Η Νευροεγκληματολογία συνδέεται με το νομικό σύστημα σε τρία βασικά επίπεδα: την πρόληψη, την πρόβλεψη και την τιμωρία (Focquaert, 2019).
Παρά το γεγονός πως είναι απίθανο από μόνη της η Νευροεγκληματολογία να οδηγήσει σε ριζική αλλαγή ως προς τη μετατόπιση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, μία μικρή αλλαγή είναι εφικτή.
Για πολλούς συγγραφείς, οι νευροεπιστήμες εγκαινιάζουν μια νέα εποχή θεραπευτικής δικαιοσύνης, πιο «ανθρώπινης», που θα σημάνει την εγκατάλειψη της τιμωρίας και την αντικατάστασή της από την «θεραπεία» ή την «αναμόρφωση» του εγκληματία .
Ωστόσο, αυτού του είδους η ερμηνεία των πρόσφατων ευρημάτων που προέρχονται από τις γνωστικές νευροεπιστήμες, πέραν των φιλοσοφικών δυσχερειών που συναντά στη θεμελίωσή της, παραγνωρίζει την πιθανότητα ερμηνείας των νευροβιολογικών δεδομένων ως ενδείξεων επικινδυνότητας στις αίθουσες των δικαστηρίων και φαίνεται να προωθεί το ήδη ισχύον προληπτικό μοντέλο της ποινικής δικαιοσύνης.
Στην τρέχoυσα πραγματικότητα, υπό την επικρατούσα πολιτική της «μηδενικής ανοχής», οι νευροεπιστήμες είναι πιθανό να εργαλειοποιηθούν προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, προσφέροντας θεωρητική θεμελίωση στην τάση της εγκληματικής πολιτικής να επικεντρώνεται σε προγνώσεις της επικινδυνότητας ( Gkotsi & Gasser, International journal of law and psychiatry).
Παρά το γεγονός ότι στον τύπο αλλά και σε ένα μέρος της επιστημονικής βιβλιογραφίας η χρήση νευροεπιστημονικών δεδομένων και τεχνικών παρουσιάζεται ως εργαλείο που θα αποβεί σε όφελος των κατηγορουμένων οδηγώντας στην αθώωσή τους ή - σύμφωνα με τους πιο αισιόδοξους - ως ένα μέσο που θα τους επιτρέψει να επωφεληθούν από κάποιου είδους θεραπεία, τέτοιου είδους αποδείξεις μπορούν να αποβούν αμφίρροπες για τους κατηγορουμένους.
Πρόκειται για το λεγόμενο «double edged sword effect» που περιγράφεται σε πλήθος μελετών ( Farahany, N.A., & Coleman Jr, J.E. (2009). Genetics, neuroscience, and criminal responsibility. In N.A. Farahany (Ed.), The impact of behavioral sciences on criminal law . New York: Oxford University Press και Barth, A. S. (2007). Double-edged sword: The role of neuroimaging in federal capital sentencing, American Journal of Law & Medicine).
Είναι δύσκολο να οριστεί ξεκάθαρα η κατεύθυνση που θα έπρεπε να ακολουθήσει η εγκληματολογική πολιτική, κυρίως διότι οι γενετικοί παράγοντες που πολλές φορές ενδεχομένως να εμπλέκονται σε καταστάσεις επιθετικής και βίαιης συμπεριφοράς είναι εκ γενετής, γεγονός που το κάνει ακόμη πιο δύσκολο στη μελέτη και την πρόληψη τους.
Η συμπεριφορά του ανθρώπου επηρεάζεται από γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Το ζήτημα της εγκληματολογίας, συγκεκριμένα το ρητορικό ερώτημα που τίθεται επί δεκαετίες είναι το εξής :
10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.
Ο άνθρωπος γεννιέται ή γίνεται εγκληματίας;
Η απάντηση προήλθε από τη Νευροεγκληματολογία, υπογραμμίζοντας την ισότιμη συμβολή τόσο των γενετικών όσο και των περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης, η οικονομικο-κοινωνική κατάσταση, οι ιατρικές παθήσεις, η έλλειψη εκπαίδευσης, το χαμηλό νοητικό επίπεδο.
Η μεταφορά των αποτελεσμάτων που προέκυψαν στο εργαστήριο στις αίθουσες του δικαστηρίου μπορεί να είναι σε ένα βαθμό κατατοπιστική, αλλά προς το παρόν δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη της αξιοπιστίας και ακρίβειας που απαιτούν οι αποφάσεις της δικαιοσύνης , καθώς η νευροεπιστήμη παραμένει μια πολύ νέα επιστήμη που χαρακτηρίζεται από έλλειψη κοινής παραδοχής ακόμα και μέσα στην ίδια την νευροεπιστημονική κοινότητα ως προς την ερμηνεία των ευρημάτων των ερευνών.
Παρά το γεγονός ότι οι τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί στα δικαστήρια, η «αντικειμενικοποίηση» που συχνά αποδίδεται σε αυτές μοιάζει πολύ πρόωρη.
Οι τεχνικές αυτές, στο βαθμό που επιτρέπουν την οπτικοποίηση εκτιμήσεων των φυσιολογικών δεικτών της εγκεφαλικής δραστηριότητας (αλλαγές στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο και στην οξυγόνωση του αίματος στον εγκέφαλο), υπόκεινται σε λάθη και ως εκ τούτου καθίστανται αμφισβητήσιμες ως αποδείξεις.
Ψηφιακό Marketing για Ψυχολόγους: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Την ερμηνεία των αποτελεσμάτων των νευροαπεικονιστικών τεχνικών παρουσιάζει στο δικαστήριο, πλέον, ειδικός πραγματογνώμονας, την οποία ο δικαστής θα αξιολογήσει ως προς την εγκυρότητα και την αξιοπιστία.
Η δικαιοσύνη και το ποινικό σύστημα καλείται να αντιμετωπίσει το εξής πρόβλημα: την ορθότητα του καταλογισμού ποινών σε άτομα με ψυχιατρικές διαταραχές. Ο παραπάνω προβληματισμός εκτείνεται σε δύο άλλες παράπλευρες συλλογιστικές, σχετικές με τον καταλογισμό ευθύνης σε εγκληματικές πράξεις, δηλαδή, την πιθανή ατιμωρησία όταν ο κατηγορούμενος έχει παραβατική συμπεριφορά και την πιθανή τιμωρία κατηγορουμένου, ο οποίος στερείται αποδεδειγμένα την ικανότητα καταλογισμού για τις πράξεις του εξαιτίας ψυχικής ασθένειας.
Η Νευροεγκληματολογία μπορεί να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στην ορθή απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης. Τα ζητήματα νευροηθικής δημιουργούν ορισμένα ερωτήματα.
Το πρώτο είναι το εξής : Θα αποτελούν οι εγκεφαλικές δυσλειτουργίες το βασικό επιχείρημα για την καταδίκη παραβατών; Θα πρέπει η ποινική δικαιοσύνη να λαμβάνει σοβαρά υπόψη την υπερασπιστική τακτική, η οποία αναφέρεται στον προκαθορισμό των ενεργειών βάσει νευροανατομικών και άλλων ευρημάτων;
Το δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με τον υποψήφιο εγκληματία, θα είναι υπαίτιος των πράξεών του σε περίπτωση νευροδιαγνωστικών διαταραχών; Ποια θα είναι η αντιμετώπιση του; Θα πρέπει να του επιβληθούν εκ των προτέρων περιορισμοί ή ποινές, εξαιτίας αυτής του της παθολογίας;
Το τρίτο ερώτημα: Ποιος και με ποιον τρόπο θα ορίζει την εγκυρότητα των μέσων που θα χρησιμοποιούνται για να διαπιστωθεί η προδιάθεση για εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς
Από την πλευρά της νομικής κρίσης, προέχει το να εξετάσουμε πλήρως αν απέναντι σε μια προδιάθεση - είτε γενετική είτε εγκεφαλική - να διαπράξει κανείς ένα έγκλημα, υπάρχει στο νου του κατηγορούμενου κάποια ηθική ή νευρολογική καμπύλη, ένα εμπόδιο πιο συγκεκριμένα που θα του επέτρεπε να συνειδητοποιεί την παραβατική συμπεριφορά αλλά και να είναι σε θέση να την ελέγχει.
Γίνεται προφανές πως στην περίπτωση που ο ύποπτος δεν διακατέχεται από κάποιο ηθικό και νευρολογικό ‘φρένο’, πρόκειται για έναν ασθενή κάποιας ενδεχόμενης εγκεφαλικής δυσλειτουργίας. Η μαζική εφαρμογή των τεχνοεπιστημονικών κατακτήσεων σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου έχει βοηθήσει σημαντικά ενώ παράλληλα η Δικανική Νευροεγκληματολογία έχει εισχωρήσει στο φάσμα της Νομικής.
Τα νευροηθικά ζητήματα με ανθρωποκεντρική μορφή, οφείλουν να ληφθούν σοβαρά υπόψιν στο χώρο της δικαιοσύνης. Κύριος στόχος της αντιεγκληματικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των αξιών του ατόμου στα πλαίσια μίας κοινωνίας. Δεδομένου του γεγονότος πως οι Νευροεπιστήμες εξελίσσονται, και πως οι επιστήμονες βρίσκουν νέες μεθόδους ανάλυσης και μελέτης του εγκεφάλου, δεν αποκλείεται στο μέλλον να υπάρξει μεγαλύτερη εγκυρότητα της συσχέτισης του Ποινικού Δικαίου με τη Νευροεγκληματολογία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Κιούπης Δημήτριος , ( 2019). Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχιατρική
2. Bufkin, J., Luttrell, V. R. (2005). Neuroimaging Studies of Aggressive and Violent
3. Behavior Current Findings and Implications for Criminology and Criminal Justice. Trauma Violence & Abuse Conklin, J. (2007). Criminology (9th ed.). Boston
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Ψυχολόγος. Απόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Αρθρογράφος στο Psychology.gr, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δικαστική και εγκληματολογική ψυχολογία.