Η αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο και ό,τι μας περιβάλλει, καθορίζεται εν πολλοίς από τον τρόπο που σκεφτόμαστε.
Μέσα από τις σχέσεις μας με τους άλλους, ορίζουμε το ποιοι είμαστε. Οι σχέσεις που δημιουργούμε όμως, αναφέρονται πάντοτε επίσης σε ένα συναισθηματικό δεσμό. Έτσι, οι σκέψεις και τα συναισθήματα, εκφράζουν κάθε φορά την πορεία μας στην ζωή: γίνονται πράξεις και συμβάντα, όπου ορίζουν τις διαθέσεις μας.
Οι σκέψεις είναι προϊόν ενός διανοητικού διαλόγου, όπου ο ανθρώπινος εγκέφαλος παράγει συνδέσεις, μετά από μια εκ των προτέρων προκληθείσα διαίρεση. Ομοίως τα συναισθήματα, αναφέρονται στους βιωματικούς δεσμούς -ένωσης ή απώθησης- μεταξύ όσων συμβαίνουν γύρω μας, αλλά και μέσα μας τα οποία συμβολίζει η καρδιά.
Στόχος των σκέψεων και των συναισθημάτων, είναι η αγαστή συνεργασία των δυο, προς όφελος της ποιότητας της ζωής του ανθρώπου. Όταν αυτό συμβαίνει, επηρεάζει θετικά την σωματική υγεία και την ποιότητα της ζωή μας. Σε αντίθετη περίπτωση, έχει αρνητικές επιπτώσεις στο νοητικό, συναισθηματικό αλλά και το υλικό-σωματικό μας πεδίο.
Σκέψη και εννόηση
Η σκέψη, η αντί-ληψη, η κατα-νόηση, η εν-νόηση, είναι έννοιες παρεμφερείς. Αναφέρονται στις νοητικές λειτουργίες. Είναι ο συνθετικός τρόπος όπου οι διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου αποθηκεύουν, συνθέτουν και ανασύρουν πληροφορίες για τον αισθητηριακό και νοητό μας κόσμο. Επίσης καταγράφουν και το συναισθηματικό βίωμα του εκάστοτε συμβαίνοντος, στην ανθρώπινη πορεία. Συνήθως ο άνθρωπος κάνει περίπου 65.000 σκέψεις την ημέρα. Το γιατί επιλέγει να ακολουθήσει κάποιες, έναντι κάποιων άλλων, είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί από τον ίδιο και χρήζει περεταίρω ανάλυσης.
Η σκέψη είναι αναφορική έννοια. Όταν σκεφτόμαστε, πάντοτε αναφερόμαστε σε κάποιον ή κάτι. Είναι μια νοητική επί-σκεψη, διαχωρισμένων τάσεων που επιζητούν περαιτέρω την ένωση. Προσκαλούμαστε σε διάλογο, στο χωροχρονικό συνεχές, για την ανεύρεση μιας ενιαίας πορείας συμπόρευσης των πάντων. Σκέψεις, πράξεις, συμβάντα, νοητών, αισθητών ή μη, αλλά και δυνάμενων να συμβούν, όλα επιδιώκουν την συνοχή τους, ως τάσεις συνύπαρξης. Οδηγούμαστε στο πεδίο των υπερβατικών τάσεων, όπου κάθε διαχωρισμός -ακόμα και αυτό του υλικού, νοητικού και συναισθηματικού σύμπαντος κόσμου- επιδιώκει την απολυτή συνοχή. Εκεί απουσιάζει κάθε διαίρεση και κάθε υλικός περιορισμός. Στο αιώνιο του ενοποιημένου Χρόνου το ταξίδευα, και το απέραντο του Χώρου, είναι που οι άπειρες δυνατότητες αναμένουν, να μας συναντήσουν: πέρα και πάνω από τον τρισδιάστατο κόσμο. Το ενιαίο πεδίο, όπου όλα συνυπάρχουν ως άπειρες δυνατότητες, ο Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και στοχαστής Παρμενίδης, το αποκάλεσε Είναι. Ο Πλωτίνος μας αναφέρει: “Εντός του Είναι δεν υπάρχει πολώτις”. Δεν υπάρχουν αντίθετα και όλα είναι συμπληρωματικά, ενιαία και εν-ν(ο)ω-μ(ε)-ένα.
Ο τρόπο που σκέφτομαι, υποδηλώνει (φανερώνει) τον τρόπο που αισθάνομαι, αντιδρώ ή συμμετέχω σε ένα συμβάν.
Η σκέψη είναι η νοητική διεργασία, που αναζητά μια κατεύθυνση, έτσι ώστε η ύπαρξη να βρει το νόημα των υπερβάσεων και τον προσανατολισμό της εν γένει. Η απουσία νοήματος, αναδεικνύει την έλλειψη της συνοχής των σκέψεων, που οδηγούν συνήθως σε αδιέξοδα, προς όλα τα επίπεδα της ύπαρξης αυτής καθαυτής. Σε ένα αόρατο επίπεδο, αυτό δημιουργεί στρες, συρρικνώνοντας την ευεξία μας. Έτσι ωθούμαστε στην αποξένωση και την κάθε μορφή ασθένειας. Η αντί-ληψη αυτού που είναι έναντι μου, το αντι-λαμβάνομαι, μέσω των νοητικών επι-σκέψεων, ως κάτι οικείο. Επειδή βρίσκομαι σε άρρηκτη σχέση με αυτό που σκέφτομαι, επιχειρείται η μεταστροφή της πορείας προ ένωση και όχι πλέον προς τις αποκλίνουσες τάσεις.
Η σκέψη είναι υπερβατική έννοια, γι’ αυτό και δεν υπόκειται σε χωροχρόνους περιορισμούς. Υπερβαίνει τους ανθρώπινους ορίζοντες των ορίων του, γεφυρώνοντας τις διαστάσεις του τρισδιάστατου κόσμου και τους διαχωρισμούς μεταξύ μας. Ανά πάσα στιγμή ακαριαία, μετακινείται με ευχέρεια στο περιελθόν και το μέλλον. Στο εδώ του παρόντος χρονου, όπως εξίσου και στο μακρινό του εκεί όποιου τόπου. Αντι-λαμβάνομαι αυτό που βρίσκεται ήδη διαχωρισμένο, το οποίο αιτεί από εμέ, μια συνάντηση και έναν διάλογο. Έτσι πληροφορούμαι για κάτι, όταν έχω αποστασιοποιηθεί από αυτό, αν και είναι δικό μου και με αφορά. Για να σκεφθώ κάτι ή να υποπέσει στην αντίληψη μου με κάποιο τρόπο, σημαίνει ότι με αφορά καθότι μου είναι κάτι οικείο. Αλλιώς δεν θα το σκεφτόμουν ή δεν θα το αντιλαμβανόμουν ποτέ.
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Το ότι η σκέψη δεν πιάνει καθόλου χώρο, είναι γιατί δεν μπορεί να περιοριστεί με κανέναν τρόπο. Στο Παρόν της όλα είναι ενωμένα, και προσβάσιμα με υπερβατικό και μη απόλυτα κατανοητό τρόπο: σχεδόν μεταφυσικό.
Η κάθε σκέψη, εκφράζει την απόπειρα ένωσης, αυτού που έχει λησμονηθεί και διαχωριστεί από εμάς. Έτσι αναζητείται μια νέα ενιαία συμφωνία, συνύπαρξης στην αλήθεια του Είναι.
Συναίσθημα και η αγάπη
Αυτό που εκπροσωπεί τον συναισθηματικό μας κόσμο είναι η καρδιά. Η αντίληψη όμως που έχουμε για αυτήν, είναι πολύ περιορισμένη. Θωρούμε πως είναι ένα βιολογικό όργανο μέσα στο ενιαίο σώμα, που έχει το μέγεθος μια γροθιάς, όπως μας περιγράφει η ιατρική. Η καρδιά επίσης περιβάλλει με αγάπη, με ό,τι σχετιζόμαστε. Αν φανταστούμε πόσο μεγάλη είναι η αγάπη που εκπέμπει, θα διαπιστώσουμε ότι χωράει όλο το Σύμπαν! Γεμίζει κάθε πόρο του σώματος και διαποτίζει όλη μας την ύπαρξη. Διαχέεται παντού και διαθέτει το άπλετο χώρο, για το κάθε τι με το οποίο σχετίζεται. Έτσι, εξαπλώνεται προς πάσα κατεύθυνση, πολύ δε περισσότερο για τους κοντινούς μας ανθρώπους.
Όταν κάτι βρίσκεται μέσα στην καρδιά, μας είναι γνώριμο και οικείο -σε μία μορφή άχωρη και υπερβατική- ενώ περιβάλλει το κάθε τι με δεσμούς αγάπης. Το ότι η αγάπη δεν πιάνει καθόλου χώρο, είναι γιατί δεν μπορεί να περιοριστεί σε κανέναν “τοπικό” ορίζοντα.
Μπορούμε να αισθανθούμε την παρουσία της, αν και δεν μπορούμε να την ψηλαφίσουμε και να την μετρήσουμε. Επιδίωξη της αγάπης είναι η ένωση και η εν-σωμάτωση: Το πως δηλ. να ενωθούμε μέσα από την οστική πνοή της και θα αφοσιωθούμε σε ένα κοινό σκοπό συνύπαρξης. Αυτό δίνει νόημα στον παλμό της.
ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.
Όταν αγαπάς παραδίνεσαι εις τον άλλον, σαν να είναι ο εαυτό σου. Είναι σαν δυο αρμονικοί ήχοι να βγαίνουν από το ίδιο όργανο. Ο ένας, συμβολίζει την ένωση της υλικής υπόστασης, ενώ ο άλλος την ουσία της ίδιας της ύπαρξης: την πνοή της αγάπης.
Την τάση προς την οικουμενική ένωση της αγάπης, μπορούμε να τη αποκαλούμε Είναι: ως την ένωση μέσω της αγάπης στο εν-Είναι.
Κάθε μορφή σχέσης λοιπόν, εκφράζει μία διττότητα. Από τη μία, επιχειρεί να εκπληρώσει τα γήινα καθήκοντα. Αυτά είναι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τους υλικούς περιορισμούς, οι οποίοι διαχωρίζουν τον ενιαίο της χαρακτήρα -ως προ στα φαινόμενα. Το δεύτερον, να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, ως αναφορά το ενιαίο πνευματικό μονοπάτι, για κάθε άνθρωπο να το διαβεί. Αυτές οι δύο πλευρές κατά κάποιον τρόπο είναι σαν τον γάμο μεταξύ δύο ατόμων.
Ομοίως όμως συμβαίνει και σε ατομικό επίπεδο. Κοινή είναι για όλους η προσπάθεια συν-ένωσης των δύο υποστάσεων του ανθρώπου: της ύλης και του πνεύματος. Με γνώμονα την αγάπη, και την ανυπέρβλητη ελκτική της δύναμη, απαιτείται ο πόθος για την ένωση να παραμένει σταθερός. Η ένωση προκύπτει από τη σύγκλιση και την αλληλοβοήθεια της μίας πλευράς προς την άλλη, σε καθημερινή βάση. Οι στόχοι -με οδηγό την αγάπη- θα πρέπει να είναι κοινοί και στις χαρές και στις λύπες τη ζωής.
Όταν εναρμονιζόμαστε και στηρίζουμε το έτερον άλλο, αυτό αποδεικνύει ότι, κάθε τι που συμβαίνει, το προσλαμβάνουμε ως δωρεά, της γλυκιάς ελκτικής δύναμης της αγάπης.
Όταν βιώνουμε την αγάπη, ή απελπισία και το άγχος απουσιάζει. Το βίωμα της, απομακρύνει κάθε μορφή διαχωρισμού και απόρριψης.
Το καθήκον αυτού που αναζητά την αληθινή σχέση αγάπης, είναι η εναρμόνιση στις ανάγκες του άλλου. Η βοήθειας και η συμπαράσταση χωρίς όρους και αποκλεισμούς, είναι η προϋπόθεση για την όποια επιτυχή έκβαση.
Οι σχέσεις μας είναι ο καθρέφτης μας. Πολλές φορές μέσω του άλλου, βλέπουμε τις δίκες μας αβλεψίες, να καθρεφτίζονται μπροστά στα μάτια μας. Η καρδιά ως το σύμβολο της αγάπης εδραιώνει τις σχέσεις, μέσα από τη στοργή και τον σεβασμό προς τον άλλον, ως δικό της οικείο κομμάτι. Όταν επιτρέπουμε η αγάπη να δουλεύει αρμονικά και ισότιμα στις ανθρώπινες σχέσεις, αποδεσμευόμαστε σταδιακά από τις υλικές εξαρτήσεις. Ως αντιστάθμισμα ενδυναμώνει και μετουσιώνει η αγάπη της σχέσης μας σε σχέση του Είναι. Μέσα από την αγάπη μεταμορφώνεται μια σχέση, σε ελπίδας συνάντησης με το Είναι, απελευθερώνοντας μας από τα δεσμά των ορίων μας. Μετατρέπει το τρόπο που σκεφτόμαστε, σε συνθήκη αναζήτησης της αγάπης του Είναι.
Μια σχέση αγάπης, ποτέ δεν επιβάλλει, αλλά από-δέχεται χωρίς όρους.
Δεν κρίνει αλλά συν-χωρεί.
Δεν καθοδηγεί αλλά εν-σωματώνει.
Δεν προπορεύεται αλλά συν-πορεύεται και συν-ακολουθεί.
Όπως μία πέτρα όταν την ρίχνουμε σε μία λίμνη, αρχίζει και σχηματίζει ομόκεντρους κύκλους, οι οποίοι προεκτείνονται έξω από το σημείο εκκίνησης, το ίδιο και η σκέψη: όταν ρίχνεται στην αγκαλιά της αγάπης, επεκτείνεται και αγκαλιάζει τα πάντα. Της αγάπης ο κύκλος όπως και του Είναι, πάντα προεκτείνεται προς το άπειρο και ποτέ δεν συρρικνώνεται. Η πλημμυρίδα της αγαπης, επεκτείνεται και ξεχειλίζει προς πάσα κατεύθυνση. Δεν αφορά ένα μεμονωμένο σημείο, αλλά εκτείνεται σε ολόκληρο το πεδίο με την επιρροή της. Όταν η σκέψη εμποτίζεται με αγάπη, ρίχνετε στον ωκεανό της δεύτερης, δημιουργώντας ομόκεντρος κύκλους που διασταυρώνονται και συναντιούνται με το άπειρο των κυματισμών της. Μέσα στης αγάπης τους παλμούς, κάθε αντίθετο διαπιστώνει ότι δεν είναι πλέον μόνο του, αλλά το συμπληρωματικό του έτεροι άλλου. Εκεί, εντός της Αγάπης του Είναι, εκμηδενίζεται η όποια πόλωση. Τότε ουσιώνεται η δυνατότητα εκπλήρωσης του Είναι εντός του ανθρώπου, ως το απέραντο της αγκαλιά Του.
Όταν σκεφτόμαστε με γνώμονα την αγάπη του Είναι, βρίσκομαι στην διάσταση των μηδενικών αποστάσεων από Αυτό: είναι εκεί στο μηδέν Του, που αφηνόμαστε την καθοδήγηση. Η αίσθηση της απόστασης εντός του Είναι, στην ουσία της είναι μηδενική, όταν μάλιστα η συνοχή της σκέψης, εστιάζει στον έρωτα της : την αγάπη του ίδιου του Είναι.
Κατά τον Σωκράτη: “Η μάθηση είναι ανάμνηση”. Όταν ο άνθρωπος ανασύρει από την βιββλιοθηκη της μνήμης του Παρελθόντος, το αντίστοιχο βίωμα και το φέρνει στο παρόν, τότε εισέρχεται στον “τόπο” των απείρων δυνατοτήτων του Είναι. Τότε αποδεσμευόμαστε από τα δεσμά της ύλης και περνάμε στο πεδίο των άπειρων πιθανοτήτων που η δυνητική ενέργεια του Είναι μας παρέχει. Στο ενοποιημένο πεδίο του Είναι, η ενέργεια της σκέψης, μετατρέπεται σε εκτεινόμενο ομόκεντρο κυματισμό, διαπερνώντας κάθε μορφή διαχωρισμού. Τότε το ίδιο το Ειναι εισχωρεί σε κάθε υπόσταση ύλης, μεταμορφώνοντας την, σε ορμέμφυτο της αγάπης απόθεμα. Με τον ασίγαστο πόθο εν-ώσης, κάθε τάση μετατοπίζεται σε συνακόλουθη πιθανότητα έκφρασης, στο ωκεανό της αγάπη. Τότε το κάθε έξωθεν συμβαίνον, μεταμορφώνεται σε έσωθεν ομολογία ένωσης και εναγκαλισμών το βίωμα. Έτσι η όποια απώθηση βιώματος, γίνεται πρόσκληση εκ νέου στενότερων εν-αγκαλισμών.
Την έλλογη(=εν-λόγο) συνεκτική σκέψη, ενέταξε στα μονοπάτια της αγάπης του Είναι ο μέγιστος προ-πλατωνικός φιλόσοφος Παρμενίδης από τον 6 π.Χ. αιώνα.
“ …τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι ”(απ.3.1). Όπερ σημαίνει: «…διότι αυτό που εισβάλλει στην σκέψη μας [έχει στενή σχέση αληθούς ένωσης] και είναι [το] ίδιο [ως ένα με] το Είναι». Εντός του Είναι, κάθε μορφή απόκλισης, αφομοιώνεται και γίνεται δυνατότητα προσφερόμενης Αγάπης. Το Είναι βρίσκεται πάντα μέσα το παρόν Του. Έτσι υφαίνει το αιώνιο του χρόνου και το απέρατο του ενιαίου χώρου Του. Εκεί το παρελθόν και το μέλλον, γίνονται στον παρόν, δυνατότητες ουσιώδης εκ της αγάπης Του.
Ό,τι αποκλίνει από το παρόν του άχρονου, άχωρου, συνεχούς και αέναου Είναι, χωρίζεται σε παρελθόν και μέλλον.
Οντολογική διαφορά
Ο μέγιστος στοχαστής και φιλόσοφος του 20αιωνα Heidegger, υπήρξε ένθερμος μελετητής του πατέρα της Οντολογίας Παρμενίδη. Στο έργο του “Είναι και Χρόνος”, αναζητούσε την οντολογική διαφορά του Είναι και των όντων. Στις επίμονες αναζητήσεις ουσίας, πάραυτα, δεν διέκρινε καμία διαφορά, παρά μόνο την ταύτιση των δυο.
Η αναζήτηση του Είναι μέσω του Νοείν, μας ωθεί στην ουσία των όντων. Έτσι το Είναι εκφράζεται διαμέσου των όντων. Μέσα από την αναγνώριση της διαφορά των δυο, φανερώνεται ο βαθμός της εγγύτητα τους. Όταν ομιλούμε περί του Είναι ομιλούμε για το Ενιαιο Ον του Παρμενίδη: το ΕΟΝ. Το Εν-Ον-Νους (=Είναι), όπου διά του νοός μπορούμε να προσεγγίσουμε, εντός του οποίου όλα συνυπάρχουν. Αυτό το Ον είναι “ουλομελές και ατρεμές”(απ.1.29) δηλ. ολοκληρωμένο στην επάρκεια του και αδόνητο. Όταν σκεπτόμαστε, αυτό που μας καλεί προς ολοκλήρωση ένωσης, είναι το ίδιο το Είναι που μας επι-σκέπτετε. Μας επισκέπτεται για να μας φανερωθεί. Στην ψευδή ανθρώπινη αίσθηση της απομάκρυνσης ή της εγγύτητας, εγγράφεται η διαφορά. Όταν κάποιος σκεφτεί να διατυπώσει ένα ερώτημα, αντι-κειμενοποιείτε αφ εαυτού του από το Είναι, όταν μάλιστα εύλογα θέσει το ερώτημα: ποιος είναι αυτός που ρωτά;
Εκείνο λοιπόν που σκεφτόμαστε ως “εγώ”, δεν φανερώνει το ίδιο το Είναι, αλλά την απόκρυψη Του. Το ίδιο το Είναι, είναι δεδομένο( δηλ.δεδηλωμένο) στο εκάστοτε παρόν Του πάντοτε. Αυτό που δεν είναι δεδομένο, είναι το πόσο φανερό μας είναι, διότι εμείς απουσιάζουμε από το παρόν επαρκώς. Για αυτό και μας επισκέπτεται: για να μας φανερωθεί. Έτσι το Είναι προσδιορίζεται, ως η παρ-ουσία στο παρόν του αιώνιου χρόνου. Επιλεγεί να εκπροσωπείται μέσα από εμάς, σαν να είμαστε ένα : και εξ ίσου άχρονοι. Αυτή είναι η μεταφυσική πανανθρώπινη ανάγκη: της παρουσίας του άχρονου στο εκάστοτε παρόν.
Στο βαθμό που ο άνθρωπος διανοίγεται στο Είναι του, Αυτό του αποκαλύπτεται.
Η μεταφυσική είναι η υπέρβαση του διαχωρισμού του Είναι και των όντων. Ο διαχωρισμός των όντων από το Είναι του αν και ανύπαρκτος στην ουσίας του- καταστρέφει την ενότητα τους. Η ουσία των όντων όμως ως το ίδιο το Είναι, δεν δηλώνει διάκριση ούτε όμως και διαλεκτική σχέση. Το Είναι δεν είναι ξέχωρο από το όντα, αφού αποτελεί την ουσία τους. Αμφότερα οικούν από κοινό του στον “τόπο” Του. Το Είναι έρχεται προς τα όντα και αποκαλύπτει την υπερβατική του τάση, ενώ το ανθρώπινο ον, είναι αυτό που την συγκαλύπτει. Μέσα από την διαφορά τους, είναι σαν να ανοίγεται υπερβατικά το Είναι προς το έτερο του εαυτού Του(τα όντα), εκ της αγάπης Του: να βρίσκονται μαζί πάντοτε.
Ο Παρμενίδης στο επικό του ποίημα “περί Φύσεως” μας υπενθυμίζει μη και το λησμονήσουμε και το απωθήσουμε στην λήθη των σκέψεων μας:
«(28)..Είναι καθήκον σου να τα μάθεις όλα με πειστικό για εσέ τρόπο.
(29) Τόσο για αυτό που είναι σύμφωνο με την αλήθεια της σφαιρικής[ολοστρόγγυλης] και ακλόνητης [χωρίς εξαιρέσεις] καρδίας,*
(30) όσο και τις δοξασίες των θνητών ανθρώπων, στις οποίες δεν υπάρχει εμπιστοσύνη και βεβαιότητα αλήθειας,[καθότι το αληθές είναι κρυμμένο, όταν είναι διηρημένο και τεμαχισμένο και έτσι δεν γίνεται φανερό]. (απ.1.28-30)
*Η καρδιά είναι ο πυρήνας ο οποία δίνει ζωή και παλμό αισθημάτων σε ένα σώμα ως κάτι ενιαίο.
Τραύμα και η θεραπεία του
Όταν δημιουργείται ένα βαθύ τραύμα, συνήθως η επούλωση ξεκινάει από μέσα. Τα νεανικά τραύματα του παρελθόντος, όταν μείνουν ανεπούλωτα, στην πορεία της ζωής αναζητούν την επούλωση τους. Η επούλωση προϋποθέτει την συγχώρεση. Αν αυτό δεν συμβεί, και δεν συγχωρέσουμε αυτόν που μας προκάλεσε το τραύμα, τότε ενδέχεται να γίνουμε οι ίδιοι θύτες. Μέσα από αυτήν την διαδικασία, επέρχεται η δικαιοσύνη ως επανόρθωση και ισορροπία σε ένα σύστημα. Γνωρίζοντας την πλευρά του θύτη, αλλά και του θύματος -διότι θα έχουμε βιώσει τις συναισθηματικές συνέπειες και των δυο- το μόνο που απομένει για την θεραπεία, είναι η συγω-χώρεση αμφοτέρων.
Είναι δύσκολο να βιώσεις την συγχώρεση, αν δεν συγχωρέσεις τον εαυτό σου, καθώς και τους άλλους. Δεν συγχωρούμε όμως συνήθως τους άλλους, γιατί δεν έχουμε συγχωρέσει τον εαυτό μας.
Η συγχώρεση είναι η αποδοχή της ύπαρξης του εαυτού, αλλά και του έτερου άλλου, ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου. Κίνητρο της συγχώρεσης θα πρέπει να είναι το πρότυπο της αγάπη του Είναι. Η αγάπη καταλύει τον διχασμό, του καλού και του κακού, την προκατάληψη και της διαίρεση, προς την ένωση και την ενσωμάτωση. Με την δυναμική της, σπάνε τα δεσμά των διαχωρισμών.
Μόνο τον εαυτό σου εν τέλει μπορείς να συγχωρέσεις, διότι ο άλλος έχει συγχωρεθεί από το Είναι και που υπάρχει μόνο.
Αυτοτιμωρούμε τον εαυτό μας, μη συγχωρώντας τον, αν και βρισκόμαστε ήδη εντός της αγκαλιάς του Είναι.
Η έλλειψη αγάπης αυτό-εξαίρει και αυτο-τιμωρεί, σηματοδοτώντας την διακοπή των σχέσεων.
Αν θέλουμε να αποδεχτούμε τον εαυτό μας, θα πρέπει να εξαντλούμε τα όρια της αγάπης μας προς τους άλλους, ώστε να μάθουμε από αυτά και να αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Η συγχώρεση, η αγάπη και η αποδοχή χωρίς όρους, είναι ιδιότητες του Είναι προς εμάς, που καλούμαστε να μιμηθούμε μέσα από τα έργα μας.
Όποιος κρίνει κάτι ως κακό, διαχωρίζει αλλά και διαχωρίζεται και ο ίδιος, από την ενιαία αγκαλιά του Είναι, γιατί θεωρεί στο βάθος ότι και ο ίδιος δεν ανήκει στο ενιαίο σύνολο του εν-Είναι. Με την εν-συναίσθηση εκτείνω την εμπειρία μου, προς την θέση του άλλου, σε ένα κοινό σημείο συνάντησης. Να μοιράζομαι την λύπη του, και να συμβάλλω στη χαρά του.
Ο στόχος κάθε ανθρώπου θα πρέπει να είναι: να συμβάλλει με πράξεις αγάπης, στην ευτυχία του άλλου, χωρίς να παραβιάζει όμως τη αυθεντικότητα της δική του ελευθερίας.
Η αλήθεια της αγάπης του Είναι επεκτείνεται σαν ανυπέρβλητο ωστικό κύμα προς κάθε κατεύθυνση. Δεν είναι απαραίτητο να εκφραστεί λεκτικά. Μέσα από την νοητική διαλεκτική μιας ειλικρινούς αποδοχής, προστατεύει με την σιωπή της κάθε διένεξη.
Πολλές φορές μια στιγμιαία σκέψη αγάπης, μπορεί να είναι αρκετή για να επέλθει η αλλαγή. “Αρκεί μια στιγμή για να αλλάξει η μοίρα σου”, μας δηλώνει ο Πίνδαρος.
Εν τέλει, η οδός που οδηγεί στο ξέφωτο θέασης της αληθούς σχέσης με το Είναι, κρύβεται εντός μας. Όταν εκφράσουμε την αυθεντικότητα μας και ακολουθήσουμε εν-συναισθητικά τους οδοδείκτες -σαν να ήμασταν εμείς οι δημιουργοί- χωρίς όρους και προϋποθέσεις, τότε θα βιώσουμε το βαθύτερο νόημα της αποστολής μας. Αυτό ενδέχεται να είναι το αποκαλύπτομε κάλεσμα της αγάπης του Είναι προς εμάς, να διαπιστεύσουμε την αλήθεια στην ζωή. Τότε ό,τι σκεφτόμαστε, στο βάθος εκ του Είναι να εξερευνήσουμε το αληθινές Του θα είναι.
Εκ κατακλείδι, όποιος καταφέρει να βιώνει την αλήθεια της σχέσης του με το Είναι, τότε (το Είναι), θα έχει καταφέρει το ακατόρθωτο (για τον άνθρωπο να διαπιστώσει): την επανένωση Εαυτόν, με τα εαυτού μέρη.
Βιβλιογραφία
Martin Heidegger, “Είναι και Χρόνος”, μετάφραση –σχόλια, Γιάννης Τζαβάρας, Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα. 1978.
Τερέζα Πεντζοπούλου-Βαλαλά. “Heidegger-O φιλόσοφος του λόγου και της Σιωπής” Εκδ. Βανιάς Θεσ/νικη 2001.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Pg. Dip. Σύμβουλος Προσωποκεντρικής Προσέγγισης, Προσωκρατικών Φιλοσοφικών Μελετών & Οντολογίας