Η τρίτη ηλικία αναφέρεται στη περίοδο του γήρατος, κατά την οποία οι άνθρωποι βιώνουν πληθώρα βιολογικών, συναισθηματικών και κοινωνικών αλλαγών, που επηρεάζουν την λειτουργικότητά τους στη καθημερινή ζωή.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε) προσδιορίζει, κυρίως για στατιστικούς λόγους, την έναρξη της τρίτης ηλικίας μετά τα 65 έτη. Παρόλα αυτά, τα άτομα ηλικιώνονται με διαφορετικούς ρυθμούς και γι' αυτό δεν υπάρχει σαφής βιολογικός, δημογραφικός και κοινωνικός καθορισμός του πότε ξεκινάει η τρίτη ηλικία.
Η καθημερινότητα και η ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων, όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις που αποβαίνουν ως αποτέλεσμα της φυσιολογικής διαδικασίας της γήρανσης, επηρεάζεται σημαντικά. Μαζί με τις αλλαγές στη σωματική και νοητική λειτουργία, επέρχονται αναπόφευκτα αλλαγές και στην διάθεση και στη συμπεριφορά τους.
Ταυτόχρονα, αυξάνεται η ευαλωτότητα σε σωματικές ασθένειες (βλάβες ακοής, καρδιοπάθειες, αρθρίτιδες κτλ), γεγονός που συνδέεται με συνεπακόλουθη απώλεια της αυτονομίας τους, καθώς και με συνειδητοποίηση της θνητότητάς τους.
Η παράνω διαδικασία αυτοαντίληψης εμποδίζει την ομαλή προσαρμογή του ατόμου μεγαλύτερης ηλικίας στις δυνατότητες και περιορισμούς του γήρατος, και ενδέχεται να οδηγήσει στην εμφάνιση κατάθλιψης και άγχους. Γενικά, μερικοί επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται η ηλικία, το φύλο, το πιθανό προηγούμενο ιστορικό κατάθλιψης και γνωστικής έκπτωσης, χρόνιες παθήσεις ή άγχος, η απώλεια συντρόφου, κοινωνική απομόνωση, οικονομικά προβλήματα, χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, στρεσογόνα γεγονότα ζωής, ανάληψη του ρόλου του φροντιστή σε κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας κ.α.
Διαταραχές της διάθεσης και τρίτη ηλικία
Η πιο συχνή ψυχιατρική διαταραχή της τρίτης ηλικίας θεωρείται η κατάθλιψη, και συγκεκριμένα τα μέτρια καταθλιπτικά επεισόδια. Η έναρξή της μπορεί να είναι είτε όψιμη, είτε πρώιμη, δηλαδή να επαναλαμβάνεται ή να συνεχίζεται από τη νεαρή ηλικία. Η κατάθλιψη μπορεί να έχει διάφορες μορφές, οι κυριότερες εξ αυτών αναφέρονται συνοπτικά παρακάτω.
Αρχικά, δίνεται έμφαση στη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή. Η διάγνωση, σύμφωνα με το DSM-V, απαιτεί τουλάχιστον πέντε συμπτώματα από τα ακόλουθα, με διάρκεια τουλάχιστον δύο εβδομάδων:
- επίμονη θλίψη ή αίσθημα "κενού",
- ανηδονία,
- αίσθημα απελπισίας, ενοχής, έλλειψης αξίας και αβοηθησίας,
- αυπνία ή υπερυπνία,
- απώλεια όρεξης ή υπερφαγία,
- έλλειψη ενεργητικότητας και αυξημένη κούραση,
- αυτοκτονικός ιδεασμός,
- ανησυχία και ευερεθιστότητα,
- δυσκολία συγκέντρωσης, μνήμης και λήψης αποφάσεων,
- σωματικά συμπτώματα όπως δυσπεψία, πονοκέφαλος, που δεν οφείλονται στη λήψη αγωγής.
Η κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία εκδηλώνεται περισσότερο με σωματικά συμπτώματα, δηλαδή μειωμένη όρεξη, διαταραχές ύπνου, επίμονο αίσθημα κόπωσης.
Μια άλλη μορφή κατάθλιψης είναι η επιμένουσα καταθλιπτική διαταραχή (δυσθυμία), όπου μπορεί να αποτελείται από μια χρόνια καταθλιπτική διάθεση ήπιας μορφής, ή από τη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή με διάρκεια δύο ή περισσότερων χρόνων.
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Επίσης, μείζον(α) καταθλιπτικό(ά) επεισόδιο(α) δύναται να παρουσιαστούν στην διπολική διαταραχή Ι ή ΙΙ, αλλά και στην κυκλοθυμική (μέσω εναλλασσόμενων περιόδων υπομανιακών και καταθλιπτικών συμπτωμάτων για τουλάχιστον 2 έτη). Άλλη μια περίπτωση εμφάνισης μείζονος κατάθλιψης είναι στις ψυχώσεις, μέσω παραισθήσεων ή ψευδαισθήσεων για θέματα καταδίωξης, ενοχής, υποχονδρίασης, μηδενισμού κ.α
Παρατηρείται εξίσου καταθλιπτική συμπτωματολογία, στην περίπτωση που ο οργανισμός υφίσταται βιολογική μεταβολή, ή γίνεται πιο ευάλωτος σε (χρόνιες) ασθένειες, ή ως αντίδραση σε χρόνια φαρμακευτική αγωγή .
Αξίζει επίσης να επισημανθεί, ότι η κατάθλιψη συχνά συνυπάρχει με ήπια γνωστική έκπτωση (MCI), με κίνδυνο να καταλήξει σε άνοια (ειδικά σε Νόσο Αλτσχάιμερ). Είναι δύσκολο, όμως, να διαπιστωθεί πώς ακριβώς συσχετίζονται, καθώς η κατάθλιψη μπορεί να είναι είτε παράγοντας κινδύνου εμφάνισης ΗΝΕ, είτε πρώιμο σύμπτωμα της νοητικής έκπτωσης.
Μάλιστα, έχει βρεθεί ότι η κατάθλιψη και το άγχος συναντώνται πιο συχνά στην αγγειακή άνοια, παρά στη ΝΑ, προκαλούμενη από δυσλειτουργία των προμετωπιαίων συστημάτων ή των ρυθμιστικών οδών τους, είτε από μονήρεις βλάβες, είτε από συσσωρευμένες βλάβες στη λευκή ουσία πάνω από ένα συγκεκριμένο κατώφλι. Μάλιστα, οι ηλικιωμένοι με αγγειακή κατάθλιψη έχουν, μεταξύ άλλων, δυσκολίες στην ευφράδεια λόγου και κατονομασία αντικειμένων.
Ακόμαι και με την ύπαρξη ξεκάθαρης καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, πολλές φορές, η διαταραχή στους ηλικιωμένους υποδιαγιγνώσκεται, καθώς επικρατούν συμπτώματα που παραπέμπουν περισσότερο σε ανοϊκή συνδρομή, παρά σε καταθλιψη.
ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.
Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται καταθλιπτική ψευδοάνοια. Ορισμένα συμπτώματα αποτελούν η ταχεία εμφάνιση και εξέλιξη συμπτωμάτων, η μικρού βαθμού διαταραχή συγκέντωσης, μνημονικά ελλείμματα (ακόμα και αμνησία), έλλειψη κινήτρων, ερμηνεύοντάς το ως ανικανότητα, αδιαφορία για προσανατολισμό στο χώρο και στον χρόνο.
Ένα επικίνδυνο μονοπάτι της κατάθλιψης είναι οι αυτοκτονικοί ιδεασμοί (σκέψεις για αυτο-καταστροφική συμπεριφορά), που μπορεί να καταλήξουν από απόπειρες αυτοκτονίας, μέχρι και σε ολοκληρωμένη αυτοκτονία. Στην τρίτη ηλικία, το φαινόμενο αυτό συναντάται πιο συχνά σε άνδρες ηλικιωμένους, με το 1/3 να θεωρεί την μοναξιά, ως κρίσιμο επιβαρυντικό παράγοντα εμφάνισης αυτοκτονικών σκέψεων, όπως επίσης τα σοβαρά προβλήματα υγείας και την χηρεία.
Φαρμακευτική και ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση
Ύστερα από την επίσημη κλινική διάγνωση, μέσω κλιμάκων αυτοαναφοράς και ετεροαναφοράς, χρειάζεται να υπάρχει σωστή ενημέρωση της οικογένειας, προκειμένου να μπορεί να εντοπίζει τα καταθλιπτικά συμπτώματα, ώστε να μην τα αποδίδει σε κάτι φυσιολογικό και αναμενόμενο που επέρχεται με το πέρας της ηλικίας. Είναι χρήσιμο να εδραιωθεί ένα υποστηρικτικό δίκτυο για τον ηλικιωμένο, αλλά και να αντιμετωπιστούν οι πρόσθετες δυσκολίες που μπορεί να συνυπάρχουν με την κατάθιψη (π.χ. γνωστικό έλλειμμα, σωματικές παθήσεις, πόνος).
Εκτός αυτού, οι τρόποι αντιμετώπισης περιλαμβάνουν την κινητοποίηση του ατόμου για συμμετοχή σε ομαδικές και άλλες ευχάριστες δραστηριότητες (περίπατοι, ταξίδια, παρέα με κατοικίδια ζώα, συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις). Η αλλαγή στον ήδη υπάρχοντα τρόπο ζωής είναι αποτελεσματική, όταν συνδυάζεται με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ή/ και την ψυχοθεραπεία.
Οι επιλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs) θεωρούνται τα πιο συχνά συνταγογραφούμενα- και αποτελεσματικά- αντικαταθλιπτικά φάρμακα, και ακολουθούν οι επιλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης/ νοραδρεναλίνης (SNRIs). Από την άλλη, η γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία στελεχώνει αποτελεσματικά τη θεραπεία, όπου εντοπίζονται και αναδομούνται οι δυσλειτουργικές σκέψεις και συμπεριφορές και προάγεται η δραστηριοποίηση. Επιπλέον τεχνική αποτελεί η θεραπεία επίλυσης προβλημάτων (όπου καλλιεργούνται δεξιότητες και στρατηγικές ομαλής διαχείρισης καταστάσεων), αλλά και η διαπροσωπική ψυχοθεραπεία ( επίλυση και αποκατάσταση διαπροσωπικών προβλημάτων και σχέσεων, σε θέματα π.χ. μετάβασης ρόλων ή πένθους). Τέλος, σε περιπτώσεις βαριάς κατάθλιψης, αυτοκτονικών τάσεων, ή αρνησης λήψης τροφής ή υγρών, όπου δεν αποδίδει η φαρμακευτική αγωγή, ενδείκνυται η ηλεκτροσπασμοθεραπεία.
Αγχώδεις διαταραχές
Εκτός από την κατάθλιψη, το γηριατρικό άγχος εντοπίζεται συχνά στην τρίτη ηλικία, το οποίο είναι σωματοποιημένο, αλλά και δύσκολα ανιχνεύσιμο. Αυτό οφείλεται στην πιθανή συννοσηρότητά του με την κατάθλιψη ή με κάποια σωματική ασθένεια.
Κατά βάση παρατηρείται, όπως και σε νεότερες ηλικίες, ένα αίσθημα τρόμου, ή επικείμενης καταστροφής, δύσπνοια και πόνος στο στήθος, αλλά και επιπρόσθετα τα εξής:
(α) έντονος φόβος για την ασφάλεια των οικείων τους, με αποτέλεσμα πολλές τηλεφωνικές κλήσεις για καθησυχασμό,
(β) φόβος πτώσεως, με αποτέλεσμα την αποφυγή εξωτερικών δραστηριοτήτων,
(γ) δυσπιστία σε νέες γνωριμίες και για τα κίνητρα των άλλων,
(δ) φόβος εγκατάλειψης,
(ε) υποχονδρίαση και φόβος θανάτου,
(στ) απώλεια μνήμης,
(ζ) έντονο άγχος και αβεβαιότητα ύστερα από θάνατο συζύγου,
(η) έντονα αισθήματα μοναξιάς.
Από τις αγχώδεις διαταραχές, ένας ηλικιωμένος είναι πιο συχνό να εμφανίσει γενικευμένη αγχώδη διαταραχή ή ειδική φοβία, ακολουθώντας -σε λιγότερη συχνότητα- η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η διαταραχή μετατραυματικού στρες και η διαταραχή πανικού. Ειδικότερα, το άτομο με γενικευμένη αγχώδη διαταραχή έχει ένα μόνιμο αίσθημα άγχους και ανησυχίας για πολλούς τομείς. Στην ειδική φοβία, υπάρχει έκδηλος φόβος και άγχος σχετικά με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή κατάσταση, που όμως είναι δυσανάλογος με τον πραγματικό κίνδυνο που ενέχει. Στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή εμφανίζονται ιδεοληψίες ή/ και ψυχαναγκασμοί, μέσω των οποίων το άτομο προσπαθεί να καταστείλει το άγχος του.
Το βασικό χαρακτηριστικό της διαταραχής πανικού είναι το απότομο ξέσπασμα έντονου φόβου ή δυσφορίας, που κορυφώνεται μέσα σε λίγα λεπτά, εμφανίζοντας ταυτόχρονα σωματικές αντιδράσεις (π.χ. εφίδρωση, ταχυπαλμία, ναυτία, πόνος στο στήθος κ.α).
Τέλος, στην διαταραχή μετατραυματικού στρες εκδηλώνονται ορισμένα χαρακτηριστικά συμπτώματα, μετά την έκθεση του ατόμου σε ένα (τραυματικό) γεγονός.
Συγκριτικά με τις πιο νεαρές ηλικίες, υπάρχουν διαφορετικές εκφάνσεις εκδήλωσης συμπτωμάτων της κάθε διαταραχής: στην γενικευμένη αγχώδη διαταραχή παρατηρείται σε όλο το ηλικακό φάσμα παρόμοιο μοτίβο: μυϊκή ένταση, ανησυχία, διαταραχές ύπνου και ναυτία. Στις ειδικές φοβίες εμφανίζεται πιο συχνά η αγοραφοβία και ο φόβος πτώσης, ύστερα από ένα τραυματικό γεγονός.
Οι διαταραχές πανικού εκδηλώνονται με ήπια σωματικά συμπτώματα, συγκρτικά με τους νέους (πχ κοφτή αναπνοή), η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή αφορά εμμονές για μικρόβια/ μόλυνση και για τη θρησκεία (ενώ στους νέους η ψυχαναγκαστική συμπεριφορά αφορά το μέτρημα ή την συμμετρία), και τέλος στη μετατραυματική διαταραχή στρες προεξάρχουν έντονα σωματικά συμπτώματα, τα οποία μειώνουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες και οδηγούν σε αποφευκτική συμπεριφορά ( εν αντιθέσει με τους νέους που εμφανίζουν ψυχολογικά προβλήματα).
Τα άτομα τρίτης ηλικίας, όσο φτάνουν στο τέλος της ζωής τους , ανησυχούν ότι δεν έχουν τους κατάλληλους πόρους να αντιμετωπίσουν την σωματική τους ευαλωτότητα. Έτσι, δεν είναι απίθανο να αναπτύξουν διαταραχή άγχους ασθένειας (υποχονδρίαση). Συνήθως, έχουν προηγηθεί αρνητικές εμπειρίες (πχ αρρώστια ή θάνατος αγαπημένων προσώπων, τραυματισμός από πέσιμο, προηγούμενο ιστορικό ασθενειών, αναπηρία), με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν δυλειτουργικές πεποιθήσεις και συμπεριφορές.
Έτσι, οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν υπερβολική ενασχόληση με την υγεία τους, υπερεκτιμώντας- για παράδειγμα-τις παρενέργειες της ασθένειάς τους, και ανησυχώντας γενικά για θέματα υγείας. Έρευνες έχουν εστιάσει στην συσχέτιση της διαταραχής άγχους ασθένειας με την κατάθλιψη, ως μια αμφίδρομη σχέση. Tο γεγονός αυτό ενισχύει το άγχος θανάτου των ηλικιωμένων, το οποίο συναντάται ως φόβος για παρατεταμένο ή δύσκολο θάνατο, ή ως φόβος εγκατάλειψής τους ενώ πεθαίνουν.
Φαρμακευτικές και Ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις
Για την αντιμετώπιση, έμφαση δίνεται περισσότερο σε ψυχοθεραπευτικές/ μη-φαρμακολογικές μεθόδους. Επιδιώκεται, σε πρώτη φάση, η βελτίωση πολλών πτυχών καθημερινότητας των ηλικιωμένων, δηλαδή στη διατροφή, στον ύπνο, την άσκηση, την κοινωνικοποίηση.
Μερικές ενδυναμωτικές δραστηριότητες που δύναται να εφαρμοστούν είναι η γιόγκα, οι θεραπείες μέσω τέχνης (ζωγραφική, μουσική, χορός), και οι ασκήσεις γνωστικής αποκατάστασης (πχ παιχνίδια μνήμης).
Μερικές συμπεριφορικές τεχνικές περιλαμβάνουν ασκήσεις χαλάρωσης, συστηματική απευαισθητοποίηση, την έκθεση και παρεμπόδιση της αντίδρασης, καθώς και την μέθοδο EMDR. Για τις γνωσιακές συμπεριφορικές τεχνικές, όπως και στην κατάθλιψη, αξιοποιείται το ABC μοντέλο, το οποίο εντοπίζει ποιες δυσλειτουργικές πεποιθήσεις οδηγούν σε προβληματική συμπεριφορά.
Ακόμη, πολύ χρήσιμο είναι και το mindfulness (ενσυνειδητότητα), όπου παρακινεί το άτομο να γίνει παρατηρητής των σκέψεων και των συναισθημάτων του στο εδώ και τώρα. Τέλος, στην περίπτωση φαρμακευτικής αγωγής, χορηγούνται τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα νεότερης γενιάς (SSRIs, SNRIs), και λιγότερο συχνά αγχολυτικά (βενζοδιαζεπίνες)- επειδή έχουν σοβαρότερες παρενέργειες.
Βιβλιογραφία
American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Washington, DC: American Psychiatric Association.
Alexopoulos, G. S., Meyers, B. S., Young, R. C., Campbell, S., Silbersweig, D., & Charlson, M. (1997). 'Vascular depression'hypothesis. Archives of general psychiatry, 54(10), 915-922.
Alexopoulos, G. S., Bruce, M. L., Hull, J., Sirey, J. A., & Kakuma, T. (1999). Clinical determinants of suicidal ideation and behavior in geriatric depression. Archives of general psychiatry, 56(11), 1048-1053.
Alexopoulos, G. S. (2005). Depression in the elderly. The lancet, 365(9475), 1961-1970.
El-Gabalawy, R., Mackenzie, C. S., Thibodeau, M. A., Asmundson, G. J. G., & Sareen, J. (2013). Health anxiety disorders in older adults: conceptualizing complex conditions in late life. Clinical Psychology Review, 33(8), 1096-1105.
Harris, T., Cook, D. G., Victor, C., Rink, E., Mann, A. H., Shah, S., ... & Beighton, C. (2003). Predictors of depressive symptoms in older people—a survey of two general practice populations. Age and ageing, 32(5), 510-518.
Krasucki, C., Howard, R., & Mann, A. (1999). Anxiety and its treatment in the elderly. International Psychogeriatrics, 11(1), 25-45.
Μαλεγιανάκη, Α.Χ.(2011) Το άγχος θανάτου στους ηλικιωμένους. Θεσσαλονίκη: 7ο Πανελλήνιο Ιατρικό- Διεπιστημονικό Συνέδριο Νόσου Alzheimer και συγγενών διαταραχών
Oxman, T. E., Barrett, J. E., Barrett, J., & Gerber, P. (1987). Psychiatric symptoms in the elderly in a primary care practice. General Hospital Psychiatry, 9(3), 167-173.
Παγοροπούλου, Α. (2000). Ψυχολογία της τρίτης ηλικίας. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Panza, F., Frisardi, V., Capurso, C., D'Introno, A., Colacicco, A. M., Imbimbo, B. P., ... & Solfrizzi, V. (2010). Late-life depression, mild cognitive impairment, and dementia: possible continuum?. The American Journal of Geriatric Psychiatry, 18(2), 98-116.
Ramos, K., & Stanley, M. A. (2018). Anxiety Disorders in Late Life. The Psychiatric clinics of North America, 41(1), 55–64. https://doi.org/10.1016/j.psc.2017.10.005
Σολδάτος, Κ., & Δικαίος, Δ. (1999). Άγχος και κατάθλιψη: εκδηλώσεις και αντιμετώπιση στη γενική ιατρική” στο: Κοκκόρη Χ. Κοτοπούλου Ο., Μαλαδάκη.
Subramanyam, A. A., Kedare, J., Singh, O. P., & Pinto, C. (2018). Clinical practice guidelines for geriatric anxiety disorders. Indian journal of psychiatry, 60(Suppl 3), S371.
Taylor, W. D. (2014). Depression in the elderly. New England journal of medicine, 371(13), 1228-1236.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Απόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας ΕΚΠΑ, με επόμενο στόχο το μεταπτυχιακό στη Συμβουλευτική Ψυχολογία (Counselling Psychology).