Το ενδιαφέρον της ψυχαναλυτικής σκέψης αρχικά επικεντρώθηκε στο θέμα της κατανόησης της σημασίας των ενορμήσεων, στην ανάπτυξη του Ψυχικού οργάνου και των ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων.
Στη συνέχεια, μεγαλύτερη έμφαση δόθηκε στις διαμεσολαβητικές λειτουργίες του Εγώ, στον έλεγχο που ασκεί, στους μηχανισμούς άμυνας, στα χαρακτηριστικά της φυσιολογικής λειτουργίας του, καθώς και στη σχέση των χαρακτηριστικών αυτών με τις ενορμήσεις.
Η εξέλιξη της Ψυχαναλυτικής σκέψης στη Μ. Βρετανία
Η εξέλιξη της Ψυχαναλυτικής σκέψης στη Μ. Βρετανία, καθώς και πιο πρόσφατες εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκφράζουν μια σαφή αποστασιοποίηση από το μηχανιστικό πλαίσιο των δομών, των δυνάμεων και των ενεργειών που κυριαρχούν στο δομικό μοντέλο του Freud αλλά και στην Ψυχολογία του Εγώ του Hartmann.
Η ψυχαναλυτική θεωρία, κυρίως στη Μ. Βρετανία, εξελίσσεται σε συνάρτηση με την κλινική πρακτική. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην ανάπτυξη του βρέφους και της αίσθησης του εαυτού του, στις σχέσεις του με τα άτομα του στενού του περιβάλλοντος, καθώς και στην επίδραση των εσωτερικών αναπαραστάσεων των σχέσεων αυτών στη μελλοντική του ανάπτυξη.
Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η Ψυχολογική ανάπτυξη δεν αφορά το άτομο ως μεμονωμένο σύστημα, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ενδοβολών και προβολών, που λαμβάνει χώρα σε σχέση με άλλα πρόσωπα, τα αντικείμενα.
Το ενδιαφέρον λοιπόν της ψυχανάλυσης βαθμιαία μετατοπίζεται από μια εργαστηριακή ανάλυση νοητικών διεργασιών στη μελέτη των σχέσεων μεταξύ εαυτού και άλλων, και η γλώσσα που χρησιμοποιεί βρίσκεται όλο και πιο κοντά στη γλώσσα της καθημερινής εμπειρίας.
Θεωρία Αντικειμενοτρόπων Σχέσεων
Ο όρος Θεωρία Αντικειμενοτρόπων Σχέσεων συχνά χρησιμοποιείται με αναφορά σε κάθε ψυχαναλυτική προσέγγιση που επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα στο Εγώ κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του και στα αντικείμενα (πρόσωπα) με τα οποία έρχεται σε επαφή.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό όνομα που συνδέεται με τη Θεωρία των Αντικειμενοτρόπων Σχέσεων είναι αυτό της Melanie Κlein, της οποίας οι θεμελιακές απόψεις εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να ασκούν σημαντική επιρροή στον ψυχαναλυτικό κόσμο και συνιστούν ένα ιδιαίτερο ρεύμα του διεθνούς ψυχαναλυτικού κινήματος.
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Μολονότι θα εξετάσουμε τη θεωρία που εισήγαγε η Μ. Klein ξεχωριστά, επειδή παρουσιάζει πολλές ιδιομορφίες και διαφορές από την προσέγγιση των κλασικών εκπροσώπων της σχολής των Αντικειμενοτρόπων Σχέσεων, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η σχέση Εγώ-Αντικειμένου κατέχει κεντρική θέση στη σκέψη της Klein και άρα οι δύο θεωρίες δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν πλήρως.
Η Melanie Klein (1932, 1948) ήταν η πρώτη που επισήμανε τη σημασία των πρώιμων σχέσεων του βρέφους. Η θεωρία που ανέπτυξε βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην κλινική της πείρα με παιδιά με σοβαρές Ψυχικές διαταραχές, μέσω της οποίας η Κlein ανακάλυψε ότι το παιχνίδι των παιδιών μπορεί να ερμηνευθεί με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που ερμηνεύονται στην ψυχανάλυση οι ελεύθεροι συνειρμοί των ενηλίκων.
Μια ιδιαίτερα σημαντική θεωρητική συμβολή της Klein είναι η ιδέα ότι η προέλευση της νεύρωσης θα πρέπει να αναζητηθεί στον πρώτο χρόνο της ζωής.
Σύμφωνα με τη θεωρία της, κατά τους πρώτους μήνες της ζωής το βρέφος έχει μια συγκεχυμένη αντίληψη του εαυτού του και του εξωτερικού κόσμου και δεν μπορεί να αντιληφθεί τη μητέρα ως οντότητα «εξωτερική» και ξεχωριστή από το ίδιο.
Το σημαντικότερο αντικείμενο για το βρέφος στο στάδιο αυτό είναι το μητρικό στήθος και η κυριότερη δυσκολία που αντιμετωπίζει είναι η εγγενής αμφιθυμία του προς το στήθος, το οποίο αντιλαμβάνεται άλλοτε ως «καλό» (ως πηγή τροφής και ικανοποίησης των αναγκών του) και άλλοτε ως «κακό» (ως πηγή ματαίωσης ή αποστέρησης).
ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.
Στη φάση αυτή το στήθος ουσιαστικά ταυτίζεται με τη μητέρα, η μητέρα δηλαδή γίνεται αντιληπτή ως στήθος (μερικό αντικείμενο).
Η θεωρία της Klein ως μια θεωρία ενορμήσεων
Η Kein υποστηρίζει ότι, κατά τους πρώτους μήνες της ζωής, το βρέφος είναι ενστικτωδώς επιθετικό. Η επιθετικότητα αυτή δεν είναι μόνο αποτέλεσμα βιωμάτων ματαίωσης, αλλά πηγάζει από το τεράστιο ενορμητικό δυναμικό του παιδιού. Η θεωρία της Klein είναι λοιπόν, κατ ' αρχήν , μια θεωρία ενορμήσεων, γεγονός που τη συνδέει άμεσα με τη θεωρία του Freud.
Ο ψυχικός κόσμος του βρέφους, από την πρώτη στιγμή της ζωής του, κατακλύζεται από συγκρούσεις μεταξύ συνασθημάτων αγάπης (έκφραση της λίμπιντο) και μίσους (έκφραση της επιθετικής ενόρμησης).
Η Klein υποστηρίζει ότι το βρέφος χρησιμοποιεί μηχανισμούς προβολής για να μειώσει την ένταση των συγκρούσεων αυτών. Το βρέφος, δηλαδή, προβάλλει τις επιθετικές του ενορμήσεις στο μητρικό στήθος και νιώθει προσωρινά πιο ασφαλές με το να φαντάζεται ότι ο θυμός και η επιθετικότητα προέρχονται από το στήθος και όχι από το ίδιο.
Αυτό οδηγεί το βρέφος να εκλαμβάνει κάποιες στιγμές το στήθος ως απειλητικό και, κατά συνέπεια, ως «κακό» αντικείμενο. Άλλες φορές όμως, όταν νιώθει ευχαρίστηση από την ικανοποίηση των αναγκών του, το στήθος γίνεται αντιληπτό ως «καλό» και άρα γίνεται αντικείμενο αγάπης.
Η παρανοειδής - σχιζοειδής θέση του βρέφους
Κατά τη φυσιολογική ανάπτυξη, λοιπόν, οι πρώτοι μήνες της ζωής χαρακτηρίζονται από το φόβο και την καχυποψία προς το μητρικό στήθος. Οι κυριότεροι μηχανισμοί άμυνας είναι η σχάση μεταξύ του «καλού» και του «κακού» αντικειμένου στήθους και η προβολή του θυμού και της επιθετικότητας του βρέφους πάνω στο στήθος. Η Klein ονόμασε τη φάση αυτή, που διακρίνεται από την παντελή έλλειψη της ικανότητας να ανάγονται οι πολωμένες όψεις ενός αντικειμένουσε μια συνθετική εικόνα, παρανοειδή - σχιζοειδή θέση.
Γύρω στον τέταρτο με πέμπτο μήνα της ζωής, η ανάπτυξη των γνωστικών λειτουργιών επιτρέπει στο βρέφος να αρχίσει
να αντιλαμβάνεται τη μητέρα ως ενιαίο αντικείμενο.
Αυτό επιφέρει την επώδυνη ανακάλυψη ότι το «καλό» και το «κακό» στήθος, προς τα οποία κατευθύνονται έντονα συναισθήματα αγάπης και μίσους αντιστοίχως, αποτελούν στην πραγματικότητα ένα και το αυτό αντικείμενο.
Η Klein υποστηρίζει πως, μέχρι το βρέφος να νιώσει σιγουριά ότι το αγαπούν παρά το θυμό και την επιθετικότητά του, ερμηνεύει οποιαδήποτε ματαίωση και κάθε απομάκρυνση της μητέρας ως μια απώλεια που έχει προκληθεί εξαιτίας των δικών του καταστροφικών φαντασιώσεων. Αυτό εγείρει συναισθήματα θλίψης και ενοχής.
Η καταθλιπτική θέση του βρέφους
Η Klein θεωρεί ότι όλα τα βρέφη έχουν αυτή την επαναλαμβανόμενη εμπειρία της θλίψης για το αγαπημένο αντικείμενο, του φόβου πως θα το χάσουν οριστικά και της επιθυμίας να το ξανακερδίσουν. Η φάση αυτή ονομάστηκε από την Klein καταθλιπτική θέση. Το κύριο χαρακτηριστικό της καταθλιπτικής θέσης είναι ότι το διωκτικό άγχος που βίωνε το βρέφος κατά την παρανοειδή-σχιζοειδή φάση δίνει τη θέση του στο άγχος πως το αγαπημένο αντικείμενο θα καταστραφεί από την επιθετικότητά του.
Η αγάπη δηλαδή που νιώθει το βρέφος για τη μητέρα, την οποία αντιλαμβάνεται πλέον ως ενιαίο αντικείμενο και όχι απλς ως («καλό ή κακό») στήθος, συνοδεύεται από ενοχή καθώς και από θλίψη και φόβο ενδεχόμενης απώλειας.
Η καταθλιπτική θέση θα ξεπεραστεί όταν το βρέφος νιώσει βεβαιότητα για την αγάπη της μητέρας και όταν καταφέρει να αποδεχθεί τις καταστροφικές του φαντασιώσεις, έτσι ώστε η θλίψη και ενοχή να προκαλέσουν παραστάσεις/φαντασιώσεις επανόρθωσης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η θεωρία της Klein για την Ψυχική διαταραχή αποδίδει μεγάλη βαρύτητα όχι τόσο στο πραγματικό περιβάλλον του παιδιού όσο στα ψυχικά βιώματα της βρεφικής ηλικίας, κατά τη διάρκεια της οποίας, κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι ασυνείδητες επιθυμίες και φαντασιώσεις.
Τα άτομα εκείνα που δεν κατάφεραν να επεξεργαστούν ικανοποιητικά την καταθλιπτική θέση κατά τη βρεφική τους ηλικία δεν θα καταφέρουν ποτέ να αποκτήσουν μια σταθερή εσωτερική αναπαράσταση ενός «καλού» αντικειμένου.
Τέτοια άτομα είναι πιθανό να νιώθουν πάντα πως οι άλλοι δεν τους αγαπούν αρκετά, και η Klein θεωρεί ότι θα έχουν πάντα μια τάση να επιστρέφουν στην καταθλιπτική θέση, με τα συναισθήματα απώλειας, θλίψης, ενοχής, άγχους και χαμηλής αυτοεκτίμησης που αυτή συνεπάγεται. Θα είναι δηλαδή πιο ευάλωτα στην κατάθλιψη και σε άλλα ψυχολογικά προβλήματα.
Κριτική στη θεωρία της Klein
Η θεωρία της Klein έχει δεχθεί κριτική ως προς το ότι αποδίδει σχετικά μικρή βαρύτητα στην πραγματική εμπειρία μητρικής φροντίδας του βρέφους.
Καθώς πολλοί ισχυρισμοί της για τον εσωτερικό κόσμο των παιδιών δεν συνδέονται με πραγματικά γεγονότα, είναι σχεδόν αδύνατο να επικυρωθεί εμπειρικά η ορθότητα των θέσεων της.
Ακόμη όμως και αν δεχθούμε ότι οι πολυάριθμες υποθέσεις σχετικά με τη φαντασιωσική ζωή των βρεφών, οι οποίες δεν αποδεικνύονται αντικειμενικά, μπορεί να δικαιολογούν κάποιο σκεπτικισμό ως προς τη θεωρία της, θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως μια ουσιαστική αξιολόγηση της συμβολής της Klein στην ψυχανάλυση θα πρέπει να αναφέρεται στις θεωρητικές εξελίξεις που έχουν υποκινήσει οι απόψεις της και όχι αποκλειστικά στο περιεχόμενό τους καθεαυτό.
Οι σημαντικότεροι θεωρητικοί εκπρόσωποι της σχολής των Αντικειμενοτρόπων Σχέσεων
Οι Βρετανοί ψυχαναλυτές W. R. D. Fairbairn και D. W.Winnicott θεωρούνται οι σημαντικότεροι θεωρητικοί εκπρόσωποι της σχολής των Αντικειμενοτρόπων Σχέσεων ή Σχέσεων του Αντικειμένου.
Και οι δύο επηρεάστηκαν πολύ από τις απόψεις της Μ. Klein για την πρώιμη ανάπτυξη, αλλά δυσκολεύθηκαν να ενστερνιστούν την κλασική θεωρία των ενορμήσεων στην οποία η θεωρία της Klein βασίζεται απόλυτα.
Ο Fairbairn (1952 ) διατύπωσε πρώτος τη θέση ότι η ικανοποίηση των ενορμήσεων δεν είναι ο αποκλειστικός ή ο κυριότερος στόχος του ανθρώπου. Το βασικότερο κίνητρο είναι η αναζήτηση ενός ατόμου κατάλληλου για τη δημιουργία μιας ανθρώπινης σχέσης μέσω της οποίας ικανοποιούνται οι ανάγκες και παρέχεται μια αίσθηση ασφάλειας.
Ο Fairbairn (1941 ) πρότεινε μια αναδιατύπωση της θεωρίας της λίμπιντο του Freud, σύμφωνα με την οποία ο πρωταρχικός στόχος της λίμπιντο είναι το «αντικείμενο».
Η λίμπιντο δηλαδή δεν ωθεί προς την αναζήτηση ηδονής που σχετίζεται με την άμεση ικανοποίηση των ενορμήσεων, αλλά, αντίθετα, μας ωθεί προς την αναζήτηση σχέσεων, την αναζήτηση αντικειμένων .
Η ουσία της προσέγγισης του Fairbairn έγκειται στην έμφαση που δίνει στους αγώνες και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Εγώ στην προσπάθεια για την ανεύρεση του αντικειμένου. Ο Fairbairn συλλαμβάνει το Εγώ ως «Εαυτόν» (Self) και όχι ως ένα μηχανισμό ελέγχου των διαφόρων συστημάτων του οργανισμού. Ο Εαυτός αποτελείται από τις εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις των σημαντικών σχέσεων που είχε ένα άτομο κατά το παρελθόν.
Οι εσωτερικευμένες πρώιμες σχέσεις, καθώς και τα συναισθήματα που τις συνοδεύουν είναι αυτά που συνθέτουν την αντίληψη που έχει το άτομο για τον εαυτό του, σε κάθε χρονική στιγμή.
Ο Winnicot, ο οποίος κατέληξε στην Ψυχανάλυση μέσα από την παιδιατρική, απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην πρώιμη φάση της σχέσης μεταξύ παιδιού και μητέρας και στη σημασία αυτού που ονόμασε επαρκώς καλή μητρική φροντίδα για την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ο Winnicott θεωρούσε ότι η ικανότητα του παιδιού να αναπτυχθεί από την απόλυτη εξάρτηση σε μια κατάσταση σχετικής ανεξαρτησίας εξαρτάται και καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την ποιότητα της μητρικής φροντίδας.
Η επαρκώς καλή μητέρα
Κατά τα πρώτα στάδια της ζωής, το βρέφος βιώνει μια κατάσταση αδιαφοροποίητης συγχώνευσης με το πρωταρχικό του αντικείμενο, που συνήθως είναι η φυσική μητέρα. Η επαρκώς καλή μητέρα προσαρμόζεται στην κατάσταση αυτή μετά τη γέννηση του παιδιού, το οποίο αγαπά ως προέκταση του εαυτού της.
Αυτό της επιτρέπει να αντιλαμβάνεται διαισθητικά τις εσωτερικές ανάγκες του παιδιού και να συντονίζεται με αυτές. Καθώς το παιδί αναπτύσσεται και αρχίζει να αποκτά συναίσθηση των δικών του αναγκών και της ξεχωριστής υπόστασης της μητέρας, η αρχική σχέση μητέρας-παιδιού αναδιαμορφώνεται με βάση μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην εκπλήρωση των επιθυμιών και τη ματαίωση.
Η «επαρκώς καλή μητέρα», λοιπόν, αρχικά προσαρμόζεται απόλυτα στις επιθυμίες του βρέφους, επιτρέποντάς του έτσι την ψευδαίσθηση ότι η ίδια αποτελεί μέρος του παιδιού, δηλαδή επιμηκύνοντας, κατ' αρχήν, την ενδομήτριο αίσθηση παντοδυναμίας του παιδιού. Καθώς ο χρόνος περνά, η μητέρα βαθμιαία προσαρμόζεται ολοένα και λιγότερο απόλυτα, σε συνάρτηση με την αυξανόμενη ικανότητα του παιδιού να αντιμετωπίσει αυτή τη μείωση της προσαρμογής της.
Το παιδί έτσι εγκαταλείπει βαθμιαία την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας μέσα από εμπειρίες ματαίωσης και διαφοροποίησης από το αντικείμενο (τη μητέρα).
Οι ματαιώσεις αυτές έχουν ως συνέπεια την εμπειρία ενός κόσμου αντικειμένων στον οποίο περιλαμβάνεται πρωτίστως η μητέρα και ο οποίος δεν ελέγχεται και δεν υπακούει στις μεγαλομανείς, παντοκρατορικές απαιτήσεις του βρέφους.
Έτσι, οι πρώιμες απογοητεύσεις σχετίζονται κυριολεκτικά με «έναν αντι-κείμενο κόσμο», ο οποίος βαθμιαία αναγνωρίζεται ως προς τις μη επηρεάσιμες ιδιομορφίες του.
Ο Winnicot θεωρεί ότι αν οι εμπειρίες αυτές της ματαίωσης και της απογοήτευσης είναι τέτοιες που το παιδί να είναι σε θέση να αντέξει, το ωφελούν αλλά και το βοηθούν να διαμορφώσει μια αντίληψη της εξωτερικής πραγματικότητας, καθώς η ελλιπής προσαρμογή στις ανάγκες του καθιστά τα αντικείμενα πραγματικά, δηλαδή αγαπητά όσο και μισητά.
Η διαφοροποίηση και ο αποχωρισμός από τη μητέρα επιτρέπουν επίσης στο παιδί να εκφράσει τις ανάγκες του και να αναπτύξει τη δική του πρωτοβουλία. Αυτό αποτελεί τη βάση της αίσθησης του Εαυτού όπως αρχίζει να διαμορφώνεται.
Η μετάβαση από τη μη αντικειμενοτρόπο κατάσταση στην αντικειμενοτρόπο σχέση και αγάπη
Η μετάβαση από τη μη αντικειμενοτρόπο κατάσταση (αδιαφοροποίητη συγχώνευση με τη μητέρα) στην αντικειμενοτρόπο σχέση και αγάπη (που εμπεριέχει την αναγνώριση ενός σαφώς διαφοροποιημένου από το υποκείμενο αντικειμένου) πραγματοποιείται μέσω ορισμένων εκδηλώσεων που o Winnicott ονομάζει μεταβατικά φαινόμενα.
Τα πιο εμφανή από τα μεταβατικά φαινόμενα αφορούν τις εκδηλώσεις της σχέσης με τα μεταβατικά αντικείμενα. Αυτά μπορεί να είναι υλικά αντικείμενα, όπως μια κουβέρτα, ένα μαξιλάρι ή ένα αρκουδάκι, τα οποία αποκτούν ιδιαίτερη αξία για το παιδί και ο αποχωρισμός από τα οποία προκαλεί έντονο άγχος.
Η προσκόλληση στα αντικείμενα αυτά είναι μια άμεση μετάθεση της προσκόλλησης στη μητέρα και διευκολύνει το βαθμιαίο αποχωρισμό και διαφοροποίηση από εκείνη. Παρά δηλαδή το γεγονός ότι το παιδί γνωρίζει πως η κουβέρτα ή το αρκουδάκι δεν είναι η μητέρα, αντιδρά συναισθηματικά προς τα αντικείμενα αυτά σαν να ήταν εκείνη.
Η επένδυση τέτοιων αντικειμένων με την ικανότητα να προσφέρουν ανακούφιση και αίσθηση ασφάλειας είναι, κατά τον Winnicot, φυσιολογικό φαινόμενο και επιτρέπει στο παιδί να πραγματοποιήσει βαθμιαία τη μετάβαση από την απόλυτη εξάρτηση σε μια κατάσταση σχετικής ανεξαρτησίας.
Σύμφωνα με τη Θεωρία των Αντικειμενοτρόπων Σχέσεων, τα αίτια της κατάθλιψης θα πρέπει να αναζητηθούν στην αρχικά αμφιθυμική σχέση ανάμεσα στο παιδί και σε αυτόν που έχει την κύρια ευθύνη για τη φροντίδα του.
Καθώς το βρέφος αποκτά αντίληψη της μητέρας ως ξεχωριστής οντότητας, αρχίζει να ανησυχεί για τις επιπτώσεις των ενορμήσεων του πάνω της. Η αμφιθυμία του εκδηλώνεται ως επιθυμία καταστροφής της μητέρας, ενώ ταυτόχρονα φοβάται ότι θα χάσει τη σχέση αυτή από την οποία είναι απόλυτα εξαρτημένο.
Με την «επαρκώς καλή μητρική φροντίδα» και μίσους τα αμφιθυμικά συναισθήματα αγάπης και μίσους συνενώνονται και ένα «καλό» εσωτερικό αντικείμενο δημιουργείται.
Αν η διαδικασία αυτή αποτύχει, η ενδοβολή θα παραμείνει ανολοκλήρωτη και το άτομο δεν θα καταφέρει ποτέ να διατηρήσει την εσωτερική αναπαράσταση ενός «καλού» αντικειμένου που είναι πηγή αγάπης και φροντίδας και που αποτελεί την ίδια τη βάση της αυτοεκτίμησής του.
Στη σημερινή περίοδο της ψυχανάλυσης, ο Αμερικανός ερευνητής Otto Kernberg θεωρείται πιθανώς ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Θεωρίας των Αντικειμενοτρόπων Σχέσεων που πέτυχε την εφαρμογή της, διευρύνοντας παράλληλα τις θεωρητικές και τεχνικές της διαστάσεις σε ένα πλήθος ψυχοπαθολογικών διαταραχών της προσωπικότητας. Στον Kernberg οφείλονται θεμελιακής σημασίας έργα για τη ναρκισσιστική και την «οριακή» προσωπικότητα.
Η Θεωρία των Αντικειμενοτρόπων Σχέσεων όπως αναπτύχθηκε από τον Fairbairn, τον Winnicott και άλλους ψυχαναλυτές αποτελεί στις μέρες μας την επικρατέστερη ψυχαναλυτική προσέγγιση, ιδιαίτερα στη Μ. Βρετανία . Η κεντρική της θέση, ότι το άτομο δεν μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από τη σχέση μητέρας-βρέφους κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής, είναι ευρύτατα αποδεκτή στον ψυχαναλυτικό κόσμο.
Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Γρηγόρη Ποταμιάνου «Θεωρίες Προσωπικότητας και κλινική πρακτική», Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Τμήμα Σύνταξης της Πύλης Ψυχολογίας Psychology.gr
Επιμέλεια και συγγραφή άρθρων, μετάφραση & απόδοση ξενόγλωσσων άρθρων.