Ακρόαση άρθρου......

Η ψυχοθεραπεία, όπως οι περισσότεροι τομείς της φροντίδας υγείας, αποτελούν σύνθεση της επιστημονικής τεχνικής και της καλλιτεχνικής έκφρασης» (Hofmann & Weinberger, 2007)

Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να συζητηθεί και να αναλυθεί από την πλευρά μου, η άποψη των Hofmann & Weinberger (2007), βάσει της οποίας η ψυχοθεραπεία μπορεί να ιδωθεί ως σύνθεση επιστημονικής τεχνικής και καλλιτεχνικής έκφρασης.

Για την αξιολόγηση της εν λόγω θέσης θα γίνει εδώ λόγος σε δύο ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, ήτοι της ψυχαναλυτικής θεραπείας και της γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας.

Η συζήτηση τάσσεται υπέρ της άποψης που διατυπώνουν οι Hofmann και Weinberger. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αναλύονται και οι προβληματικές όψεις της ανωτέρω άποψης.

1. Η ψυχαναλυτική προσέγγιση, η γνωσιακή-συμπεριφορική προσέγγιση και οι θεωρητικές τους βάσεις

Η ψυχαναλυτική προσέγγιση
Ως θεωρία ψυχοπαθολογίας και θεραπεία ψυχικών διαταραχών, η ψυχανάλυση ενδιαφέρεται για την αλλεπίδραση του ατόμου όχι μόνο με το περιβάλλον του αλλά και με τις ενδοψυχικές διεργασίες. Ίσως από τoυς πιο έντονους ισχυρισμούς κατά της θεώρησης της ψυχανάλυσης ως επιστήμης σηματοδοτείται το 1896 με το άρθρο του Freud για την υστερία, στο οποίο είχε δώσει κάποια αριθμητικά στοιχεία που αφορούσαν στην αιτιολογία δεκαοκτώ περιπτώσεων υστερικών ασθενών (Storr, 1990).

Έκτοτε και μέχρι τις μέρες μας, η ψυχαναλυτική θεραπεία φαίνεται ότι πασχίζει να επιβιώσει σε ένα εχθρικό κλινικό και ακαδημαϊκό περιβάλλον (Norcross 2010, Paris, 2005), με εξαίρεση ίσως τα αναθεωρημένα μέρη της ψυχαναλυτικής θεραπείας, όπως είναι η θεωρία της προσκόλλησης, τα οποία υποστηρίζονται καλύτερα με πορίσματα ερευνών (Cassidy & Shaver 2018). Πάντως, όπως επισημαίνει ο Paris, 2017, οι σύγχρονες αναθεωρήσεις για την ψυχανάλυση δεν προσφέρουν μία ολοκληρωμένη και δομημένη απάντηση στους επικριτές της.

Όσον αφορά τώρα στη δημιουργική πλευρά της ψυχαναλυτικής προσέγγισης, η πρόοδος της νευροεπιστήμης, μαζί με την ανάδειξη της ιδέας ότι η γλώσσα είναι εγγενώς μεταφορική και ότι το κοινό αντιληπτικό μας σύστημα, με βάση το οποίο σκεφτόμαστε και δρούμε, είναι ουσιαστικά μεταφορικής φύσεως, συνέβαλε στο να εδραιωθεί το κύρος της «δημιουργικής» / «καλλιτεχνικής» πλευράςτης ψυχαναλυτικής θεραπείας, η οποία βασίζεται κατεξοχήν στις μεταφορές (Arlow, 1979; Lakoff & Johnson,2003).

Η γνωσιακή-συμπεριφορική προσέγγιση
Αναφορικά με τη γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία, θα πρέπει να τονιστούν τα εξής: αφενός μεν ο θεραπευτικός της στόχος είναι η ταυτοποίηση μοτίβων δυσλειτουργικής συμπεριφοράς και σκέψης και αφετέρου το βασικό επιχείρημα υπέρ της επιστημονικότητάς της είναι η ύπαρξη ισχυρής βάσης αποδεικτικών στοιχείων («stronge vidence base», Dobson (2013)) .

Οι πλείστες πρόσφατες μελέτες και μετα-αναλύσεις δείχνουν ότι η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία είναι, επί του παρόντος, το «χρυσό πρότυπο» («gold standard») της ψυχοθεραπείας, κυρίως λόγω του ότι αποτελεί τη μορφή ψυχοθεραπείας που έχει διερευνηθεί περισσότερο από όλες τις άλλες και υπερτερεί των υπολοίπων μορφών σε ό,τι αφορά τη συστηματικοποίησή της.

ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Επιπλέον, τα θεωρητικά μοντέλα/μηχανισμοί αλλαγής που προτείνει είναι τα πλέον ερευνηθέντα και βρίσκονται σε πλήρη εναρμόνιση με τις σύγχρονες προσεγγίσεις της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς (Davidetal, 2018).

Εφαρμογές : Kλινική Διαίσθηση και Ενσυναίσθηση
Προχωρώντας, τώρα, στο ερώτημα για το κατά πόσο οι υπό συζήτηση θεραπευτικές προσεγγίσεις συνιστούν και «τέχνη», από την ανάγνωση του βιβλίου των Hofmann & Weinberger, ως συγγραφέας του παρόντος άρθρου αντιλαμβάνομαι , ότι ως «τέχνη» νοείται η συμπερίληψη μεταβλητών που συμβάλλουν στο να εφαρμοστεί με επιτυχία η θεραπευτική τεχνική στον πελάτη. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τις μεταβλητές κλινικής διαίσθησης και ενσυναίσθησης.

Κλινική διαίσθηση
Aναφορικά με την κλινική διαίσθηση, ο θεραπευτής καλείται να αφουγκρασθεί τη διαπροσωπική απόχρωση της συνεδρίας. Στα συμφραζόμενα της θεραπευτικής διαδικασίας, ως διαίσθηση χαρακτηρίζεται η έμμεση διεργασία που λαμβάνει χώρα στο επίκεντρο της κλινικής στιγμής και που βοηθάει στο να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική.

Ο θεραπευτής αντιλαμβάνεται, σχετίζεται και ανταποκρίνεται στη διαρκώς μεταβαλλόμενη δυναμική της ψυχοθεραπείας. Μολονότι στην ψυχαναλυτική θεραπεία η έννοια της διαίσθησης συχνά συγχέεται με ναρκισσιστικά νοήματα και ασάφεια (κι ως εκ τούτου θεωρείται εχθρός της ορθολογιστικής, μεθοδικής σκέψης(Βοhart, 1999)), η διαίσθηση θεωρείται πλέον ως ένα ραντάρ που εντοπίζει, και έρχεται σε μία πρώτη, διερευνητική επαφή με τον εσωτερικό κόσμου του αναλυόμενου.

Συναφής με την κλινική διαίσθηση και την επικοινωνία θεραπευόμενου και θεραπευτή είναι η χρήση του μεταφορικού λόγου. Οι ψυχαναλυτικές, συμβολοποιητικές θεωρίες των Klein και Winnicott ενθαρρύνουν τον θεραπευτή στη χρήση μεταφορών οι οποίες δύνανται να εμπεριέχουν τα απόρρητα συναισθήματα και τις αλήθειες της θεραπευτικής σχέσης (Holohan, 2014; Flood, 2019).Η αποτελεσματική χρήση της μεταφορικής γλώσσας στη θεραπεία δημιουργεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο ο πελάτης μπορεί να συζητήσει και να θέσει σε νέο πλαίσιο τα κλινικά ζητήματα (Βabits, 2001).

ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR

Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.

Επιπλέον, η γνώση της δύναμης της μεταφορικής γλώσσας είναι μεγάλης σημασίας για αναλυτική δουλειά με ασθενείς που πάσχουν από έλλειμμα μεταφορικής χρήσης της γλώσσας (Caspi, 2008; Papagno, 2001).

Σε ό,τι αφορά τη γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία στις αγχώδεις διαταραχές παιδιών και ανηλίκων, η έννοια της κλινικής διαίσθησης του θεραπευτή έγκειται στην προσπάθειά του να προσαρμόσει τη θεραπεία στις ανάγκες του πελάτη του με ευελιξία. Η ευελιξία συνιστά χρήσιμη στρατηγική σύμπλεξης που αυξάνει τη συμμετοχικότητα του νεαρού ασθενούς κατά τη διάρκεια της θεραπείας (Chu & Kendall, 2009) και παράλληλα συμβάλλει στη βελτιστοποίηση πρωτοκόλλων θεραπείας.

Η έρευνα αυτή υποστηρίζεται μεν από τυπικά περιγραφικά δεδομένα, αλλά δεν επιβεβαιώνεται από επίσημες αναλύσεις.

Αν και είναι πολύ πιθανό να διαπράττει κάποιο λάθος ο ψυχοθεραπευτής που θεωρεί τις μεθόδους του/της, αλλά και τις αποφάσεις του/της, ως αποτελέσματα συνειδητής συλλογιστικής διαδικασίας (Welling, 2005), δεν πρέπει να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι ως εργαλείο λήψης αποφάσεων για το είδος της θεραπείας που πρέπει να παρασχεθεί, η διαίσθηση συχνά οδηγεί τους ψυχοθεραπευτές σε αρνητική στάση απέναντι στις θεραπείες που υποστηρίζονται από ερευνητικά δεδομένα. ´

Οπως καταδεικνύει και η έρευνα των (Gaudiano et al, 2011), η οποία βασίστηκε σε ανάλυση παλινδρόμησης, η υπερβολική βεβαιότητα στον διαισθητικό τρόπο σκέψης καθιστά τους θεραπευτές από τη μία αρνητές της ερευνητικής δουλειάς και από την άλλη αρκετά επιρρεπείς στην υιοθέτηση εναλλακτικών θεραπειών και λανθασμένων αντιλήψεων για την υγεία, οι οποίες δεν υποστηρίζονται από επιστημονική απόδειξη.

Ενσυναίσθηση
Από όσα ειπώθηκαν παραπάνω φάνηκε ότι η κλινική διαίσθηση είναι ο τομέας που μπορεί να αντιληφθεί καλύτερα το συναίσθημα, είτε αυτό είναι συνειδητό είτε όχι. Η κλινική διαίσθηση είναι απαραίτητη για την καλλιέργεια συντονισμένης ανταπόκρισης στις ανάγκες του πελάτη και συνδέεται και με τη μεταβλητή της ενσυναίσθησης.

Από την εποχή που ο Rogers (1975) ταυτοποίησε την ενσυναίσθηση όχι μόνο ως μέθοδο για να παρατηρηθούν τα ψυχικά γεγονότα, αλλά και ως παράμετρο θεραπείας ψυχοπαθολογικών φαινομένων, η ενσυναίσθηση εμφανίζεται ως συνεπής δείκτης πρόβλεψης της αλλαγής του ασθενούς.

Η ικανότητα για ενσυναισθητική ανταπόκριση του θεραπευτή συνδέεται θετικά με το πώς ξεκινά να αντιμετωπίζει ο πελάτης/ασθενής τον εαυτό του, ιδίως μάλιστα σε ασθενείς με κατάθλιψη που ακολουθούν γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία σε τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή.

Οι πελάτες που θεώρησαν ενσυναισθητικούς τους θεραπευτές τους ανέφεραν λιγότερη αποφευκτικότητα και άγχος στις σχέσεις τους με τους οικείους τους, ενώ μειώθηκαν τα αισθήματα καχυποψίας και απουσίας εμπιστοσύνης (Watson et al, 2013).

Ο θεραπευτής με ενσυναισθητική απαντητικότητα παρεμβαίνει κατά τη διάρκεια της γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας όχι μόνο για να μοιρασθεί το ψυχολογικό άχθος του πελάτη, αλλά και για να συντονιστείι μαζί του και σε νευροβιολογικό επίπεδο, με σκοπό να εξετάσει τις σκέψεις και τις συμπεριφορές του πελάτη του (Vyskocilova & Prasko, 2011).

Μολονότι στις μέρες μας κυριαρχεί το μοντέλο ενσυναίσθησης του Rogers, όπως το βλέπουμε στην γνωστική-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία, δεν είναι λίγοι οι μελετητές που θεωρούν χρήσιμη στα κλινικά συμφραζόμενα μία σύνδεση της ενσυναίσθησης με την πρώτη, καταρχήν επιστημολογική ερμηνεία που έδωσε στην ενσυναίσθηση ο Freud, ο οποίος της προσέδωσε περισσότερο νοητικά ή εννοιολογικά χαρακτηριστικά, κάτι που πλέον δεν απαντά στις προσωποκεντρικές θεραπείες, οι οποίες βασίζονται κατεξοχήν στις συναισθηματικές ιδιότητες της ενσυναίσθησης (Kaluzeviciute, 2020).

Συμπεράσματα
Για την άποψη των Hofmann & Weinberger επελέγησαν δύο ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, αυτή της ψυχανάλυσης και αυτή της γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας. Μολονότι η πρώτη έχει αμφίβολο επιστημονικό κύρος, ενώ η δεύτερη φαίνεται να είναι ο κυρίαρχος «παίκτης» στις μέρες μας, τόσο ως προς το επιστημονικό κύρος όσο και ως προς την πρακτική, διαφάνηκε ότι συμπλέουν ως προς τον άξονα της καλλιτεχνικής έκφρασης.

Ο πυλώνας της καλλιτεχνικής έκφρασης αφορά τη συμπερίεξη της ενσυναίσθησης και της κλινικής διαίσθησης στη θεραπευτή πράξη. Κατά τη γνώμη μου και ως συγγραφέας του παρόντος άρθρου , οι δύο αυτές μεταβλητές συνιστούν δείκτες της δημιουργικότητας του θεραπευτή για μία καλή θεραπευτική σχέση.

Και, καθώς η θεραπευτική σχέση αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους δείκτες πρόβλεψης της επιτυχούς θεραπείας, η τέχνη της ψυχοθεραπείας έγκειται στη διασφάλιση συνθηκών που θα ευνοούν τη σύμπλεξη θεραπευτή και πελάτη για τη «δουλειά» που απαιτεί η θεραπευτική συνεδρία. Εν τέλει, η «τέχνη» της ψυχοθεραπείας έγκειται στη δυνατότητα να αξιοποιηθεί το «εδώ-και-τώρα» της θεραπευτικής σχέσης, με τρόπους που συχνά υπερβαίνουν τα στεγανά θεραπευτικών μοντέλων και τεχνικών.

Διαβάστε ακόμη στο Psychology.gr το άρθρο Οι έξι θεραπευτικές συνθήκες της Προσωποκεντρικής Ψυχοθεραπείας

Βιβλιογραφικές Aναφορές

1. Ardito, R. B., &Rabellino, D. (2011). Therapeutic alliance and outcome of psychotherapy: historical excursus, measurements, and prospects for research. Frontiers in psychology, 2, 270. https://doi.org/10.3389/fpsyg.2011.00270
2. Arlow, J. A. (1979). Metaphor and the Psychoanalytic Situation. The Psychoanalytic Quarterly, 48(3), 363–85. https://doi.org/10.1080/21674086.1979.11926882
3. Babits, M. (2001). Using Therapeutic Metaphor to Provide a Holding Environment: The Inner Edge of Possibility. Clinical Social Work Journal29,21–33.
4. Beck, A. T. (1993). Cognitive therapy: Past, present, and future. Journal of Consulting and Clinical Psychology,61(2), 194. doi:10.1037/0022-006X.61.2.194.
5. Bohart, A. C. (1999). INTUITION AND CREATIVITY IN PSYCHOTHERAPY. Journal of Constructivist Psychology, 12(4), 287–311. https://doi.org/10.1080/107205399266028
6. Caspi, T. (2018). Towards psychoanalytic contribution to linguistic metaphor theory. The International Journal of Psychoanalysis, 1–26. doi:10.1080/00207578.2018.1490476
7. Chu, B. C., & Kendall, P. C. (2009). Therapist responsiveness to child engagement: flexibility within manual-based CBT for anxious youth. Journal of Clinical Psychology, 65(7), 736–754. https://doi.org/10.1002/jclp.20582.
8. David, D., Cristea, I., & Hofmann, S. G. (2018). Why Cognitive Behavioral Therapy Is the Current Gold Standard of Psychotherapy. Frontiers in Psychiatry, 9. https://doi.org/10.3389/fpsyt.2018.00004
9. Dobson, K. S. (2013). The Science of CBT: Toward a Metacognitive Model of Change? Behavior Therapy, 44(2), 224–227. https://doi.org/10.1016/j.beth.2009.08.003
10. Flood, N. (2019). The maternal metaphor: An exploration of Winnicott’s ‘holding’ and Bowlby’s ‘secure base’ in the therapeutic relationship. Dublin Business School. https://esource.dbs.ie/handle/10788/3979
11. Gaudiano, B. A., Brown, L. A., & Miller, I. W. (2011). Let your intuition be your guide? Individual differences in the evidence-based practice attitudes of psychotherapists. Journal of evaluation in clinical practice, 17(4), 628–634. https://doi.org/10.1111/j.1365-2753.2010.01508.x
12. Holohan, M.D.(2014). Psychoanalysis & rhetoric: Metaphors in the work of Melanie Klein & J.-
13  B. Pontalis.University of Santa Cruz. https://escholarship.org/uc/item/4p94c6zm
14. Hofmann, S. G., & Weinberger, J. (Eds.). (2007). The art and science of psychotherapy. Routledge/Taylor & Francis Group.
15. Kaluzeviciute, G. (2020). The role of empathy in psychoanalytic psychotherapy: A historical exploration. Cogent Psychology, 7(1). doi:10.1080/23311908.2020.1748792
16. Kohut, H. (1959). Introspection, Empathy, and Psychoanalysis An Examination of the Relationship between Mode of Observation and Theory. Journal of the American Psychoanalytic Association, 7(3), 459–483. https://doi.org/10.1177/000306515900700304
17. Lakoff, G., & Johnson, M. (2003). Metaphors We Live By (1st ed.). University of Chicago Press.
18. Marks-Tarlow, T. (2012). Clinical Intuition in Psychotherapy: The Neurobiology of Embodied Response (Norton Series on Interpersonal Neurobiology) (Illustrated ed.). W. W. Norton & Company.
19. Norcross, J. C. (2010). History of Psychotherapy: Continuity and Change (2nd ed.). American Psychological Association.
20. Papagno, C. (2001). Comprehension of metaphors and idioms in patients with Alzheimer's disease: A longitudinal study, Brain, Volume 124, Issue 7, 1450–60.
21. Paris, J. (2005). The Fall of an Icon: Psychoanalysis and Academic Psychiatry (1st ed.). University of Toronto Press, Scholarly Publishing Division.
22. Paris J. (2017). Is Psychoanalysis Still Relevant to Psychiatry?Canadian journal of psychiatry. Revue canadienne de psychiatrie, 62(5), 308–312. https://doi.org/10.1177/0706743717692306
23. Piha, H. (2005). Intuition: A Bridge To the Coenesthetic World of Experience. Journal of the American Psychoanalytic Association, 53(1), 23–49. https://doi.org/10.1177/00030651050530011601
24. Rogers, C. (1975). Empathic: An unappreciated way of being. The counseling psychologist, 5(2), 2-10.
25. Storr, A. (1990). The Art of Psychotherapy (2nd ed.). Routledge.
26. Vyskocilova, J.&Prasko, J (2011). Empathy in cognitive behavioral therapy and supervision. Act.Nerv. Super Rediviva 53(2): 72–83.
27. Welling, H. (2005). The Intuitive Process: The Case of Psychotherapy. Journal of Psychotherapy Integration, 15(1), 19–47. https://doi.org/10.1037/1053-0479.15.1.19

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Ειρήνη Παπαγιάννη

eirini papagianniΠτυχιούχος Ψυχολογίας και Παιδαγωγός Προσχολικής Ηλικίας. Ειδικευμένη στη Συμβουλευτική, με Ειδικότητα στην Παιδοψυχολογία. Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στις Κοινωνικές και Ανθρωπιστικές Επιστήμες με κατεύθυνση Θεωρίες Παιδαγωγικών και Εκπαίδευσης και Κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου (Μaster) στην Εκπαιδευτική Ηγεσία και Πολιτική.