Ο Β. F. Skinner γεννήθηκε το 1904 στη Νέα Υόρκη. Ο ίδιος αναφέρει ότι το οικογενειακό του περιβάλλον υπήρξε ζεστό και γεμάτο αγάπη, και ότι ο ίδιος ήταν καλός μαθητής στο σχολείο και λάτρης των παιχνιδιών που σχετίζονταν με κατασκευές αντικειμένων και εργαλείων. Περίπου την εποχή κατά την οποία ο Skinner γράφτηκε στο κολέγιο, πέθανε ο αδελφός του. Ο Skinner σχολιάζει ότι δεν αισθάνθηκε να τον αγγίζει ιδιαίτερα ο θάνατος του αδερφού του αντίθετα, ένιωσε πολλές ενοχές ακριβώς για το γεγονός ότι δεν συγκινήθηκε από αυτόν.
Β. F. Skinner (1904-1990)
Ο Skinner αρχικά σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Hamilton College. Εκείνη την περίοδο σκόπευε να γίνει συγγραφέας και μάλιστα ενθαρρύνθηκε από τον Robert Frost, στον οποίο είχε στείλει τρία διηγήματά του. Αφού πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος, στη διάρκεια του οποίου προσπάθησε να γράψει ένα βιβλίο, ο Skinner έμεινε για έξι μήνες στο Greenwich Village στη Νέα Υόρκη, όπου και διάβασε για πρώτη φορά το βιβλίο του Pavloν Εξαρτημένα Αντανακλαστικά (Conditioned Reflexes, 1927) καθώς και μια σειρά άρθρων του Bertrand Russel για τον Pavlον.
Αν και ο Skinner δεν είχε παρακολουθήσει μαθήματα ψυχολογίας κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, έγινε δεκτός από το Πανεπιστήμιο του Harvard για μεταπτυχιακές σπουδές στην ψυχολογία.
Ο ίδιος περιγράφει αυτή την αλλαγή στη ζωή και τα ενδιαφέροντά του ως εξής
Ένας συγγραφέας μπορεί να σκιαγραφήσει το πορτρέτο της ανθρώπινης συμπεριφοράς με μεγάλη δεξιοτεχνία, αλλά ακριβώς γι αυτό το λόγο δεν μπορεί να την κατανοήσει. Έτσι, επειδή εγώ ήθελα να κατανοήσω τη συμπεριφορά του ανθρώπου και η λογοτεχνία δεν μου το επέτρεπε, στράφηκα στην επιστήμη της ψυχολογίας.
Στα χρόνια που πέρασε στο Harvard, ο Skinner ανέπτυξε το ενδιαφέρον που είχε, ήδη από την εποχή που ήταν μαθητής, για τη συμπεριφορά των ζώων, την οποία και προσπάθησε να εξηγήσει χωρίς να αναφέρεται στη λειτουργία του νευρικού τους συστήματος. Μετά τη μελέτη των βιβλίων του Pavlov, και παρόλο που διαφωνούσε μαζί του για τη μετάβαση από το μηχανισμό της έκκρισης του σάλιου των σκύλων προς τις πιο σύνθετες λειτουργίες ενός οργανισμού στην καθημερινή ζωή, ο Skinner θεώρησε ότι είχε βρει το κλειδί για την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Μετά το Harvard, ο Skinner πήγε στη Minnesota, έπειτα στην Indiana και, τελικά, το 1948 επέστρεψε στο Harvard. Όλη αυτή την περίοδο, ο Skinner ήταν ουσιαστικά εκπαιδευτής ζώων μάθαινε δηλαδή στα ζώα, από ποντίκια μέχρι περιστέρια, να εκδηλώνουν συγκεκριμένες συμπεριφορές σε δεδομένες χρονικές στιγμές. Αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν το πώς μπορεί κανείς να ελέγξει και να καθοδηγήσει τη συμπεριφορά ενός ζώου χωρίς τη βοήθεια κάποιου θεωρητικού μοντέλου μάθησης ή πολύπλοκων κυκλικών εξηγήσεων της συμπεριφοράς, αλλά με τον απόλυτο έλεγχο του περιβάλλοντος, έτσι ώστε να προκαλούνται προβλέψιμες και κανονιστικές αλλαγές στη συμπεριφορά του ζώου.
Συντελεστική εξαρτημένη μάθηση
Στο μεταξύ, όπως σημειώνει και ο ίδιος, η δική του συμπεριφορά γινόταν ολοένα και πιο εξαρτημένη από τα θετικά αποτελέσματα που του παρουσίαζαν τα ζώα με τα οποία ασχολιόταν. Έτσι, κύριος ερευνητικός στόχος της συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης, της θεωρίας που ανέπτυξε ο Skinner, έγινε ο έλεγχος της συμπεριφοράς μέσα από το χειρισμό των ανταμοιβών-ενισχύσεων και των τιμωριών (rewards and punishments) από το περιβάλλον του εργαστηρίου. Ωστόσο, η εμμονή του Skinner στους νόμους της συμπεριφοράς και στην κατασκευή μηχανημάτων τον οδήγησε πολύ μακριά από το χώρο του πειραματικού εργαστηρίου.
Πιο συγκεκριμένα, κατασκεύασε συσκευές όπως το baby box, με σκοπό να γίνεται μηχανικά η φροντίδα του μωρού, καθώς και μηχανές μάθησης (teaching machines) που χρησιμοποιούν ανταμοιβές στη διδασκαλία των σχολικών μαθημάτων σχεδίασε, επίσης, μια διαδικασία που θα επέτρεπε στα περιστέρια να στοχεύουν σε προκαθορισμένους στόχους.
Ο Skinner θεωρείται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος σύγχρονος Ψυχολόγος. Τιμήθηκε πολλές φορές με σημαντικά βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Βραβείο του Αμερικανικού Ψυχολογικού Συνδέσμου (ΑΡA) για Διακεκριμένη Επιστημονική Συνεισφορά (1958), και το Εθνικό Μετάλλιο της Επιστήμης (1968). Το 1990, λίγο πριν από τοθάνατό του, ο Skinner ήταν ο πρτος που έλαβε τον Έπαινο του ΑΡΑ για την εξαιρετικά σημαντική συνεισφορά του στην ψυχολογία καθώς όλη τη διάρκεια της ζωής του .
Θεωρία προσωπικότητας του Skinner
Δομή της προσωπικότητας
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Γενικά, τόσο για όλες τις συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις όσο και ειδικά για την προσέγγιση του Skinner, ο ακρογωνιαίος λίθος μελέτης για τη δομή της προσωπικότητας είναι η έννοια της αντίδρασης ή απόκρισης (response). Ως αντίδραση εννοείται οποιαδήποτε μορφή απόκρισης του οργανισμού (από μία αντανακλαστική κίνηση ή ενέργεια μέχρι πολύπλοκες μορφές οργανωμένης συμπεριφοράς) η οποία είναι παρατηρήσιμη και μπορεί να συσχετιστεί άμεσα ή έμμεσα με γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο ευρύτερο περιβάλλον.
Ωστόσο, ο Skinner κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε αντιδράσεις που προκαλούνται από γνωστά ερεθίσματα, όπως είναι το άνοιγμα και κλείσιμο των βλεφάρων όταν κάποιος φυσήξει μπροστά στα μάτια μας, και σε αποκρίσεις που δεν μπορούν να συσχετιστούν με κανένα ερέθισμα, αλλά προέρχονται από τον οργανισμό. Αυτές τις θεμελιώδεις μορφές συμπεριφοράς ο Skinner τις αποκαλεί συντελεστικές αντιδράσεις (operants).
Η άποψή του είναι ότι τα ερεθίσματα που υπάρχουν στο περιβάλλον δεν είναι αυτά που ωθούν ή υποκινούν τον οργανισμό να αντιδράσει, αλλά ότι, αντίθετα, ο κινητήριος μοχλός της συμπεριφοράς είναι ο ίδιος ο οργανισμός. Σχετικά με αυτό, ο Skinner αναφέρει: Δεν υπάρχουν ερεθίσματα στο περιβάλλον που να μπορούν να προκαλέσουν την εκδήλωση κάποιων θεμελιωδών συμπεριφορών του ανθρώπου.
Απλώς, μερικές φορές, συμβαίνει να υπάρχουν από σύμπτωση κάποια ερεθίσματα στο περιβάλλον. Στην ορολογία της συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης, αυτές οι θεμελιώδεις μορφές συμπεριφοράς παράγονται και ενεργοποιούνται από τον οργανισμό. Ο σκύλος περπατάει, τρέχει και χοροπηδάει, το πουλί πετάει ο πίθηκος πηδάει από δέντρο σε δέντρο. Το μωρό του ανθρώπου εκφέρει άναρθρες λέξεις. Σε κάθε περίπτωση, η συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς να υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα που τη διεγείρει.
Αντίθετα, είναι μέσα στα πλαίσια της βιολογικής φύσης όλων των οργανισμών η ικανότητα να παράγουν τέτοιες θεμελιώδεις μορφές συμπεριφοράς, τέτοιες συντελεστικές συμπεριφορές, (Reynolds, 1968, σ. 8). Αυτές οι θεμελιώδεις μορφές της συμπεριφοράς ονομάζονται, σύμφωνα με την ορολογία του Skinner, συντελεστικές συμπεριφορές (operant behavioun).
Δυναμική της προσωπικότητας
ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.
Η ανάλυση των δυναμικών διαδικασιών που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα, σύμφωνα με το μοντέλο του Skinner, δεν είναι εφικτή χωρίς την έννοια του ενισχυτή ή ενθαρρυντή (reinforcer). Ως ενισχυτής ορίζεται ένα ερέθισμα-γεγονός που έπεται μίας συντελεστικής αντίδρασης και αυξάνει τις πιθανότητες επανεμφάνισης αυτής της αντίδρασης. Υπάρχουν τόσο θετικοί όσο και αρνητικοί ενισχυτές. Οι μεν θετικοί συνίστανται στην εμφάνιση ενός ευχάριστου και ενθαρρυντικού ερεθίσματος-γεγονότος μετά από μία συγκεκριμένη αντίδραση του ατόμου, ενώ οι αρνητικοί ενισχυτές έχουν σχέση με την απομάκρυνση ενός δυσάρεστου και συχνά επίπονου ερεθίσματος-γεγονότος.
Για παράδειγμα, για ένα περιστέρι που τσιμπάει την τροφή του μέσα από ένα δίσκο, συμπεριφορά που είναι συντελεστική, ο θετικός ενισχυτής της αντίδρασής του είναι ακριβώς το φαγητό που έχει μέσα ο δίσκος, και το οποίο αυξάνει την πιθανότητα να ξαναβάλει το περιστέρι το ράμφος του μέσα στο δίσκο ενώ ένα ποντίκι που βρίσκεται μέσα σε ένα κουτί και του χορηγούνται ηλεκτροσόκ, τα οποία λειτουργούν ως αρνητικοί ενισχυτές, θα μάθει μετά από ορισμένες δοκιμές να πατάει το μοχλό και να σταματά τη διοχέτευση του ρεύματος.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την άποψη, ένας ενισχυτής ενδυναμώνει η συμπεριφορά προς μία κατεύθυνση, και φαίνεται ότι για την εξήγηση αυτής της ενδυνάμωσης δεν είναι απαραίτητη η προσφυγή σε βιολογικές ντετερμινιστικές αιτιολογήσεις. Είναι σαφές ότι ερεθίσματα που γενικά δεν λειτουργούν ως ενισχυτές μπορούν να παίξουν το ρόλο του ενισχυτή μέσα από συσχέτισή τους με άλλους ενισχυτές.
Ακόμη, ο Skinner και οι υποστηρικτές του πιστεύουν ότι μπορούν να υπάρξουν και γενικευμένοι ενισχυτές (όπως π.χ. το χρήμα), οι οποίοι διευκολύνουν άμεσα την πρόσβαση σε πολλούς άλλους και πολλών ειδών ενισχυτές. Συνεπώς, ένας ενισχυτής κρίνεται από την ικανότητα του να επιδρά κατά τέτοιο τρόπο στη συμπεριφορά ενός οργανισμού, ώστε να αυξάνονται οι πιθανότητες εκδήλωσης μίας συγκεκριμένης αντίδρασης.
Παρ' όλα αυτά, είναι σχετικά δύσκολο να βρεθεί ακριβώς το ερέθισμα που θα μποpούσε να λειτουργήσει ως ενισχυτής για έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, λόγω της διαφορετικότητάς του από τους άλλους ανθρώπους. Πάντως, ένας πειραματιστής μπορεί να κατασκευάσει ενισχυτές και με εμπειρικό τρόπο, δηλαδή με τη μέθοδο της δοκιμής και της πλάνης (trial and error).
Με βάση τις παραπάνω αρχές για το ρόλο των ενισχυτών, η προσέγγιση του Skinner φαίνεται ότι εστιάζεται κυρίως στη μελέτη της ποιότητας των αντιδράσεων και των σχέσεων των αντιδράσεων αυτών με τη συχνότητα και την ένταση ενίσχυσής τους, δηλαδή ενδιαφέρεται γενικότερα για το όλο πρόγραμμα ενίσχυσης (schedule of reinforcement) των διάφορων συμπεριφορών.
Το κουτί του Skinner
Μια απλή πειραματική επινόηση του Skinner, προκειμένου να μελετήσει αυτές ακριβώς τις σχέσεις αντιδράσεων-ενισχυτών, ήταν το λεγόμενο κουτί του Skinner, όπου, όπως υποστήριζε ο ίδιος, μπορούσε κανείς να παρατηρήσει τους στοιχειδεις νόμους που διέπουν τη συμπεριφορά ενος οργανισμού. Μέσα στο κουτί υπάρχουν διάφορα ερεθίσματα και οι συμπεριφορές που παρατηρούνται από τους πειραματιστές είναι συνήθως το πάτημα μίας μπάρας από ένα ποντίκι ή το τσίμπημα ενός κλειδιού από ένα περιστέρι.
Για την πρώτη περίπτωση, της μελέτης του ποντικού, ακολουθείται η εξής διαδικασία
Αρχικά, το ποντίκι τοποθετείται μέσα στο κουτί κι αρχίζει να τριγυρνά εξερευνώντας το, ώσπου κάποια στιγμή βρίσκει την μπάρα και την πατάει. Ο πειραματιστής καταγράφει πόσες φορές το ποντίκι πιέζει την μπάρα (ο αριθμός αυτός ονομάζεται «δραστικό επίπεδο της αντίδρασης»).
Μόλις ο ποντικός πιέζει την μπάρα, ένα κομμάτι τροφής πέφτει στο πιάτο που είναι τοποθετημένο στο κουτί, ο ποντικός τρώει την τροφή κι έπειτα συνεχίζει να πατάει την μπάρα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η τροφή λειτουργεί ως ενισχυτής μίας συγκεκριμένης αντίδρασης, που είναι το πάτημα της μπάρας.
Έτσι, το ζητούμενο για τον Skinner είναι ακριβώς ο έλεγχος της συμπεριφοράς μέσα από συγκεκριμένες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο περιβάλλον. Και λέγοντας πειραματικό έλεγχο, ο Skinner εννοεί, όπως έχει ήδη αναφερθεί, την εμφάνιση του ενισχυτή (τροφή) και τον αριθμό των επανεμφανίσεων της δεδομένης αντίδρασης μετά από την εμφάνιση του ενισχυτή.
Πρόγραμμα ενίσχυσης του Skinner
Επίσης, ως συνέχεια αυτής της πρώτης έρευνας του Skinner, μελετήθηκε και η σχέση του προγράμματος ενίσχυσης με τη συχνότητα και το χρόνο εμφάνισης των επιθυμητών αντιδράσεων. Όπως φάνηκε και μέσα από τα πειράματα του Skinner και των συνεχιστών του, ο κάθε εμφανιζόμενος ενισχυτής μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με το πρόγραμμα χορήγησής του. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα ενίσχυσης μπορεί να είναι είτε συνεχές είτε μερικό.
Συνεχές Πρόγραμμα είναι αυτό κατά το οποίο η ενίσχυση χορηγείται συστηματικά μετά από κάθε σωστή αντίδραση του υποκειμένου ή του πειραματόζωου. Αντίθετα, μερική είναι η ενίσχυση όταν αμείβονται μερικές και όχι όλες οι σωστές αντιδράσεις του (για παράδειγμα, με βάση το πρόγραμμα, μπορεί να αμοίβεται η 2η , η 4η και η 6η σωστή αντίδραση). Αν η μερική ενίσχυση παρέχεται με τρόπο συστηματικό, λέγεται προγραμματισμένη μερική ενίσχυση: ενώ αν δίνεται με τρόπο μη σταθερό, ονομάζεται απρογραμμάτιστη μερική ενίσχυση.
Επίσης, πολύ συχνά υφίσταται η διάκριση μεταξύ άμεσης και καθυστερημένης ενίσχυσης, όπου άμεση είναι η ενίσχυση που δίνεται αμέσως μετά την εκδήλωση της σωστής αντίδρασης, ενώ καθυστερημένη εκείνη που χορηγείται μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την εκδήλωση της επιθυμητής συμπεριφοράς. Ως προέκταση αυτής της προβληματικής για τα διάφορα προγράμματα ενίσχυσης, και με βάση πειραματικά δεδομένα, φάνηκε ότι η μερική απρογραμμάτιστη ενίσχυση οδηγεί σε σταθερότερες μορφές μάθησης.
Για παράδειγμα, εκείνη η ομάδα των ποντικών η οποία δεν έπαιρνε την τροφή της μετά από κάθε πίεση του μοχλού φαίνεται ότι χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για την απόσβεση της εκμαθημένης συμπεριφοράς από την ομάδα που είχε δεχθεί προγραμματισμένη ενίσχυση.
Σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν οι θεωρητικοί της συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης, το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και στην καθημερινη ζωή των ανθρώπων. Οι άνθρωποι δηλαδή συνήθως συνδέουν διάφορα γεγονότα τα οποία λειτουργούν ως ενισχυτές με διάφορες καταστάσεις, αλλά τις περισσότερες φορές αυτές οι συνδέσεις έχουν τυχαίο και συμπτωματικό χαρακτήρα, ώστε τελικά η σύνδεση αυτή να συνιστά μια μορφή μερικής και απρογραμμάτιστης ενίσχυσης.
Όσον αφορά την εκμάθηση και εκτέλεση πολύπλοκων μορφών συμπεριφοράς, ο Skinner υποστηρίζει ότι αυτές μπορούν να αναπτυχθούν μέσα από τη διαδικασία της σταδιακής και προσεγγιστικής σχηματοποίησης της συμπεριφοράς (shaping). Αυτό σημαίνει ότι κάθε συμπεριφορά που τείνει να μοιάζει, έστω και αμυδρά, στην επιθυμητή συντελεστική απόκριση του οργανισμού σε ένα ερέθισμα τελικά ενισχύεται, έτσι ώστε να μοιάζει όλο και περισσότερο στην επιθυμητή συμπεριφορά.
Με βάση αυτή τη διαδικασία, ακολουθείται μια σταδιακή ενίσχυση απλούστερων συμπεριφορών, η εκμάθηση και σύνθεση των οποίων επιτρέπει τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους να μαθαίνουν και να χειρίζονται κατάλληλα πολυπλοκότερες μορφές συμπεριφοράς, όπως είναι, για παράδειγμα, η εκμάθηση από τα ζώα ενός τσίρκου μιας σειράς ασυνήθιστων ακροβατικών ασκήσεων.
Ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικότητας
Η άποψη του Skinner και των συνεχιστών του για την ανάπτυξη και την εξέλιξη της προσωπικότητας εστιάζεται, κυρίως, στη σπουδαιότητα του προγράμματος ενίσχυσης όσον αφορά τη διαμόρφωση και εκτέλεση των επιμέρους συμπεριφορών. Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του παιδιού, οι αντιδράσεις του εξαρτώνται και βρίσκονται υπό τον έλεγχο όλων των πιθανών ενισχύσεων που ενυπάρχουν στο περιβάλλον.
Ειδικότερα, όμως, πρέπει να δοθεί έμφαση όχι στις γενικές, αλλά στις συγκεκριμένες αντιδράσεις του παιδιού σε συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς ενισχυτές. Τα παιδιά, σύμφωνα με την προσέγγιση του Skinner, γίνονται αυτοδύναμα μέσα από διαδικασίες ενίσχυσης εκείνων των πράξεων που, για παράδειγμα, τα βοηθούν να προσέχουν τον εαυτό τους. Τέτοιες πράξεις είναι το φαγητό και το ντύσιμο. Κατ' αυτό τον τρόπο, το παιδί πρέπει να ενισχύεται αμέσως μετά την εκτέλεση της επιθυμητής συντελεστικής συμπεριφοράς τόσο με υλικό τρόπο (πχ. το Φαγητό που του αρέσει), όσο και με κοινωνικές αμοιβές (π.χ με τον έπαινο).
Επίσης, εφόσον κρίνεται σκόπιμο να μάθει το παιδί να υπομένει την πιθανή καθυστέρηση της επιβράβευσής του, θα πρέπει αρχικά να λάβει την ενίσχυση μετά από ένα σύντομο διάστημα καθυστέρησης και κατόπιν, σταδιακά να παίρνει όλο και πιο καθυστερημένα την επιβράβευσή του, ούτως ώστε σε λίγο καιρό η καθυστέρηση να εδραιωθεί ως μοντέλο συμπεριφοράς και το παιδί να μπορεί να περιμένει υπομονετικά και να προσβλέπει στη μακροπρόθεσμη επιβράβευση των πράξεων του.
Mιμητική συμπεριφορά
Όσον αφορά τα παιδιά που μιμούνται τους γονείς τους ή τα αδέλφια τους, ο Skinner πιστεύει ότι ορισμένες συμπεριφορές μπορεί να είναι μιμητικές χωρίς προηγουμένως να έχουν ενισχυθεί θεωρεί όμως πως αυτή η μιμητική συμπεριφορά υποδηλώνει ότι η μίμηση-ως πράξη αυτή καθ' αυτή- έχει πολλές φορές ενισχυθεί προηγουμένως. Συνεπώς, ενώ αρχικά το παιδί είχε μάθει να μιμείται συγκεκριμένες αντιδράσεις, τελικά ανέπτυξε, μέσα από συνεχείς ενισχύσεις, μια ικανότητα γενικευμένης μίμησης πολύπλοκων συμπεριφορών.
Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, σύμφωνα με τον Skinner, καινούρια μοντέλα συμπεριφοράς μπορούν να αποκτηθούν είτε μέσα από τη διαδικασία της επιτυχη μένης σταδιακής και προσεγγιστικής διαμόρφωσης της συμπεριφοράς είτε μέσα από την ανάπτυξη ενός διευρυμένου ρεπερτορίου μιμητικών τύπων συμπεριφοράς
Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, η συμπεριφορά βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο όλων των πιθανών ενισχυτών που υπάρχουν στο περιβάλλον. Η συμπεριφορά μας, συνεπώς, ακόμη κι αν είναι συντελεστική, βρίσκεται πάντοτε σε άμεση συσχέτιση με τις συνέπειες που θα έχει τόσο για το περιβάλλον όσο και για εμάς τους ίδιους.
Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Γρηγόρη Ποταμιάνου «Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική», Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Τμήμα Σύνταξης της Πύλης Ψυχολογίας Psychology.gr
Επιμέλεια και συγγραφή άρθρων, μετάφραση & απόδοση ξενόγλωσσων άρθρων.