Είναι γεγονός ότι τόσο η Ψυχανάλυση όσο και ο συμπεριφορισμός, ως οι δύο σημαντικότερες ψυχολογικές θεωρίες του αιώνα, έγιναν, από τη στιγμή της εμφάνισής τους, αντικείμενα εντονότατης κριτικής όχι μόνο μέσα στο γνωστικό πεδίο της Ψυχολογίας, αλλά και σε όλο το εύρος των κοινωνικών επιστημών.
Ωστόσο, όσον αφορά το συμπεριφορισμό, στο βαθμό που κρίνεται απαραίτητη η διατύπωση μιας καλόπιστης κριτικής, θα πρέπει πρώτα να διερευνηθεί ποια είναι η συνεισφορά του στην ανάπτυξη της ψυχολογίας και κατόπιν να εξεταστούν τα μελανά του σημεία, τα θεωρητικά του κενά και οι πειραματικές του αυθαιρεσίες.
Συνεισφορά των συμπεριφοριστικών θεωριών
Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα, της θετικής δηλαδή συμβολής του συμπεριφορισμού στην ιστορία και εξέλιξη της ψυχολογίας, η μεγάλη συνεισφορά όλων των συμπεριφοριστικών θεωριών είναι εμφανής σε τρία νευραλγικής σημασίας σημεία:
Πρώτον, ο συμπεριφορισμός έκανε πράξη την υποχρέωση, που είχε εξαρχής αναλάβει, σχετικά με τη διεξαγωγή συστηματικών ερευνών, οι οποίες και θα συντελούσαν στην ανάπτυξη του θεωρητικού οπλοστασίου της ψυχολογίας. Από τη μελέτη του συμπεριφορισμού γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι όλες οι συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους διαφορές, μοιράζονται με την ίδια αυστηρότητα την εμμονή σε συγκεκριμένες επιστημολογικές και μεθοδολογικές αρχές.
Σε αντίθεση με την ψυχανάλυση αλλά και τις φαινομενολογικές και ανθρωπιστικές προσεγγίσεις στην Ψυχολογία, ο συμπεριφορισμός σε όλες του τις εκδοχές μπόρεσε να αναπτυχθεί κυρίως μέσα σε πανεπιστημια κά τμήματα, λόγω της απαίτησης που προέβαλλε για σαφήνεια στις θεωρητικές διατυπώσεις αλλά και για τη δυνατότητα επανάληψης και επαλήθευσης των πειραμάτων.
Εξάλλου, εδώ και δεκαετίες, κυριαρχεί η άποψη ότι ο συμπεριφορισμός, περισσότερο από κάθε άλλη ψυχολογική θεωρία, δίνει μεγάλη έμφαση στην ανάγκη διεξαγωγής πειραμάτων και στην εδραίωση ατιακών σχέσεων στα υπό παρατήρηση φαινόμενα.
Δεύτερον, όλες οι συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις αναγνώρισαν το σημαντικότατο ρόλο του περιβάλλοντος και ερεύνησαν εξονυχιστικά πολλές περιβαλλοντικές μεταβλητές που σχετίζονται άμεσα και έμμεσα με τη διαμόρφωση τη συμπεριφοράς μας. Έτσι, οι έρευνες που διεξάγονται στα πλαίσια των περισσότερων συμπεριφοριστικών προσεγγίσεων σχετίζονται με τη μεταβολή ή τη διατήρηση των περιβαλλοντικών συνθηκών που βρίσκονται σε ισχύ.
Πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι, αν και αρχικά η προσοχή της Ψυχολογίας στράφηκε στη μελέτη του περιβάλλοντος λόγω της ψυχανάλυσης και ορισμένων θεωριών των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, μόνο ο συμπεριφορισμός κατάφερε να ερευνήσει επαρκώς αυτό το πεδίο.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η σημασία που απέδωσαν οι συμπεριφοριστές στο ρόλο του περιβάλλοντος προκάλεσε τη θεωρητική πόλωση μέσα στο χώρο της ψυχολογίας, έτσι όπως αυτή εκφράστηκε και εν πολλοίς συνεχίζει να εκφράζεται με τη σχηματική αντινομία ατόμου-περιβάλλοντος.
10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.
Από την άλλη μεριά, ο ίδιος ο συμπεριφορισμός κατάφερε, μέσα από την κοινωνικογνωστική θεωρία του Bandura, να παρακάμψει αυτή την ίσως φαινομενική αντίθεση και να υποστηρίξει ότι τόσο η προσωπικότητα όσο και οι περιβαλλοντικές συνθήκες παρεμβαίνουν διαλεκτικά στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς μας.
Τρίτον, με ρεαλισμό και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών, οι συμπεριφοριστές κατάφεραν να δημιουργήσουν νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες είχαν πολλές φορές θεαματικά αποτελέσματα και βοήθησαν σημαντικά την έρευνα στο χώρο της ψυχοπαθολογίας.
Οι συμπεριφοριστές άρχισαν να ασχολούνται με ασθενείς που όλοι οι άλλοι τους εγκατέλειπαν
Σε αντίθεση με πολλές παραδοσιακές θεραπευτικές προσεγγίσεις που εστιάζονταν σε νεαρούς, πνευματώδεις, έξυπνους και επιτυχημένους επαγγελματικά ασθενείς, οι συμπεριφοριστικά προσανατολισμένοι θεραπευτές άρχισαν να ασχολούνται με ασθενείς που όλοι οι άλλοι τους εγκατέλειπαν, δηλαδή με χρόνιους σχιζοφρενείς, με αυτιστικά ή καθυστερημένα παιδιά, με εξαρτημένα άτομα κ.λπ.
Κατάφεραν, έτσι, να καλύψουν τα κενά της θεραπευτικής πρακτικής, κυρίως χάρη στην εφαρμογή των αρχών του Pavlov και του Skinner σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου απαιτούνταν η τροποποίηση μίας συγκεκριμένης συμπεριφοράς.
Ωστόσο, από πολλές μεριές διατυπώθηκε μια έντονη πολεμική που αφορούσε ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας σε σχέση με τον έλεγχο και την τροποποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, παρά το γεγονός ότι χωρίς τις θεραπευτικές προσεγγίσεις των συμπεριφοριστών πολλοί άνθρωποι που χρειάζονταν βοήθεια δεν θα είχαν θεραπευτεί ποτέ.
Ψηφιακό Marketing για Ψυχολόγους: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Εντούτοις, παρά τα θετικά χαρακτηριστικά που παρατέθηκαν πιο πάνω, πολλοί ερευνητές σημειώνουν ότι υπάρχουν πολλά, εξίσου σημαντικά, αρνητικά στοιχεία- ίσως ολοένα και περισσότερα όσο απομακρύνεται η Ψυχολογία από τον άκαμπτο σε πολλά σημεία νεοθετικισμό του συμπεριφορισμού-, τα οποία και περιορίζουν την αξία και χρησιμότητα του συμπεριφορισμού.
Ακόμη και σε σχέση με την προσήλωσή του στην αντικειμενικότητα και την αυστηρότητα (της θεωρητικής διατύπωσης και της πειραματικής διαδικασίας), πολλοί μελετητές κατηγορούν το συμπεριφορισμό ότι προτείνει ένα υπεραπλουστευμένο μοντέλο για την προσωπικότητα, ενώ ταυτόχρονα παραβλέπει σημαντικά φαινόμενα με τα οποία δεν ασχολείται καν.
Όσον αφορά την κατηγορία για την απλουστευτική διάθεση, που όπως υποστηρίζουν μερικοί χαρακτηρίζει το συμπεριφορισμό, θα λέγαμε ότι αυτή στηρίζεται σε δύο επιμέρους παρατηρήσεις.
Πρώτον, ασκείται έντονη κριτική στο γεγονός ότι οι αρχές των διαδικασιών μάθησης που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή και αιτιολόγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς προήλθαν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, από πειράματα που έγιναν σε ποντίκια και σε άλλα ζώα.
Τίθεται έτσι αναπόφευκτα το ερώτημα αν οι ίδιες αρχές και λειτουργίες που διέπουν τη συμπεριφορά των ζώων μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Επίσης, σχετικά με το ίδιο το ζήτημα της υπεραπλούστευσης, διατυπώνεται από πολλούς ερευνητές η άποψη ότι οι συμπεριφορά των ζώων, αλλά ότι και οι συμπεριφορές των ανθρώπων που μελέτησαν υπήρξαν σχεδόν πάντοτε πολύ επιφανειακές και απλές στη δομή και λειτουργία τους.
Έτσι, υποστηρίζεται ότι οι συμπεριφοριστές, στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την πληθώρα των μεταβλητών που επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, περιόρισαν τις έρευνές τους σε απλές και εξειδικευμένες αποκρίσεις συμπεριφορές των ανθρώπων, αγνοώντας, εσκεμμένα ή μη, πολύπλοκες και θεμελιώδεις μορφές συμπεριφοράς.
Για παράδειγμα, είναι χρήσιμο να αναφερθεί η κριτική του Cattell, ο οποίος υποστήριζε ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι συμπεριφοριστές, η οποία αφορά συνήθως τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ δύο μόνο μεταβλητών, εμποδίζει αυτομάτως τη μελέτη πολλαπλών μεταβλητών, έτσι τελικά να αγνοούνται συμπεριφορές που δεν μπορούν να αναπαραχθούν και να μελετηθούν μέσα στο πειραματικό εργαστήριο.
Γνωστική συμπεριφορά
Επίσης, μια ακόμα κριτική, η οποία σχετίζεται με την προβληματική της εξαπλούστευσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα στα θεωρητικά και πειραματικά πλαίσια των συμπεριφοριστικών θεωριών, έχει να κάνει με το ζήτημα της γνωστικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Πρέπει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο ότι ο όρος «Γνωστική συμπεριφορά» σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο κάθε υποκείμενο προσλαμβάνει, οργανώνει, επεξεργάζεται και μεταδίδει πληροφορίες.
Έτσι, λοιπόν, ενώ μέσα από το έργο πολλών σημαντικών Ψυχολόγων αποδίδεται ιδιαίτερη σπουδαιότητα στο ρόλο της γνωστικής συμπεριφοράς, οι συμπεριφοριστές, για πάρα πολλά χρόνια, αγνόησαν επιμελώς την έρευνα αυτού του γνωστικού πεδίου.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, είτε επειδή υπήρχε μια απροθυμία να μελετήσουν το ρόλο κάποιων εσωτερικών διεργασιών είτε επειδή αδυνατούσαν να μελετήσουν πολύπλοκες συμπεριφορές, οι συμπεριφοριστές περιορίστηκαν στην κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφoράς με βάση τις έννοιες «ερέθισμα-απόκριση» ή «συντελεστική συμπεριφορά», και «θετική-αρνητική ενίσχυση», αγνοώντας συγχρόνως το σημαντικότατο ρόλο πολλών γνωστικών λειτουργιών του ανθρώπου.
Ωστόσο, η κριτική που αρθρώνεται σε σχέση με τις θεωρίες της μάθησης δεν σταματά στην πολεμική κατά της απλουστευτικής τους διάθεσης. Αντίθετα, επεκτείνεται και-στην προβληματική που υποστηρίζει ότι οι διάφορες θεωρίες της μάθησης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν σχετικά με τις διαδικασίες της μάθησης και ότι υπάρχουν πολύμορφα κενά, τα οποία τελικά δεν επιτρέπουν τη διατύπωση μιας κύριας θεωρίας της μάθησης, αλλά και πολλές αναντιστοιχίες μεταξύ της θεωρίας και της πράξης.
Για παράδειγμα, κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν αρκετά διαδεδομένη, ακόμη και ανάμεσα σε υποστηρικτές των συμπεριφοριστικών θεραπειών, η άποψη ότι το σύνολο των θεωριών της μάθησης δεν συνιστά μια επιστημονική θεωρία, αλλά μάλλον συγκροτεί ένα σύνολο τεχνικών θεραπείας.
Επίσης, αναφέρεται συχνά από πολλούς ερευνητές, ότι ακόμη και για θεραπείες όπου υπάρχουν δεδομένα που μας επιτρέπουν να τις αποκαλέσουμε αποτελεσματικές, όπως είναι η συστηματική απευαισθητοποίηση, τίθεται αναπόφευκτα ένα σημαντικό ερώτημα σχετικά με το κατά πόσον η αποτελεσματικότητα αυτού του θεραπευτικού μοντέλου οφείλεται σε λόγους άλλους από αυτούς που προτείνουν οι συμπεριφοριστές, σε αιτίες οι οποίες ξεπερνούν την αντικειμενικά παρατηρήσιμη συμπεριφορά των υποκειμένων και ανάγονται μάλλον σε κάποιους ενδογενείς παράγοντες.
Αξιολόγηση των θεραπευτικών προτάσεων όλων των θεωριών της μάθησης
Επιπλέον, σοβαρά ερωτήματα τίθενται σε σχέση με την αξιολόγηση των θεραπευτικών προτάσεων όλων των θεωριών της μάθησης. Παρατηρήθηκε ότι, ενώ αρχικά υπήρχε ένας έντονος ενθουσιασμός για τη χρησιμότητα και αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών μοντέλων, στη συνέχεια αναδύθηκαν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τρία καίρια ζητήματα:
(α) σε ποιο βαθμό μπορούν οι θεραπείες της συμπεριφοράς να επιτύχουν την εφαρμογή του φαινομένου της γενίκευσης (generalization) σε πολλές διαφορετικές συνθήκες και σε σχέση με πολλές και διαφορετικές αποκρίσεις του υποκειμένου.
(β) σε ποιο βαθμό τα αποτελέσματα των θεραπειών είναι μόνιμα και σταθερά με την πάροδο του χρόνου και
(γ) αν οι συμπεριφοριστικές θεραπείες είναι εφαρμόσιμες και αποτελεσματικές για όλους τους ασθενείς.
Όπως λοιπόν φάνηκε, συμβαίνει πολύ συχνά τα αποτελέσματα της θεραπείας να μην γενικεύονται και σε άλλες συμπεριφορές και/ή να μην παραμένουν μόνιμα και σταθερά με το πέρασμα του χρόνου.
Επίσης, πολλά ερωτήματα γεννήθηκαν σχετικά με το κατά πόσον τα αποτελέσματα που παρατηρούνται μέσα στο πειραματικό εργαστήριο και μέσα στις κλινικές μπορούν να διατηρηθούν και στο πραγματικό περιβάλλον (οικογενειακό, κοινωνικό, επαγγελματικό) του υποκειμένου.
Ακόμη, πολυάριθμες μελέτες προτείνουν ότι τα κέρδη που πολλοί ασθενείς αποκόμισαν από μια θεραπεία συμπεριφοράς χάνονται μετά από λίγο καιρό. Τέλος, υπάρχουν αρκετά δεδομένα τα οποία φαίνεται να δείχνουν ότι πολλές τεχνικές, οι οποίες αναπτύχθηκαν μέσα σε πειραματικά εργαστήρια και χρησιμοποιούνται στις θεραπείες συμπεριφοράς, δεν φαίνονται τελικά ιδιαίτερα χρήσιμες όταν εφαρμόζονται σε ασθενείς με σοβαρότερα προβλήματα.
Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Γρηγόρη Ποταμιάνου «Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική πρακτική», Εκδόσεις: Ελληνικά γράμματα
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Τμήμα Σύνταξης της Πύλης Ψυχολογίας Psychology.gr
Επιμέλεια και συγγραφή άρθρων, μετάφραση & απόδοση ξενόγλωσσων άρθρων.