Ακρόαση άρθρου......

Ανά τους αιώνες, πολλά μοντέλα προτάθηκαν για να εξηγήσουν και να σχηματοποιήσουν  τις ψυχικές δυνάμεις και τα κίνητρα που επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και να προσεγγίσουν τη φύση της ψυχικής λειτουργίας του ανθρώπου.

Εντούτοις, ο Sigmund Freud (1856-1939) ήταν αυτός που ανέπτυξε ίσως την πιο ολοκληρωμένη και κλινικά χρήσιμη θεωρία για την κατανόηση της ψυχικής δομής και λειτουργίας.

Επιχειρούμε να προσεγγίσουμε την Δεύτερη Τοπική θεωρία του Freud, αναλύοντας τις θεμελιακές διακρίσεις του ανθρώπινου ψυχισμού που εισήγαγε σε αυτήν, δηλαδή το Αυτό, το Εγώ, το Υπερεγώ και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και να εντοπίσουμε τους λόγους για τους οποίους θεωρεί πως ο πολιτισμός είναι πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας.

Η Φροϋδική θεωρία για τον ανθρώπινο ψυχισμό

Κεντρικός άξονας της ψυχαναλυτικής θεώρησης του ατόμου είναι ο άνθρωπος ως σύστημα ενεργειών. Η ενέργεια ρέει μέσα στον άνθρωπο και διοχετεύεται σε κάποια κανάλια, δηλαδή συμπεριφορές. Στόχος του ανθρώπου είναι η ηδονή, δηλαδή η μείωση της έντασης ή η απελευθέρωση της ενέργειας.

Κατά τον Freud, οι άνθρωποι, αναζητώντας την ηδονή, σκοντάφτουν στις απαιτήσεις της πολιτισμένης κοινωνίας. Έτσι, είτε διοχετεύουν την ενέργεια σε άλλο κανάλι (τόσο οι επιστημονικές, όσο και οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες, είναι σεξουαλική και επιθετική ενέργεια που εκφράζεται με άλλο τρόπο), είτε οδηγούνται στη δυστυχία και τη νεύρωση.

Η ψυχαναλυτική θεωρία υποστηρίζει ότι, ο άνθρωπος δεν έχει πλήρη επίγνωση των συναισθημάτων και ενστίκτων του.

Ο Freud επεξεργάσθηκε δύο βασικά μοντέλα για την κατανόηση της ψυχικής δομής και λειτουργίας, το τοπογραφικό μοντέλο και το δομικό μοντέλο. Το τοπογραφικό μοντέλο ή Πρώτη Τοπική Θεωρία που αναπτύσσεται περισσότερο στα μεταψυχολογικά κείμενα του Freud το 1915, προτείνει τρία επίπεδα ψυχικής λειτουργίας του ατόμου, το συνειδητό, το προσυνειδητό και το ασυνείδητο.

Αυτά που έχουμε επίγνωση βρίσκονται στο συνειδητό, αυτά που μπορούμε να αντιληφθούμε αν τους δώσουμε προσοχή βρίσκονται στο προσυνειδητό και αυτά που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, φωλιάζουν στο ασυνείδητο. Τα τελευταία μπορούμε να τα παρατηρήσουμε έμμεσα, μελετώντας τα όνειρα, τις γλωσσικές παραδρομές, τις νευρώσεις, τις ψυχώσεις, κ.α. ή με την χρήση φαρμάκων όπως το LSD για παράδειγμα.

Στο ασυνείδητο εξάλλου, κατά τον Freud, φωλιάζουν όλες οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής μας -και όχι μόνο- ζωής, για λόγους άμυνας. Αναγκάζουμε, δηλαδή, τον εαυτό μας να απωθήσει τις εμπειρίες, για να αποφύγουμε τον πόνο που τις συνοδεύει. Τα προαναφερθέντα επίπεδα της πρώτης τοπικής θεωρίας του Freud, δεν αποτελούν πραγματικούς χώρους στον εγκέφαλο, αλλά σχηματικές έννοιες ψυχικής λειτουργίας - ο βαθμός δηλαδή στον οποίο σκέψεις, συναισθήματα, φαντασίες κτλ. είναι προσιτά στη συνείδηση μας (Λαπλάνς Ζ.&Πονταλίς Ζ.Μπ.,1986:501).

ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Η βασική προσφορά της Πρώτης Τοπικής Θεωρίας είναι η ανακάλυψη του ασυνειδήτου. Στο κείμενο που θεμελιώνει αυτή την ανακάλυψη, την Ερμηνεία των Ονείρων, ο Freud δείχνει πώς οι διαδικασίες του ονείρου μάς δίνουν τη δυνατότητα να αντιληφθούμε τις εκδηλώσεις του ασυνειδήτου, ενός ασυνειδήτου αιχμαλωτισμένου μέσα στις γλωσσικές δομές μέσω των μηχανισμών του π.χ της μετάθεσης[1], της συμπύκνωσης[2] κ.α.

Στα 1923, ο Freud ανέπτυξε ένα πιο μεθοδικό δομικό μοντέλο της ψυχανάλυσης, το οποίο αναγνωρίζεται ως Δεύτερη Τοπική Θεωρία, παρουσιάζοντας τις έννοιες «Αυτό», «Εγώ», «Υπερεγώ» και του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Τα τρία ψυχικά τμήματα Αυτό, Εγώ, Υπερεγώ (όπως συμβαίνει και με τα συστήματα  της Πρώτης Τοπικής) είναι κατά βάση σχηματικά και επομένως δεν θεωρούνται ως συγκεκριμένες ανεξάρτητες ενότητες που έχουν πραγματική υπόσταση, αλλά ως συστήματα λειτουργιών στενά διασυνδεδεμένα μεταξύ τους.

Δεύτερη Τοπική Θεωρία: Αυτό

Το Αυτό είναι μια συλλογική ονομασία για τις βιολογικές ανάγκες και ενορμήσεις του ατόμου, είναι απαιτητικό, παράλογο, αντικοινωνικό και αγαπά τις απολαύσεις. Αποτελεί την εγγενή πλευρά της προσωπικότητας και περιλαμβάνει βασικά τις ενστικτώδεις ανάγκες για αέρα, τροφή, νερό και λοιπά στοιχεία διατροφής, για διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος, καθώς και για αναπαραγωγή. Προοδευτικά, οι ενστικτώδεις αυτές ανάγκες διαφοροποιούνται σε ενορμήσεις που έχουν ψυχική αναπαράσταση, όπως ενορμήσεις εξάρτησης, επιθετικές τάσεις, τάσεις φυγής και σεξουαλικές ενορμήσεις. Οι ενορμήσεις εξορμούν από το ασυνείδητο και όταν επενδυθούν από το Εγώ με τη λειτουργία της αντίληψης και της νόησης γίνονται συναισθήματα, που μπορεί να είναι όπως και οι ιδέες που σχηματίζει πάλι το Εγώ συνειδητά ή ασυνείδητα.

Σύμφωνα με τον Freud, υπάρχουν δύο βασικές ενορμήσεις: η σεξουαλική ενόρμηση (ένστικτο της ζωής ή Έρως) και η επιθετική ενόρμηση (ένστικτο θανάτου ή θάνατος). Η σεξουαλική ενόρμηση λειτουργεί με βάση την αρχή της ευχαρίστησης και κύριος σκοπός της είναι η προστασία και η διατήρηση της ζωής, σε αντίθεση με την επιθετική ενόρμηση που σκοπός της είναι η διάλυση και ο θάνατος. Η ασυνείδητη ψυχική ενέργεια που τροφοδοτεί τη σεξουαλική ενόρμηση λέγεται libido.

Η βασική δύναμη που καθοδηγεί το Αυτό είναι η αρχή της ευχαρίστησης, δηλαδή η τάση να ζητά άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών, άμεση ευχαρίστηση και αποφυγή του πόνου. Το Αυτό θεωρείται από τον Freud η κυριότερη παρακαταθήκη της ψυχικής ενέργειας, έρχεται σε διαπλοκή με το Εγώ και το Υπερεγώ, τα οποία, κατά την γενετική άποψη, αποτελούν διαφοροποιήσεις του (Λαπλάνς Ζ.&Πονταλίς Ζ.Μπ.,1986:106).

Δεύτερη Τοπική Θεωρία: Υπερεγώ

ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR

Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.

Το Υπερεγώ έχει ορισθεί από τον Freud ως ένα είδος ψυχικού εισαγγελέα προκειμένου να μετριασθούν οι ενορμήσεις του Αυτό, οι οποίες, πολλές φορές, είναι παράλογες. Το Υπερεγώ αρχίζει να σχηματίζεται ήδη στον πρώτο χρόνο της ζωής του ατόμου, παρουσιάζει τη βασική του ανάπτυξη στην οιδιπόδεια περίοδο (3-6 χρόνια), κατά την διάρκεια της οποίας, το Εγώ του παιδιού αναγνωρίζει ως εμπόδιο για την επίτευξη των επιθυμιών του τον πατέρα και ορθώνει μέσα του ένα εμπόδιο. Με άλλα λόγια, το Εγώ αναγνωρίζει ασυνείδητα την ερωτική επιθυμία προς την μητέρα ως κάτι κακό και την απωθεί με την δημιουργία αυτού του ψυχικού εισαγγελέα. O Freud ισχυρίζεται ότι, όσο πιο έντονο είναι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, τόσο πιο έντονη θα είναι η κυριαρχία του Υπερεγώ πάνω στο Εγώ ως ηθική δύναμη.

Το Υπερεγώ δημιουργείται βαθμιαία, από την εσωτερίκευση με τον μηχανισμό της ενδοβολής των παροτρύνσεων και απαγορεύσεων ή τιμωριών των γονέων και αργότερα των δασκάλων, συγγενών κτλ. Προοδευτικά με τον μηχανισμό της ταυτοποίησης προσλαμβάνει και αφομοιώνει τις σταθερές της συμπεριφοράς, αλλά και τα ιδεώδη και τις αξίες των γονέων και των ανθρώπων που εξασκούν σημαντική επιρροή στο άτομο καθώς αναπτύσσεται.

Το Υπερεγώ, επομένως, αποτελείται από δύο υποθετικά τμήματα: το καθαυτό Υπερεγώ ή συνείδηση, που αποτελεί τον κριτικό έλεγχο του ατόμου και το ιδεώδες του Εγώ, που περιλαμβάνει τις ηθικές, θρησκευτικές, κοσμοθεωριακές και λοιπές αξίες του ατόμου, τα ιδεώδη, τα ιδανικά και τις φιλοδοξίες του.

Αν τα κοινωνικά πρέπει εσωτερικεύονται υπέρμετρα, ενισχύουν το Υπερεγώ και ασκείται τρομερή πίεση στο ασυνείδητο που ωθούν το άτομο να είναι καταπιεσμένο, με μειωμένη αυτοεκτίμηση. Τα θέλω και οι επιθυμίες στην περίπτωση αυτή καταπιέζονται από το «πρέπει» και το άτομο κινείται στα πλαίσια επιταγών και κανόνων, γίνεται θεματοφύλακας τους, αλλά οι κανόνες αυτοί το καταπιέζουν.

Δεύτερη Τοπική Θεωρία: Εγώ

Ανάμεσα στα δύο αυτά επίπεδα του ψυχισμού, σύμφωνα με τον Freud, υπάρχει και ένα τρίτο επίπεδο, που είναι το Εγώ και αποτελεί το σύνολο των ψυχικών λειτουργιών που διαμορφώνουν τη σχέση μας με το περιβάλλον. Εμφανίζεται στον άνθρωπο ενιαίο, αυτόματο, ευδιάκριτο από κάθε τι άλλο. Η ψυχαναλυτική έρευνα του Freud απέδειξε πως το Εγώ επεκτείνεται, μάλλον, προς τα μέσα χωρίς καθαρά σύνορα από την ασυνείδητη ψυχική ουσία του Αυτό (Sigmund Freud,1994:15). Το Εγώ είναι η έδρα της συνείδησης, και πλησιάζει, κατ' Αυτό, την έννοια της προσωπικότητας. Το Εγώ οικοδομείται, για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του προσώπου, να στηρίξει την ταυτότητά του, είναι ένα είδος «συνταγματικού μονάρχη», λέει ο Freud, ταγμένου στον «διπλωματικό ελιγμό», επιφορτισμένου να αμύνεται ενάντια στους «τρεις τυράννους», δηλαδή το Αυτό, το Υπερεγώ και τον εξωτερικό κόσμο.

Με άλλα λόγια, το Εγώ προσπαθεί να ισορροπήσει τις πιέσεις που δέχεται από τις επιθυμίες και τις ορμές του ασυνειδήτου «Αυτό», αλλά και τις πιέσεις τις εξωτερικής πραγματικότητας, μέσω των «πρέπει», που εσωτερικεύονται στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, δηλαδή του Υπερεγώ. Η λειτουργία του, επομένως, είναι προσαρμοστική. Αν το Εγώ κατορθώνει αυτήν την ισορροπία ανάμεσα στο «θέλω» και το «πρέπει» το άτομο είναι υγιές και έχει ισχυρή αυτοεκτίμηση . Αν κυριαρχούν οι ορμές και οι επιθυμίες, ενάντια στα κοινωνικά πρέπει, γίνεται ασυμβίβαστο με τους άλλους, καθώς δεν μπορεί να δεχτεί συμβιβασμούς στα πλαίσια της κοινωνίας που ζει.    

Η οργάνωση του Εγώ αρχίζει από τη γέννηση του ατόμου και μολονότι συνεχίζεται σ' όλη τη ζωή, οι βασικές του λειτουργίες έχουν αναπτυχθεί μέχρι το τέλος των τριών χρόνων, οπότε το παιδί έχει σαφή αίσθηση του Εγώ ή εαυτού του. Το Εγώ περιλαμβάνει βασικές λειτουργίες, όπως είναι η εκτίμηση των διαφόρων καταστάσεων, ο έλεγχος της πραγματικότητας, η κρίση, η συμβιβαστικότητα, η ανεύρεση λύσεων στα διάφορα προβλήματα, η δημιουργία αμυντικών μηχανισμών κ.ά. και έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον με τις λειτουργίες της αντίληψης, της σκέψης, του συναισθήματος και της πράξης. Σε σημαντικό βαθμό οι λειτουργίες του Εγώ επιτελούνται και σε ασυνείδητο επίπεδο.

Ωστόσο, σε αντίθεση με τις ενορμήσεις του Αυτό, που πιέζουν για άμεση ικανοποίηση και  διέπονται από την αρχή της ευχαρίστησης, οι λειτουργίες του Εγώ διέπονται από την αρχή της πραγματικότητας, δηλαδή λαμβάνουν υπόψη τους περιορισμούς της πραγματικότητας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, το Εγώ αναβάλλει την άμεση ικανοποίηση και υπολογίζει την κάθε πράξη ανάλογα με την άμεση και μελλοντική πραγματικότητα, οπότε εξασφαλίζει τελικά τη μεγαλύτερη δυνατή ευχαρίστηση και ικανοποίηση για το άτομο.

Η αντίληψη για το Εγώ παίζει τον ίδιο ρόλο που παίζει αντίστοιχα η ενόρμηση στο Αυτό. Ο Freud ισχυρίζεται ότι η διάκριση αυτή του Εγώ και του Αυτό συνιστά την αντίθεση μεταξύ λογικής και πάθους (Λαπλάνς Ζ.&Πονταλίς Ζ.Μπ.,1986:153).

Στάδια του Εγώ

Η ανάπτυξη του Εγώ περνά από διάφορα στάδια μέχρι να φθάσει στην ωριμότητα, που αποτελεί και την ωριμότητα του ατόμου. Ο Freud αναφέρει:

  1. το «στοματικό» στάδιο στο οποίο βρίσκεται το Εγώ από την στιγμή της γέννησης μέχρι την συμπλήρωση του πρώτου χρόνου ζωής του ανθρώπου. Το στάδιο Αυτό παίρνει το όνομα του από το γεγονός ότι το βασικό κέντρο διέγερσης κι ευαισθησίας του παιδιού είναι το στόμα.
  2. Το «πρωκτικό» στάδιο που αφορά το χρονικό διάστημα από τα δύο ή τρία χρόνια μέχρι τα έξι ,ονομάζεται έτσι γιατί η διέγερση είναι στον πρωκτό και
  3. το γεννητικό στάδιο που αφορά στο χρονικό διάστημα από την έναρξη της εφηβείας κατά την διάρκεια του οποίου, ξαναξυπνούν οι σεξουαλικές ορμές. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου σταδίου υφίσταται και η «φαλλική» φάση, όταν το παιδί έχει τις πρώτες του στήσεις. Το αγόρι συνειδητοποιεί ότι έχει πέος, ενώ το κορίτσι όχι. Κατά την διάρκεια αυτού του σταδίου εκδηλώνεται, κατά τον Freud, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα που αφορά στο «μίσος που νιώθει το παιδί (αγόρι) για τον πατέρα, επειδή είναι αντίζηλός του στη σχέση με την μητέρα» (Sigmund Freud,1978:163).

Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι ο γνωστότερος ίσως όρος της ψυχανάλυσης και με απλά λόγια  παρουσιάζεται ως εξής: το αγόρι της φαλλικής φάσης ταυτίζεται με τον πατέρα του και επενδύει στην μητέρα του ως αντικείμενο. Οι δύο αυτές σχέσεις του παιδιού προς τους γονείς πορεύονται μαζί για κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι να εμφανισθούν οι σεξουαλικές επιθυμίες προς την μητέρα. Τότε ακριβώς το παιδί αντιμετωπίζει τον πατέρα ως εμπόδιο εκπλήρωσης της επιθυμίας του και παίρνει μια εχθρική στάση απέναντί του. Ωστόσο, το μίσος που νιώθει το παιδί για τον πατέρα, δεν μπορεί να επεκταθεί απεριόριστα στην ψυχή του, γιατί έχει να αντιπαλέψει με τα αισθήματα τρυφερότητας και θαυμασμού που νιώθει γι΄ αυτόν (Sigmund Freud,1978:164).

Η αρμονική συνεργασία του Αυτό, Εγώ και Υπερεγώ χαρακτηρίζει τη λειτουργία του καλά προσαρμοσμένου ανθρώπου. Αντίθετα, η συμπεριφορά του νευρωτικού, ψυχωτικού ή διαταραγμένου στον χαρακτήρα ή προσωπικότητα ατόμου μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της διαταραχής της δυναμικής ισορροπίας των τμημάτων αυτών της προσωπικότητας.

Ο Πολιτισμός ως πηγή δυστυχίας

Σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι η διαρκής επιδίωξη για την απόκτηση και διατήρηση της ευτυχίας. Ωστόσο, κατά τον Freud, οι δυνατότητες της ανθρώπινης ευτυχίας είναι περιορισμένες, λόγω της ιδιοσυστασίας του ανθρώπου και εξαρτώμενες από τον παράγοντα πόνο που προέρχεται από τρεις πηγές.

  • Η πρώτη πηγή πόνου είναι το προορισμένο για διάλυση ανθρώπινο σώμα.
  • Η δεύτερη πηγή ανιχνεύεται στο φυσικό περιβάλλον το οποίο χρησιμοποιώντας τις πανίσχυρες και καταστρεπτικές δυνάμεις του μπορεί να στραφεί κατά του ανθρώπου.
  • Η τρίτη πηγή πόνου εντοπίζεται στην ατέλεια των μέτρων που ρυθμίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις, ξεκινώντας από την οικογένεια και καταλήγοντας στο κράτος και την κοινωνία.

Ο άνθρωπος γνωρίζει ότι ο πόνος που προέρχεται από τις δύο πρώτες πηγές, δηλαδή, το φθαρτό του σώματος και την δύναμη της φύσης, είναι αναπόφευκτος, άρα αναπόφευκτη είναι και η δυστυχία που προκαλείται από αυτές. Ο πόνος, όμως, που προέρχεται από τις κοινωνικές σχέσεις και κυρίως από τους θεσμούς που ο ίδιος ο άνθρωπος έχει θεσπίσει, είναι ένας πόνος που θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν εξέλιπε ο βασικότερος παράγοντας πρόκλησής του που, κατά τον Freud, είναι ο πολιτισμός (Sigmund Freud,1994:28-29-42).

Πολιτισμός, κατά τον Freud, «είναι το σύνολο των επιτευγμάτων και των θεσμών, με τα οποία ο τρόπος ζωής μας απομακρύνεται από αυτόν των ζωωδών προγόνων μας και τα οποία εξυπηρετούν τους δύο σκοπούς: την προστασία του ανθρώπου απέναντι στη φύση και τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων» (Sigmund Freud,1994:46).

Ο δαμασμός της φωτιάς και η δημιουργία κατοικίας αποτελούν κατά τον Freud τις πρώτες πολιτισμικές δραστηριότητες, ενώ η δυνατότητα όλο και μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων να ζουν σε κοινότητα αποτέλεσε την πρώτη πολιτισμική επιτυχία. Η ομορφιά, η καθαριότητα και κυρίως η τάξη την οποία ο άνθρωπος υιοθέτησε μιμούμενος τη φύση, κατέχουν θέση υψηλών αξιών σε μια πολιτισμένη κοινωνία.

Ωστόσο, θεμέλιο πολιτισμικό λίθο αποτελεί η καλλιέργεια των ανώτερων ψυχικών δραστηριοτήτων π.χ οι καλλιτεχνικές, διανοητικές και επιστημονικές επιδόσεις, στις οποίες παρατηρείται ο κυρίαρχος ρόλος των ιδεών στον άνθρωπο (Sigmund Freud,1994:52).

Σημαντικότατο χαρακτηριστικό μιας πολιτισμένης κοινωνίας ο Freud θεωρεί τις ρυθμισμένες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και αποφασιστικό πολιτισμικό βήμα θεωρεί την αντικατάσταση της δύναμης του ξεχωριστού ανθρώπου από αυτή της κοινότητας.

Η ουσία της κοινοτικής δύναμης έγκειται στο ότι τα μέλη της κοινότητας περιορίζουν τις δυνατότητες ικανοποίησης τους, ενώ ταυτόχρονα το ξεχωριστό άτομο δεν γνωρίζει κανένα περιορισμό (Sigmund Freud,1994:53). Κατά τον Freud, ένα μεγάλο μέρος του αγώνα της ανθρωπότητας συγκεντρώνεται στο μοναδικό σκοπό της ανεύρεσης μιας ισορροπίας, ανάμεσα στις μαζικές και τις ατομικές πολιτισμικές απαιτήσεις, καθόσον θεωρεί ότι, όσοι είναι ικανοί για κοινοτική ζωή έχουν συμβάλει στην δημιουργία της με ορμικές θυσίες.

Η διασφάλιση της πολιτισμικής ισορροπίας επιτυγχάνεται με την δημιουργία και εφαρμογή ενός δικαίου, το οποίο δεν επιτρέπει να γίνει κάποιος θύμα ωμής βίας. Το πρώτο πολιτισμικό δίκαιο ανιχνεύεται στον τοτεμικό πολιτισμό. Ωστόσο, παράλληλα με την διασφάλιση της σιγουριάς, επέβαλε περιορισμούς στο κοινωνικό σύνολο, με την απαγόρευση της αιμομικτικής εκλογής του αντικειμένου. Κατά τον Freud, η απαγόρευση αυτή συνιστά τον σημαντικότερο ίσως ακρωτηριασμό που δέχθηκε η ανθρώπινη σεξουαλικότητα στην πορεία του χρόνου (Sigmund Freud,1994:66).

Στις πιο σύγχρονες πολιτισμικές κοινωνίες επιβλήθηκαν άλλοι παρόμοιοι περιορισμοί των σεξουαλικών ορμών, όπως για παράδειγμα: η εκλογή αντικειμένου του σεξουαλικά ώριμου ατόμου να περιορίζεται αυστηρά στο άλλο φύλλο και να απαγορεύονται ως διαστροφές οι περισσότερες εξωγεννητικές ικανοποιήσεις, καθώς επίσης και περιορισμοί που προέρχονται από την επιβεβλημένη νομιμοποίηση των σεξουαλικών σχέσεων και την μονογαμία. Κατά συνέπεια, οι περιορισμοί αυτοί στερούν από τον άνθρωπο μία από τις πηγές ευτυχίας (Sigmund Freud,1994:67).

Επιπλέον, ο πολιτισμένος τρόπος διαβίωσης απασχολεί το άτομο με δραστηριότητες που το αναγκάζουν να λειτουργήσει εις βάρος της σεξουαλικής του ζωής και αυτό συμβαίνει διότι ο άνθρωπος δεν διαθέτει απεριόριστες ποσότητες ψυχικής ενέργειας και, ως εκ τούτου, πρέπει να εκτελέσει τα καθήκοντά του με κατάλληλη κατανομή της σεξουαλικής του ενέργειας (Sigmund Freud,1994:65).

Όπως προαναφέρθηκε, ο Freud  αναγνωρίζει ότι το ασυνείδητο του ανθρώπινου ψυχισμού κυριαρχείται από δύο είδη ορμών τις σεξουαλικές και τις επιθετικές.

Ο πολιτισμός, κατά την άποψή του, είναι πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας διότι περιορίζει, τόσο τις σεξουαλικές, όσο και τις επιθετικές ορμές του ανθρώπου.

Εφαρμόζοντας την δεύτερη τοπική θεωρία του για τον ανθρώπινο ψυχισμό έξω από τα όρια του ξεχωριστού ατόμου, ο Freud, θεωρεί ότι σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία διαμορφώνεται ένα Υπερεγώ, το οποίο έχει όμοια προέλευση με αυτό του ξεχωριστού ατόμου. Ενώ δε, το ατομικό Υπερεγώ δημιουργείται από τον συνδυασμό οικογένεια-σχολείο-κοινωνία, το πολιτισμικό Υπερεγώ στηρίζεται «στην εντύπωση που έχουν αφήσει μεγάλες προσωπικότητες, άνθρωποι υπέρτατης πνευματικής δύναμης…» (Sigmund Freud,1994:116). Σημαντικότατο ρόλο στην διαμόρφωση του κοινωνικού Υπερεγώ διαδραμάτισε η θρησκεία με την επιβολή ηθικών κανόνων αλλά και το οργανωμένο κράτος με την επιβολή πολιτικών και άλλων απαιτήσεων.

Το κοινωνικό Υπερεγώ, όπως και αυτό του ξεχωριστού ατόμου, θέτει συγκεκριμένες και ιδανικές απαιτήσεις που περιορίζουν ή καταστέλλουν τις ορμές και που όταν δεν εκπληρώνονται (οι απαιτήσεις), προκαλούν αύξηση του αισθήματος ενοχής, με αποτέλεσμα «συνειδησιακό άγχος» (Sigmund Freud,1994:112). Τα παραπάνω διατυπώνονται στην γενική πρόταση του Freud ότι «όταν μια ορμή υπόκειται σε απώθηση, τα λιμπιντικά της μέρη μετατρέπονται σε συμπτώματα νευρώσεων και τα επιθετικά της στοιχεία σε αίσθημα ενοχής» (Sigmund Freud,1994:113). Κατά συνέπεια, το τίμημα για την πολιτισμική πρόοδο πληρώνεται με απώλεια της ευτυχίας προερχόμενη από την αύξηση του αισθήματος ενοχής.

Ο Sigmund Freud στόχευσε στην δημιουργία μιας διαχρονικής θεωρίας, που βασίστηκε αποκλειστικά στην παρατήρηση η οποία γινόταν πάνω σε ασθενείς αλλά και υγιείς ανθρώπους της μέσης και ανώτερης Βικτοριανής τάξης της Ευρώπης του τέλους του 19ου και αρχών 20ού αιώνα. Ο Freud έδειξε στο έργο του παθολογικές ορμές που προκύπτουν από τον οιδιπόδειο σύμπλεγμα, το ένστικτο του θανάτου, την παγίδευση σε στάδια της παιδικής συναισθηματικής ανάπτυξης κ.α

Από την Δεύτερη Τοπική Θεωρία του προκύπτει ότι, τα επίπεδα του ψυχισμού τόσο του ξεχωριστού ατόμου, όσο και κοινωνικού συνόλου είναι τρία: Αυτό, Υπερεγώ, Εγώ,  η μεταξύ των οποίων αρμονία προάγει την υγιή και όσο το δυνατόν ευτυχισμένη ξεχωριστή ή συλλογική προσωπικότητα.

Το έργο του Freud ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας ολοκληρώνεται:

α) με την διαπίστωση ότι στο βωμό της πολιτισμικής ανάπτυξης ο άνθρωπος θυσίασε το μεγαλύτερο μέρος της δυνατότητας για ευτυχίας και

β) με το ερώτημα αν τελικά και σε ποιο βαθμό θα καταφέρει η πολιτισμική εξέλιξη της ανθρωπότητας να προφυλάξει την κοινωνία από την ανθρώπινη ορμή της επιθετικότητας και της αυτοκαταστροφής.

Η πραγματικότητα, σχεδόν έναν αιώνα μετά, μας αποδεικνύει πόσο εύστοχη υπήρξε η διαπίστωση του επιστήμονα ορόσημου, του πεδίου της ψυχικής υγείας. Αναφορικά, βέβαια, με το ερώτημα μένει στις νέες γενεές να διαπιστώσουν, αν τελικά θα αναχαιτισθεί και σε πιο βαθμό η ανθρώπινη επιθετικότητα και η αυτοκαταστροφική της ορμή, διότι κάθε άλλο παρά αισιοδοξία προκαλούν τα μέχρι σήμερα δείγματα.


Βιβλιογραφία:

Freud, S., Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, μτφρ., Γ. Βαμβαλής, Αθήνα, Επίκουρος 1994
Freud, S., Τοτέμ  και Ταμπού, Αθήνα, Επίκουρος, 1978
Λαπλάνς Ζ. & Ζ. Μπ. Πονταλίς, Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης ,Αθήνα, Κέδρος, 1986

Παράρτημα

[1] Μηχανισμός με τον οποίο ο τονισμός, το ενδιαφέρον και η ένταση ορισμένων αναπαραστάσεων αποσπώνται και μεταφέρονται σε άλλες λιγότερο έντονες, οι οποίες συνδέονται με τις πρώτες μέσω συνειρμικών αλυσίδων (Λαπλάνς Ζ.&Πονταλίς Ζ.Μπ.,1986:314).

[2] Ένας από τους βασικότερους τρόπους λειτουργίας των ασυνείδητων διεργασιών:μια και μόνη αναπαράσταση μπορεί να αντιπροσωπεύει πολλές συνειρμικές αλυσίδες στο σημείο διασταύρωσης των οποίων βρίσκεται(Λαπλάνς Ζ.&Πονταλίς Ζ.Μπ.,1986:452)..