονίζει τη δομή, αλλά τη διαδικασία και ιδιαίτερα τις διεργασίες που ισχύουν για όλα τα άτομα. Η διαδικασία της μάθησης περιλαμβάνει βασικά τη σχέση ή τη σύνδεση των αντιδράσεων με γεγονότα του περιβάλλοντος. Η γνωστική θεωρία χρησιμοποιεί γνωστικές κατηγορίες και σχήματα. (Pervin & John, 2001).

Όσον αφορά την ενότητα της συμπεριφοράς, η οποία εξαίρεται περισσότερο στη θεωρία του Rogers και άλλων (Freud, Kelly), οι θεωρίες μάθησης δίνουν έμφαση στη διερεύνηση συγκεκριμένων μεταβλητών.

10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.

Για τον Rogers η έννοια του εαυτού αποτελεί μια σημαντική λειτουργία ενότητας που περιλαμβάνει τα πάντα.. Οι γνωστικές θεωρίες ρίχνουν βάρος στην οργάνωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, υπάρχει όμως η άποψη της πολλαπλότητας ή της οικογένειας των εαυτών αντί για τη μεμονωμένη έννοια του εαυτού (Pervin & John, 2001).

Όλες οι θεωρίες προσωπικότητας δέχονται ένα σημαντικό βαθμό σταθερότητας της προσωπικότητας στο χρόνο, ιδιαίτερα μετά την ενηλικίωση, αλλά ποικίλλουν στους λόγους που προβάλλουν γι αυτή τη σταθερότητα και τις απόψεις τους για το δυναμικό του ατόμου για αλλαγή. Οι γνωστικές θεωρίες τονίζουν το ρόλο του ατόμου στην επιλογή των περιστάσεων που διατηρούν τη σταθερότητα στο χρόνο και το ρόλο των άλλων οι οποίοι επιβεβαιώνουν την έννοια του εαυτού του ατόμου. Οι περισσότεροι γνωστικοί πιστεύουν σε ένα μεγαλύτερο δυναμικό προς αλλαγή από τους θεωρητικούς της ψυχανάλυσης. Από αυτή την άποψη ο Rogers ήταν πιο κοντά στις γνωστικές προσεγγίσεις (Pervin & John, 2001).

Ο Rogers και άλλοι (πχ Kelly) απέφυγαν την έννοια του ασυνείδητου και έδωσαν βαρύτητα σε έννοιες σχετικές με πλευρές της λειτουργίας που δεν είναι αντιληπτές στη συνείδηση όπως οι ασύμφωνες εμπειρίες προς την έννοια του εαυτού (Pervin & John, 2001).

3. Ο ρόλος του συμβούλου

Κατά τον συμπεριφορισμό απορρίπτεται η ιατρική άποψη του τύπου συμπτώματος-ασθένειας και το βάρος πέφτει στις βασικές αρχές της μάθησης και της αλλαγής της συμπεριφοράς (Pervin & John, 2001). Η σχέση με τον πελάτη συχνά χαρακτηρίζεται εκπαιδευτική παρά ιατρική δηλ. δασκάλου-μαθητή και όχι γιατρού-ασθενή.
Ο συμπεριφορισμός και η γνωσιακή υιοθετούν ένα υψηλά ενεργό στυλ θεραπευτή μέσα σ? ένα δομημένο περιβάλλον εστιασμένο στην επίλυση προβλημάτων ή στην ελάττωση συμπτωμάτων. Δίνεται μεγάλη έμφαση στη μέτρηση, την αποτίμηση και τον πειραματισμό, και ο θεραπευτής καλείται να γίνει επιστήμονας και να ενσωματώνει τις ιδέες της επιστήμης στην πράξη, ασκώντας έτσι μεγάλη επίδραση στον πελάτη (McLeod, 1993).
Επίσης, ο ρόλος του γνωστικο-συμπεριφορικού συμβούλου μπορεί να χαρακτηριστεί σαν βοηθός του πελάτη ώστε να ενεργήσει ο ίδιος σαν επιστήμονας, ανακαλύπτοντας τον προσωπικό του χάρτη και κάνοντας επιλογές για το ποια στοιχεία να κρατήσει και ποια να αλλάξει (McLeod, 1993).

Αντίθετα, στην προσωποκεντρική προσέγγιση ο σύμβουλος είναι περισσότερο συνοδοιπόρος με τον πελάτη, παρά ακόλουθος, και ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αμοιβαιότητα και την ισοτιμία της σχέσης μεταξύ δύο ανθρώπων που συναντιούνται, γνωρίζονται και αναπτύσσονται (Ιωσηφίδη , 2008).
Στο γνωστικο-συμπεριφορισμό, δεν απαιτείται από τον σύμβουλο να έχει περάσει από προσωπική θεραπεία σαν μέρος της εκπαίδευσής του, με σκοπό την ανάπτυξη της κατάλληλης αυτό-συνείδησης στη συμβουλευτική σχέση. Σύμφωνα με τον McLeod (1993), η απουσία πραγματικής εκτίμησης της επιρροής του προσώπου του συμβούλου στον πελάτη είναι ανησυχητική, καθότι η γνωστικο-συμπεριφορική προσέγγιση επιτρέπει στους συμβούλους να προκαλούν και να αντιμετωπίζουν τους πελάτες τους. Αντίθετα στην προσωποκεντρική προσέγγιση ο σύμβουλος πρέπει να γνωρίζει τον εαυτό του και να έχει αυθεντικότητα.

4. Η σχέση με τον πελάτη

Ψηφιακό Marketing για Ψυχολόγους: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Από ανθρωπιστική σκοπιά, θεωρείται αδυναμία της γνωστικο-συμπεριφορικής προσέγγισης η έλλειψη ενδιαφέροντος στη δυναμική και στην ποιότητα της σχέσης μεταξύ συμβούλου και πελάτη, παρότι στην πράξη πολλοί σύμβουλοι αυτής της κατεύθυνσης είναι καλά ενημερωμένοι για το σημαντικό ρόλο της σχέσης με τον πελάτη. Όμως, ο στόχος της προσέγγισης είναι η εικόνα του εν δυνάμει προσώπου μέσα στην γνωστικο-συμπεριφορική παράδοση είναι κάποιου που διαχειρίζεται τη ζωή του και διαθέτει τα μέσα για να πετύχει τους στόχους του (McLeod, 1993).

Δεν υπάρχει στη γνωστικο-συμπεριφορική προσέγγιση έννοια ισοδύναμη με την «αυθεντικότητα». Αντίθετα, σύμφωνα με τον Rogers στις αποτελεσματικά βοηθητικές σχέσεις, είναι πιθανό ο θεραπευτής να λειτουργήσει ως πραγματικό άτομο, αντιδρώντας με τα πραγματικά του αισθήματα, ενώ στις λιγότερο αποτελεσματικές σχέσεις, συχνά ο θεραπευτής λειτουργεί ως λογικός χειριστής, κι όχι με τον πραγματικό του εαυτό. Εξάλλου, κατά την προσωποκεντρική προσέγγιση, η ουσία της θεραπείας είναι η αληθινή συνάντηση δύο ατόμων (May, 1980),

Η συμπεριφορική προσέγγιση δε δίνει μεγάλη έμφαση στην ενσυναίσθηση και στην όλη συμβουλευτική σχέση και θεωρεί τα στοιχεία αυτά απαραίτητα αλλά ανεπαρκή από μόνα τους για την προώθηση της επιθυμητής συμπεριφορικής αλλαγής. Θεωρεί απαραίτητες τις διάφορες τεχνικές που πηγάζουν από τη θεωρία της μάθησης και έχουν πρώτα ερευνηθεί πειραματικά (Μαλικιώση-Λοϊζου, 1999).

Ομοίως, η γνωσιακή προσέγγιση θεωρεί τις θεραπευτικές συνθήκες που προτείνει ο Rogers επιθυμητές, αλλά όχι απαραίτητες (Ellis, 1962 in Tursi & Cochran, 2006). Αντίθετα ο Rogers πίστευε πως καμία άλλη συνθήκη, πέρα από τις έξι θεραπευτικές της προσέγγισης, δεν είναι απαραίτητη και ότι εάν αυτές υπάρχουν για κάποιο διάστημα, η διαδικασία της αλλαγής της προσωπικότητας θα ακολουθήσει (Rogers, 1957 in Tursi & Cochran, 2006). Κάποιοι βέβαια υποστηρίζουν ότι δουλεύοντας μέσα σ? ένα προσωποκεντρικό πλαίσιο, όταν οι πελάτες δείχνουν ότι χρειάζονται επιπρόσθετη βοήθεια, πρόσθετες στρατηγικές θα μπορούσαν μερικώς να εφαρμοστούν μ? έναν τρόπο που να επιτρέπει στους ίδιους τους πελάτες να αλλάζουν τις σκέψεις τους παρά να αφήνονται στους συμβούλους για την όλη διαδικασία (Bozarth, 1998, Cohen, 1994 in Tursi & Cochran, 2006).

5. Παθολογία

Σύμφωνα με τη θεωρία της συμπεριφοράς, κανένα σύμπτωμα δεν προκαλείται από ασυνείδητες συγκρούσεις, αλλά από δυσπροσαρμοστικές αποκτημένες αντιδράσεις. Στην πορεία της ανάπτυξης, το ίδιο ερέθισμα μπορεί να προκαλέσει τόσο την αντίδραση της προσέγγισης όσο και την αντίδραση της αποφυγής και οπότε το άτομο βιώνει μια σύγκρουση προσέγγισης-αποφυγής, η οποία  είναι και το βασικό συστατικό για την ανάπτυξη νευρωτικής συμπεριφοράς (Dollard & Miller, 1950 in Pervin & John, 2001). Η θεωρία της μάθησης υποστηρίζει ότι η προβληματική συμπεριφορά μαθαίνεται γιατί αμείφθηκε σε κάποιες περιόδους της ζωής του ανθρώπου (Μαλικιώση-Λοϊζου, 1999). 

Σε όλες τις περιπτώσεις δίνεται έμφαση στις παρατηρήσιμες αντιδράσεις και στα προγράμματα ενίσχυσης και όχι σε έννοιες όπως η σύγκρουση ή η αυτοεκτίμηση (Pervin & John, 2001).

Για τους γνωστικούς, η προβληματική συμπεριφορά απορρέει από τον τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται, άρα και ερμηνεύει, τις διάφορες εμπειρίες του. Οι γνωστικο-συμπεριφορικοί σύμβουλοι, προχωρώντας σε λεπτομερή ανάλυση συγκεκριμένων ανακαλούμενων γεγονότων, έρχονται αντιμέτωποι και με μία άλλη σημαντική διάσταση της γνωστικής διαταραχής, τη διαταραχή της μνήμης, η οποία οφείλεται, σύμφωνα με τη θεωρία, στη σύνδεση ανακαλούμενων γεγονότων και αρνητικών συναισθημάτων (Williams, 1996 in McLeod, 1993). Γενικά, για την γνωσιακή προσέγγιση, η παθολογία δημιουργείται από τη σύγκρουση των στόχων ή των προσδοκιών του ατόμου με τις πεποιθήσεις του (Pervin & John, 2001).

Κατά την προσωποκεντρική προσέγγιση, η παθολογία προκαλείται από την ασυμφωνία ανάμεσα στην εμπειρία και την έννοια του εαυτού. Η σύγκρουση της εμπειρίας του ατόμου με την αυτοαντίληψή του απορρέει από την προσπάθεια του ατόμου να κρατήσει την αγάπη των άλλων (Pervin & John, 2001).

6. Στόχοι της θεραπείας - Τεχνικές

Η διαφορά των θεωριών ως προς τους στόχους της θεραπείας βρίσκεται στο κατά πόσο είναι γενικοί και πόσο συγκεκριμένοι (Μαλικιώση-Λοϊζου, 1999).
Οι στόχοι της θεραπείας της συμπεριφοράς είναι διαφορετικοί για κάθε άνθρωπο, ανάλογα με τη δυσκολία που αυτός επιθυμεί να ξεπεράσει, και αφορούν πρώτα την αλλαγή της δυσπροσάρμοστης συμπεριφοράς, έπειτα την εκμάθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και τέλος την πρόληψη προβλημάτων (Μαλικιώση-Λοϊζου, 1999). Ο στόχος της γνωσιακής προσέγγισης είναι η αντικατάσταση εκείνων των πεποιθήσεων που οδηγούν σε μη λειτουργικές συμπεριφορές με άλλες που συνδέονται με αυτό-αποδοχή και εποικοδομητική επίλυση προβλημάτων (McLeod, 1993). Αντίθετα η προσωποκεντρική δίνει έμφαση στο ατομικό μονοπάτι του κάθε πελάτη και δεν προϋποθέτει ότι όλα τα άτομα χρειάζεται να μάθουν κάποιες δεξιότητες ή ότι ο σύμβουλος θα πρέπει να αποφασίσει τις καλύτερες δράσεις και κατευθύνσεις για τη ζωή του πελάτη ή ποιες σκέψεις του είναι παράλογες ή απροσάρμοστες (Glauser & Bozarth, 2001, in Tursi, M. & Cochran, J., 2006).

Ο στόχος της προσωποκεντρικής προσέγγισης είναι η διαδικασία της αναδιοργάνωσης της προσωπικότητας, ώστε το άτομο να μπορεί να είναι αυτό που είναι και να διαλέγει την πορεία του προς τη συμφωνία και την αυτοπραγμάτωση.

Οι περισσότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές για να επιτύχουν τους στόχους τους με μόνη εξαίρεση την προσωποκεντρική προσέγγιση. Η αλλαγή στη συμπεριφοράς του ατόμου, κατά τη συμπεριφορική προσέγγιση, επέρχεται μέσα από τεχνικές ενίσχυσης, απόσβεσης, μίμησης και τροποποίησης της συμπεριφοράς. Στη γνωσιακή θεραπεία, επιδιώκονται αλλαγές στις παράλογες πεποιθήσεις, δυσλειτουργικές σκέψεις και δυσπροσαρμοστικές αποδόσεις (Pervin & John, 2001).  Η αλλαγή, κατά την προσωποκεντρική προσέγγιση, μπορεί να συμβεί μέσα από μία αυθεντική θεραπευτική ατμόσφαιρα, μέσα από αποδοχή και ενσυναίσθηση. Στο θεραπευτικό περιβάλλον, το άτομο μπορεί να αντιλαμβάνεται, να εξετάζει και να αναθεωρεί τα δομή του εαυτού, να αφομοιώνει και να συμπεριλαμβάνει εμπειρίες που άλλοτε απέφευγε ως ασυνεπείς προς τη δομή του εαυτού του (Harper, 1959 in Μαλικιώση-Λοϊζου, 1999).

Κοινά σημεία των 2 προσεγγίσεων

1. Η εμπειρική έρευνα

Ο συμπεριφορισμός έχει χρησιμοποιήσει την εμπειρική έρευνα σαν τον ακρογωνιαίο λίθο της θεωρίας και της πράξης. Όμως και ο Rogers ξεκίνησε και βάσισε τη θεωρία του στην εμπειρική έρευνα.

Βέβαια, η πειραματική ανάλυση της συμπεριφοράς βασίζεται στη μακροχρόνια ανάλυση της συμπεριφοράς λίγων ατόμων και όχι στην πληθυσμιακή στατιστική ή τη βραχύβια ανάλυση της συμπεριφοράς πειραματικών ομάδων, όπως στη γνωσιακή προσέγγιση (Ποταμιάνος & συνεργάτες, 2002).

2. Η εστίαση στο εδώ και τώρα

Σε αντίθεση κυρίως με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες που συνδέουν και ερμηνεύουν την τωρινή συμπεριφορά με βάση τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, οι ανθρωπιστικές και γνωστικo-συμπεριφορικές προσεγγίσεις θεωρούν ότι η τωρινή συμπεριφορά επηρεάζεται μεν από την παιδική ηλικία, αλλά δε συνδέεται απαραίτητα άμεσα με αυτήν (Μαλικιώση-Λοϊζου, 1999). Και οι δύο εστιάζουν στο εδώ και τώρα παρά κάνουν θεωρητικές αναδομήσεις των παιδικών οικογενειακών σχέσεων του πελάτη (Beck 1976: 321 in McLeod, 1993).

3. Η στάση του συμβούλου

Οι σύμβουλοι όλων των προσεγγίσεων κατ' αρχήν πιστεύουν ότι είναι εφικτή κάποια αλλαγή στον πελάτη, επιθυμούν να τον βοηθήσουν και χαρακτηρίζονται από σοβαρότητα, ενδιαφέρον και εχεμύθεια.

Όλες οι θεωρίες συμφωνούν και τονίζουν τη σπουδαιότητα της ικανότητας του συμβούλου να δημιουργεί μία ατμόσφαιρα αποδοχής, ασφάλειας και εμπιστοσύνης (Μαλικιώση-Λοϊζου, 1999). Ειδικότερα ο Ellis ήταν εναντίον της κριτικής και υποστήριζε ότι όταν τα άτομα κρίνονται, ακόμα και με θετικούς τρόπους, τότε υπονοείται μία προσπάθεια χειραγώγησής τους (Ellis, 1977b in McLeod, 1993).

Έρευνες δείχνουν να υποστηρίζουν την άποψη πως, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τη βοήθεια του πελάτη, ένας κοινός σημαντικός θεραπευτικός παράγοντας, είναι η σχέση μεταξύ θεραπευτή και πελάτη με τις διαπροσωπικές της εμπειρίες.

Η ενσυναίσθηση, η ζεστασιά και η γνησιότητα είναι τα γνωρίσματα του συμβούλου που θεωρούνται απαραίτητα απ? όλες τις θεωρίες (Beck et al, 1979 in Tursi, M. & Cochran, J., 2006; Noyes & Kolb, 1964 in Μαλικιώση-Λοϊζου, 1999, 272).

Στα κοινά σημεία των δύο προσεγγίσεων θα μπορούσε να προστεθεί η θετική ενίσχυση που χρησιμοποιεί ο σύμβουλος της συμπεριφοράς, η οποία θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την ενσυναίσθηση που επιδεικνύει ο προσωποκεντρικός σύμβουλος για τον πελάτη του (Ιωσηφίδη, 2008).

Ακόμη, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως στοιχεία μίμησης εμφανίζονται στον πελάτη για τον σύμβουλο, ο οποίος σύμβουλος, έχοντας μόνον τον εαυτό του σαν εργαλείο για τη θεραπεία, είναι αυθεντικός και ακόμη αποδέχεται όλες τις πτυχές του πελάτη, χωρίς όρους και κριτική. Ομοίως και ο πελάτης, μιμούμενος κατά κάποιον τρόπο το σύμβουλο, αρχίζει να αποδέχεται τον εαυτό του και να τολμά να είναι αυθεντικός (Ιωσηφίδη, 2008).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Beck, Judith (2006). Εισαγωγή στη γνωστική θεραπεία, Αθήνα, Εκδ. Πατάκη
  • May, R. (1980), Carl Rogers: Δύο διαφορετικές τάσεις. Υπαρξιακή ψυχολογία, Αθήνα, σελ. 113-123
  • McLeod, John (1993). 'The cognitive-behavioral approach' Chapter 4 (pp 62-67) from The cognitive-behavioral approach, Open University Press, Buckingham
  • Pervin, L. & John, O. (2001), Κεφ. 9: «Προσέγγιση της Προσωπικότητας από τη Σκοπιά της Θεωρίας της Μάθησης» (σελ. 393-449), Κεφ. 14: «Η γνωστική προσέγγιση της Προσωπικότητας από την Πλευρά της Επεξεργασίας Πληροφοριών» (σελ. 587-639) και Κεφ. 15: «Ανασκόπηση της Θεωρίας της Αξιολόγησης και της Έρευνας για την Προσωπικότητα» (σελ. 641-671) από Θεωρίες Προσωπικότητας. Έρευνα και Εφαρμογές Αθήνα. 'τυπωθήτω' Γιώργος Δαρδάνος. Copyright 1999, Πρωτ.'Personality: Theory and Research?, John Wiley & Sons, Inc. 1970
  • Tursi, M. & Cochran, J. (2006), 'Cognitive-behavioral tasks accomplished in a person-centered relational framework', Journal of Counseling and Development
  • Ιωσηφίδη, Πόλυ, (2008), Συμπληρωματικά σχόλια για την παρουσίαση των δύο προσεγγίσεων στη Συνάντηση της 13ης ομάδας στις 17.05.2008
  • Μαλικιώση-Λοίζου, Μ., (1999) Κεφ.3: «Προσωποκεντρική θεωρία» (σελ. 141-157), Κεφ. 5: «Συμπεριφοριστική συμβουλευτική θεωρία» (σελ. 195-218), Κεφ. 6: «Σύγκριση συμβουλευτικών ψυχολογικών θεωριών» (σελ. 262-273) από Συμβουλευτική Ψυχολογία, Ε΄έκδοση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
  • Νασιάκου, Μαρία(1982). Η Ψυχολογία σήμερα 1. Κλινική ψυχολογία, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση
  • Οικονόμου, Φ. (1992). Εγχειρίδιο Ψυχιατρικής για τις Μ.Τ.Ε.Ν.Σ., Αθήνα, Ιατρικές      εκδόσεις Λίτσας
  • Πιπερόπουλος, Γιώργος (1995). Εφαρμοσμένη Ψυχολογία, Αθήνα, Εκδ. Ελληνικά    Γράμματα
  • Ποταμιάνος, Γ. & συνεργάτες (2002). Κεφ. 4: Ρόμπερτ Μέλλον: «Συμπεριφορισμός: Η φιλοσοφία και η επιστήμη της προσωπικότητας ως συμπεριφορά» από το βιβλίο Θεωρίες Προσωπικότητας και κλινική πρακτική. 5η έκδοση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  • Beck, Judith (2006). Εισαγωγή στη γνωστική θεραπεία, Αθήνα, Εκδ. Πατάκη
  • May, R. (1980), Carl Rogers: Δύο διαφορετικές τάσεις. Υπαρξιακή ψυχολογία, Αθήνα, σελ. 113-123
  • McLeod, John (1993). 'The cognitive-behavioral approach' Chapter 4 (pp 62-67) from The cognitive-behavioral approach, Open University Press, Buckingham
  • Pervin, L. & John, O. (2001), Κεφ. 9: «Προσέγγιση της Προσωπικότητας από τη Σκοπιά της Θεωρίας της Μάθησης» (σελ. 393-449), Κεφ. 14: «Η γνωστική προσέγγιση της Προσωπικότητας από την Πλευρά της Επεξεργασίας Πληροφοριών» (σελ. 587-639) και Κεφ. 15: «Ανασκόπηση της Θεωρίας της Αξιολόγησης και της Έρευνας για την Προσωπικότητα» (σελ. 641-671) από Θεωρίες Προσωπικότητας. Έρευνα και Εφαρμογές Αθήνα. 'τυπωθήτω' Γιώργος Δαρδάνος. Copyright 1999, Πρωτ.'Personality: Theory and Research?, John Wiley & Sons, Inc. 1970
  • Tursi, M. & Cochran, J. (2006), 'Cognitive-behavioral tasks accomplished in a person-centered relational framework', Journal of Counseling and Development
  • Ιωσηφίδη, Πόλυ, (2008), Συμπληρωματικά σχόλια για την παρουσίαση των δύο προσεγγίσεων στη Συνάντηση της 13ης ομάδας στις 17.05.2008
  • Μαλικιώση-Λοίζου, Μ., (1999) Κεφ.3: «Προσωποκεντρική θεωρία» (σελ. 141-157), Κεφ. 5: «Συμπεριφοριστική συμβουλευτική θεωρία» (σελ. 195-218), Κεφ. 6: «Σύγκριση συμβουλευτικών ψυχολογικών θεωριών» (σελ. 262-273) από Συμβουλευτική Ψυχολογία, Ε΄έκδοση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
  • Νασιάκου, Μαρία(1982). Η Ψυχολογία σήμερα 1. Κλινική ψυχολογία, Αθήνα,      Εκδόσεις Παπαζήση
  • Οικονόμου, Φ. (1992). Εγχειρίδιο Ψυχιατρικής για τις Μ.Τ.Ε.Ν.Σ., Αθήνα, Ιατρικές      εκδόσεις Λίτσας
  • Πιπερόπουλος, Γιώργος (1995). Εφαρμοσμένη Ψυχολογία, Αθήνα, Εκδ. Ελληνικά    Γράμματα
  • Ποταμιάνος, Γ. & συνεργάτες (2002). Κεφ. 4: Ρόμπερτ Μέλλον: «Συμπεριφορισμός: Η φιλοσοφία και η επιστήμη της προσωπικότητας ως συμπεριφορά» από το βιβλίο Θεωρίες Προσωπικότητας και κλινική πρακτική. 5η έκδοση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Συγγραφή άρθρου:

Π. Βαλιώζης, certificate in Counselling, ICPS
Χ. Κασάπη, certificate in Counselling, ICPS
Μ.Κυπριανίδου, certificate in Counselling, ICPS
Δ. Κουτσουράς, certificate in Counselling, ICPS

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Νίκος Μεταξάς

e psy logo twitter2Επιμέλεια & μετάφραση άρθρων, Τμήμα Σύνταξης Πύλης Ψυχολογίας psychology.gr
Επικοινωνία: editorial @psychology.gr