Συνήθως τα άτομα με ψυχογενή βουλιμία, εν αντιθέσει με της νευρικής ανορεξίας, είναι κανονικού βάρους ή λίγο υπέρβαρα. Εμφανίζεται πιο συχνά από την ανορεξία και έχει καλύτερη πρόγνωση.
Το βασικό χαρακτηριστικό της διαταραχής είναι τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας, όπου το άτομο καταναλώνει υπερβολικές ποσότητες τροφής με τρόπο ανεξέλεγκτο σε συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια και εν συνεχεία επιδιώκει να τα αντισταθμίσει με τεχνητές εκκενώσεις του στομάχου (π.χ. πρόκληση εμετού, χρήση διουρητικών και καθαρτικών, δίαιτα, υπερβολική άσκηση).
Κατά κανόνα, το έναυσμα δίνεται από μια δίαιτα που γίνεται είτε μετά από κάποιο στρεσογόνο γεγονός (π.χ. διακοπή σχέσης), είτε λόγω ενός νέου συμβάντος (π.χ. έναρξη πρωταθλητισμού) ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης, η οποία συνδέεται με το σχήμα του σώματος και τον αυτοέλεγχο.
Τα βουλιμικά άτομα παρουσιάζονται ως κοινωνικά, πετυχημένα, ευτυχισμένα και με αυτοπεποίθηση, με αποτέλεσμα πολλές φορές η διαταραχή να μη γίνει αντιληπτή από τους άλλους για χρόνια. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι ευτυχισμένα, νιώθουν απογοήτευση, χαρακτηρίζονται από παρορμητικότητα, εξωστρέφεια, ευαισθησία στις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και από χαμηλή αυτοεκτίμηση, αίσθημα ανεπάρκειας, ντροπή και αποφεύγουν την κοινωνική ζωή από το φόβο μην αποκαλυφθούν (παρότι είναι ιδιαίτερα κοινωνικά άτομα) και ως εκ τούτου απομονώνονται.
Η οικογένεια των βουλιμικών είναι λιγότερο κλειστή από αυτή των ανορεξικών.Οι σχέσεις είναι στενές, αλλά αμφιθυμικές και συγκρουσιακές, που έχουν να κάνουν με ζητήματα εξουσίας και ελέγχου, αυτονομίας και ταυτότητας. Οι βουλιμικοί χρησιμοποιούν το σώμα τους ως μεταβατικό αντικείμενο. Ο αγώνας τους να αποχωριστούν από το πρόσωπο της μητέρας μεταφέρεται ως αμφιθυμία στο φαγητό. Η κατανάλωση τροφής συμβολίζει την ανάγκη συγχώνευσης με τη μητέρα, ενώ η αποβολή τροφής την ασυνείδητη επιθυμία για αποχωρισμό και αυτονομία.
Τα βουλιμικά άτομα δεν είναι ικανοποιημένα από την εικόνα του σώματός τους – η οποία παίζει κυρίαρχο ρόλο στην αυτοεκτίμησή τους- θεωρούν τον εαυτό τους υπέρβαρο, διακατέχονται έντονα από το φόβο της παχυσαρκίας ή εντοπίζουν κάποια σημεία του σώματος τους ως προβληματικά.
Ήδη από την παιδική ηλικία το άτομο φαίνεται πως δέχεται συγκρουόμενα μηνύματα σε σχέση με το φαγητό. Το παιδί λοιπόν από τη μια πλευρά καταγράφει πως όταν τρώει όλο του το φαγητό είναι «καλό παιδί», ενώ καθώς εισέρχεται στην εφηβεία το λαμβανόμενο μήνυμα είναι πως για να είναι αποδεκτό από τους συνομιλήκους οφείλει να πληρεί τα κοινωνικά κριτήρια ενός λεπτού και αδύνατου σώματος.
Το φαγητό χρησιμοποιείται ως μέσο εκτόνωσης του άγχους και κατά συνέπεια, όποτε το άτομο βιώνει στρεσογόνες καταστάσεις συνδυαζόμενες με το έντονο άγχος για την εικόνα του σώματός του καταφεύγει σε βουλιμικά επεισόδια, προκειμένου να ανακουφιστεί. Τα αρνητικά συναισθήματα μπλοκάρονται μέσω της απόσπασης και της απόλαυσης. Η πρόσκαιρη όμως ανακούφιση δίνει τη σκυτάλη με τη σειρά της σε επιπρόσθετη συναισθηματική επιβάρρυνση λόγω των ενοχών που βιώνει από την υπερβολική κατανάλωση φαγητού και ο φόβος της παχυσαρκίας επανέρχεται πιο ισχυρός κάνοντας επιτακτική την ανάγκη να αδειάσει το στομάχι του, με αποτέλεσμα η σύντομη ψυχική ηρεμία να αντικαθιστάται κατόπιν από συναισθήματα θλίψης, ντροπής και απαξίωσης πυροδοτώντας εκ νέου την έναρξη του φαύλου κύκλου.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Ψυχολόγος ΑΠΘ
Med Επιστήμες της Αγωγής
Ειδ. Στη Γνωστική - Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία