Ακρόαση άρθρου......

Ένα σημαντικός παράγοντας κινδύνου για τη βρεφική ανορεξία είναι η πρόωρη γέννηση του βρέφους καθώς οι έρευνες αναφέρουν ότι το 19-80% των πρόωρων βρεφών μετά το τέλος της νοσηλείας τους και κατα τη μετάβασή τους στο σπίτι εμφανίζουν προβλήματα διατροφής συμπεριλαμβανομένου της άρνησης φαγητού (Ammaniti, Lucarelli,  Cimino, D’Oliompio & Chatoor, 2010. Bakan, Birmingham & Goldner, 1991. Kay & Tasman, 2006. ).

Οι υποκείμενες διεργασίες που φαίνεται να συνδέουν την προωρότητα με την ανορεξία, αφορούν τόσο τα ίδια τα βρέφη όσο και τους γονείς τους και είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες. 

Από την μια πλευρά, τα ίδια τα βρέφη, εξαιτίας της πρόωρης γέννησης, εμφανίζουν βιολογική και χαρακτηρολογική (δυσπροσαρμοστικά στοιχεία προσωπικότητας) ευαλωτότητα, δηλαδή στερούνται βασικών ικανοτήτων που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη των απαραίτητων δεξιοτήτων για την πρόσληψη τροφής και έτσι ο κίνδυνος εμφάνισης διατροφικών προβλημάτων αυξάνεται.

Πιο συγκεκριμένα, τα πρόωρα βρέφη είναι περισσότερο επίμονα και απαιτητικά, λιγότερο συνεργάσιμα, απογοητεύονται εύκολα, εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα ενέργειας, χαμηλή ανταπόκριση στη μητέρα και εκδηλώνουν με λιγότερο εμφανείς ενδείξεις τις ανάγκες τους, ενώ από βιολογική άποψη εμφανίζουν λιγότερη ευρωστότητα, περισσότερες αναπνευστικές δυσκολίες, κινητικές, αισθητηριακές και νευρολογικές δυσλειτουργίες, αποδιοργανωμένη κινητική λειτουργία στο στόμα και μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, η οποία μολονότι μπορεί να έχει θεραπευτεί, έχοντας προκαλέσει στοματική υπερευαισθησία στο βρέφος έχει ως αποτέλεσμα το βρέφος να μην αναπτύσσει εξερευνητική συμπεριφορά με το στόμα του σε σχέση με παιχνίδια και αργότερα σε σχέση με διάφορους τύπους φαγητού και έτσι σταδιακά να αρχίσει να εκδηλώνει αντίσταση στο φαγητό.

Ειδικότερα, τα δύσκολα στοιχεία προσωπικότητας στα πρόωρα βρέφη αξίζει να σημειωθεί ότι συναντώνται γενικά στα βρέφη με διατροφικά προβλήματα και ενδεχομένως να ευθύνονται για την εμφάνισή τους. 

Έτσι, τα συγκεκριμένα βρέφη περιγράφεται ότι εμφανίζουν χαμηλή προσαρμοστικότητα, υπερβολική εξάρτηση και αρνητισμό καθώς και ακανόνιστους ρυθμούς στους κύκλους του φαγητού και του ύπνου (Ammaniti, Lucarelli,  Cimino, D’Oliompio & Chatoor, 2010. Kay & Tasman, 2006).

Επανερχόμενοι, τώρα, στα πρόωρα βρέφη, οι προαναφερόμενες  προκαταβολικές σε αυτά  μειονεξίες, τόσο βιολογικές όσο και χαρακτηρολογικές,  δεν ευνοούν την ανάπτυξη επιδεξιότητας στην πρόσληψη τροφής.

Για παράδειγμα, το πρόωρο βρέφος καλείται να αναπτύξει την ικανότητα να ρυθμίζει τους ρυθμούς ρουφήγματος και κατάποσης σύμφωνα με το δικό του προκαταβολικά επιβαρυμένο μοτίβο αναπνοής.

Παράλληλα μάλιστα, αυτές οι μειονεξίες οδηγούν τα βρέφη στο να αρχίσουν να μαθαίνουν αντισταθμιστικές στρατηγικές ταΐσματος οι οποίες μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμα λειτουργικές αλλά μακροπρόθεσμα είναι δυσλειτουργικές.

6 ΒΙΩΜΑΤΙΚΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ | Εισηγητής: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt, συγγραφέας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για το σύνολο των σεμιναρίων.

Για παράδειγμα, τα πρόωρα βρέφη μπορεί να μάθουν να ασκούν μια απαλή μόνο πίεση στην θηλή  και να επιτρέπουν το γάλα να ρέει έξω από τα χείλη τους όταν η ροή τους γάλατος υπερβαίνει την ικανότητά τους για κατάποση. Μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να είναι αρχικά λειτουργική αλλά μακροπρόθεσμα μπορεί να οδηγήσει σε φτωχή ανάπτυξη των μυών γύρω από τα χείλη, μυϊκή ομάδα που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της δεξιότητας της πρόσληψης τροφής με το κουτάλι.

Άμεση συνέπεια αυτού είναι ότι τα διατροφικά προβλήματα, όπως η αντίσταση στο φαγητό, να επιμένουν ακόμη και όταν πλέον οι προαναφερόμενες μειονεξίες έχουν εξαλειφθεί λόγω των ήδη μαθημένων δυσπροσαρμοστικών συμπεριφορικών ανταποκρίσεων που έχει αναπτύξει το βρέφος στο τάϊσμα.

Από την άλλη πλευρά σχετικά με τους ίδιους τους γονείς, η εμπειρία του να έχεις αποκτήσει ένα πρόωρο βρέφος σε συνδυασμό με την παρεμπόδιση στην εκπλήρωση του γονεϊκού τους ρόλου όσον αφορά την φροντίδα του παιδιού, λόγω της μακράς νοσηλείας του στη μονάδα εντατικής θεραπείας όπου τη φροντίδα του βρέφους την είχε εξ’ ολοκλήρου αναλάβει το εξειδικευμένο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, καθιστά τους γονείς, μετά το τέλος της νοσηλείας και κατά τη μετάβαση στο σπίτι, ευάλωτους σε συναισθήματα κατάθλιψης και έλλειψης εμπιστοσύνης στις ικανότητές τους για τη φροντίδα του βρέφους τους αφενός, και σε έντονα συναισθήματα άγχους και ανησυχίας για τη μετέπειτα ανάπτυξη του παιδιού τους αφετέρου.

Ο συνδυασμός των προαναφερόμενων συναισθηματικών καταστάσεων οδηγεί συχνά τους γονείς των πρόωρων βρεφών σε μια υπερπροσπάθεια κατά τη διάρκεια του ταΐσματος, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνουν το βρέφος να φάει ακόμα και όταν αυτό εκδηλώνει σημάδια κούρασης ή δεν είναι συμπεριφορικά ή/και ψυχολογικά έτοιμο να φάει.

Μάλιστα, οι έρευνες δείχνουν ότι οι μητέρες πρόωρων βρεφών σε σύγκριση με μητέρες τελειόμηνων βρεφών δίνουν λεκτικούς επαίνους και ανταμοιβές για να ενθαρρύνουν το βρέφος τους να φάει πιο πολλές φορές, είναι πιο πιθανό να το ταΐζουν κατά την διάρκεια των φωνοποιήσεων που κάνει και έχει ανοικτό το στόμα του και επίσης αφήνουν να περάσει μικρότερο χρονικό μεσοδιάστημα ανάμεσα στις χρονικές στιγμές που προσφέρουν το φαγητό. Με αυτές τις παρεμβατικές μεθόδους, όμως, δεν βασίζονται στην όρεξη του βρέφους για να ρυθμίσουν την ποσότητα της τροφής που θα προσλαμβάνει.

ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Έτσι, στρατηγικές σχεδιασμένες να ενθαρρύνουν την πρόσληψη τροφής μπορεί να αποτελούν μια πολύ λειτουργική οικογενειακή αντίδραση απέναντι σε ένα βρέφος για το οποίο υπάρχει επιτακτική ανάγκη να αυξηθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης, ωστόσο, μπορεί να καταλήξουν στο ακριβώς αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα, μειώνοντας την αυτο-ρύθμιση του βρέφους όσον αφορά την πρόσληψη τροφής και το αίσθημα της όρεξης (Jordan, 2012. Thoyre, 2007).

Έναν άλλο σημαντικό παράγοντα κινδύνου αποτελούν οι επιπλοκές, είτε κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης είτε κατά τη διάρκεια του τοκετού, οι οποίες ανοίγουν μονοπάτια νευροπαθολογίας που μπορεί να οδηγήσουν όχι μόνο σε βρεφική αλλά ακόμη και σε χρόνια ανορεξία.

Παράγοντες που αυξάνουν άμεσα τον κίνδυνο εμφάνισης αυτών των επιπλοκών και έμμεσα τον κίνδυνο για χρόνια ανορεξία είναι η μεγάλη ηλικία της μητέρας, το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό της επίπεδο, η προγεννητική ή περιγεννητική έκθεση της μητέρας σε τσιγάρο, ναρκωτικά, αλκοόλ.

Ειδικά μάλιστα ο αλκοολισμός της μητέρας έχει συσχετιστεί άμεσα με τον κίνδυνο εμφάνισης της βρεφικής και χρόνιας ανορεξίας. Ακόμη, χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης στον εγκέφαλο μπορεί να συσχετίζονται με την ανάπτυξη χρόνιων διατροφικών διαταραχών, περιλαμβανομένης και της ανορεξίας στα βρέφη, δεδομένου ότι υπάρχουν ερευνητικές ενδείξεις πως ο συγκεκριμένος νευροδιαβιβαστής εμπλέκεται στην ρύθμιση της όρεξης (Bakan, Birmingham & Goldner, 1991).

Βρεφική Ανορεξία: Ψυχαναλυτικές Θεωρίες

Ενδιαφέρουσες είναι οι θεωρητικές υποθέσεις για την βρεφική ανορεξία που διατυπώνονται με βάση ορισμένες ψυχαναλυτικές θεωρίες. Τόσο ο Winnicott όσο και η Klein τονίζουν την αναγκαιότητα ύπαρξης της παύσης κατά την διάρκεια του θηλασμού.

Η Melanie Klein επισημαίνει ότι όταν η μητέρα σπρώχνει βίαια την θηλή στο στόμα του βρέφους τη στιγμή που αυτό έχει σταματήσει να θηλάζει, τότε το μωρό είναι πιθανό να εμφανίσει αργότερα δυσκολίες με το φαγητό.

Ο Winnicott από τη άλλη εξηγεί ότι τη στιγμή της παύσης στο θηλασμό είναι που η μητέρα εδραιώνει την ύπαρξή της και ενδεχομένως τότε να εδραιώνονται και τα πρώτα ψήγματα ανάπτυξης της πρωτοβουλίας του βρέφους καθώς η δική του παύση στον θηλασμό εξυπηρετεί ως σημάδι για την μητέρα να σταματήσει τον θηλασμό μέχρις ότου το βρέφος είναι και πάλι έτοιμο να τραφεί. Χωρίς μια τέτοια δυνατότητα πρωτοβουλίας και με τη μητέρα να πιέζει την θηλή στο βρέφος, το βρέφος μπορεί να βιώνει την θηλή ως μια διαρκή βίαιη παρουσία πάνω του, στην παρουσία και απουσία της οποίας ασκεί πολύ λίγο έλεγχο.

Έτσι, το βρέφος επιδεικνύει αργότερα στη διαδικασία της θρέψης λιγότερη πρωτοβουλία καθώς μαθαίνει ότι οι δικές του ενέργειες πρωτοβουλίας αγνοούνται από την μητέρα. Επιπλέον, το μωρό μπορεί ακόμη να μάθει ότι οι παύσεις του είναι μη αποδεκτές καθώς μπορεί να βιώνει την εμπλοκή της μητέρας στη χρονική σειρά της θρέψης που το ίδιο προσπαθεί να διαμορφώσει, ως απόρριψη.

Όταν το βρέφος αισθάνεται ότι η μητέρα του έχε θυμώσει τότε ενδεχομένως να αντιδράσει “συμμορφωτικά” επιδεικνύοντας λιγότερες πρωτοβουλίες για θρέψη (θηλασμό). Έτσι, στο τέλος, σύμφωνα με τον Bettelheim “ακόμα και η πείνα δεν μπορεί πλέον να υποκινήσει το βρέφος να αποδεχτεί την τροφή, όσο αισθάνεται ότι η τροφή του δίνεται από μια μητέρα η οποία το μισεί ή την οποία το ίδιο φοβάται” .

Η λεπτή ισορροπία που χρειάζεται να αναπτυχθεί στη λήψη πρωτοβουλιών τόσο από την μητέρα όσο και από το βρέφος κατά την διάρκεια του ταΐσματος καταδεικνύει ότι η διαδικασία πρόσληψης τροφής είναι, σύμφωνα με τον Bettelheim, μια διεργασία γύρω από την οποία για πρώτη φορά η δυαδική σχέση μητέρας-βρέφους αναπτύσσεται ή διαλύεται.

Ο Levy από την άλλη, τονίζει στη βρεφική ανορεξία τη σπουδαιότητα όχι της βιολογικής πείνας αλλά της συναισθηματικής πείνας του βρέφους για την μητρική αγάπη.

Εξηγεί ότι αυτό το είδος πείνας είναι που κινητοποιεί το βρέφος να δημιουργήσει μια κατάσταση ανορεξίας μέσα από την άρνηση φαγητού, που αφενός αποτελεί μια απόπειρα για να ενεργοποιήσει αποκρίσεις αγάπης από την μητέρα του η οποία του την στερεί, να κερδίσει εκδηλώσεις στοργής και να την φέρει κοντά του, και η οποία αφετέρου αποτελεί μια εχθρική ενέργεια σχεδιασμένη να τιμωρήσει το ίδιο αυτό πρόσωπο, την μητέρα του, που του αρνείται την αγάπη (Charone, 1982).     

 

Βιβλιογραφία: 

Ammaniti, M., Lucarelli, L., Cimino S., D’Oliompio, F., & Chatoor, I. (2010). Maternal Psychopathology  and Child Risk Factors in Infantile Anorexia. International Journal of Eating Disorders, 43, 233-240.

Bakan, R., Birmingham, C.L., & Goldner, E.M. (1991). Chronicity in Anorexia Nervosa: Pregnancy and Birth Complications as Risk Factors. International Journal of Eating Disorders, 10, 631-645.

Charone, J.K. (1982). Eating Disorders: Their Genesis in the Mother-Infant Relationship. International Journal of Eating Disorders, 1, 15-42.

Jordan, B. (2012). Therapeutic Play within Infant-Parent Psychotherapy and the Treatment of Infant Feeding Disorders. Infant Mental Health Journal, 33, 307-313.

Kay, J., & Tasman, A. (2006). Childhood Disorders: Feeding and Other Disorders of Infancy or Early Childhood. Essentials of Psychiatry, 5, 331-340. 

Thoyre, S.M. (2007). Feeding Outcomes of Extremely Premature Infants after Neonatal Care. Journal of Obstetric Gynecologic and Neonatal Nursing, 36, 366-376.

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Μπάμπαλου Χριστίνα Ελένη: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
  • Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
  • Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.

Ψυχολόγος, Τμήμα Ψυχολογίας, Α.Π.Θ. (Υπότροφος ΙΚΥ). MSc Αναπτυξιακή/Εξελικτική & Σχολική Ψυχολογία, Α.Π.Θ. (Υπότροφος Ωνάσειου Ιδρύματος). Μεταπτυχιακή Εξειδίκευση στην Αξιολόγηση & Ψυχοπαιδαγωγική Υποστήριξη Παιδιών με Δυσκολίες Μάθησης & Προσαρμογής (Ειδικές Ανάγκες), Παν/μιο Μακεδονίας. Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Ψυχοθεραπείας (ECP), Συστημική Ψυχοθεραπεία, Τραυματοθεραπεία-EMDR, DBR