Ακρόαση άρθρου......

Ο Hans J. Eysenck γεννήθηκε στη Γερμανία, το 1916. Κατέφυγε στην Αγγλία εξαιτίας της δίωξής του από τους Ναζί και κατέλαβε την έδρα της ψυχολογίας στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, όπου και εξακολουθεί να εργάζεται ως ομότιμος καθηγητής. Έγινε γνωστός τόσο για την κατασκευή ερωτηματολογίων τα οποία αξιολογούν την προσωπικότητα, όσο και για τις απόψεις του σχετικά με την κληρονομικότητα (και τις φυλετικές διαφορές της νοημοσύνης) και τις εν γένει βιολογικές καταβολές της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Στη διαμόρφωση των απόψεών του, σημαντικό ρόλο έπαιξαν συμπεριφοριστές ψυχολόγοι, όπως ο C. Hull και ο Βρετανός ψυχολόγος Sir Cyril Burt. Οι μελέτες του τελευταίου αμφισβητήθηκαν από την επιστημονική κοινότητα λόγω των ψευδών στοιχείων που παρουσίασε .

Βασικές διαστάσεις της προσωπικότητας

Αρχικά, ο Eysenck εντόπισε δύο βασικές διαστάσεις της προσωπικότητας. Η πρώτη ονομάζεται «εσωστρέφεια- εξωστρέφεια» (I-E) και η δεύτερη «νευρωτισμός-σταθερότητα»(N). Αργότερα, πρόσθεσε και μία τρίτη διάσταση που την ονόμασε «ψυχωτισμός-σταθερότητα» (P). Ο εσωστρεφής είναι συγκρατημένος, σοβαρός και τακτικός. Τον ενδιαφέρουν οι μοναχικές δραστηριότητες, όπως το διάβασμα, είναι ήσυχος, απόμακρος, με κάποιες αναστολές. Ο εξωστρεφής είναι κοινωνικός και διαχυτικός. Αναζητά συναρπαστικές δραστηριότητες, είναι αυθόρμητος, ανήσυχος, ομιλητικός, αισιόδοξος και εύθυμος. Τα άτομα που παρουσιάζουν υψηλό βαθμό νευρωτισμού είναι ιδιότροπα, ανυπόμονα και πολύ συναισθηματικά, στενοχωριούνται και αγωνιούν εύκολα και συχνά είναι θλιμμένα.

Τα άτομα με υψηλό βαθμό ψυχωτισμού είναι μονήρη, επιθετικά και εχθρικά. Δεν εκδηλώνουν κανένα συναίσθημα, αδιαφορούν για τα συναισθήματα των άλλων και συχνά αντιστέκονται στα κοινωνικά ήθη. Όσοι παρουσιάζουν υψηλό βαθμό νευρωτισμού θεωρούνται πιο ευάλωτοι στη νευρωτική ασθένεια.

Αντίστοιχα, όσοι παρουσιάζουν υψηλό βαθμό Ψυχωτισμού θεωρούνται πιο ευάλωτοι στην ψύχωση, κάτω από πιεστικές και αγχογόνες συνθήκες. Η πλειονότητα των ανθρώπων βρίσκεται στο μέσο των αξόνων εσωστρέφειας εξωστρέφειας και νευρωτισμού-σταθερότητας. Στη διάσταση ψυχωτισμού-σταθερότητας, όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται στο άκρο της σταθερότητας.

Μετρήσεις με τη χρήση ερωτηματολογίων και ερευνητικά αποτελέσματα

Το 1956, ο Eysenck εισήγαγε το πρώτο ερωτηματολόγιο μέτρησης των προαναφερθέντων διαστάσεων της προσωπικότητας, το οποίο ανανεώθηκε αρκετές φορές. Η πιο πρόσφατη αναθεώρηση έγινε το 1975, από όπου προέκυψε το Ερωτηματολόγιο Προσωπικότητας του Eysenck (EPQ). Ένα τυπικά εξωστρεφές άτομο απαντά καταφατικά σε ερωτήσεις του είδους: «Οι άλλοι σε θεωρούν άτομο με πολλή ζωντάνια;», « Θα ήσουν δυστυχισμένος αν δεν μπορούσες να βλέπεις πολύ κόσμο πολλές ώρες;». Αντίθετα, ένα τυπικά εσωστρεφές άτομο απαντά καταφατικά σε ερωτήσεις του είδους: «Οταν βρίσκεσαι με άλλους, είσαι συνήθως περισσότερο ήσυχος παρά ομιλητικός;», «Σκέφτεσαι πολύ πριν κάνεις κάποια ενέργεια;».

Εκτός από τέτοιες ερωτήσεις, το EPQ περιλαμβάνει και μια κλίμακα ψεύδους για την εντόπιση ατόμων που δεν απαντούν ειλικρινά προκειμένου να δώσουν καλή εντύπωση για το άτομό τους. Τα ερευνητικά αποτελέσματα δείχνουν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ εσωστρεφών και εξωστρεφών ατόμων. Για παράδειγμα, οι εσωστρεφείς είναι πιο ευαίσθητοι στον πόνο και κουράζονται ευκολότερα από τους εξωστρεφείς. Είναι επίσης πιο προσεκτικοί, αλλά λιγότερο γρήγοροι από τους εξωστρεφείς. Η υπερδιέγερση μειώνει την επίδοσή τους, ενώ αυξάνει την επίδοση των εξωστρεφών.

Οι εσωστρεφείς έχουν καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο, και ιδιαίτερα στα προχωρημένα και δύσκολα μαθήματα. Οι εξωστρεφείς, σε αντίθεση με τους εσωστρεφείς, προτιμούν να μελετούν κάτω από συνθήκες που προσφέρουν ευκαιρίες κοινωνικής συναναστροφής, εξωτερικά ερεθίσματα και υψηλό επίπεδο θορύβου.

Οι διαστάσεις προσωπικότητας του Eysenck αναδύονται με σαφήνεια στις έρευνες

Μερίδα ερευνητών υποστηρίζει ότι οι διαστάσεις προσωπικότητας του Eysenck αναδύονται με σαφήνεια στις έρευνες που έχουν εκπονηθεί σε ένα ευρύ δείγμα πληθυσμού που μελετήθηκε. Η διάσταση όμως «ψυχωτισμός-σταθερότητα» (P) έχει προκαλέσει την περισσότερη αμφισβήτηση. Στην έρευνά τους, οι Barrett και Kine (1982 ) παρατήρησαν ότι αυτή η διάσταση δεν φαίνεται ιδιαίτερα ισχυρή, ενώ οι Bishop (1977) και Block (1977a) παρατήρησαν ότι όσοι έχουν διαγνωσθεί ως Ψυχωτικοί δεν παρουσιάζουν απαραίτητα υψηλή βαθμολογία στη διάσταση P.

ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Ο Block κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διάσταση P έχει λίγο να κάνει με τη διαδικασία της ψύχωσης, εννοώντας ότι κάποιοι ψυχωτικοί δίνουν απαντήσεις υψηλού βαθμού P, απλώς επειδή απαντούν τυχαία στις ερωτήσεις. Αυτό συμβαίνει μέχρι κάποιο βαθμό, αλλά είναι πολύ πιο πιθανό η διάσταση P να είναι ευαίσθητη σε ορισμένα είδη ψύχωσης από ό,τι σε κάποια άλλα. Είναι εξίσου πιθανό ότι η διάσταση P είναι ευαίσθητη σε συγκεκριμένα ψυχωτικά συμπτώματα και όχι στην κατάσταση απόσυρσης και συναισθηματικής άμβλυνσης της χρόνιας ψύχωσης (Launey & Slade, 1981 Crow, 1980).

Ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι οι ψυχικά ασθενείς τείνουν να δίνουν απαντήσεις υψηλού βαθμού στη διάσταση P. Ο Hare (1982) έδειξε μια συσχέτιση μεταξύ της διάστασης P TOU EPQ και της δικής του μέτρησης της ψυχικής νόσου σε 123 φυλακισμένους άνδρες. Ο Eysenck, ως επαρκή εξήγηση του φαινομένου, θεωρεί τον υψηλό κίνδυνο που διατρέχουν οι Ψυχικά νοσούντες να εκδηλώσουν ψύχωση. Όμως είναι πιο πιθανό το φαινόμενο να οφείλεται στο ότι οι ερωτήσεις της διάστασης Ρ αναφέρονται σε επιθετικές και αντικοινωνικές τάσεις συμπεριφοράς. Είναι πολύ νωρίς, ίσως, στην πορεία εξέλιξης αυτής της θεωρίας για να καθοριστεί αν η διάσταση Ρ έχει να προσθέσει σημαντικά στοιχεία στην περιγραφή της προσωπικότητας.

Η βιολογική βάση της θεωρίας του Εysenck

Βασική υπόθεση του Eysenck είναι ότι γενετικοί παράγοντες καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και τη συμπεριφορά του ατόμου. Ο Eysenck υποστηρίζει ότι οι ατομικές διαφορές, όσον αφορά τις πρώτες δύο από τις τρεις βασικές διαστάσεις της προσωπικοτητας, έχουν τις ρίζες τους σε κληρονομικές διαφορές βιολογικής λειτουργίας. Στην εκδήλωση των χαρακτηριστικών της εξωστρέφειας, της εσωστρέφειας και του νευρωτισμού, μεσολαβούν γνωστές νευροφυσιολογικές διαδικασίες. Ο Εysenck συνδέει την εξωστρέφεια με τη διέγερση του εγκεφαλικού φλοιού. Οι εξωστρεφείς θεωρείται ότι βρίσκονται σε ένα χαμηλότερο επίπεδο διέγερσης από τους εσωστρεφείς και αναζητούν ερεθίσματα για να αυξήσουν στο βέλτιστο αυτό το επίπεδο.

Οι εσωστρεφείς θεωρείται ότι βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση υπερδιέγερσης και αναπτύσσουν στρατηγικές αποφυγής πρόσθετου και υπέρμετρου ερεθισμού. Το νευρωτισμό ο Eysenck τον συνδέει με το δρεπανοειδές ή μεταιχμιακό σύστημα (limbic system) του εγκεφάλου, το οποίο σχετίζεται άμεσα με το Αυτόνομο Νευρικό Σύστημα (ΑΝΣ) και παρεμβαίνει στις θυμικές αντιδράσεις του ατόμου. Στους νευρωτικούς, το ΑΝΣ είναι πιο ασταθές και ανταποκρίνεται γρήγορα στα ερεθίσματα. Έτσι, οι νευρωτικοί εκδηλώνουν πιο συχνά αυτόνομες θυμικές αντιδράσεις και πιο εύκολα ακραίο βαθμό άγχους, που μπορεί να ενεργοποιηθεί από αρχικά ουδέτερα ερεθίσματα.

Ο Ψυχωτισμός δεν έχει στέρεη βιολογική βάση στη θεωρία του Eysenck, αν και προτείνονται γενετικές συσχετίσεις αυτής της διάστασης, ιδιαίτερα με την αρρενωπότητα. Τέσσερα είδη ερευνών εξετάζουν τη βιολογική βάση της θεωρίας του Eysenck: γενετικές, εργαστηριακές, κλινικές και έρευνες συμπεριφοράς ατόμων εκτός του εργαστηρίου. Οι γενετικές μελέτες είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη, αφού ο Eysenck ισχυρίζεται ότι οι διαφορές στο επίπεδο φλοιδους διέγερσης και αστάθειας του ΑΝΣ είναι κληρονομικές.

ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR

Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.

Οι ενδείξεις που στηρίζουν τη θεωρία είναι αρκετά ισχυρές. Ο Shields (1976), για παράδειγμα, έδειξε ότι οι ομοζυγώτες δίδυμοι είναι σημαντικά ποιο όμοιοι όσον αφορά την εξωστρέφεια και το νευρωτισμό από ό,τι οι ετεροζυγώτες δίδυμοι. Περαιτέρω έρευνες που εκπονήθηκαν σε δίδυμους προσφέρουν ενδείξεις ότι η κληρονομικότητα ίσως παίζει σημαντικό ρόλο στις ατομικές διαφορές εσωστρέφειας.

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών ερευνών δεν υποστηρίζουν στο σύνολό τους τη θεωρία.

Σημαντικές για τη θεωρία είναι οι μελέτες σχετικά με τη δυνατότητα συντελεστικής μάθησης. Είναι γνωστό ότι η διέγερση του εγκεφαλικού φλοιού καθιστά ευκολότερους αυτούς τους τρόπους μάθησης, αρκεί να μην υπερβαίνει το βέλτιστο επίπεδο. Οι εσωστρεφείς, κατά τον Eysenck, βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο διέγερσης από τους εξωστρεφείς, οπότε αναμένεται να έχουν περισσότερες δυνατότητες μάθησης μέσω εξάρτησης.

Η μελέτη του Gattaz (1981) επιβεβαιώνει αυτή την πρόβλεψη. Οι Levey και Martin (1981), όμως, επισημαίνουν ότι οι ατομικές διαφορές της δυνατότητας για μάθηση μέσω της εξάρτησης φαίνονται καλύτερα όταν οι συνθήκες είναι τέτοιες, που δεν μεταβάλλεται το συνηθισμένο επίπεδο ερεθίσματος του υποκειμένου. Μέσα στο εργαστήριο, κάτω από ειδικές συνθήκες, δηλαδή ελεγχόμενης έντασης του ανεξάρτητου ερεθίσματος και συγκεκριμένου σχεδιασμού της ενίσχυσης της συμπεριφοράς, ο εσωστρεφής μαθαίνει πιο εύκολα. Έξω από το πλαίσιο του εργαστηρίου, όμως, οι συνθήκες δύσκολα ελέγχονται επομένως, δεν αναμένονται τα ίδια αποτελέσματα.

Η καταγραφή και η μελέτη της ηλεκτρικής δραστηριότητας των νευρώνων του εγκεφάλου (ΕEG) είναι ο αμεσότερος τρόπος μέτρησης του επιπέδου της φλοιώδους διέγερσης. Τα υποκείμενα που υποτίθεται ότι βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο διέγερσης αναμένεται να εκδηλώσουν περισσότερη ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφαλικού φλοιού. Από τις τριάντα μελέτες που αναφέρει o Gale (1981), οι μισές- και μάλιστα οι πιο πρόσφατες και οι καλύτερα σχεδιασμένες - υποστηρίζουν την υπόθεση του Eysenck, ότι δηλαδή οι εσωστρεφείς βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο διέγερσης.

Ο Gale όμως υπογραμμίζει τη σημασία της εξάρτησης του επιπέδου διέγερσης του ατόμου κάτω από εργαστηριακές συνθήκες. Οι εσωστρεφείς, πιθανότατα, λειτουργούν καλύτερα όταν βρίσκονται μόνοι και επηρεάζονται περισσότερο από την παρουσία άλλων προσώπων, σε αντίθεση με τους εξωστρεφείς. Γι' αυτό τα εργαστηριακά πειράματα πρέπει να γίνονται κάτω από καλά ελεγχόμενες συνθήκες, προκειμένου να συναχθούν αξιόπιστα και έγκυρα συμπεράσματα.

Τα αποτελέσματα των κλινικών ερευνών

Τα αποτελέσματα των κλινικών ερευνών υποστηρίζουν τον ισχυρισμό του Eysenck, ότι στη βάση ατομικών διαφορών στις εκδηλώσεις νευρωτισμού βρίσκονται κληρονομικές διαφορές στη λειτουργία του ΑΝΣ. Εργαστηριακές έρευνες οι οποίες εκπονήθηκαν με δείγματα υποκειμένων με ψυχιατρική νόσο έδειξαν ότι τα νευρωτικά άτομα (δηλαδή άτομα που απαντούν στο ερωτηματολόγιο με υψηλή βαθμολογία στη διάσταση Ν) εκδηλώνουν αστάθεια του ΑΝΣ. Αυτό σημαίνει ότι παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις σε παραμέτρους όπως οι μετρήσεις των χτύπων της καρδιάς, της εφίδρωσης της παλάμης κ.λπ.

Τα νευρωτικά άτομα ανταποκρίνονται γρήγορα στα εξωτερικά ερεθίσματα και συνεχίζουν να ανταποκρίνονται σε αυτά ακόμη και ύστερα από επανειλημμένες εμφανίσεις των ερεθισμάτων, γεγονός που επίσης υποδηλώνει κάποια ανεπάρκεια στη λειτουργία του ΑΝΣ. Οι έρευνες σε δείγματα φυσιολογικών υποκειμένων, όμως, δεν είχαν τα ίδια αποτελέσματα .

Φαίνεται ότι ο νευρωτισμός συνδέεται απαραίτητα με δυσλετουργία του ΑΝΣ μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά υψηλού επιπέδου νευρωτισμού ή ακραίου βαθμού άγχους μη νευρωτικών ατόμων, ευρισκόμενων σε καταπιεστικές συνθήκες. (Ο Eysenck μάλλον βιάστηκε να αποδώσει τόση
σημασία στη λειτουργία του ΑΝΣ για την εμφάνιση του χαρακτηριστικού του νευρωτισμού).

Το γεγονός ότι το ομώνυμο ερωτηματολόγιο προσωπικότητας δίνει αρκετά ακριβείς προβλέψεις της συμπεριφοράς των ατόμων έξω από το πλαίσιο του εργαστηρίου ενισχύει τη θεωρία του Eysenck. O Furnham (1981, 1982), για παράδειγμα, μελέτησε τις δραστηριότητες που επιλέγουν τα υποκείμενα στον ελεύθερο χρόνο τους, τις κοινωνικές καταστάσεις που προτιμούν και την τάση αποφυγής ψυχοπιεστικών γεγονότων. Οι εξωστρεφείς αναζητούν πιο συναρπαστικές καταστάσεις, που περιλαμβάνουν οικειότητα, ανταγωνιστικότητα και επιβεβαίωση, επειδή στόχος είναι η αύξηση του επιπέδου διέγερσής τους. Οι νευρωτικοί αποφεύγουν καταστάσεις που περιλαμβάνουν ανταγωνιστικότητα και κοινωνική αλληλεπίδραση.

Άτομα που βαθμολογούνται υψηλά στη διάσταση του ψυχωτισμού (P) επιλέγουν ασυνήθιστες καταστάσεις, στα πλαίσια των οποίων μπορούν να χειρίζονται τους ανθρώπους. Ο Wiliams (1981) διαπίστωσε ότι άτομα που βαθμολογούνται υψηλά στη διάσταση του νευρωτισμού (N) δηλώνουν περισσότερο κακόκεφα για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των τριών μηνών, συγκριτικά με άτομα που βαθμολογούνται χαμηλότερα στην ίδια διάσταση. Επιπλέον, άλλες έρευνες έδειξαν ότι η διάσταση της εσωστρέφειας-εξωστρέφειας αναδύεται και σε δείγματα υποκειμένων με διαφορετική κουλτούρα, καθώς και ότι οι ατομικές διαφορές είναι σταθερές στο χρόνο (Eysenck, 1990).

Στηριζόμενος σε αυτά τα ευρήματα, ο Eysenck κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για την ανάπτυξη της προσωπικότητας οι επιδράσεις του περιβάλλοντος είναι λιγότερο σημαντικές από την κληρονομικότητα. Αν και το συμπέρασμα δυσαρεστεί πολλούς θεωρητικούς, η επίδραση του γενετικού παράγοντα στην ανάππυξη της προσωπικότητας σαφώς δεν πρέπει να αγνοηθεί.

Ψυχοπαθολογία και αλλαγή συμπεριφοράς

Η θεωρία προσωπικότητας του Eysenck επηρέασε τις απόψεις για την Ψυχοπαθολογία και την αλλαγή συμπεριφοράς. Το είδος των συμπτωμάτων ή των ψυχολογικών δυσκολιών που μπορεί να αναπτύξει ένα άτομο σχετίζεται με τα βασικάχαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και με τη λειτουργία του νευρικού του συστήματος. Για παράδειγμα, το άτομο εκδηλώνει νευρωτικά συμπτματα εξαιτίας της αλληλεπίδρασης του βιολογικού παράγοντα με τις εμπειρίες που συντελούν στην εκμάθηση και εκδήλωση συγκινήσιακών αντιδράσεων σε ερεθίσματα που προκαλούν φόβο.

Έτσι, η πλειονότητα των νευρωτικών ασθενών τείνει να δίνει στο ΕPQ απαντήσεις υψηλού βαθμού νευρωτισμού και χαμηλού βαθμού εξωστρέφειας. Οι εγκληματίες και τα άτομα με αντικοινωνική συμπεριφορά τείνουν να δίνουν απαντήσεις υψηλού βαθμού εξωστρέφειας και νευρωτισμού. Τέτοιοι άνθρωποι υποτίθεται ότι έχουν μειωμένη ικανότητα εκμάθησης και εσωτερίκευσης κοινωνικών κανόνων .

Ο Eysenck ισχυρίζεται ότι, αν και η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση και διαιώνιση των νευρωτικών διαταραχών και της εγκληματικότητας, είναι δυνατή η τροποποίη ση της συμπεριφοράς. Αυτό που καθορίζεται γενετικά, κατά τον Eysenck, είναι η προδιάθεση του ατόμου να δρα και να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο κάτω από δεδομένες συνθήκες. Συνεπώς, είναι δυνατή για το άτομο η αποφυγή ορισμένων μάλλον τραυματικών καταστάσεων, η εγκατάλειψη επίκτητων και εκμαθημένων αποκρίσεων φόβου, καθώς και η απόκτηση και εκμάθηση ορισμένων κωδίκων κοινωνικής συμπεριφοράς.

Ο Eysenck δίνει έμφαση στη σημασία και το ρόλο των γενετικών παραγόντων. Ταυτόχρονα, όμως, υποστηρίζει τη συμπεριφοριστική θεραπεία και τη σημαντική αντιμετώπιση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς σύμφωνα με τις αρχές της θεωρίας της μάθησης. Πρόσφατα, ο Eysenck (1991) επιχείρησε ένα συσχετισμό των χαρακτηριστικών προσωπικότητας με τις πιθανότητες εκδήλωσης καρκίνου και καρδιαγγειακών παθήσεων.

Κλινικές εφαρμογές της θεωρίας

Οι κλινικές εφαρμογές της θεωρίας του Eysenck είναι, γενικά, αμφισβητήσιμες. Αυτές οι εφαρμογές συνιστούν μια προσπάθεια περιγραφής ομάδων ασθενών με όρους που περιγράφει ο Εysenck, δηλαδή με τη χρήση των βασικών διαστάσεων της προσωπικότητας που εκείνος εντόπισε. Οι απόψεις του σχετικά με την εγκληματικότητα αποτελούν ένα παράδειγμα. Ο Εysenck ισχυρίζεται ότι η μειωμένη δυνατότητα μάθησης μέσω της κλασικής ή της συντελεστικής εξάρτησης των εξωστρεφών ατόμων έχει αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνικοποίησή τους, με αποτέλεσμα σε αυτή την ομάδα ατόμων να εμφανίζονται υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας.

Ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι οι υψηλοί βαθμοί νευρωτισμού και Ψυχωτισμού εντείνουν τις αντικοινωνικές και εγκληματικές τάσεις συμπεριφοράς. Επειδή οι εμπειρικές ενδείξεις είναι αλληλοσυγκρουόμενες, δεν μπορούμε να καταλήξουμε με σαφήνεια σε ό,τι αφορά τη φύση της σχέσης μεταξύ χαρακτηριστικών προσωπικότητας και εγκληματικότητας. Αλληλοσυγκρουόμενες είναι επίσης οι εμπειρικές μαρτυρίες, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Eysenck, για τους καπνιστές τους αλκοολικούς και τους νευρωτικούς. Ο Eysenck, για τις έρευνες που δεν υποστηρίζουν τη θεωρία προσωπικότητας που διατύπωσε, ισχυρίζεται ότι στην πραγματικότητα δεν ελέγχουν τη θεωρία ή ότι κάνουν μεθοδολογικά σφάλματα.

Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσαπσμα από το βιβλίο του Γρηγόρη Ποταμιάνου «Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική πρακτική», Εκδόσεις: Ελληνικά γράμματα

Διαβάστε επίσης στην Πύλη μας σχετικά άρθρα:

Η θεωρία του Gordon Allport και η έννοια του χαρακτηριστικού προσωπικότητας

Κριτική αξιολόγηση των συμπεριφοριστικών θεωριών προσωπικότητας

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Χρύσα Πράντζαλου

e psy logo twitter2Τμήμα Σύνταξης της Πύλης Ψυχολογίας Psychology.gr
Επιμέλεια και συγγραφή άρθρων, μετάφραση & απόδοση ξενόγλωσσων άρθρων.