Το φαινόμενο της κακομεταχείρισης, παραμέλησης και κατάχρησης των παιδιών από τους ενήλικες, υπάρχει εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια, βασιζόμενο κυρίως στην πεποίθηση ότι τα παιδιά είναι ιδιοκτησία των γονιών τους.
Η ιστορία της ανθρωπότητας βασίζεται στην κακοποίηση των παιδιών. Ακριβώς όπως οι οικογενειακοί θεραπευτές σήμερα διαπιστώνουν ότι η παιδική κακοποίηση συχνά λειτουργεί για να κρατά την οικογένεια ενωμένη ως ένα τρόπο επίλυσης των συναισθηματικών της προβλημάτων, έτσι, επίσης, η καθημερινή επίθεση κατά των παιδιών ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος της κοινωνίας για τη διατήρηση της συλλογικής συναισθηματικής της ομοιόστασης (De Mause, 1998).
H ιστορία της παιδικής ηλικίας υπήρξε ένας εφιάλτης και όσο πιο πίσω στην ιστορία πηγαίνει κανείς –και όσο πιο μακριά από τη Δύση, τόσο πιο μαζική είναι η παραμέληση και η σκληρότητα και τόσο πιο πιθανό είναι τα παιδιά να έχουν σκοτωθεί, απορριφθεί, ξυλοκοπηθεί, τρομοκρατηθεί και κακοποιηθεί σεξουαλικά από τους φροντιστές τους (Παπαγιάννης. Τεντονοπούλου ,2010; De Mause, 1998.)
Ο Loyd De Mause (Αμερικανός Ιστορικός, Θεωρητικός της «ψυχο-ιστορίας), περιγράφει έξι βασικές ιστορικές περιόδους στο πλαίσιο εξέλιξης του παιδιού:
- Παιδοκτονικός τρόπος (αρχαιότητα έως 4ος αιώνας μ.Χ.)
- Τρόπος εγκατάλειψης (4ος έως 13ος αιώνας μ.Χ.)
- Αμφίρροπος τρόπος (14ος έως 17ος αιώνας)
- Παρεμβατικός τρόπος (18ος αιώνας)
- Τρόπος κοινωνικοποίησης (19ος αιώνας – μέσα του 20ου αιώνα)
- Βοηθητικός τρόπος (αρχές των μέσων του 20ου αιώνα)
Ο De Mause αναφέρει ότι ο κύριος ψυχολογικός μηχανισμός που λειτουργεί σε κάθε παιδική κακοποίηση περιλαμβάνει τη χρήση των παιδιών ως «δοχείων με δηλητήριο», δοχείων μέσα στα οποία οι ενήλικες προβάλλουν αποκηρυγμένα μέρη της ψυχής τους, ώστε να μπορούν να ελέγχουν αυτά τα συναισθήματα σε άλλο σώμα χωρίς κίνδυνο για τον εαυτό τους.
Στην καλή ανατροφή των παιδιών, το παιδί χρησιμοποιεί τον κηδεμόνα ως δοχείο με δηλητήριο. Μια καλή μητέρα αντιδρά με ηρεμιστικές ενέργειες στα κλάματα ενός μωρού και το βοηθά να «αποτοξινώσει» τα επικίνδυνα συναισθήματά του. Αλλά όταν το μωρό μιας ανώριμης μητέρας κλαίει, δεν αντέχει το ουρλιαχτό και «στρέφεται στο παιδί.
Στη σύγχρονη βιβλιογραφία, το Σύνδρομο ανατάραξης μωρού (Shaken Baby Syndrome), όταν ένας θυμωμένος ενήλικας τινάζει βίαια μπρός-πίσω ένα μωρό ή ένα μικρό παιδί, αποτελεί μια μορφή κακοποίησης του παιδιού. Από το έντονο κούνημα ο εγκέφαλος χτυπά από τη μια μεριά του κρανίου στην άλλη και μπορεί να προκληθεί αιμορραγία, μώλωπας στον εγκέφαλο ή μόνιμη εγκεφαλική βλάβη (μεταξύ άλλων). Αφορά βρέφη κάτω του ενός έτους αλλά θεωρητικά μπορεί να συμβεί και σε παιδάκια έως 4 ετών (Strouse, 2018; Findley, Barnes, Moran, & Squier, 2011).
Στην ουσία, αντί το παιδί να μπορεί να χρησιμοποιήσει τον γονιό για να αποτοξινώσει τους φόβους και τον θυμό του, ο γονέας αντ' αυτού εγχέει τα άσχημα συναισθήματά του στο παιδί και τα χρησιμοποιεί για να καθαρίσει τον εαυτό του από το δικό του «δηλητήριο»(De Mause, 1998; KAHR, 2020)
Σεξουαλική Κακοποίηση Παιδιών
Το 2004, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) όρισε τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στον Οδηγό για την Πρόληψη της Παιδικής Κακοποίησης:
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
«Η σεξουαλική κακοποίηση ορίζεται ως η εμπλοκή ενός παιδιού σε σεξουαλική δραστηριότητα που δεν κατανοεί πλήρως, δεν μπορεί να συναινέσει, δεν είναι αναπτυξιακά προετοιμασμένο και παραβιάζει τους νόμους ή τα κοινωνικά ταμπού της κοινωνίας».
Στην ουσία, η σεξουαλική κακοποίηση αποτελεί την κοινωνικό- ηθική απαξία των διαφορετικών μορφών προσβολής της ατομικής αξιοπρέπειας, της γενετήσιας ελευθερίας και της σωματικής ακεραιότητας ( Σχίζα, Γούτσου & Ιορδανίδου,2009).
H παθολογία της έγκειται στην τέλεση γενετήσιων πράξεων από έναν ενήλικα σε ένα παιδί με προϋπόθεση την άσκηση βίας, σωματικής ή ψυχολογικής, η οποία οδηγεί στον εξαναγκασμό του και στην άρση της ελεύθερης βούλησης από μέρους του. Το εύρος της, εκτείνεται από την έκθεση σε επίδειξη, τις θωπείες και τις ασελγείς πράξεις μέχρι τον βιασμό ή την αιμομιξία. Οι πράξεις αυτές παραβιάζουν όχι µόνο τον αιµοµικτικό φραγµό αλλά και τις γενικότερες αντιλήψεις της κοινωνίας σχετικά µε τις οικογενειακές σχέσεις και τα όρια των οικογενειακών ρόλων (Σχίζα, Γούτσου & Ιορδανίδου,2009; Παπαδοπούλου & Σένκο, 2017).
Εμπεριέχει τα στοιχεία της μυστικότητας, της ενοχής, της ντροπής και της τρομοκράτησης καθώς το παιδί σε πολλές περιπτώσεις πιέζεται και δέχεται απειλές για να µη μιλήσει ενώ συχνά αισθάνεται ένοχο γι’ αυτό που συμβαίνει (Πρεκατέ & Γιωτάκος, 2006).
Το παιδί ως «κοιλότητα»
Η σεξουαλική παραβίαση, προκαλεί στο παιδί μια βαθιά οδύνη, έναν ψυχικό διαμελισμό και έναν συμβολικό ευνουχισμό εφόσον εγκαθιστούν μια σύγχυση επικοινωνίας ανάμεσα στο παιδί και στον ενήλικα, ανάμεσα στο αίτημα τρυφερότητας που προβάλλει το παιδί και τη σεξουαλική “ενστάλαξη” που ανταποδίδει ο ενήλικας. Κάθε διεγερτικό χάδι, κάθε σαγήνη, κάθε διείσδυση αποτελεί μια συντριβή των ταυτίσεων και των φαντασιώσεων που πραγματώνονται πρόωρα με τρόπο που το παιδί δεν μπορεί να εντάξει στον ψυχισμό του (Jorge, 2024; André, 2004).
ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.
Η σεξουαλική απάντηση του ενήλικα στο αίτημα του παιδιού για σωματική οικειότητα, καταλύει τα διακριτά όρια ανάμεσα στην τρυφερή αγάπη και την ενήλική σεξουαλικότητα. Η ψυχοσεξουαλική του παιδιού δεν ξεκινά από το «εγώ θρέφομαι» μέσα από την συνδιαλλαγή με τον γονέα αλλά από το «Εκείνος ενσταλάζει, Εκείνος εισάγει κάτι μέσα μου χωρίς να ξέρει τι κάνει».
Το παιδί βρίσκεται στην δίνη του σεξουαλικού με αποτέλεσμα να βραχυκυκλώνεται, να αναιρείται η φαντασίωσή, ταύτιση με τον γονέα και να υποκαθίστανται από μια πραγματική, πρόωρη πραγμάτωση. Το παιδί διεισδύεται με παραβίαση, το παιδί χρησιμοποιείται ως παιδί-κοιλότητα, ένα παιδί-στόμιο, αρχαϊκή συνθήκη αντικειμένου προς ικανοποίηση του ενήλικα (Laplanche,1992; André, 2004).
Ο Ferenczi χρησιμοποιεί την εξής μεταφορά για την πρωταρχική βία και την «οδό» που έχει βαθιά χαραχτεί: “ Μου έρχονται στο νου τα φρούτα που γίνονται πολύ γρήγορα ώριμα και χυμώδη όταν το ράμφος ενός πουλιού τα έχει πληγώσει και η πρόωρη ωριμότητα ενός σκουληκιασμένου φρούτου». Βρίσκουμε μια παρόμοια γενετήσια συνήχηση στο « Εκείνος εισάγει εντός μου» (André, 2004;Rachman; Haynal, 2014).
Όταν ο Freud σκιαγραφούσε το σκοτεινό τοπίο αυτών που βιάζουν παιδιά, οι οποίοι καταχρώνται τις κοιλότητες του παιδιού για να ικανοποιήσουν τους σεξουαλικούς τους σκοπούς, αναφερόταν στην θηριώδη ακρότητα μιας κατάστασης την οποία το παιδί δεν διαθέτει το συμβολικό σύστημα που είναι απαραίτητο για να αποκωδικοποιήσει. Στην σκηνή της αποπλάνησης, η «παθητικότητα» του θύματος δεν έγκειται τόσο στην ενδεχόμενη «παθητική» αντίδραση απέναντι στην σεξουαλική εισβολή αλλά κυρίως στην ουσιαστική αδυναμία αποκωδικοποίησης και επεξεργασίας του εν λόγω σεξουαλικού πλησιάσματος, με το δεδομένο ότι δεν έχουν εγκατασταθεί ακόμη, λόγω ψυχικής ανωριμότητας, οι συμβολικοί μηχανισμοί ανάγνωσης και διαχείρισης του σεξουαλικού μηνύματος και της σεξουαλικής συμπεριφοράς (Jorge, 2024; André, 2004; Tabin, 1995; Freud, 1961).
Το ψυχικό Τραύμα
Ως ψυχικό τραύμα ορίζεται “ένα συμβάν, το οποίο βιώνεται από το άτομο ως απειλητικό, σε σωματικό ή ψυχολογικό επίπεδο, συνοδεύεται από αισθήματα φόβου ή και τρόμου και απέναντι στο οποίο το άτομο αισθάνεται αβοήθητο.” (APA, 2000).
Όπως αναφέρει η Herman (2015), “το ψυχικό τραύμα πλήττει τον ανίσχυρο». Τη στιγμή εκείνη, μία τρομακτική δύναμη κάνει το θύμα ανίσχυρο, αχρηστεύει τα συνηθισμένα συστήματα φροντίδας τα οποία δίνουν στον άνθρωπο την αίσθηση ότι ελέγχει το περιβάλλον του και φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την πλήρη αδυναμία και τον τρόμο.
Σύμφωνα με το DSM (Διαγνωστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών) ο κοινός παρονομαστής κάθε ψυχικού τραύματος είναι ένα αίσθημα έντονού φόβου, αδυναμίας, απώλειας ελέγχου και απειλής εξόντωσης. Το σύστημα αυτοάμυνας αποδιοργανώνεται και δεν μπορεί να αφομοιώσει τα ερεθίσματα. Δεν μπορεί να ενεργήσει, δεν μπορεί να ξεφύγει, δεν μπορεί να αντισταθεί (Friedman, Resick, PBryant & Brewin, 2011; Pai, Suris & North, 2017).
Αυτή η διάσταση είναι βασικό στοιχείο στις έρευνες για το μετατραυματικό στρες του οποίου τα συμπτώματα κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες :
α) την υπερδιέγερση η οποία υποδηλώνει την συνεχή αναμονή του κινδύνου
β) την παρεμβολή η οποία δείχνει την ανεξίτηλη σφραγίδα του τραυματικού γεγονότος, και
γ) την συρρίκνωση η οποία αντιστοιχεί σε μια αντίδραση μουδιάσματος που σημαίνει ότι το άτομο παραδίδεται, ότι καταθέτει τα όπλα (O'Driscoll & Flanagan, 2016; Ηerman, 1996).
Τα τραυματικά γεγονότα επηρεάζουν στον μέγιστο βαθμό το ανθρώπινο νευρικό σύστημα. Το τραυματισμένο άτομο ξαναζεί το γεγονός σαν να συμβαίνει συνεχώς στο παρόν.
Το τραύμα παρεμβαίνει συνέχεια στην ζωή του εφόσον καταγράφεται σε μία αφύσικη μορφή μνήμης, η οποία έρχεται αυθόρμητα στη συνείδηση τόσο σαν στιγμιαία μορφή μνήμης αλλά και σαν εφιάλτης την ώρα του ύπνου. Ασήμαντες υπενθυμίσεις μπορούν να ξαναφέρουν αυτές τις αναμνήσεις, οι οποίες συχνά επανέρχονται με όλη τη ζωντάνια και τη συγκινησιακή ένταση του αρχικού γεγονότος (Haynal, 2014; Herman, 2015).
Διαχείριση του τραύματος
Όταν οι κραυγές για βοήθεια του θύματος δεν απαντώνται κατά τη στιγμή του τραυματικού γεγονότος, μπορεί να αναπτύξει «μια αίσθηση αποξένωσης και αποσύνδεσης που διαπερνά κάθε σχέση, από τους πιο οικείους οικογενειακούς δεσμούς μέχρι τις πιο αφηρημένες διασυνδέσεις της κοινότητας (Herman, 2015. Προϋπόθεση ώστε να μπορέσει το άτομο να ξανασυνδεθεί με τους άλλους είναι η αποδοχή, η κατανόηση και η επεξεργασία του τραύματος μέσω της αφήγησης του, η οποία αποτελεί τον πιο κρίσιμο και σημαντικό παράγοντα για την ψυχική ανθεκτικότητα του θύματος.
Η C.Caruth (2014), υπογραμμίζει τον κρίσιμο ρόλο του μάρτυρα των εμπειριών του τραύματος και επικεντρώνεται σε αυτό που συμβαίνει «εισακούγοντας το τραύμα»: «Για να γίνει μάρτυρας, ο ακροατής, πρέπει να αφήσει τη φρίκη να περάσει μέσα από τον ίδιο και να είναι πρόθυμος να υποβάλλει τον εαυτό του σε μια βαθιά μεταμόρφωση. Εάν αυτή η μεταμόρφωση είναι πραγματική θα δημιουργήσει κατανόηση και όχι οίκτο».
Διαπιστώνουμε ότι οι επιζήσαντες μιας τέτοιας εμπειρίας, δεν χρειάζεται μόνο να επιβιώσουν ώστε να μπορούν να πουν την ιστορία τους, πρέπει επίσης να πουν την ιστορία τους για να επιβιώσουν. Ως εκ τούτου, η μαρτυρία γίνεται αναπόσπαστο μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας (Amir, 2014). Μόλις ξεκινήσει η διαδικασία της μαρτυρίας, το θύμα μπορεί να επανακτήσει τη ζωή του και το παρελθόν του.
Η αφήγηση της εμπειρίας βγάζει το θύμα από την συνθήκη «Αυτός μου έκανε ..” και το εισάγει στο “Εγώ κάνω...” αποκτώντας ενεργητικό ρόλο και λόγο πάνω στην σιωπή που τόσο πολύ..τόσο καλά..τόσο καιρό…προστάτευε τον θύτη (Felman & Lau ,1992; La Capra).
Βιβλιογραφία
Amir, D. (2014). From the Position of the Victim to the Position of the Witness: Traumatic Testimony. Journal of Literature and Trauma Studies, 3, 1, 43- 62.
André, J. (2004). Aux origines féminines de la sexualité.
Assembly, U. G. (1989). Convention on the Rights of the Child. United Nations, Treaty Series, 1577(3), 1-23.
Caruth, C. (2014). L istening to trauma: Conversations with leaders in the theory and treatment of catastrophic experience. Baltimore: Johns Hopkins University Press.
De Mause, L. (1998). The history of child abuse. The Journal of Psychohistory, 25(3), 216.
Findley, K. A., Barnes, P. D., Moran, D. A., & Squier, W. (2011). Shaken baby syndrome, abusive head trauma, and actual innocence: getting it right. Hous. J. Health L. & Pol'y, 12, 209.
Freud, S. (1961). Beyond the pleasure principle. New York: Norton.
Friedman, M. J., Resick, P. A., Bryant, R. A., & Brewin, C. R. (2011). Considering PTSD for DSM‐5. Depression and anxiety, 28(9), 750-769.
Haynal, A. (2014). Trauma—revisited: Ferenczi and modern psychoanalysis . Psychoanalytic Inquiry, 34(2), 98-111.
Herman, J. L. (2015). Trauma and recovery: The aftermath of violence, from domestic abuse to political terror. New York: Basic Books
Jorge, M. A. C. (2024). Freud's Third Step: On Beyond the Pleasure Principle. In Critical Essays on the Drive (pp. 53-66). Routledge.
Kahr, B. (2020). LLOYD DEMAUSE (1931-2020): THE FATHER OF PSYCHOHISTORY.
La Capra, D. (2000). Writing History, Writing Trauma. Baltimore: John Hopkins University Press.
Laplanche, J. (1992). La révolution copernicienne inachevée: travaux 1965-1992. In La révolution copernicienne inachevée: travaux 1965-1992 (pp. 458-p).
O'Driscoll, C., & Flanagan, E. (2016). Sexual problems and post‐traumatic stress disorder following sexual trauma: A meta‐analytic review. Psychology and Psychotherapy: Theory, Research and Practice, 89(3), 351-367.
Pai, A., Suris, A. M., & North, C. S. (2017). Posttraumatic stress disorder in the DSM-5: Controversy, change, and conceptual considerations. Behavioral sciences, 7(1), 7.
Rachman, A. W. Child Sexual Abuse and Psychoanalytic Theory: Sigmund Freud and Sándor Ferenczi's Childhood Seduction. In Contemporary Perspectives on Freud's Seduction Theory and Psychotherapy (pp. 52-64). Routledge.
Strouse, P. J. (2018). Shaken baby syndrome is real. Pediatric Radiology, 48(8), 1043-1047.
Tabin, J. K. (1995). A bit more light on Ferenczi and Freud.
World Health Organization. (2004). Child sexual abuse: A silent health emergency. Report of the Regional Director. Posjećeno, 2, 2022.
Κατωπόδη Α (2005). Παιδική σεξουαλική κακοποίηση: Οικογένεια και Κοινωνία. Αίτια - Ρόλοι - Συνέπειες, Αθήνα, Εκδόσεις Μαράθια.
Παπαγιάννης Γ, Τεντονοπούλου Μ., Η ιστορία της παιδικής ηλικίας, Εκδόσεις Σπανίδης, 2010.
Παπαδοπούλου, Ε., & Σενκο, Α. (2017). Η κακοποίηση των ανηλίκων και ο ρόλος του νοσηλευτή.
Πρεκατέ Β & Γιωτάκος. (2005). Οδηγός εκπαιδευτικών και γονέων για την ανίχνευση της παιδικής κακοποίησης , Αθήνα, Εκδόσεις Βήτα.
Σχίζα, Σ., Γούτσου, Μ., & Ιορδανίδου, Μ. (2009). Υποδοχή και άσκηση σεξουαλικής κακοποίησης στα ελληνικά καταστήματα κράτησης αρρένων.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Κλινική Ψυχολόγος
MSc - Ψυχοθεραπεύτρια