Ακρόαση άρθρου......

Αναφορικά με την αιτιοπαθογένεια της βρεφικής ανορεξίας επικρατέστερο φαίνεται να είναι το μοντέλο που υποστηρίζει την αλληλεπίδραση γενετικών παραγόντων και περιβαλλοντικών μηχανισμών και αντιμετωπίζει τις δυσκολίες στη διαδικασία της σίτισης ως δυσκολίες συναλλαγών στη σχέση μητέρας-βρέφους (Ammaniti, Lucarelli,  Cimino, D’Oliompio & Chatoor, 2010. Bulik, Reba, Siega-Riez, & Reichborn-Kjennerud, 2005. Chatoor, Hirsch & Persinger, 1997).

Με βάση αυτό το μοντέλο, στην περίπτωση της βρεφικής ανορεξίας, το βρέφος όχι μόνο κληρονομεί γονίδια που μπορεί να επιτείνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ανορεξίας (π.χ. εξαιτίας αλκοολισμού ή ψυχογενούς ανορεξίας στη μητέρα) αλλά επίσης εκτίθεται σε περιβαλλοντικές συνθήκες που διαμορφώνονται από τον γονικό γενότυπο (π.χ. δυσκολία διάκρισης σωματικών αισθήσεων και συναισθηματικών καταστάσεων, ένταση και ακατάλληλες παρεμβατικές συμπεριφορές κατά τη διάρκεια των γευμάτων) και οι οποίες μπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα έκφρασης της λανθάνουσας γενετικής προδιάθεσης.

Μάλιστα, από αναπτυξιακή άποψη οι δυσπροσαρμοστικές δυναμικές μητέρας-βρέφους στις περιπτώσεις βρεφικής ανορεξίας που, όπως δείχνουν διαχρονικές μελέτες, φαίνεται να αναπτύσσονται στα τρία πρώτα χρόνια ζωής του βρέφους έχουν ως εξής.

Κατά τον πρώτο χρόνο ζωής του βρέφους, δύσκολα στοιχεία προσωπικότητας που μπορεί να χαρακτηρίζουν το βρέφος και να δυσχεραίνουν τον χειρισμό του, όπως ένταση, κινητικότητα, υπερευερεθιστότητα, διάσπαση προσοχής κατά την διάρκεια των γευμάτων, σε συνδυασμό με ακανόνιστους βιολογικούς ρυθμούς φαγητού και ύπνου αλληλεπιδρούν με την ψυχολογική ευαλωτότητα της μητέρας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παρεμποδίζεται η ενσυναισθητική αναγνώριση των σημαδιών πείνας και κορεσμού του βρέφους.

Με την ανάπτυξη της ηλικίας του βρέφους, η ανεπαρκής εσωτερική ρύθμιση των διατροφικών του ρυθμών μπορεί να επιμένει και να προκαλεί μια αγχωμένη και έντονα συγκρουσιακή εμπλοκή της μητέρας.

Η αλληλεπιδραστική σύγκρουση της δυάδας μητέρας-βρέφους κατά τη διάρκεια του φαγητού μειώνει την ικανότητα του βρέφους να κάνει διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε σωματικά αισθήματα, όπως το αίσθημα της πείνας και σε αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις, όπως ο θυμός, η εχθρότητα διότι το βρέφος συσχετίζει τα έντονα αρνητικά συναισθήματα με το φαγητό, με αποτέλεσμα τα σωματικά/βιολογικά αισθήματα της πείνας και του κορεσμού να συγκαλύπτονται από συναισθηματικές καταστάσεις.

Συνεπώς, οι αρνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ μητέρας-βρέφους διαμεσολαβούν στην πρώιμη αμοιβαία καθοριζόμενη ρύθμιση του φαγητού και στη μετέπειτα αυτόνομη αυτό-ρύθμιση του βρέφους όσον αφορά το φαγητό, υπονομεύοντας έτσι την ανάπτυξη επίγνωσης στο βρέφος σχετικά με το αίσθημα της πείνας και του κορεσμού καθώς και την ικανότητα διάκρισης ανάμεσα σε εσωτερικά σημάδια πείνας και σε αρνητικά συναισθήματα, όπως θυμός, εχθρότητα και άγχος στη σχέση του με τον φροντιστή του (Ammaniti, Lucarelli,  Cimino, D’Oliompio & Chatoor, 2010. Bulik, Reba, Siega-Riez, & Reichborn-Kjennerud, 2005).

Επομένως, το συγκεκριμένο μοντέλο εξήγησης, πέρα από το τονισμό της γονιδιακής και περιβαλλοντικής αλληλεπίδρασης,  μας λέει ουσιαστικά ότι η βρεφική ανορεξία είναι στην πραγματικότητα μια διαταραχή σχέσης η οποία αναπτύσσεται μέσα από ένα ιστορικό συγκρουσιακών αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο βρέφος και στο φροντιστή του.

Συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του βρέφους συνδυάζονται με συγκεκριμένες ευαλωτότητες της μητέρας και φέρνουν αρνητικές αποκρίσεις και συγκρούσεις στις μεταξύ τους σχέσεις, οι οποίες αναπόφευκτα δυσχεραίνουν και την διαδικασία πρόσληψης τροφής.

ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Πιο αναλυτικά, από την μια πλευρά έχουμε ένα βρέφος με χαρακτηριστικά στοιχεία διάθεσης, όπως συναισθηματική ένταση, αφηρημάδα, πείσμα, που προκαλούν συγκρούσεις, ένα βρέφος που από πολύ νωρίς αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ανεπάρκεια της μητέρας να θέσει όρια και χρησιμοποιεί την άρνηση στο φαγητό για να ασκήσει έλεγχο στη σχέση του με τη μητέρα του και να καλύψει τις συναισθηματικές του ανάγκες, και από την άλλη μια μητέρα που γίνεται αγχώδης και ανασφαλής όταν έρχεται αντιμέτωπη με την άρνηση του φαγητού από το βρέφος.

Όταν η μητέρα πλησιάζει το βρέφος με το κουτάλι και το βρέφος αρνείται να ανοίξει το στόμα του, η μητέρα χρειάζεται να καταλάβει αν το βρέφος αρνείται επειδή θέλει να ταΐσει μόνο του τον εαυτό του ή απλώς επειδή έχει χορτάσει.

Όσο περισσότερο αγχώνεται η μητέρα και όσο περισσότερο προσπαθεί να κάνει το βρέφος να φάει, τόσο περισσότερο αντιστέκεται το βρέφος.

Μητέρα και βρέφος εμπλέκονται προοδευτικά σε δυσπροσαρμοστικές συγκρουσιακές αλληλεπιδράσεις, με το κάθε μέλος της δυαδικής αυτής σχέσης να  αγωνίζεται για τον έλεγχο έχοντας ως πεδίο μάχης το φαγητό.

Όταν η μητέρα ανταποκρίνεται με μη συνεπή τρόπο απέναντι στη συγκεκριμένη αντίσταση του βρέφους (προσφέρει φαγητό σε περιπτώσεις που το βρέφος είναι συναισθηματικά αναστατωμένο ή αγχωμένο, αποσπά την προσοχή του με ένα παιχνίδι κατά τη διάρκεια του γεύματος προκειμένου να καταφέρει να βάλει στο στόμα του λίγο περισσότερο φαγητό τη στιγμή, όμως, που το βρέφος έχει ήδη χορτάσει), τότε το βρέφος μπερδεύει τις συναισθηματικές εμπειρίες με το φαγητό και αποτυγχάνει να αναπτύξει την απαιτούμενη ικανότητα για “σωματοψυχολογική διαφοροποίηση”, δηλαδή την ικανότητα να διακρίνει τα βιολογικά αισθήματα της πείνας και του κορεσμού από συναισθηματικές καταστάσεις (ανάγκη για φροντίδα, εμπειρία θυμού, απογοήτευσης).

ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR

Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.

Έτσι, η σίτιση του βρέφους αρχίζει σταδιακά να ρυθμίζεται όχι εσωτερικά από το ίδιο το βρέφος αλλά εξωτερικά, μέσα από τις συναισθηματικές αλληλεπιδράσεις του με το περιβάλλον που το φροντίζει (Chatoor, Hirsch & Persinger, 1997).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ammaniti, M., Lucarelli, L., Cimino S., D’Oliompio, F., & Chatoor, I. (2010). Maternal Psychopathology  and Child Risk Factors in Infantile Anorexia. International Journal of Eating Disorders, 43, 233-240.
2. Bulik, C.M., Reba, L., Siega-Riez, A-M., & Reichborn-Kjennerud, T. (2005).  Anorexia Nervosa: Definition,  Epidemiology, and Cycle of Risk. International Journal of Eating Disorders, 37, 52-59.
3. Chatoor, I., Hirsch, R., & Persinger, M. (1997). Facilitating Internal Regulation of Eating: A Treatment Model for Infantile Anorexia. Infants and Young Children, 9, 12-22.

 

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Μπάμπαλου Χριστίνα Ελένη: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
  • Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
  • Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.

Ψυχολόγος, Τμήμα Ψυχολογίας, Α.Π.Θ. (Υπότροφος ΙΚΥ). MSc Αναπτυξιακή/Εξελικτική & Σχολική Ψυχολογία, Α.Π.Θ. (Υπότροφος Ωνάσειου Ιδρύματος). Μεταπτυχιακή Εξειδίκευση στην Αξιολόγηση & Ψυχοπαιδαγωγική Υποστήριξη Παιδιών με Δυσκολίες Μάθησης & Προσαρμογής (Ειδικές Ανάγκες), Παν/μιο Μακεδονίας. Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Ψυχοθεραπείας (ECP), Συστημική Ψυχοθεραπεία, Τραυματοθεραπεία-EMDR, DBR