Η σωματική αδράνεια και η έλλειψη άσκησης αποτελούν κυρίαρχα κοινωνικά προβλήματα υγείας. Οι περισσότεροι ειδικοί στην άσκηση, αν ερωτηθούν για το πώς να υποστηρίξουν τους ανθρώπους στην βελτίωση των κινήτρων τους για σωματική δραστηριότητα και άσκηση, πιθανώς να υποστήριζαν ότι τα θετικά οφέλη από την ενασχόληση με τη δραστηριότητα είναι περισσότερα από τα αρνητικά.
Αν απευθυνθούμε σε ειδικούς στην ψυχολογία της άσκησης θα επισήμαιναν την ανάγκη για να ενίσχυσουμε τον ασκούμενου στο να αισθάνεται ικανός να κάνει άσκηση, με βάση την ερευνητική τεκμηρίωση του αυτό-προσδιορισμού (1) (Teixeira et al., 2012; Young et al., 2014).
Είναι επίσης σημαντικό να δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες ώστε να προωθείται ένα κλίμα αυτονομίας σε αυτούς που συμμετέχουν σε ένα περιβάλλον άσκησης (πχ. γυμναστήριο, αθλ. Σύλλογο). Το ίδιο επιβεβαιώνεται από ένα μεγάλο σύνολο εμπειρικών μελετών, οι οποίες μελέτες μας δείχνουν ότι άνθρωποι που είναι επαρκώς σωματικά δραστήριοι διακρίνονται από μια αίσθηση ικανότητας και αυτονομίας σε σχέση με ανθρώπους που είναι λιγότερο δραστήριοι.
Υπάρχουν επίσης διαχρονικές μελέτες παρέμβασης που αποδεικνύουν ότι η αλλαγή προς αυτού τους είδους τα κίνητρα καθιστά πιο πιθανή την αλλαγή συμπεριφοράς και τη διάθεση για συμμετοχή σε φυσική δραστηριότητα και άσκηση.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει αυξανόμενος σκεπτικισμός ως προς το κατά πόσο η σωματική αδράνεια που πλέον μοιάζει με επιδημία μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μέσω παρεμβάσεων που αναπτύσσονται με βάση μόνο μια γνωστική και συμπεριφορική προσέγγιση όπως αυτές που ως τώρα (π.χ. Conn et al., 2011) αποτελούν τους βασικούς τόπους κατανόησης της ψυχολογίας της άσκησης εδώ και δεκαετίες (Rhodes et al., 2019).
Η σημερινή κατάσταση επιβάλλει μια κριτική επαναξιολόγηση της θεωρίας, καθώς η σύγχρονη κατανόηση βασίζεται στην κοινή παραδοχή ότι οι (συμπεριφορικές) αποφάσεις σχετικά με την άσκηση καθοδηγούνται κυρίως από μια καθαρά λογική αξιολόγηση των καταστάσεων, παραμελώντας δραματικά τη σημασία των συναισθηματικών και αυτόματων διεργασιών (Εκκεκάκης, 2017).
Επικρατούσες Θεωρίες
Οι επικρατούσες θεωρίες βασίζονται στις λογικές ικανότητες του ατόμου και προέρχονται κατά κύριο λόγο από τη θεωρία της αυτό-αποτελεσματικότητας του Bandura, ο οποίος στη θέση του εν μέσω άλλων περιγράφει τη σημασία της ικανότητας του ατόμου να δημιουργεί και να εκτελεί ένα σχέδιο δράσης που απαιτείται για την επίτευξη καθορισμένων τύπων επιδόσεων (Bandura, 1986, σ. 391).
Οι θεωρίες που βασίζονται στον έλεγχο, αναφέρονται στην ιδέα ότι οι άνθρωποι έχουν την εγγενή επιθυμία ή στόχο να βιώσουν τους εαυτό τους ως τον εμπνευστή και ρυθμιστή των ενεργειών τους.
Αντίστοιχα η θεωρία του αυτό-προσδιορισμού, που έχει επηρεάσει αρκετά τη σύγχρονη σκέψη, αποδίδει αυτή την επιθυμία σε μια βασική ψυχολογική ανάγκη για αυτονομία (Deci και Ryan, 1985). Από την άλλη συναντάμε και υβριδικά μοντέλα, που συνδυάζουν την έννοια της σταδιακής επίτευξης στόχων για την πρόβλεψη της πρόθεσης για άσκηση και την δραστηριότητα συνυπολογίζοντας την ευμεταβλητότητα των κινήτρων (Gollwitzer, 1999).
6 ΒΙΩΜΑΤΙΚΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ | Εισηγητής: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt, συγγραφέας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για το σύνολο των σεμιναρίων.
Όλα τα παραπάνω μοντέλα χαρακτηρίζονται απο κοινού κατά βάση των απαρχών της γνωστικής θεωρίας στην ψυχολογία. Όλα εστιάζουν στη σημαντικότητα ενός ιδανικού τελικού αποτελέσματος στην ανθρώπινη συμπεριφορά (π.χ. τελ. συμπεριφορά «διακοπή καπνίσματος» ή τελ. στόχος «απώλεια βάρους») και στην κινητοποίηση για δραστηριότητα που απορρέει από αυτή. Η θεώρηση αυτή έχει επικρατήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραβλέπουμε τη σημασία της στιγμιαίας επίδρασης που συνδέεται με την ψυχική κατάσταση στιγμή προς στιγμή (Εκκεκάκης, 2017).
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα, η/ο Α όταν λαχανιάζει στο τρέξιμο, θέλει να σταματήσει, και αυτή είναι μια κατάσταση που μπορεί να αποτρέψει τον/ην Α από το να συνεχίσει το τρέξιμο. Αν τώρα η/ο Α έχει βάλει στόχο να τρέχει για την υγεία της καρδίας του/της ή για μεταβολή του σωματικού βάρους, συνήθως αποδεικνύεται πως δεν είναι αρκετό να σκέφτεται ότι πρέπει να συνεχίσει όπως και να έχει για να διατηρήσει ένα καλό επίπεδο υγείας.
Η αντίληψη αυτή ότι δηλαδή για την καλύτερη κατανόηση της τρέχουσας συμπεριφοράς μας, απαιτούνται τόσο οι τοποθετημένοι παράγοντες (τρέχω για την υγεία) όσο και οι γνωστικές προβολές (όταν λαχανιάζω θέλω να σταματήσω) που κατευθύνουν τη συμπεριφορά, ανέρχεται πίσω στο χρόνο στις παρατηρήσεις του Lewin (1951).
Κάθε συγκεκριμένη κατάσταση και συμπεριφορά μπορεί να είναι είτε αποτέλεσμα ίσων αλλά αντίθετων δυνάμεων, οι οποίες συγκρατούν το άτομο στην τρέχουσα κατάστασή του( πχ.να συνεχίσει το τρέξιμο) είτε περίπτωση επίδρασης σχετικά ισχυρότερων κινητήριων δυνάμεων, οι οποίες κατευθύνουν το άτομο μακριά από την τρέχουσα κατάσταση ( πχ. να σταματήσει το τρέξιμο).
Ωστόσο, αυτή η θεωρητική ιδέα είχε περιορισμένο αντίκτυπο στην έρευνα για τα κίνητρα, πιθανώς επειδή η *γνωστική επανάσταση στην ψυχολογία, η οποία ξεκίνησε αμέσως μετά τον πρόωρο θάνατο του Lewin (το 1947), γοήτευσε και κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών ψυχολόγων.
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Μία πρόσφατη θεωρία στην ψυχολογία της άσκησης, αναφέρεται στις περιοριστικές δυνάμεις που μπορούν να ανακόψουν την διάθεση του ανθρώπου για δραστηριότητα.
Παρακάτω περιγράφουμε εν συντομία τις σχετικές πτυχές αυτής της θεωρίας και θα σκιαγραφήσουμε ιδέες για το πώς η μελλοντική έρευνα θα μπορούσε να αποδώσει εναλλακτικές προσεγγίσεις παρέμβασης για τη δημόσια υγεία.
Συναισθηματική-αναστοχαστική θεωρία για τις συμπεριφορές σωματικής αδράνειας και άσκησης.
Η θεωρία αναστοχασμού στη συναισθηματική κατάσταση (Affective Reflective Theory) εξελίχθηκε προσπαθώντας να δώσει μια βαθύτερη εξήγηση για τη σωματική αδράνεια και την άσκηση (Brand and Ekkekakis, 2018). Είναι μια θεωρία που προτείνει ότι τα ερεθίσματα (π.χ. η υπενθύμιση ενός φίλου ότι σκοπεύατε να πάτε για τρέξιμο ή η υπενθύμιση ότι είχατε προγραμματίσει να πάτε για τρέξιμο) προκαλούν αυτόματες ακολουθίες από σκέψεις (συνειρμούς) και μια ακόλουθη αυτόματη συναισθηματική εκτίμησης της διάθεσης μας για άσκηση.
Αυτή η αυτόματη συναισθηματική εκτίμηση μπορεί να αποδοθεί θετικά (πχ. ευχαρίστηση) ή αρνητικά (πχ. δυσαρέσκεια) επηρεάζοντας έτσι την τελική σκέψη σχετικά με τη διάθεση για άσκηση. Ας μην παραλείψουμε όμως, πως η τελική μας αποτίμηση για την αξία της άσκησης μπορεί να είναι αποτέλεσμα χρόνιων και επαναλαμβανόμενων συναισθηματικών εμπειριών που σχετίζονται με την άποψη μας σχετικά την άσκηση (π.χ. αισθάνομαι υπερηφάνεια, αμηχανία).
Βέβαια, μπορεί να είναι αποτέλεσμα προηγούμενων εμπειριών που εγείρουν αυτόματες συναισθηματικές αντιδράσεις σε καταστάσεις και ερεθίσματα που σχετίζονται με την άσκηση που μπορεί να είναι είτε ενθαρυντικά ή ανασταλτικά (π.χ. αίσθηση σωματικής αναζωογόνησης, σωματική δυσφορία).
Η αυτόματη συναισθηματική αποτίμηση, γενικότερα συνδέεται με τις παρορμήσεις που επηρεάζουν την διάθεση για δραστηριότητα και άσκηση και πολλές φορές είναι ασυνείδητη. Επηρεάζουν δηλαδή το αν θα καταλήξουμε να ασκούμαστε καθημερινή βράδυ (προσέγγιση) ή θα επιλέξουμε την ξεκούραση και το “comforting” (αποφυγή). Σε αντίθεση, μια απόκριση με αναστοχασμό σχετικά με το πως αισθανόμαστε μπορεί να οδηγήσει στην κινητοποίηση για δραστηριότητα.
Η ART (Affective Reflective Theory) (2) έχει ως στόχο να εξηγήσει και να ενισχύσει τη συμπεριφορά σε καταστάσεις ατόμων που είτε παραμένουν σε κατάσταση σωματικής αδράνειας είτε επιθυμούν να ξεκινήσουν μια δραστηριότητα.
H συγκεκριμένη ψυχολογική θεωρία δίνει έμφαση στη σημασία της ψυχικής εμπειρίας του ασκούμενου. Λαμβάνει, δηλαδή, σοβαρά υπόψιν ότι τα συναισθήματα και οι σκέψεις που συνδέονται με την άσκηση, επηρεάζουν το κατά πόσο κάποιος θα ήταν πρόθυμος να υποβληθεί σε σωματική καταπόνηση, παρόμοια με εκείνη που είχε βιώσει από προηγούμενες εμπειρίες συμμετοχής κατά τη διάρκεια της άσκησης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Άσκηση, μια υγιής ανθρώπινη συμπεριφορά ή μια ιατρική συνταγή; Οι σκοτεινές πτυχές της pop κουλτούρας του fitness
Μέσω της προσέγγισης αυτής προτείνεται ότι ένα ερέθισμα που σχετίζεται με την αρνητική συναισθηματική αξιολόγιση της άσκησης, θα λειτουργήσει ως ανασταλτική δύναμη που μπορεί να εξουδετερώσει τυχόν θετικές παρακινήσεις με βάση τη γνώση πχ. «η άσκηση θα κάνει καλό στη υγεία μου».
Από την άλλη πλευρά, αν η συναισθηματική αποτίμηση είναι θετική, θα επιδράσει σαν μια ενδογενής κινητήρια δύναμη που θα βελτιώσει τις πιθανότητες για έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε σωματική αδράνεια να δοκιμάσει να αλλάξει την τρέχουσα κατάσταση του και να κάνει άσκηση.
Η ART είναι μια ψυχολογική θεωρία που συσχετίζει όσα γνωρίζουμε για τις οξείες συναισθηματικές αντιδράσεις των ανθρώπων στην άσκηση (Ekkekakis et al., 2013) και πώς αυτές οι εμπειρίες μπορούν να επηρεάσουν τις πιθανότητες μελλοντικής άσκησης (Rhodes et al., 2009- Rhodes and Kates, 2015).
Με απλά λόγια, πολλοί άνθρωποι (πχ. μη προπονημένα άτομα, υπέρβαρα άτομα, άτομα με συναισθηματική διαταραχή και έντονο άγχος) συνήθως βιώνουν μια αρνητική συναισθηματική εμπειρία κατά τη διάρκεια της άσκησης και αυτό μπορεί να έχει σημαντική αρνητική επίδραση στην περαιτέρω ενασχόληση τους με την άσκηση.
Η συνήθης σωματική αδράνεια και η αποφυγή της άσκησης εξηγούνται από την παρούσα θεωρία ως μαθημένες αντιδράσεις- προερχόμενες από μια αυτόματη αρνητική συναισθηματική αποτίμηση της άσκησης και αποτελούν μια ανασταλτική δύναμη που είναι χρήσιμο να συνυπολογίζουμε.
Οι πρακτικές παρεμβάσεις θα πρέπει επομένως, να επικεντρώνονται στην ελαχιστοποίηση των δυσάρεστων εμπειριών κατά την άσκηση ή/και να διευκολύνουν τις σταθερά ευχάριστες εμπειρίες κατά την άσκηση. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούν να αναπτυχθούν αυτόματες θετικές συναισθηματικές αποτιμήσεις της άσκησης, αφού ο/η ασκούμενος/η θα αναγνωρίζει παράγοντες που τον/την οδηγούν στην αδράνεια.
Αυτή η θεωρητική προσέγγιση είναι σχετικά πρόσφατη και δεν υπάρχουν ακόμη μελέτες υψηλής ποιότητας που θα παρείχαν άμεσες αποδείξεις για την αποτελεσματικότητα των παραγόμενων μεθόδων παρέμβασης. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν ιδιαίτερα ισχυρά νευρο-επιστημονικά δεδομένα που αποδεικνύουν την άμεση σύνδεση σώματος και συναισθηματικών καταστάσεων (Nummenmaa et al..2014). Aξίζει λοιπόν, να παραθέσουμε μερικές προτάσεις για πρακτικές εφαρμογές με την πρόβλεψη ότι οι οδηγίες θα δράσουν καταλυτικά στην αποτελεσματικότητα των τυπικών μεθόδων παρέμβασης (Howlett et al., 2019).
Όσον αφορά την ART, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις (δηλ. αυτές που δεν βασίζονται μόνο στη συζήτηση) θα πρέπει να παρέχονται από καλά εκπαιδευμένους εκπαιδευτές με εξειδίκευση στον εξατομικευμένο έλεγχο του φορτίου άσκησης. Η συμβουλευτική των αρχάριων ασκούμενων με τη βοήθεια της υποστηρικτικής λεκτικής επικοινωνίας μπορεί να είναι ένα πεδίο για τους ψυχολόγους. Ωστόσο, η διευκόλυνση των εμπειριών μέσω της άσκησης είναι επάγγελμα των ειδικών της άσκησης.
*Με την έλευση του ισχυρισμού ότι οι άνθρωποι είναι σε θέση να επιδίδονται σε προνοητική σκέψη, υποσκελίστηκε η ξεχωριστή σημαντική ισχύ των στιγμιαίων ανασταλτικών δυνάμεων που επηρεάζουν την συμπεριφορά.
Σημείωση: Το άρθρο αποτελεί τμηματική απόδοση στα ελληνικά του πρωτότυπου επιστημονικού άρθρου από τους Brand Ralf & Cheval Borris στο επιστημονικό περιοδικό Frontiers. Αντίστοιχα και όλες οι βιβλ. αναφορές που υπάρχουν στο κείμενο εκτός της 2* Numemenmaa et al.(2014) εντοπίζονται και στο πρωτότυπο κείμενο.
Βιβλιογραφία
1.Brand Ralf, Cheval Boris(2019).Theories to Explain Exercise Motivation and Physical Inactivity: Ways of Expanding Our Current Theoretical Perspective.Frontiers inPsychology.VOL10. frontiersin.org/articles/10.3389/fpsyg.2019.01147.DOI=10.3389/fpsyg.2019.01147
2.Nummenmaa, Lauri Glerean, Enrico Hari, Riitta Hietanen, Jari K.(2014) Bodily maps of emotions. Proceedings of the National Academy of Sciences.doi:10.1073/pnas.1321664111
Σχετικά Βίντεο:
2. Affective Reflective Theory
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Σύμβουλος Αθλητικής Ψυχολογίας - Ψυχικής Υγείας & Ασκησης. Bsc Sport Science., Msc Sport Exercise Psychology, British Psychological Society Graduate Member.