Οι διατροφικές διαταραχές συνιστούν ψυχιατρικές καταστάσεις στις οποίες η φυσιολογική λειτουργία της θρέψης παύει να εξυπηρετεί τον αρχικό σκοπό προσαρμογής της, την επιβίωση, και μετασχηματίζεται σε μια συνθήκη δυσπροσαρμοστικών πρακτικών διατροφής που δεν ανταποκρίνονται πλέον στις ανάγκες της επιβίωσης αλλά αντιθέτως μάλιστα την θέτουν σε κίνδυνο.
Ψυχογενής Ανορεξία & Βουλιμία
Οι δύο πιο αντιπροσωπευτικές κατηγορίες των διατροφικών διαταραχών είναι η ψυχογενής ανορεξία και η βουλιμία. Η πρώτη, η ψυχογενής ανορεξία, έχει αναγνωριστεί στην ιατρική βιβλιογραφία τουλάχιστον εδώ και 150 χρόνια και παρατηρείται σε ποικίλα πολιτισμικά πλαίσια.
Αντιθέτως, η δεύτερη, η βουλιμία, είναι μια σχετικά πιο νέα διαταραχή που αρχικά παρατηρήθηκε αποκλειστικά σε χώρες του Δυτικού πολιτισμού, σήμερα, όμως, φαίνεται να εξαπλώνεται ραγδαία και σε μη δυτικές κοινωνίες (Schmidt, 2003).
Κριτήρια Διάγνωσης Ανορεξίας
Το Αμερικανικό Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχιατρικών Διαταραχών (DSM) περιγράφει ότι τα βασικά κριτήρια διάγνωσης της ανορεξίας είναι η άρνηση λήψης τροφής, ένας διαρκής φόβος για το ενδεχόμενο της πρόσληψης βάρους, καθώς και η άρνηση για την διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους σώματος με αποτέλεσμα αυτό να έχει φτάσει σε επίπεδα χαμηλότερα από το 85% του τυπικού βάρους που αναλογεί στο αντίστοιχο ύψος του ατόμου.
Ανορεξία και προβλήματα υγείας
Στην περίπτωση της ανορεξίας παρατηρούνται προβλήματα υγείας ακόμη και σοβαρές ιατρικές καταστάσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν: αλλαγές στον μεταβολισμό, δυσκοιλιότητα, αμηνόρροια, απώλεια της οστεϊκής μάζας, υποκαλιαιμία, δυσλειτουργία θυρεοειδούς, καρδιακές αρρυθμίες ακόμη και θάνατο. Το ποσοστό θνησιμότητας είναι το μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη ψυχιατρική διαταραχή και κυμαίνεται μεταξύ 8 και 12%.
Διαγνωστικά κριτήρια Βουλιμίας
Στην βουλιμία, από την άλλη, το άτομο καταναλώνει υπερβολικά μεγάλες ποσότητες φαγητού σε περιορισμένη περίοδο χρόνου, βιώνει παντελή έλλειψη ελέγχου στο να σταματήσει τον εαυτό του από το να φάει υπερβολικά εκείνη τη στιγμή, και στη συνέχεια εμπλέκεται σε ακατάλληλες αντισταθμιστικές συμπεριφορές.
Οι χρησιμοποιούμενες αντισταθμιστικές μέθοδοι περιλαμβάνουν: πρόκληση εμετού, χρήση καθαρτικών, υπερβολική σωματική άσκηση ή συνεπακόλουθος περιορισμός στην λήψη φαγητού. Τα δυσπροσαρμοστικά αυτά μοτίβα διατροφής εμφανίζονται τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα για περίοδο 3 μηνών και παρατηρείται υπερευαισθησία στις διακυμάνσεις βάρους. Σε αντίθεση με τα άτομα που υποφέρουν από ψυχογενή ανορεξία, τα άτομα με βουλιμία διατηρούν συνήθως ένα φυσιολογικό βάρος σώματος και έτσι είναι πιο εύκολο να συγκαλύψουν την ύπαρξη ασθένειας (Eliot & Baker, 2001. Ray, 2004).
Διατροφικές Διαταραχές και Εφηβεία
Η συνήθης ηλικία έναρξης των διατροφικών διαταραχών τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες είναι 12-26 ετών, ενώ η μεγαλύτερη έξαρση στην έναρξή τους και για τα δύο φύλα παρατηρείται στην εφηβική ηλικία των 14-18 ετών. Το ποσοστό εμφάνισης της ψυχογενούς ανορεξίας στους εφήβους είναι κάτω του 1%, ενώ της βουλιμίας μεταξύ 3-5%. Πιο συνήθεις, ωστόσο, στους εφήβους, σε αντίθεση με τους ενήλικες, είναι οι άτυπες διατροφικές διαταραχές, τα υποκλινικά διατροφικά σύνδρομα, τα οποία πληρούν μεν μερικώς τα επίσημα διαγνωστικά κριτήρια εξακολουθούν, όμως, να είναι υψίστης σοβαρότητας.
Οι διαφορές φύλου στα ποσοστά εμφάνισης των διατροφικών διαταραχών είναι σημαντικές, με τα κορίτσια να σημειώνουν εξαιρετικά υψηλότερα νούμερα (85%) από ότι τα αγόρια (15%), για αυτό άλλωστε και παραδοσιακά αυτή η κατηγορία των διαταραχών χαρακτηρίζεται συχνά ως “θηλυκή ψυχοπαθολογία” παρά το ειρωνικό παράδοξο ότι η πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση ανορεξίας ήταν γένους αρσενικού. Πάντως, εκτιμάται ότι τα ποσοστά των αγοριών είναι μεγαλύτερα από τα επισήμως αναφερόμενα καθώς ο κοινωνικός στιγματισμός των διατροφικών διαταραχών ως “θηλυκή νόσος” και η εύκολη συγκάλυψή της (χρήση φαρδιών ρούχων που είναι σύνηθες στους εφήβους στα πλαίσια του μοντέρνου “ραπ ντυσίματος”) τις καθιστά δύσκολα ανιχνεύσιμες στα αγόρια (Eliot & Baker, 2001. Lock & Fitzpatrick, 2009. Patton, Coffey & Sawyer, 2003. Ray, 2004)…
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Κατά μέσο όρο, μόνο το 47% των εφήβων καταφέρνει να αναρρώσει από την διατροφική του διαταραχή, ενώ η μικρή ηλικία έναρξης της διαταραχής φαίνεται να παίζει ρόλο στη θετική πρόγνωση της νόσου. Ακόμη, όμως, και αν τελικά η διατροφική διαταραχή ξεπεραστεί, οι έρευνες δείχνουν ότι η συγκεκριμένη ομάδα εφήβων (με ιστορικό διατροφικών διαταραχών) είναι στη συνέχεια ευάλωτη στην εμφάνιση άλλων ψυχικών διαταραχών, όπως κατάθλιψη, άγχος, αλκοολισμός, προβλήματα συμπεριφοράς.
Αυτή η προγνωστική πορεία των διατροφικών διαταραχών της εφηβείας είναι και ένας βασικός λόγος που η έναρξή τους στην εφηβεία προσεγγίζεται ως έναρξη συναισθηματικών και όχι διατροφικών διαταραχών, οι οποίες εκφράζονται με μια μεγάλη ποικιλία δυσπροσαρμοστικών μοτίβων συμπεριφοράς (και διατροφικού τύπου) τα οποία μετασχηματίζονται για να εκδηλωθούν με αναπτυξιακά “κατάλληλη” μορφή.
Έτσι, ένα κατά βάση συναισθηματικό πρόβλημα μπορεί να κάνει την έναρξή του στην πρώιμη εφηβεία με την μορφή διατροφικής διαταραχής, να πάρει στη μέση εφηβεία την μορφή της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ και στην ύστερη εφηβεία να εκφραστεί με κατάθλιψη (Patton, Coffey & Sawyer, 2003. Steinhausen, Boyadjieva, Grigoroiu-Serbanescou & Neumarker, 2003).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Eliot, A.O., & Baker, C.W. (2001). Eating Disordered Adolescent Males. Adolescence, 36, 535-543.
2. Lock, J., & Fitzpatrick, K.K. (2009). Advances in Psychotherapy or Children and Adolescents with Eating Disorders. American Journal of Psychotherapy, 63, 287-303.
3. Patton, G.C., Coffey, C., & Sawyer, S.M. (2003). The outcome of adolescent eating disorders: Findings from the Victorian Adolescent Health Cohort Study. European Child and Adolescent Psychiatry, 12, 25-29.
4. Ray, S.L. (2004). Eating Disorders in Adolescent Males. Professional School Counseling, 8, 98-101.
5. Schmidt, U. (2003). Aetiology of eating disorders in the 21st century: New answers to old questions. European Child and Adolescent Psychiatry, 12, 30-37.
6. Steinhausen, H.-C., Boyadjieva, S., Grigoroiu-Serbanescou, M., & Neumarker, K.-J. (2003). The outcome of adolescent eating disorders: Findings from international collaborative study. European Child and Adolescent Psychiatry, 12, 91-98.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Μπάμπαλου Χριστίνα Ελένη - Ψυχολόγος
Μπάμπαλου Χριστίνα Ελένη: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:
- Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
- Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
- Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.
Ψυχολόγος, Τμήμα Ψυχολογίας, Α.Π.Θ. (Υπότροφος ΙΚΥ). MSc Αναπτυξιακή/Εξελικτική & Σχολική Ψυχολογία, Α.Π.Θ. (Υπότροφος Ωνάσειου Ιδρύματος). Μεταπτυχιακή Εξειδίκευση στην Αξιολόγηση & Ψυχοπαιδαγωγική Υποστήριξη Παιδιών με Δυσκολίες Μάθησης & Προσαρμογής (Ειδικές Ανάγκες), Παν/μιο Μακεδονίας. Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Ψυχοθεραπείας (ECP), Συστημική Ψυχοθεραπεία, Τραυματοθεραπεία-EMDR, DBR