Το καταθλιπτικό άτομο αισθάνεται ένα εσωτερικό κενό, υπαρξιακή απόγνωση και ότι τίποτα δεν έχει νόημα.
Η καταθλιπτική διαταραχή χαρακτηρίζεται κυρίως από συναίσθημα λύπης, αλλά και όλα τα αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να βάλει κανείς με το νου του: άγχος και συναισθήματα ενοχής, τύψεις, θυμός, μίσος, ανία, κούραση, απελπισία, θλίψη μάλλον παρά λύπη, επίσης φόβος, συναισθήματα που δηλώνουν ψυχικό πόνο και απαισιοδοξία.
Γενικά, μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε ως συναισθήματα δυσφορίας τα οποία συνοδεύονται από έναν αριθμό αρνητικών συμπτωμάτων που έχουν να κάνουν με τις πνευματικές ή σωματικές λειτουργίες και την ενεργητικότητα του ατόμου: αϋπνία ή υπερυπνία, δυσπεψία, δυσκοιλιότητα, ανορεξία ή υπερφαγία, αδυνάτισμα ή αύξηση βάρους, ψυχοκινητική διέγερση ή επιβράδυνση της προσοχής, ελάττωση ή απώλεια της ενεργητικότητας, της ικανότητας να παίρνει κανένας αποφάσεις, της παραγωγικότητας, της σεξουαλικότητας και, στις γυναίκες, πολύ συχνά αμηνόρροια.
Χαρακτηριστικές και επικίνδυνες είναι οι ιδέες αυτοκτονίας. Συνοδεύονται και τροφοδοτούνται από συναισθήματα αναξιότητας ή ενοχής ή από έμμονες ιδέες κάποιας τερματικής αρρώστιας ή επικείμενης καταστροφής, που μπορεί να φτάσουν ως το παραλήρημα και όχι σπάνια τις ψευδαισθήσεις. Άλλες φορές υπάρχει μια φτώχεια ιδεών, μια μεγάλη αδιαφορία.
Η κατάθλιψη δεν είναι θλίψη
Ο Freud (1917) αντιπαρέθεσε τις καταθλιπτικές («μελαγχολικές») καταστάσεις με τη φυσιολογική διεργασία του πένθους. Παρατήρησε ότι η ειδοποιός διαφορά τους εντοπίζεται στο ότι στις φυσιολογικές αντιδράσεις θλίψης του ατόμου ο εξωτερικός κόσμος βιώνεται ως συρρικνωμένος (όταν, για παράδειγμα, το άτομο έχει χάσει ένα σημαντικό πρόσωπο), ενώ στις καταθλιπτικές καταστάσεις, αυτό που βιώνεται ως απωλεσθέν ή κατεστραμμένο είναι ένα τμήμα του εαυτού του ατόμου.
Η θλίψη έρχεται σε κύματα: επεισόδια έντονου πόνου όταν θυμόμαστε την απώλεια, στα οποία παρεμβάλλονται ενδιάμεσα διαστήματα όπου μπορούμε να λειτουργούμε σχεδόν φυσιολογικά αντίθετα, η κατάθλιψη είναι αμείλικτη και μας απονεκρώνει. Η διεργασία πένθους τελειώνει με μια σταδιακή ανάκτηση της καλής διάθεσης, ενώ η κατάθλιψη μπορεί να συνεχιστεί επ΄άπειρον.
Θυμός στραμμένος προς τα μέσα
Τα άτομα που βιώνουν καταθλιπτικές καταστάσεις αποστρέφουν το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών τους συναισθημάτων από τους άλλους και τα κατευθύνουν προς τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα να μισούν τον εαυτό τους με τρόπο που δεν αντιστοιχεί στις πραγματικές τους αδυναμίες. Τα καταθλιπτικά άτομα σπάνια βιώνουν τον θυμό τους αυθόρμητα ή χωρίς συγκρούσεις για θέματα που τους αφορούν άμεσα. Διακατέχονται από μία αγωνιώδη επίγνωση για κάθε αμάρτημα που έχουν διαπράξει, κάθε καλοσύνη που έχουν παραλείψει να εκδηλώσουν στους άλλους και κάθε εγωιστική επιθυμία που έχει περάσει από το μυαλό τους, ευφυολογώντας μπορούμε να πούμε ότι εάν κατηγορηθούν για ένα έγκλημα που δεν έχουν διαπράξει, αναρωτιόνται γιατί το έχουν ξεχάσει.
Επειδή, ακριβώς, βρίσκονται σε μία κατάσταση συνεχούς ετοιμότητας να πιστέψουν το χειρότερο για τον εαυτό τους, τα καταθλιπτικά άτομα, όταν γίνονται δέκτες κακόβουλων επιθέσεων από τους άλλους, αδυνατούν να κατανοήσουν ότι κανένας δεν αξίζει να υφίσταται κακοποίηση, ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο είναι δικαιολογημένα τα παράπονα εκείνου που απαγγέλει τις κατηγορίες.
Τα άτομα που υποφέρουν από κατάθλιψη είναι κατά κύριο λόγο, συναισθηματικά τα περισσότερο επιβαρυμένα αλλά και οξυδερκή μέλη της οικογένειας.
Η αντίδρασή τους σε περιστάσεις τις οποίες τα άλλα μέλη της οικογένειας αντιμετώπιζαν με άρνηση, τους έδωσε το στίγμα του «υπερευαίσθητου» ή «νευρικού» ατόμου, χαρακτηρισμοί που συνέχισαν να τους συντροφεύουν εσωτερικά και να συνδέονται με μια γενική αίσθηση κατωτερότητας. Η Alice Miller (1975) διατυπώνει ότι οι οικογένειες ασυναίσθητα εκμεταλλεύονται το συναισθηματικό χάρισμα ενός συγκεκριμένου παιδιού, με αποτέλεσμα το παιδί να αισθάνεται ότι αξίζει μόνον όταν εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη οικογενειακή λειτουργία.
10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.
Ισχυρός αιτιολογικός παράγοντας πρόκλησης καταθλιπτικών δυναμικών είναι η ύπαρξη σοβαρής κατάθλιψης σε έναν γονέα. Μία μητέρα, ενός παιδιού στα πρώτα παιδικά του χρόνια, με σοβαρή κατάθλιψη, η οποία δεν λαμβάνει από πουθενά βοήθεια, θα προσφέρει στο παιδί της μόνο την πιο στοιχειώδη φροντίδα, ανεξάρτητα από το πόσο ειλικρινά επιθυμεί να το βοηθήσει να ξεκινήσει τη ζωή του με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο. Τα παιδιά αναστατώνονται σε μεγάλο βαθμό, όταν ένας από τους γονείς τους υποφέρει από κατάθλιψη. Αισθάνονται ενοχές επειδή έχουν φυσιολογικές απαιτήσεις και αρχίζουν να πιστεύουν ότι οι ανάγκες τους στραγγίζουν συναισθηματικά και εξαντλούν τους άλλους. Όσο πιο πρώιμη είναι η εξάρτησή τους από κάποιο άτομο που βρίσκεται σε βαθιά κατάθλιψη, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η συναισθηματική τους στέρηση.
Η κοινωνική επιβάρυνση
Επίκτητη ανικανότητα ή αλλιώς μαθημένη αβοηθησία (learned helplessness)
Η μαθημένη αβοηθησία περιγράφηκε συστηματικά για πρώτη φορά σε έρευνες με ζώα όπου οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα σκυλάκια που εκτέθηκαν σε δόσεις ηλεκτρικού σοκ τις οποίες δεν μπορούσαν να αποφύγουν, το επόμενο εικοσιτετράωρο εμφάνισαν αρκετές κατηγορίες ελλειμμάτων καθώς προσπαθούσαν να τερματίσουν το σοκ.
Πρώτον, εμφάνισαν έλλειμμα κινητοποίησης καθώς αποπειράθηκαν ελάχιστες φορές να ξεφύγουν.
Δεύτερον, εμφάνισαν γνωστικό έλλειμμα καθώς δεν εκμεταλλεύτηκαν μία περιστασιακά επιτυχημένη προσπάθεια, ήταν σαν να μην έδωσαν σημασία, να μην πρόσεξαν ότι μία από τις προσπάθειές ήταν επιτυχής δηλαδή σταμάτησε το σοκ.
Ψηφιακό Marketing για Ψυχολόγους: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Τρίτον, εμφάνισαν συναισθηματικό έλλειμμα, υπέμεναν παθητικά τα ηλεκτροσόκ χωρίς να δείχνουν καμία συναισθηματική αντίδραση. Για να περιγράψουν αυτό το φαινόμενο οι ερευνητές το ονόμασαν «μαθημένη αβοηθησία» (learned helplessness) και πρότειναν ότι τα σκυλιά κατά τη διάρκεια της έκθεσής τους στα αρχικά ηλεκτροσόκ έμαθαν ότι οι αντιδράσεις τους δεν μπορούσαν να σταματήσουν τα ηλεκτροσόκ.
Ανεξάρτητα, από το τί έκαναν ή δεν έκαναν θα δέχονταν ηλεκτροσόκ. Αυτή η εκμάθηση περιγράφεται ως προσδοκία ενός αποτελέσματος που δεν εξαρτάται από την αντίδραση, δηλ., μίας «πίστης» στην ανημποριά, η οποία γενικεύτηκε και σε νέες καταστάσεις.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε και σε ανάλογες εργαστηριακές μελέτες με ανθρώπους, προτρέποντας τους θεωρητικούς να προτείνουν ότι η «μαθημένη αβοηθησία» είναι ένα μοντέλο ή μηχανισμός συμπεριφοράς που εκδηλώνεται σε πλήθος καταστάσεων όπου ο άνθρωπος αποτυγχάνει στην προσαρμογή και στην οποία η παθητικότητα παίζει καθοριστικό ρόλο, όπως η σχολική αποτυχία, η ανεργία, η φτώχεια, η αποδοχή των περικοπών και της συστηματικής αποδυνάμωσης θεσμών όπως του κοινωνικού κράτους, της υγείας, της παιδείας, της σύνταξης κ.λπ.
Η πλέον γνωστή θεωρία είναι του Seligman (1974) κατά την οποία η μαθημένη αβοηθησία βρίσκεται στον πυρήνα της καταστολής κάθε αντίδρασης.
Στην πράξη αποδεικνύεται ότι οι αιτίες, τα συμπτώματα και η θεραπεία της μαθημένης αβοηθησίας και της κατάθλιψης είναι από πολλές απόψεις κοινά.
Η μαθημένη αβοηθησία και η θυματοποίηση είναι χαρακτηριστικές αντιδράσεις της κατάθλιψης
Το μοντέλο της μαθημένης αβοηθησίας υποστηρίζει πως οι δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές οδηγούν στην θυματοποίηση. Πρώτον, και οι δύο εμφανίζονται προτού συμβούν γεγονότα που τα άτομα δεν μπορούν ούτε να ελέγξουν, ούτε να αποτρέψουν. Το ανήμπορο άτομο και το θύμα υποβάλλονται σε τραύμα πάνω στο οποίο έχουν λίγο ή καθόλου έλεγχο.
Δεύτερον, και οι δύο εμπεριέχουν μία ισχυρή πεποίθηση ότι το μέλλον είναι ανεξέλεγκτο και δυσοίωνο. Στην περίπτωση του αβοήθητου ατόμου αυτή η πεποίθηση το κάνει να πιστεύει πως ό,τι και να κάνει δεν μπορεί να αποτρέψει τα δυσάρεστα γεγονότα που θα του συμβούν.
Στην περίπτωση του θύματος, αυτή η πεποίθηση ενισχύει τον αυτοπροσδιορισμό του ως θύμα, ως άτομο όπου η θυματοποίηση είναι αναπόφευκτη, η οποία με την σειρά της επιφέρει μία γενική αίσθηση αδυναμίας. Τρίτον, τόσο η αβοηθησία, όσο και η θυματοποίηση χαρακτηρίζονται από πλήθος λανθασμένων αντιδράσεων σε καταστάσεις που δεν σχετίζονται με την αρχική ανεξέλεγκτη κατάσταση με την οποία τα άτομα ήρθαν αντιμέτωπα. Τέλος, τόσο η μαθημένη ανημποριά όσο και η θυματοποίηση προκαλούνται εν μέρει από μία γενικευμένη πίστη πως το μέλλον είναι αβέβαιο και δυσοίωνο και τα άτομα είναι ανίκανα να το επηρεάσουν.
«Στην πρακτική ψυχολογία δεν έχουμε να κάνουμε με την εν γένει ανθρώπινη ψυχή, αλλά με ξεχωριστά ανθρώπινα όντα και τα πολυπληθή προβλήματα που τα καταπιέζουν» (C.Jung,1942)
Τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας ενισχύουν την κατάθλιψη.
Η οικονομική κρίση προκαλεί ψυχολογική επιβάρυνση τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Το οικονομικό στρες περιλαμβάνει τις πλευρές της οικονομικής ζωής που λειτουργούν ως δυνητικά στρεσογόνα ερεθίσματα για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους και αποτελούνται τόσο από υποκειμενικά όσο και αντικειμενικά συστατικά και αφορούν στην εργασιακή κατάσταση και το ατομικό εισόδημα.
Η «εργασιακή κατάσταση» αναφέρεται τόσο στην ανεργία που είναι ένα αντικειμενικά στρεσογόνο ερέθισμα όσο και στην εργασιακή ανασφάλεια που είναι υποκειμενικό. Παρομοίως, η παράμετρος «ατομικό εισόδημα», αφορά τόσο στην οικονομική ανέχεια που είναι η αντικειμενική ανικανότητα πλήρωσης των τρεχουσών οικονομικών αναγκών, όσο και στην οικονομική πίεση που αφορά στην υποκειμενική αίσθηση ανεπάρκειας του εισοδήματος. Έτσι εξηγείται γιατί σε μια κοινωνία σε οικονομική κρίση επηρεάζονται άμεσα και βαρύτερα οι φτωχοί και οι άνεργοι αλλά το άγχος και η δυσφορία επηρεάζουν και το υπόλοιπο, οικονομικά ισχυρότερο κομμάτι του πληθυσμού. Σε ατομικό επίπεδο, αξίζει να εξετάζονται τα αντικειμενικά στρεσογόνα ερεθίσματα όπως ανεργία, εισόδημα νοικοκυριού, αριθμός μελών οικογένειας, χρέος, ατομικές διαφορές στη διαχείριση των χρημάτων, όπως τάσεις εξοικονόμησης χρημάτων ή συσσώρευσης χρεών, καθώς και οι οικονομικές γνώσεις και ικανότητες. Η εργασιακή ανασφάλεια φαίνεται να επηρεάζει περισσότερο τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους και τις γυναίκες.
Παράγοντες που αμβλύνουν το οικονομικό άγχος είναι η ύπαρξη κοινωνικής υποστήριξης όπως και η υποστήριξη στο χώρο εργασίας από ανώτερους αλλά και συνεργάτες.
Σημαντικό ρόλο παίζουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ατόμου που σχετίζονται με την αυξημένη ευαλωτότητα στην ψυχοκοινωνική απειλή, όπως νεύρωση ή χαμηλή ανοχή στη ματαίωση, τα ατομικά χαρακτηριστικά που αντικατοπτρίζουν την ανάγκη αίσθησης ελέγχου των καταστάσεων και τα ατομικά χαρακτηριστικά που αφορούν στο γενικό αίσθημα αυτοεκτίμησης και προσωπικής αξίας (Ο.Γιωτάκος,2010).
Θεραπεία κατάθλιψης
«Η ζωή που δεν υποβάλλεται σε διερεύνηση δεν έχει καμία αξία για τον άνθρωπο» (Σωκράτης –Απολογία-)
Συχνά οι θεραπευόμενοι που υποφέρουν από κατάθλιψη έχουν εσωτερικεύσει ένα σημαντικό πρόσωπο και μιλάνε για τον εαυτό τους, όπως τους μιλούσε αυτό το πρόσωπο για τον εαυτό τους. Για παράδειγμα, θα πουν: «ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι επειδή είμαι εγωίστρια», στην ερώτηση: «ποιος το λέει αυτό;» συνήθως η απάντηση αναφέρεται σε κάποιον σημαντικό άλλο όπως η μητέρα ή ο πατέρας, ένας παππούς ή γιαγιά ή ένας μεγαλύτερος αδελφός ή αδελφή ή οποιοδήποτε πρόσωπο έχει εσωτερικευτεί από το άτομο ως εσωτερικός κριτής.
Συχνά, μια θεραπεύτρια αισθάνεται σαν να μιλάει σε κάποιο φάντασμα και ότι για να επέλθει ένα θετικό θεραπευτικό αποτέλεσμα, θα πρέπει να συμπεριλάβει στη θεραπεία έναν εξορκισμό. Συνήθως, το είδος της εσωτερίκευσης που χαρακτηρίζει τα καταθλιπτικά άτομα είναι η ασυνείδητη εσωτερίκευση των πιο μισητών ιδιοτήτων ενός παρελθοντικού αντικειμένου αγάπης.
Το άτομο θυμάται με αγάπη τα θετικά χαρακτηριστικά του απωλεσθέντος αντικειμένου, ενώ βιώνει τα αρνητικά του χαρακτηριστικά ως κομμάτι του εαυτού του (Klein, 1940).
Η εντυπωσιακή συναισθηματική αντιστοιχία ανάμεσα στην κατάθλιψη και το πένθος οδηγεί στο αναζητήσουμε τις ρίζες των δυσθυμικών δυναμικών στις οδυνηρές πρώιμες εμπειρίες του αποχωρισμού από ένα αγαπημένο άτομο. Οι οποίες στην πλειοψηφία τους συναντώνται συχνά στο ιστορικό των καταθλιπτικών ατόμων. Η πρώιμη απώλεια δεν είναι πάντοτε καθορισμένη, παρατηρήσιμη και εμπειρικά επαληθεύσιμη, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, ο θάνατος του γονέα. Αντίθετα, μπορεί να είναι πιο εσωτερική και ψυχολογική, όπως στην περίπτωση ενός παιδιού που ενδίδει στην πίεση του ατόμου που το φροντίζει να απαρνηθεί συμπεριφορές εξάρτησης προτού κατακτήσει το εξελικτικό στάδιο στο οποίο θα είναι συναισθηματικά έτοιμο να το πράξει.
Στην θεραπεία ο καθένας μπορεί να παίρνει ό,τι του χρειάζεται, με τον δικό του τρόπο και με τη δική του έκφραση (C.Jung, 1942)
Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ο υποψήφιος θεραπευόμενος μπαίνοντας στην θεραπευτική διαδικασία δεν είναι ποτέ τόσο ανυποψίαστος και απροετοίμαστος όσο πιστεύει. Αντίθετα, έχει πάντα μία αίσθηση για το τι έχει ανάγκη και προχωρά στη «δοκιμασία» του θεραπευτή για να διαπιστώσει εάν αυτός είναι ικανός να διευκολύνει το σχέδιό του για συναισθηματική αποκατάσταση.
Η ψυχοθεραπεία είναι μία συνομιλία, μία αμφίπλευρη συνεργασία κατά την οποία η ακρόαση και η ομιλία εναλλάσσονται ανάμεσα στις δύο πλευρές της θεραπευτικής συμμαχίας.
Η πιο σημαντική συνθήκη στη θεραπεία είναι η διαπροσωπική επικοινωνία μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, η οποία βασίζεται στην δημιουργία μιας ατμόσφαιρας αποδοχής, σεβασμού και βαθιάς κατανόησης από την πλευρά του θεραπευτή. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι που υποφέρουν από κατάθλιψη είναι σε διαρκή εγρήγορση μην τυχόν και επαληθευτεί στο ελάχιστο ο φόβος τους ότι θα επικριθούν και θα απορριφθούν, ο θεραπευτής υιοθετώντας μία σταθερή στάση αποδοχής βοηθάει στο να εγκατασταθεί μία σχέση εμπιστοσύνης και ασφάλειας που επιτρέπει στους θεραπευόμενους να χαλαρώσουν και να προχωρήσουν στην ουσιαστική επεξεργασία με τον εαυτό τους όπως να εντοπίσουν, να επεξεργαστούν και να ανατρέψουν τις λανθασμένες πεποιθήσεις τους.
Στο πλαίσιο της ψυχοθεραπευτικής σχέσης ο θεραπευόμενος παρακινείται και ενθαρρύνεται να διερευνήσει τα βαθύτερα αίτια των δυσκολιών του και να καταφέρει να συνδεθεί με ένα ουσιαστικό τρόπο τόσο με τον εαυτό του (τα συναισθήματα και τις σκέψεις του), όσο και με τους σημαντικούς άλλους γύρω του.
Το αποτέλεσμα είναι ο θεραπευτής να εσωτερικευτεί ως μία αξιόπιστη εσωτερική φωνή, η οποία καθώς ανατρέπει τις «παράλογες πεποιθήσεις» νοηματοδοτεί εκ νέου την ιστορία του θεραπευόμενου
Όπως διαπιστώνει η Nancy McWilliams το ανθρώπινο είδος δεν έχει σχεδιαστεί για να αντέχει τον βαθμό της αστάθειας που χαρακτηρίζει τις σχέσεις στη σύγχρονη εποχή.
«και πάνω από όλα μην ξεχνάς ότι δεν είσαι φτιαγμένος από λάσπη, αλλά από αστρόσκονη. Ο προορισμός σου δεν είναι η Γη, αλλά τα άστρα. Είσαι παιδί της ενέργειας και του χρόνου κι εκεί πρέπει να επιστρέψεις» (Σ.Θεοδοσίου, Μ.Δανέζης,2012)
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Χριστίνα Πετρέλλη - Ψυχολόγος
Χριστίνα Πετρέλλη: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:
- Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
- Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
- Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.
Ψυχολόγος (Άδεια Ασκήσεως Επαγγέλματος). MSc Προαγωγή Ψυχικής Υγείας-Πρόληψη Ψυχιατρικών Διαταραχών (Ιατρική Σχολή Αθηνών), MSc Εκπαιδευτική Ψυχολογία. Εξειδίκευση σε: Συστημική Ψυχοθεραπεία, Ψυχοεκπαιδευτικές Παρεμβάσεις & Συμπεριφορική Θεραπεία Οικογένειας στην Ψύχωση, Δ.Δ., ΙΨΔ, Κλινική Ψυχοπαθολογία, Ιατρική Ψυχολογία.