Η ειδική (ή, όπως ονομαζόταν παλιότερα, «απλή») φοβία είναι ένας μη ρεαλιστικός φόβος για ένα συγκεκριμένο ερέθισμα.
Κριτήρια διάγνωσης ειδικής φοβίας
Σύμφωνα με το DSM-IV-TR (APA, 2000), προκειμένου να δοθεί η διάγνωση της ειδικής φοβίας, θα πρέπει να πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:
1. Χρακτηριστικός και επίμονος φόβος, ο οποίος είναι υπερβολικός ή παράλογος, ελκυόμενος από την παρουσία ή την αναμονή της παρουσίας ενός συγκεκριμένου ή μιας συγκεκριμένης κατάστασης.
2. Η έκθεση στο φοβικό ερέθισμα προκαλεί σχεδόν κάθε φορά μια άμεση αντίδραση άγχους, η οποία μπορεί να πάρει τη μορφή κρίσης πανικού.
3. Το άτομο αναγνωρίζει ότι ο φόβος είναι υπερβολικός ή παράλογος.
4. Η φοβική κατάσταση αποφεύγεται ή υπομένεται με έντονο άγχος ή δυσφορία.
5. Η αποφυγή, η αγχώδης αναμονή ή η δυσφορία που συνδέονται με τη φοβική κατάσταση παρεμποδίζουν σημαντικά τις συνήθεις καθημερινές δραστηριότητες του ατόμου ή προκαλούν έκδηλη ενόχληση από την ύπαρξη της φοβίας.
6. Σε άτομα νεότερα των 18 ετών η διάρκεια είναι τουλάχιστον 6 μήνες.
Στο DSM σημειώνεται επίσης ότι οι φοβικές αντιδράσεις μπορούν να προκληθούν ως απόκριση σε μια ποικιλία ερεθισμάτων, όπως είναι τα ζώα, τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος (ύψος, νερό), το τρίπτυχο «αίμα-ένεση-τραύμα», ειδικές καταστάσεις (αεροπλάνο, ανελκυστήρες), καθώς και «άλλες» καταστάσεις όπως φόβος εμετού, μόλυνσης από ασθένεια κ.ο.κ.
10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.
Πιο σύνθετες διαταραχές, όπως ο φόβος για τις κοινωνικές καταστάσεις και η αγοραφοβία, λαμβάνουν ξεχωριστή διάγνωση. Η αγοραφοβία συνδέεται με τη διαταραχή πανικού.
Οι φοβίες γίνονται αντιληπτές ως σχετικά ήσσονος σημασίας διαταραχές ψυχικής υγείας. Αυτό ωστόσο δεν είναι κατ' ανάγκην αληθές.
Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε κάποιο άτομο που έχει ήπια φοβία για τις κατσαρίδες ή τις αράχνες, η οποία όμως δεν επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη ζωή του.
Χαρακτηριστικό περιστατικό κλινικής εμπειρίας αποτελεί η αραχνοφοβία μιας γυναίκας, η οποία κατά τους καλοκαιρινούς μήνες δεν έβγαινε από το δωμάτιο (ή και από το σπίτι) στο οποίο βρισκόταν αν προηγουμένως δεν τη διαβεβαίωναν ότι δεν υπάρχουν αράχνες έξω από την πόρτα.
Όταν η οικογένειά της δεν ήταν σπίτι, παρέμενε κυριολεκτικά φυλακισμένη σε ένα δωμάτιο του σπιτού -τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. Παρομοίως, οι άνθρωποι που φοβούνται τα αυτοκίνητα ή άλλα μέσα μεταφοράς μπορεί να έχουν εξαιρετικά περιορισμένη ζωή.
Οι πιο κοινές ειδικές φοβίες
Ψηφιακό Marketing για Ψυχολόγους: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Περίπου 7% των ανδρών και 16% των γυναικών είναι πιθανό να βιώσουν ενός είδους φοβία κάποια στιγμή στη ζωής τους (Kessler et. al., 1994).
Η πιο συχνή είναι η φοβία για τα φίδια: περίπου το 25% του πληθυσμού φοβάται τα φίδια σε κάποιο βαθμό. Πολύ κοινός είναι και φόβος του οδοντιάτρου, τον οποίο αναφέρει το 3% με 5% του πληθυσμού (Kent, 1997).
Η αναλογία του φύλου σε σχέση με τον κίνδυνο εμφάνισης μιας φοβίας διαφέρει ανάλογα με το είδος της φοβίας.
Το 90% με 95% αυτών που φοβούνται τους σκύλους είναι γυναίκες. Άλλες φοβίες πάλι, όπως αυτή για το αίμα-τραύμα, καθορίζονται λιγότερο από το φύλο.
Η ηλικία έναρξης των φοβιών τείνει να ακολουθεί ένα ιδιαίτερο πρότυπο, καθώς οι φοβίες που σχετίζονται με ζώα, αίμα-τραύμα, οδοντιάτρους και στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος συνήθως εμφανίζονται κατά την παιδική ηλικία, ενώ άλλες, όπως η κλειστοφοβία και η αγοραφοβία, συνήθως ξεκινούν κατά την εφηβεία ή κατά τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής (Ost, 1987).
Συνηθισμένες και σχετικά σπάνιες φοβίες
Κάποιες συνηθισμένες και σχετικά σπάνιες φοβίες είναι οι ακόλουθες:
- Μικροβιοφοβία - Φόβος για μικρόβια ή μεταδοτικές ασθένειες
- Κλειστοφοβία - Φόβος για κλειστούς χώρους
- Αιχμοφοβία - Φόβος για αιχμηρά αντκείμενα όπως οι ενέσεις
- Μονοφοβία - Φόβος να μείνει κάποιος μόνος
- Ελμινθοφοβία - Φόβος για (παράσιτα) σκουλήκια
- Ταφοφοβία - Φόβος ότι θα θαφτεί κάποιος ζωντανός
- Τρισκαιδεκαφοβία - Φόβος για τον αριθμό 13
- Αεροφοβία - Φόβος για τις πτήσεις
- Αραχνοφοβία - Φόβος για τις αράχνες
Πολιτισμός και ειδικές φοβίες
Οι φοβίες για τα φίδια ή τις αράχνες φαίνεται να εμφανίζονται σε όλους τους πολιτισμούς (βλέπε βιολογικό μοντέλο). Η φύση και η επικράτηση άλλων φοβιών όμως φαίενται να είναι συνάρτηση πολιτισμικών παραγόντων.
Η αγοραφοβία, για παράδειγμα, είναι πολύ πιο συχνή στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη από ό,τι σε άλλα μέρη του κόσμου (Kleinman, 1988).
Μια πολύ συγκεκριμένη κοινωνική φοβία, η οποία είναι ιδιαίτερα συνήθης στην Ιαπωνία αλλά δεν εμφανίζεται στις δυτικές χώρες, είναι γνωστή ως taijin kyofusho. Αναφέρεται στον εξαιρετικά έντονο φόβο του ατόμου μήπως προσβάλλει ή προκαλέσει κακό στους άλλους επειδή θα επιδείξει αδέξια κοινωνική συμπεριφορά, θα κοιτάξει τα γεννητικά όργανα του άλλου ή θα εστιάσει το βλέμμα του σ' ένα υποθετικό ελάττωμα του συνομιλητή του (Kirmayer, 1991).
Το επίκεντρο αυτής της φοβίας είναι το κακό που προκαλείται στους άλλους, και όχι η ντροπή ή αμηχανία που νιώθει το άτομο, όπως συμβαίνει με την κοινωνική φοβία στις δυτικές χώρες.
Ως τέτοιου είδους φοβία, λοιπόν, η taijin kyofusho φαίνεται να είναι μια παθολογική υπερβολή της σεμνότητας και του ενδιαφέροντος για τους άλλους, στοιχεία τα οποία σε ηπιότερο βαθμό αποτελούν μέρος της συμπεριφοράς που θεωρείται αρμόζουσα στην Ιαπωνία.
Το ψυχαναλυτικό μοντέλο αιτιολόγησης ειδικών φοβιών
Σύμφωνα με τον Freud (1906), οι φοβίες λειτουργούν ως άμυνα ενάντια στο άγχος που νιώθει το άτομο όταν καταπιέζονται οι ενορμήσεις του Εκείνο, με αποτέλεσμα την εσφαλμένη μετάθεση των καταπιεσμένων συναισθημάτων σε ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση των καταπιεσμένων συναισθημάτων σε ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση με τα οποία υπάρχει συμβολική σύνδεση.
Τα συναισθήματα αυτά γίνονται το φοβικό ερέθισμα και το άτομο έχει τη δυνατότητα να αποφύγει την αντιμετώπιση των καταπιεσμένων συγκρούσεων αποφεύγοντας αυτό το ερέθισμα. Οι συγκρούσεις αφορούν συνήθως τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας.
Συμπεριφορικά μοντέλα αιτιολόγησης ειδικών φοβίων
Τα πρώτα συμπεριφορικά μοντέλα αντιμετώπισαν τη φοβία ως αποτέλεσμα εξαρτημένων εμπειριών. Τα μοντέλα αυτά σχετίζονται με το σκεπτικό ότι οι εξαρτημένες εμπειρίες μπορεί να επηρεάσουν τις συναισθηματικές και συμπεριφορικές αντιδράσεις του ατόμου σε κάποια ερεθίσματα.
Οι φοβίες, σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, είναι αποτέλεσμα εξαρτημένων εμπειριών, κατά τις οποίες το φοβικό αντικείμενο ή η φοβική κατάσταση συνδέεται με την εμπειρία του φόβου ή του άγχους που ένιωσε το άτομο κάποια στιγμή κατά το παρελθόν. Το εξαρτημένο ερέθισμα δημιουργεί αναπόφευκτα μια εξαρτημένη αντίδραση φόβου.
Όταν βιώνεται έντονος φόβος, η διεργασία της εξαρτημένης μάθησης μπορεί να είναι τόσο ισχυρή ώστε μια και μόνη εξαρτημένη εμπειρία να οδηγήσει σε μακροχρόνια αντίδραση φόβου που είναι δύσκολο να εξαλειφθεί.
Η εμπειρία ενός αυτοκινητικού ατυχήματος, για παράδειγμα, μπορεί να προκαλέσει μια φοβική αντίδραση απέναντι στο αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα την αποφυγή της παραμονής μέσα στο αυτοκίνητο ή της οδήγησης.
Τρία είναι τα συστατικά αυτής της αντίδρασης:
- Ένα συμπεριφορικό στοιχείο το οποίο έχει να κάνει με την αποφυγή του φοβικού αντικειμένου ή την απομάκρυνση από αυτό.
- Υψηλά επίπεδα σωματικής διέγερσης μέσω μιας ποικιλίας συμπτωμάτων, όπως η σωματική ένταση, η αυξημένη αντίδραση αιφνιδιασμού, το τρέμουλο και η εφίδρωση, τα οποία προκαλούνται από το συμπαθητικό νευρικό σύστημα.
- Το συναίσθημα του άγχους και του φόβου.
Μια από τις πιο γνωστές πρώτες περιπτώσεις εξαρτημένης μάθησης μιας φοβικής αντίδρασης είναι εκείνη του «μικρού Άλμπερτ», την οποία αναφέρουν οι Watson & Rayner (1920).
Η δυσκολία εξήγησης φοβιών από τις θεωρίες εξαρτημένης μάθησης
Κατά τη δεκαετία του 1970 οι θεωρίες της εξαρτημένης μάθησης για την απόκτηση του φόβου και άλλων συναισθηματικών αντιδράσεων δυσκολεύτηκαν όλο και περισσότερο να ερμηνεύσουν τα εμφανιζόμενα ερευνητικά και κλινικά ευρήματα (Davey,1997) που έδειχναν ότι:
1. Πολλοί άνθρωποι με φοβία αδυνατούν να εντοπίσουν κάποιο τραυματικό συμβάν στο οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί η φοβία. Αυτό αφορά κυρίως κάποιες φοβίες για ζώα καθώς και τον φόβο για τα ύψη και το νερό. Οι Murray & Foote (1979), για παράδειγμα, βρήκαν ότι λιγότερο από 10% των ατόμων που φοβούνται τα φίδια έχει δεχθεί επίθεση ή έχει τραυματιστεί από φίδι. Αντίθετα το 90% των ανθρώπων με φοβία για τους οδοντιάτρους είχε τουλάχιστον ένα επίπονο επεισόδιο σε οδοντίατρο (Davey, 1989).
2. Πολλοί άνθρωποι που είχαν εκτεθεί σε τραυματικά συμβάντα δεν αναπτύσσουν φοβία. Για παράδειγμα, μόνο το 16% εκείνων που νοσηλεύτηκαν μετά από σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα εμφάνισε φοβία για τη μετακίνηση με αυτοκίνητο (Mayuou et al., 2001)
3. Οι πιο συνηθισμένες φοβίες αφορούν σχετικά αθώα ερεθίσματα (π.χ. τις αράχνες).
4. Οι πιο συνηθισμένες φοβίες αφορούν ερεθίσματα τα οποία σπάνια συναντά κανείς (π.χ. τα φίδια).
5. Αντίθετα, σχετικά χαμηλά είναι τα ποσοστά των φοβιών για ερεθίσματα τα οποία συναντά κανείς καθημερινά και είναι δυνάμει τρομακτικά, όπως η κίνηση στους δρόμους, τα μαχαίρια, τα όπλα κ.λπ. (Seligman, 1971).
6. Οι φοβίες περνούν από γενιά σε γενιά. Το φαινόμενο μπορεί να υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου βαθμού γενετικής προδιάθεσης. Υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις ότι ο βασικός μηχανισμός πίσω από αυτό είναι η μάθηση μέσω παρατήρησης, κατά την οποία το παιδί μαθαίνει να φοβάται παρατηρώντας τις εκδηλώσεις φόβου του γονέα για συγκεκριμένα ερεθίσματα. Πολλοί άνθρωποι με φοβίες αναφέρουν επίσης αυτό το φαινόμενο.
Το γνωσιακό-συμπεριφοριστικό μοντέλο για τις ειδικές φοβίες
Το γνωσιακό-συμπεριφοσριστικό μοντέλο για τις φοβίες που ανέπτυξε ο Davey (1997) εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι μια οδός μέσω της οποίας αποκτούμε και διατηρούμε τις φοβίες είναι οι άμεσες εξαρτημένες εμπειρίες, όπως προτείνει και το συμπεριφοριστικό μοντέλο. Ο Davey όμως συμπλήρωσε το συμπεριφοριστικό μοντέλο με έναν αριθμό παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν την απόκτηση φοβιών:
1. Ο φόβος εξοικείωσης με το φοβικό ερέθισμα.
Όσο πιο πολλές φορές έρχεται το άτομο σε επαφή με ένα συγκεκριμένο ερέθισμα χωρίς να βιώνει αρνητικά συναισθήματα, τόσο μικρότερες είναι και οι πιθανότητες να εμφανίσει φοβία σε περίπτωση κατά την οποία το συγκεκριμένο ερέθισμα συνδεθεί κάποια στιγμή με υψηλά επίπεδα διέγερσης και φόβου.
Η διεργασία αυτή είναι γνωστή ως λανθάνουσα αναστολή. Αντίστροφα, όσο περισσότερα αρνητικά συναισθήματα συνδεόνται με ένα συγκεκριμένο ερέθισμα πριν το τραυματικό γεγονός, τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχει το άτομο να αναπτύξει φοβία.
2. Η μάθηση της σύνδεσης του ερεθίσματος με το τραυματικό αποτέλεσμα.
Το άτομο μπορεί να μάθει τη σύνεση ανάμεσα στο ερέθισμα και το τραυματικό αποτέλεσμα μέσα από πληροφορίες που παίρνει από άλλους ή μέσω της παρατήρησης κάποιου άλλου που βιώνει τη συνάφεια του συγκεκριμένου ερεθίσματος και του συναισθήματος του φόβου. Τέτοιου είδους φόβοι είναι πιο εύκολο να εξαλειφθούν σε σύγκριση με εκείνους που αποκτήθηκαν μέσα από την άμεση βίωση του συγκεκριμένου ερεθίσματος. Σημειώνεται ωστόσο ότι αν η παρατήρηση επαναληφθεί σε πολλές περιπτώσεις, τότε μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή φοβία
3. Οι πεποιθήσεις και προσδοκίες που έχει ένα άτομο για το ερέθισμα.
Αυτές μπορεί να επηρεάσουν την αντίδρασή του σε μια τραυματική κατάσταση καθώς και την πιθανότητα να αναπτύξει μα εξαρτημένη αντίδραση φόβου ή φοβία.
Παράγοντες που επηρεάζουν τη διατήρηση των φοβιών
Στους παράγοντες που επηρεάζουν τη διατήρηση των φοβιών συγκαταλέγονται:
1. Η επανειλημμένη βιώση του φοβικού αντικειμένου ή της κατάστασης.
Όπως είχε προβλέψει ο Mowrer (1947), όσο περισσότερες εμπειρίες χωρίς καταστροφικό απότελεσμα έχει κανείς με το φοβικό αντικείμενο ή την κατάσταση, τόσο πιο γρήγορα θα εξαληφθεί η φοβία του.
2. Η κοινωνικά ή λεκτικά μεταδιδόμενη πληροφόρηση για το φοβικό ερέθισμα μπορεί να επηρεάσει τον φόβο.
Δυστυχώς, φαίνεται ευκολότερο να ενισχύσει κανείς τον φόβο των άλλων λεγοντάς τους ότι το ερέθισμα είναι πιο επικίνδυνο από όσο περιμένουν (ή βλέπουν), παρά να τον μειώσει λέγοντας τους ότι είναι λιγότερο τρομακτικό απ΄όσο πιστεύουν (Davey et al., 1993)
3. Η νοερή εκτίμηση του αποτελέσματος της επαφής με το φοβικό ερέθισμα.
Πολλοί άνθρωποι με φοβίες προσέχουν, αναπαριστούν νοερά και γενικά υπερεκτιμούν τα αρνητικά αποτελέσματα που μπορεί να έχει η ενδεχόμενη επαφή τους με το φοβικό ερέθισμα. Όσο περισσότερο κάνουν κάτι τέτοιο, τόσο πιο έντονη γίνεται η φοβική τους αντίδραση όταν έρχονται αντιμέτωποι με το ερέθισμα (Davey et al., 1995).
4. Η χρήση κατάλληλων στρατηγικών αντιμετώπισης.
Μια τέτοια στρατηγική αντιμετώπισης που μπορει να μειώσει την επίδραση των τρομακτικών γεγονότων είναι γνωστή ως απαξίωση της απειλής. Ο Davey (1999) προσδιόρισε κάποιες γνωσιακές διεργασίες μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί αυτό:
- Πλεονεκτική σύγκριση: «Άλλοι άνθρωποι είναι σε χειρότερη θέση».
- Άρνηση: «Αυτό δεν συνέβη ποτέ σ' εμένα».
- Γνωσιακή αποσύνδεση: «Αυτό το πρόβλημα δεν είναι αρκετά σημαντικό για να ανησυχήσω».
- Πίστη στην κοινωνική στήριξη: Έχω οικογένεια και φίλους που μπορούν να με βοηθήσουν να το ξεπεράσω».
Βιολογικό/εξελικτικό μοντέλο για τις ειδικές φοβίες
Μια δεύτερη θεωρία που άσκησε μεγάλη επίδραση στην ερμηνεία της μη τυχαίας κατανομής των φοβιών είναι η θεωρία της ετοιμότητας (Seligman, 1971).
O Seligman εξέφρασε την άποψη ότι κάποιοι φόβοι αποκτώνται πιο εύκολα από άλλους εξαιτίας της χρησιμότητας που είχαν για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
Σύμφωνα με τον Seligman, κάποια στιγμή στην εξελικτική μας ιστορία ήταν ωφέλιμο για μας να φοβόμαστε ένα δυνάμει επικίνδυνο ερέθισμα όπως τα φίδια, τα μικρά ζώα κ.λπ.
Αυτά τα ερεθίσματα τα ονόμασε «φυλογενετικώς σχετικά».
Δεν αποκλείεται λοιπόν να είμαστε προγραμματισμένοι -ή γενετικά προετοιμασμένοι- να αντιδρούμε με φόβο σε ερεθίσματα που υπήρξαν απειλητικά για τον προϊστορικό άνθρωπο.
Ο Seligman πάντως δεν πίστευε ότι έχουμε εγγενή φόβο γι΄ αυτά τα ερεθίσματα παρά για κάποια άλλα μέσα από μιας μορφής εξαρτημένη εμπειρία.
Από την παραπάνω θεωρία προκύπτουν τέσσερις κύριες υποθέσεις:
1. Οι πιο συχνές φοβίες θα πρέπει να αφορούν ερεθίσματα τα οποία ήταν παρόντα και δυνητικά επικίνδυνα στην προϊστορική εποχή: αυτό φαίνεται να ισχύει (Merckelbach & de Jong, 1999).
2. Ο φόβος γι' αυτά τα ερεθίσματα αποκτάται εύκολα (και πιο εύκολα από ό,τι οι άλλες φοβίες): αυτό και πάλι δείχνει να ισχύει. Ο Marks (1977), για παράδειγμα, αναφέρει την περίπτωση μιας γυναίκας η οποία κοίταζε τη φωτογραφία ενός φιδιού τη στιγμή που είχε αυτοκινητικό ατύχημα. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπτύξει φοβία για τα φίδια, αλλά όχι για τα αυτοκίνητα.
3. Οι φοβίες αυτές, λόγω της βιολογικής τους σημασίας, δεν οφείλονται σε γνωσιακούς μηχανισμούς.
4. Αυτές οι φοβίες είναι ανθεκτικές στην απόσβεση: σε πειράματα που πραγματοποίησαν οι Ohman και συνεργάτες (1986) βρέθηκε ότι μια εξαρτημένη αντίδραση σε φυλογενετικώς σχετικά ερεθίσματα, η οποία εγκαθιδρυόταν μέσα στο εργαστήριο, χρειαζόταν περισσότερο χρόνο να εξαλειφθεί από ό,τι άλλες εξαρτημένες φοβίες.
Παρόλο που όλα τα δεδομένα δεν προσφέρουν ισχυρή υποστήριξη στο συγκεκριμένο μοντέλο, φαίνεται να υπάρχει γενική συμφωνία ότι στην απόκτηση των φοβιών μπορεί να εμπλέκονται ορισμένες εξελικτικές/γενετικές διεργασίες.
Το παρόν άρθρο αποτελεί αδειοδοτημένο απόσπασμα από το βιβλίο Κλινική ψυχολογία και ψυχοπαθολογία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Τμήμα Σύνταξης της Πύλης Ψυχολογίας Psychology.gr
Επιμέλεια και συγγραφή άρθρων, μετάφραση & απόδοση ξενόγλωσσων άρθρων.