Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η ευαισθητοποίηση σχετικά με τη σημασία της ψυχικής υγείας, ειδικά στα σχολεία, όπου η εκπαίδευση των δασκάλων και οι πρωτοβουλίες προώθησης της ψυχικής ευημερίας έχουν γίνει πιο συνηθισμένες.
Ωστόσο, παρά την πρόοδο αυτή, παραμένει ένα σημαντικό κενό στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, καθώς τα μαθήματα βιολογίας που καλύπτουν βασικά θέματα όπως η γενετική, η ανατομία και το περιβάλλον, συχνά αποτυγχάνουν να εξηγήσουν την ψυχική υγεία από επιστημονική άποψη.
Η ενσωμάτωση της βιολογίας της ψυχικής υγείας στο σχολικό πρόγραμμα δεν θα εμβάθυνε μόνο στην κατανόηση των ζητημάτων ψυχικής υγείας από τους μαθητές, αλλά θα μείωνε το στίγμα, θα προωθούσε την ενσυναίσθηση και θα τους εξόπλιζε με τις γνώσεις για να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις για την ευημερία τους και για εκείνην των ανθρώπων του κοντινού τους περιβάλλοντος.
Το παρόν δοκίμιο εξετάζει το γιατί και πώς τα θέματα ψυχικής υγείας θα πρέπει να εισάγονται προοδευτικά στα μαθήματα βιολογίας, ξεκινώντας από τις βασικές λειτουργίες του εγκεφάλου και προχωρώντας στις πιο σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ γενετικής, περιβάλλοντος και ψυχικών διαταραχών.
Οι ψυχικές διαταραχές είναι πολύπλοκες καταστάσεις που επηρεάζονται από έναν συνδυασμό βιολογικών, γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Ωστόσο, σε πολλά σχολεία, η εκπαίδευση στην ψυχική υγεία επικεντρώνεται κυρίως στην ευαισθητοποίηση και τη διδασκαλία στρατηγικών αντιμετώπισης, ενώ οι βιολογικές ρίζες και οι περιβαλλοντικές αυτών των διαταραχών παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες στην ευρύτερη κοινωνία, με αποτέλεσμα η ψυχική ασθένεια να θεωρείται ακόμη μια «αυτόβουλη ατομική αδυναμία».
Αυτή η επικέντρωση δημιουργεί ένα γνωσιακό κενό μεταξύ των προκλήσεων ψυχικής υγείας και της κατανόησης τους για το πώς αυτά, συνδέονται με το σώμα και τον εγκέφαλο. Είναι βασικό να ξεκαθαριστεί ότι το δοκίμιο δεν αποτελεί ολοκληρωμένη πρόταση, αλλά έναν θεωρητικό κορμό - ιδέα για μια εν δυνάμει ανάπτυξη εξειδικευένη ερευνητική εργασία με τις όποιες ελλέιψεις, ατέλειες και πιθανές υπερβολές ενέχει εντός του περιεχομένου του.
Θέτοντας τα Θεμέλια για μια προοδευτική και «επί τω συνόλω» μάθηση
Η εισαγωγή θεμάτων ψυχικής υγείας στη βιολογία θα μπορούσε να γίνεται προοδευτικά, ξεκινώντας από βασικές έννοιες στην αρχική εκπαίδευση.
Στα μαθήματα της μέσης εκπαίδευσης ή της εισαγωγικής βιολογίας, οι μαθητές θα μπορούσαν να μάθουν πρώτα για την ανατομία του εγκεφάλου και το νευρικό σύστημα. Αυτό θα περιλάμβανε μια επισκόπηση της δομής και των λειτουργιών διαφόρων τμημάτων του εγκεφάλου, όπως ο εγκεφαλικός φλοιός, η παρεγκεφαλίδα και ο εγκεφαλικός κορμός.
10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.
Οι μαθητές θα μπορούσαν να μάθουν πώς ο εγκέφαλος ρυθμίζει την κίνηση, την αισθητηριακή επεξεργασία και τα συναισθήματα, θέτοντας τις βάσεις για την κατανόηση της σχέσης της εγκεφαλικής λειτουργίας με τη συμπεριφορά και την ψυχική υγεία.
Για παράδειγμα, ένα κεφάλαιο σχετικό με το μεταιχμιακό σύστημα, την περιοχή του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση των συναισθημάτων και της μνήμης, θα μπορούσε να εισάγει την πληροφορία ότι τα ζητήματα ψυχικής υγείας, όπως η κατάθλιψη ή το άγχος, μπορεί να προκύπτουν από ανισορροπίες ή διαταραχές στη λειτουργία του εγκεφάλου. Αυτή η πρώιμη εισαγωγή θα ήταν καθοριστική για να βοηθήσει τους μαθητές να δουν την ψυχική υγεία όχι ως κάτι αφηρημένο, αλλά ως μέρος της βιολογίας τους.
Καθώς οι μαθητές προχωρούν στην εκπαίδευσή τους στη βιολογία, μπορούν να πληροφορηθούν για πιο σύνθετα θέματα, όπως ο ρόλος των νευροδιαβιβαστών και της χημείας του εγκεφάλου στην ψυχική υγεία.
Στα μαθήματα βιολογίας του λυκείου, οι μαθητές θα μπορούσαν να εισαχθούν στην διεργασία της νευροδιαβίβασης, μιας διαδικασίας με την οποία οι νευρώνες στον εγκέφαλο επικοινωνούν μέσω χημικών μηνυμάτων, που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές. Βασικοί νευροδιαβιβαστές, όπως η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη και η νορεπινεφρίνη, διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη ρύθμιση της διάθεσης, της προσοχής και της ανταπόκρισης στο στρες. Ένα μάθημα σχετικά με τους νευροδιαβιβαστές θα μπορούσε να εξηγήσει πώς οι ανισορροπίες αυτών των χημικών ουσιών συνδέονται με ψυχικές διαταραχές.
Για παράδειγμα, τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης σχετίζονται με την κατάθλιψη, ενώ οι ανισορροπίες στην ντοπαμίνη συνδέονται με καταστάσεις όπως η σχιζοφρένεια και οι διάφοροι εθισμοί .Κατανοώντας τη βιολογική βάση αυτών των διαταραχών, οι μαθητές θα αποκτήσουν μια πιο βαθιά και πολυδιάστατη αντίληψη για την ψυχική υγεία, απομακρυνόμενοι από απλουστευτικές ή στιγματιστικές αντιλήψεις.
ΑΓΧΟΣ: 10 Σεμινάρια, 20 ώρες Οι εγγραφές συνεχίζονται.. | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Εγγραφή: 50 ευρώ, για συμμετοχή στο σύνολο του κύκλου σεμιναρίων | 35 ευρώ για άνεργους & φοιτητές.
Επιπλέον, τα μαθήματα βιολογίας θα μπορούσαν να καλύψουν πώς τα φάρμακα, όπως τα αντικαταθλιπτικά ή τα αντιψυχωσικά, δρουν μεταβάλλοντας τα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών. Αυτό όχι μόνο θα απομυθοποιούσε τις θεραπείες για τις ψυχικές διαταραχές, αλλά θα βοηθούσε επίσης τους μαθητές να κατανοήσουν την πολυπλοκότητα της διαχείρισης αυτών των καταστάσεων και τους εν δυνάμει ψυχικά ασθενείς να μην αντιμετωπίζουν φοβικά τις φαρμακευτικές αγωγές με τους επιπρόθετους κινδύνους της απότομης διακοπής λήψης μιας προτεινόμενης αγωγής. Η έλλειψη παιδείας συντελεί επί τω πλείστω στο φαινόμενο «κάνω τον γιατρό του εαυτού μου».
Ένα κρίσιμο στοιχείο της κατανόησης της ψυχικής υγείας από βιολογική σκοπιά είναι η αναγνώριση του ρόλου της γενετικής.
Οι ψυχικές διαταραχές συχνά παρουσιάζουν οικογενειακή κληρονομικότητα, γεγονός που υποδηλώνει μια γενετική προδιάθεση για καταστάσεις όπως η κατάθλιψη, το άγχος, η διπολική διαταραχή και η σχιζοφρένεια.
Στα πιο προχωρημένα μαθήματα βιολογίας, οι μαθητές θα μπορούσαν να μάθουν για τις αρχές της γενετικής και πώς συγκεκριμένα γονίδια συμβάλλουν στον κίνδυνο εμφάνισης ψυχικών διαταραχών. Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η γενετική αποτελεί μόνο μέρος της εικόνας, διότι οι ψυχικές διαταραχές προκύπτουν από μια σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ γενετικών προδιαθέσεων και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Για παράδειγμα, ένα άτομο με γενετική ευαισθησία στην κατάθλιψη μπορεί να μην αναπτύξει την κατάσταση εκτός εάν βιώσει σημαντικούς περιβαλλοντικούς αγχογόνους παράγοντες, όπως τραύμα ή κακοποίηση. Αυτή η έννοια θα μπορούσε να εισαχθεί μέσω κεφαλαίων για την επιγενετική , την επιστήμη που μελετά πώς οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν την έκφραση των γονιδίων. Οι μαθητές θα μάθαιναν ότι τα γονίδια δεν είναι πεπρωμένο και ότι οι επιλογές τρόπου ζωής, οι συνθήκες του περιβάλλοντος και οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας μπορούν να επηρεάσουν την ψυχική υγεία.
Η βιολογία της ψυχικής υγείας δεν περιορίζεται μόνο στη χημεία του εγκεφάλου και τη γενετική καθώς και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ψυχικής υγείας.
Το χρόνιο στρες, το τραύμα και οι δυσμενείς εμπειρίες ζωής μπορούν να επηρεάσουν μακροχρόνια τον εγκέφαλο και να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης ψυχικών διαταραχών.
Ένα κεφάλαιο της βιολογίας θα μπορούσε να ενημερώνει πώς το άγχος ενεργοποιεί τον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων (HPA), οδηγώντας στην απελευθέρωση της κορτιζόλης, της κύριας ορμόνης του στρες του σώματος.
Παράλληλα θα μπορούσε να υπάρχει και ενημέρωση για την επίδραση του οξυμένου άγχους σαν φυσιολογικής και προσαρμοστικής αντίδρασης, οπού μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του εγκεφάλου και να συμβάλει σε καταστάσεις κατάθλιψης. Η ενσωμάτωση συζητήσεων για την επιγενετική στα μαθήματα βιολογίας θα εμβάθυνε περαιτέρω στην κατανόηση των μαθητών για το πώς η ψυχική υγεία διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση της βιολογίας και του περιβάλλοντος. Η επιγενετική αναφέρεται σε αλλαγές στην έκφραση των γονιδίων που συμβαίνουν χωρίς να αλλοιώνεται η υποκείμενη αλληλουχία του DNA.
Για παράδειγμα, το τραύμα στην παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε επιγενετικές αλλαγές που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ψυχικών διαταραχών αργότερα στη ζωή. Αυτή η γνώση θα βοηθούσε τους μαθητές να αντιληφθούν την πολυπλοκότητα της ψυχικής υγείας, αναγνωρίζοντας ότι τόσο η φύση όσο και η ανατροφή διαδραματίζουν ρόλο στη διαμόρφωση της ψυχικής ευημερίας.
Σε πιο προχωρημένα επίπεδα εκπαίδευσης στη βιολογία, οι μαθητές θα μπορούσαν να εξερευνήσουν την έννοια της νευροπλαστικότητας, που αναφέρεται στην ικανότητα του εγκεφάλου να αναδιοργανώνεται και να προσαρμόζεται ως απόκριση στην εμπειρία.
Η νευροπλαστικότητα διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ανάρρωση από ψυχικές διαταραχές. Η διαπαιδαγώγηση για τη νευροπλαστικότητα θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για να βοηθήσει τους μαθητές να κατανοήσουν ότι οι ψυχικές διαταραχές δεν είναι στατικές καταστάσεις, συντελώντας σε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη και στάση απέναντι σε θέματα ψυχικής υγείας.
Συμπέρασμα
Η ενσωμάτωση της ψυχικής υγείας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν είναι μόνο μια λογική επέκταση των υπαρχουσών βιολογικών εννοιών, αλλά και ένα κρίσιμο βήμα προς την καλλιέργεια μιας πιο έλλογης και συμπονετικής κατανόησης της ψυχικής υγείας.
Με την προοδευτική εισαγωγή των μαθητών στους βιολογικούς, γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν την ψυχική υγεία, τα σχολεία μπορούν να εξοπλίσουν τους μαθητές με τα εργαλεία που χρειάζονται για να κατανοήσουν επιστημονικά τα ζητήματα ψυχικής υγείας. Αυτή η προσέγγιση θα μείωνε το στίγμα, θα προωθούσε την λογική, την ενσυναίσθηση και θα ενδυνάμωνε τους μαθητές να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις για την ψυχική τους ευημερία .
Η ψυχική υγεία είναι εξίσου βιολογική πραγματικότητα όσο και κοινωνική και ψυχολογική και αξίζει μια θέση στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολικής εκπαίδευσης.
Με τις αυξανόμενες προκλήσεις ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει η κοινωνία , η ενσωμάτωση αυτή είναι και επίκαιρη και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο διαχρονικά ποιοτική.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Κοινωνιολόγος.
Δοκιμιογράφος - Συγγραφέας.