Ακρόαση άρθρου......

Στις μέρες μας, το σεξουαλικό έγκλημα αποτελεί μια από τις παραβάσεις με κατά βάση όλο και αυξανόμενα κρούσματα. Υπολογίζεται ότι τα τελευταία χρόνια τα θύματα αυξάνονται ραγδαία, ενώ θεωρείται ότι ο αριθμός των ατόμων που πλήττονται από σεξουαλικά εγκλήματα είναι περίπου ο διπλός από αυτόν που αναφέρεται στις αστυνομικές αρχές.

Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τον βιασμό, ένας πολύ μεγάλος αριθμός γυναικών παρουσιάζεται να έχει υποστεί το εν λόγω έγκλημα, ενώ περίπου πέντε φορές περισσότερες είναι οι γυναίκες που αναφέρουν απλή σεξουαλική παρενόχληση.Ακόμη, αξίζει να αναφερθεί πως μια στις πέντε περιπτώσεις αφορά σε θύματα κάτω της ηλικίας των 16 ετών.

Ανεξαρτήτως των στατιστικών δεδομένων, ο βιασμός αποτελεί μια πράξη που εξευτελίζει τη προσωπικότητα του θύματος, ενώ ταυτόχρονα επιδρά αρνητικά σε αυτό με μια πληθώρα τρόπους.Το πιο τραυματικό γεγονός που είναι δυνατό να υποστεί μια γυναίκα από έναν άνδρα, ακόμη χειρότερο από το να της ασκήσει σωματική και ψυχολογική βία, είναι να είναι σεξουαλικά επιθετικός απέναντι της.

Επιπλέον, είναι σύνηθες φαινόμενο για τις γυναίκες να εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα κατάθλιψης, άγχος, διαταραχή μετατραυματικού στρες αλλά και σεξουαλική δυσλειτουργία έπειτα ενός τέτοιου περιστατικού. Τέλος, μια αναδρομή στη βιβλιογραφία αναδεικνύει πως τα θύματα βιασμού σε σχέση με τα άτομα που δεν έχουν βιώσει κάποια σεξουαλική κακοποίηση, υποφέρουν από μια πληθώρα αρνητικών επιδράσεων σε ένα ευρύ φάσμα της προσωπικής και κοινωνικής τους ζωής, όπως ο χώρος της δουλειάς, η οικογένεια αλλά και οι ρομαντικές σχέσεις. Όλα τα παραπάνω σημεία αποδεικνύουν πως ο βιασμός είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα το οποίο επηρεάζει άμεσα και άκρως αρνητικά ένα μεγάλο αριθμό γυναικών. Γι’ αυτό το λόγο η αιτιολόγηση του εγκλήματος του βιασμού με βάση την βιβλιογραφία θεωρείται απαραίτητη για τη μετέπειτα αντιμετώπιση του φαινομένου.

Όταν αναφερόμαστε στις αιτιολογίες της σεξουαλικής παρενόχλησης και πιο συγκεκριμένα του βιασμού, είναι εμφανές πως υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία μοντέλων και θεωριών που προσπαθούν να επεξηγήσουν το γιατί οι άνδρες συχνά γίνονται σεξουαλικά επιθετικοί προς τις γυναίκες. Κάποιες από τις θεωρίες χρησιμοποιούν επεξηγήσεις φυσιολογίας, ενώ άλλες γνωστικές και συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις κατά τις οποίες δίνεται έμφαση στη γνωστική λειτουργικότητα του δράστη.

Το βιολογικό μοντέλο έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για την επεξήγηση του εν λόγω εγκλήματος, παραδείγματος χάριν, έρευνες έχουν δείξει, πως υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης στους άνδρες, παίζουν σπουδαίο ρόλο στην εμφάνιση εχθρότητας αλλά και επιθετικής συμπεριφοράς.

Εκτός από τα παραπάνω, αναπτυξιακά θέματα, όπως οι θεωρίες προσκόλλησης, μπορούν να συνδεθούν με το σεξουαλικό έγκλημα. Οι ειδικοί έχουν προσπαθήσει να επεξηγήσουν τον βιασμό χρησιμοποιώντας πολλές και διάφορες προσεγγίσεις και αποδεικνύεται πως κάθε μια από αυτές έχουν κάτι να προσφέρουν στην κατανόηση της πράξης αλλά και των αιτίων για τους οποίους συνέβη. Με σκοπό την καλύτερη κατανόηση του βιασμού θα συζητηθούν τέσσερεις βασικοί συντελεστές για την επεξήγηση του εγκλήματος σε μια σειρά από επόμενα άρθρα.

Αυτοί οι τέσσερεις παράγοντες θεωρούνται βασικοί για την πορεία του εγκλήματος, από τη στιγμή της εκδήλωσης κινδύνου μέχρι και τη τέλεση ενός σεξουαλικού βιασμού. Αυτοί είναι, η σωματική σεξουαλική διέγερση, η γνωστική αξιολόγηση, η ανικανότητα συναισθηματικού ελέγχου και οι διαταραχές προσωπικότητας του δράστη.

Η Σωματική Σεξουαλική Διέγερση

Σύμφωνα με εκτενείς έρευνες, η σωματική σεξουαλική διέγερση είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες επεξήγησης του βιασμού. Όπως αναδεικνύει η βιβλιογραφία, η σεξουαλική επιθετικότητα κινητοποιείται κυρίως και συχνότερα από τη σεξουαλική διέγερση.

ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Παρά αυτό το γεγονός, το χαρακτηριστικό ενός άνδρα να έχει υψηλά επίπεδα σεξουαλικής διέγερσης δεν αποτελεί πάντα στοιχείο των σεξουαλικά επιθετικών ανδρών. Άλλωστε, η σεξουαλική διέγερση μεταξύ ενηλίκων δεν αποτελεί μορφή αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Παρόλα αυτά είναι δυνατό να γίνει αποκλίνουσα όταν δεν εκφράζεται με τον κατάλληλο τρόπο. Είναι λοιπόν απολύτως απαραίτητο να κατανοήσουμε πως η σεξουαλική διέγερση από μόνη της δεν είναι απαραίτητο πως θα παράγει σεξουαλική βία σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση ατόμου. Επιπλέον, πρέπει να είναι ξεκάθαρο πως με τον όρο σωματική σεξουαλική διέγερση, ως αίτια του βιασμού, δεν εννοείται μόνο η διέγερση από ακατάλληλα ερεθίσματα αλλά και η διέγερση από σεξουαλικώς αποκλίνουσες ορμές και φαντασιώσεις.

Η σωματική σεξουαλική διέγερση αναφέρεται σε μια πληθώρα ερευνών που επικεντρώνονται σε εγκληματίες σεξουαλικών εγκλημάτων και ειδικότερα άτομα που έχουν καταδικαστεί ως βιαστές. Ένας από τους πιο προφανείς αλλά και αποτελεσματικούς τρόπους για τους ερευνητές να κατανοήσουν αλλά και να αξιολογήσουν τις προτιμήσεις των δραστών είναι με βάση την ανταπόκριση του πέους τους όσο είναι εκτεθειμένο σε αποκλίνοντα είτε μη αποκλίνοντα σεξουαλικά ερεθίσματα.

Πολλοί είναι οι μελετητές που έχουν χρησιμοποιήσει την εν λόγω μέθοδο προκειμένου να κατανοήσουν το πώς μπορεί η σεξουαλική διέγερση να συσχετιστεί με τη διάπραξη του εγκλήματος του βιασμού. Όταν τέτοια πειράματα αναδεικνύουν άτομα που διεγείρονται από τη σεξουαλική επιθετικότητα είτε από το ερέθισμα του βιασμού, αυτά τα άτομα θεωρούνται ως δυνητικοί βιαστές.

Επιπλέον, ένας μεγάλος αριθμός ερευνών έχει αποδείξει πως οι δράστες του βιασμού τείνουν να βιώνουν πιο έντονη σεξουαλική διέγερση όταν στο ερέθισμα που εκτίθενται συμπεριλαμβάνεται το αίσθημα του εξαναγκασμού του θύματος σε σεξουαλική πράξη. Παρόλα αυτά, δεν είναι δυνατό να είμαστε απόλυτοι καθώς έχουν υπάρξει άτομα που παρότι διεγείρονται σεξουαλικά από εικόνες σεξουαλικού εξαναγκασμού είτε άλλες αποκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές, δεν έχουν αδικήσει ποτέ.

Η βιβλιογραφία που υποστηρίζει πως η σεξουαλική διέγερση είναι δυνατό να επεξηγήσει το βιασμό, αναφέρει επίσης πως οι αποκλίνουσες σεξουαλικές φαντασιώσεις μπορούν να παίξουν πολύ βασικό ρόλο στη διάπραξη ενός σεξουαλικού εγκλήματος. Η υπόθεση πως η φαντασίωση είναι δυνατό να διευκολύνει τη πράξη, οδηγεί ορισμένους ειδικούς στο συμπέρασμα πως μια σειρά από σεξουαλικά αποκλίνουσες φαντασιώσεις είναι δυνατό να παίξουν καίριο ρόλο στη πραγματοποίηση ενός σεξουαλικού εγκλήματος.Για παράδειγμα, έρευνα σε συγκεκριμένο δείγμα σεξουαλικών εγκληματιών ανέδειξε πως ο ρόλος των φαντασιώσεων στη σεξουαλική τους διέγερση υπήρξε άκρως σημαντικός.

ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR

Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.

Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ανθρώπων, οι φαντασιώσεις ήταν παρούσες με διάφορα περιεχόμενα, καθ’ όλη τη διάρκεια της διάπραξής του εγκλήματος.Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι σεξουαλικές φαντασιώσεις έχουν θεωρηθεί καθ’ αυτή η αιτία της τέλεσης ενός βιασμού, καθώς οι δράστες επηρεασμένοι από την φαντασίωση επιθυμούν να δημιουργήσουν την αναπαράσταση της στην πραγματικότητα.

Εν κατακλείδι, είναι φανερό πως η σεξουαλική διέγερση αποτελεί κομμάτι της αιτιολογίας της πράξης του βιασμού καθώς μια πληθώρα πειραμάτων αναδεικνύουν τη συσχέτιση της με το εν λόγω έγκλημα. Όπως σε κάθε περίπτωση, έτσι και εδώ, πολλές φορές τα αποτελέσματα είναι ασαφή και αντιφατικά, γεγονός που αποδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα. Στη συνέχεια, η αιτιολόγηση του βιασμού μέσω του παράγοντα της γνωστικής αξιολόγησης.

Έλλειψη Συναισθηματικού Ελέγχου

Σε προηγούμενο άρθρο συζητήθηκε η σωματική σεξουαλική διέγερση ως ένας βασικός παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει στη διάπραξη του αδικήματος του βιασμού. Συνδυαστικά, ένας δεύτερος παράγοντας που είναι δυνατό να επεξηγήσει την σεξουαλικώς βίαιη συμπεριφορά είναι η έλλειψη ελέγχου των συναισθημάτων.

Η έλλειψη συναισθηματικού ελέγχου οδηγεί σε αρνητική συναισθηματική κατάσταση η οποία με τη σειρά της δημιουργεί γνωστικές ακολουθίες που πιθανώς να οδηγήσουν στην εκδήλωση δυσλειτουργικής σεξουαλικής συμπεριφοράς.

Στις περιπτώσεις των ατόμων που έχουν διαπράξει βιασμό παρατηρείται πως τα συναισθήματα που είναι πιο πιθανό να δημιουργήσουν αρνητική συναισθηματική κατάσταση είναι ο θυμός και η εχθρική διάθεση.

Μια πληθώρα ερευνών αναγνωρίζουν την αρνητική συναισθηματική κατάσταση ως πρόγονο των σεξουαλικών εγκλημάτων.Στην πραγματικότητα δεν είναι μόνο οι συναισθηματική κατάσταση του δράστη αλλά ακόμα περισσότερο η δυσκολία του ή η ανικανότητα του να αντιμετωπίσει θετικά τα αρνητικά του συναισθήματα. Τα συγκεκριμένα άτομα επηρεάζονται σε τέτοιο βαθμό από τη συναισθηματική τους κατάσταση, σε σημείο να μην καταφέρνουν να ελέγξουν την συμπεριφορά τους, καταλήγοντας σε βίαιες σεξουαλικές πράξεις.

Καταρχήν, τόσο η έρευνα όσο και η κλινική πράξη έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως οι εγκληματίες σεξουαλικών εγκλημάτων αντιμετωπίζουν προβλήματα που αφορούν στη ρύθμιση των αρνητικών τους συναισθημάτων. Επιπλέον, έχει προταθεί ότι τέτοια ελλείμματα παίζουν πάρα πολύ βασικό ρόλο στο κύκλο και τη διαδικασία ενός βίαιου σεξουαλικού εγκλήματος ή μιας ακατάλληλης σεξουαλικής συμπεριφοράς. Έτσι, η πράξη του βιασμού είναι αποτέλεσμα λανθασμένου χειρισμού των αρνητικών συναισθημάτων του δράστη.

Πιο συγκεκριμένα, είναι αλήθεια πως πολλές έρευνες έχουν αναφερθεί στη σχέση μεταξύ των υψηλών επιπέδων θυμού και διάπραξης βίαιων εγκλημάτων. Αντίθετα όμως, υπάρχουν ερευνητές που αμφισβητούν το ρόλο του θυμού και των αρνητικών συναισθημάτων γενικότερα στην έκφραση βίαιης συμπεριφοράς, πόσο μάλλον τη διάπραξη βίαιων εγκλημάτων.

Παρά τη πληθώρα διαφορετικών απόψεων, καθώς και διαφορετικών ευρημάτων, το έγκλημα του βιασμού έχει συσχετιστεί άμεσα με τα έντονα αρνητικά συναισθήματα που βιώνει ο δράστης καθώς και με την ανικανότητα του να τα αντιμετωπίσει, να τα εκλογικεύσει και να τα ξεπεράσει.

Μια ομάδα μελετών αναγνωρίζουν την ύπαρξη μιας υποομάδας βιαστών που χαρακτηρίζονται ως ‘θυμωμένοι βιαστές’. Τα άτομα αυτά κυρίως οδηγούνται στο έγκλημα εξαιτίας της δυσκολίας που αντιμετωπίζουν με τη ρύθμιση των συναισθημάτων τους. Θεωρείται πιθανό πως η εν λόγω ομάδα παραβατών είναι δυνατό να βοηθηθεί από ψυχολογική θεραπεία, η οποία θα συμβάλει στο να μάθουν να διαχειρίζονται τα συναισθήματα τους.

Παρά τις παραπάνω αναφορές είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε πως ο θυμός δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε αρκετό συστατικό προκειμένου ένα άτομο να οδηγηθεί στη διάπραξη ενός τόσο βίαιου εγκλήματος όπως ο βιασμός. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι η θεραπεία για τη μείωση των συναισθημάτων θυμού προκειμένου να μειωθεί η υποτροπή της εγκληματικής συμπεριφοράς αποτελεί πλάνη. Είναι ξεκάθαρο πως η πλειοψηφία των περιστατικών έκφρασης έντονου θυμού δεν θα προκαλέσουν τελικά βίαιη συμπεριφορά.

Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον επιστημονικό κόσμο, είναι προτιμότερο να αναγνωρίζουμε στο θυμό τη δυνατότητα να επηρεάσει την εκδήλωση βίας, ειδικότερα όταν συνδυάζεται με άλλους επικίνδυνους παράγοντες εμφάνισης σεξουαλικού εγκλήματος. Στη συνέχεια, η αιτιολόγηση του βιασμού μέσω ενός ακόμη επικίνδυνου παράγοντα, της γνωστικής αξιολόγησης.

Η Γνωστική Αξιολόγηση

Σε προηγούμενα άρθρα που πραγματεύονται την αιτιολογία του εγκλήματος του βιασμού συζητήθηκε η σεξουαλική συναισθηματική διέγερση αλλά και η έλλειψη συναισθηματικού ελέγχου. Κι’ όμως παρά τα πλούσια ερευνητικά δεδομένα που αναδεικνύουν τους παραπάνω παράγοντες, παραμένουν ανεπαρκείς για να επεξηγήσουν κάθε περιστατικό βιασμού.

Έτσι, προκειμένου να υπάρχει μια ακόμη πιο ολοκληρωμένη εικόνα του τι μπορεί να οδηγήσει στην έξαρση βίαιης σεξουαλικής συμπεριφοράς, θα αναφερθούμε στην γνωστική αξιολόγηση. Η γνωστική αξιολόγηση αποτελεί νοητικές διεργασίες που χρησιμοποιεί ο ανθρώπινος νους προκειμένου να κατανοήσει συναισθήματα καθώς συνέπειες των διαφόρων συμπεριφορών ή ακόμη και την συμπεριφορά την ίδια. Η απόφαση που παίρνει κάποιος να ασελγήσει σεξουαλικά ενάντιων κάποιου άλλου ατόμου πιθανώς να σχετίζεται με διαστρεβλωμένες γνωστικές αξιολογήσεις που αφορούν στους μύθους του βιασμού αλλά και σε απόψεις ενάντια των γυναικών.

Αν η σεξουαλικά υβριστική συμπεριφορά ενός βιαστή δεν γίνεται αντιληπτή ως λανθασμένη, το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υπάρχει ηθικός και δεοντολογικός λόγος να την ελέγξει. Οι γνωστικές αξιολογήσεις κατευθύνονται κατά κύριο λόγο από τις αντιλήψεις του δράστη όσον αφορά το θύμα του αλλά και από την εκτίμηση των επιπτώσεων της πράξης του.

Η πλειοψηφία των μοντέλων που επιδιώκουν να επεξηγήσουν τον βιασμό αναγνωρίζουν την πολύ σημαντική επίδραση που μπορεί να έχουν οι γνωστικές αξιολογήσεις στη τέλεση του εγκλήματος.

Αυτό που μπορεί να διαχωρίσει τους βιαστές από τους μη βιαστές είναι οι γνωστικές αξιολογήσεις που ευνοούν το έγκλημα. Η έρευνα χρησιμοποιεί τον όρο γνωστικές διαστρεβλώσεις προκειμένου να ορίσει τις δυσπροσαρμοστικές πεποιθήσεις και τάσεις καθώς και τα ακατάλληλα πρότυπα σκέψης.

Ειδικότερα στη περίπτωση των βιαστών, οι γνωστικές διαστρεβλώσεις φαίνεται πως επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την αιτιολόγηση και διατήρηση μιας σεξουαλικά ακατάλληλης καθώς και βίαιης συμπεριφοράς. Συγκεκριμένες έρευνες έχουν δείξει πως οι γνωστικές διαστρεβλώσεις των ατόμων που τελικά καταλήγουν να διαπράξουν το έγκλημα του βιασμού, διαθέτουν ένα κοινό πρότυπο, ενώ σχετίζονται άμεσα με τον αριθμό των θυμάτων στα οποία έχουν ασελγήσει αλλά και την διάρκεια της αποκλίνουσας συμπεριφοράς.

Επιπλέον, μελέτες έχουν δείξει πως πολλοί από τους δράστες βασίζουν τις γνωστικές τους αξιολογήσεις στους μύθους του βιασμού. Τέτοιοι είναι παραδείγματος χάριν η σκέψη ότι η γυναίκα που θα βιαστεί προκάλεσε το έγκλημα άρα και της αξίζει ή πως οι γυναίκες δεν είναι έμπιστες οπότε τους αξίζει βίαιη συμπεριφορά. Τέλος, πολλοί από τους δράστες οδηγούνται στο έγκλημα πιστεύοντας λανθασμένα πως οι γυναίκες επιθυμούν να βιώνουν κυριαρχική και ελεγκτική συμπεριφορά κατά τη σεξουαλική πράξη. Ακόμη, ειδικοί ψυχικής υγείας που έχουν ασχοληθεί ιδιαιτέρως με εγκληματίες σεξουαλικών εγκλημάτων έχουν παρατηρήσει πως οι βιαστές τείνουν να χαρακτηρίζουν τις γυναίκες ως άτομα που επιθυμούν τη βία. Όλες οι παραπάνω περιγραφές που αφορούν στις γυναίκες έχει γίνει κατανοητό πως μπορούν να αυξήσουν τη πιθανότητα σεξουαλικά επιθετικής συμπεριφοράς εναντίων του θηλυκού φύλου.

Οι ερευνητές που έχουν επικεντρωθεί στην γνωστική αξιολόγηση ως επεξήγηση του βιασμού έχουν προτείνει πως οι παραπάνω πεποιθήσεις των βιαστών, ως επί το πλείστον δημιουργούνται από γνωστικά σχήματα τα οποία προκύπτουν από γνωστικές διεργασίες του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Τα πιστεύω που διατηρούν οι δράστες του βιασμού, όχι μόνο αυτά που αφορούν τον εαυτό τους ή το θύμα τους, αλλά και εκείνα που έχουν για τον υπόλοιπο κοινωνικό κόσμο, ελέγχονται από τα γνωστικά τους σχήματα. Έτσι, υπάρχει η υπόθεση πως τα γνωστικά σχήματα που χρησιμοποιούν για να μεταφράσουν τον κόσμο τους οδηγούν σε επιθετικές, προσβλητικές αλλά και καταχρηστικές συμπεριφορές.

Σε αντίθεση με την ενότητα της σωματικής σεξουαλικής διέγερσης αλλά και της έλλειψης συναισθηματικού ελέγχου, η γνωστική αξιολόγηση πολλές φορές συζητείται ως ολοκληρωμένη αιτιολογία για το έγκλημα του βιασμού. Ενώ υπάρχει πληθώρα ερευνών που δείχνουν πως η γνωστική αξιολόγηση είναι δυνατό να επεξηγήσει το βιασμό, παρόλα αυτά είναι άλλες μελέτες που δεν κατάφεραν να βρουν διαφορές μεταξύ των γνωστικών σχημάτων τον εγκληματιών και των μη εγκληματιών.Η εν λόγω κατάσταση αναδεικνύει πως σε μία ακόμη περίσταση τα αμφιλεγόμενα ευρήματα της βιβλιογραφίας δεν μας δίνουν τη δυνατότητα να καταλήξουμε σε απόλυτα συμπεράσματα.

Διαταραχές Προσωπικότητας

Σε μια σειρά από άρθρα που πραγματεύονται την αιτιολογία του εγκλήματος του βιασμού, συζητήθηκαν η σωματική σεξουαλική διέγερση, η έλλειψη συναισθηματικού ελέγχου καθώς και η γνωστική αξιολόγηση. Η έρευνα έχει δείξει πως οι παραπάνω παράγοντες μπορούν να αποτελέσουν βασικές αιτίες εμφάνισης σεξουαλικά επιθετικής συμπεριφοράς.

Επιπροσθέτως, πολλές είναι οι περιπτώσεις που παρατηρείται ένας τέταρτος παράγοντας αρκετά δυνατός ώστε να επηρεάσει την εμφάνιση προβληματικής συμπεριφοράς. Αυτός είναι ότι ο δράστης μπορεί να πάσχει από κάποια διαταραχή προσωπικότητας.

Ο εν λόγω παράγοντας αφορά σε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του ατόμου το οποίο αλληλεπιδρά με τους υπόλοιπους τρείς παράγοντες με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες εμφάνισης προβληματικής σεξουαλικής συμπεριφοράς. Η εμφάνιση διαταραχών προσωπικότητας προκύπτει από πρώιμες αρνητικές εμπειρίες και είναι δυνατό να οδηγήσει σε τρωτότητα όσον αφορά την ανάληψη ευθυνών απέναντι σε ένα σεξουαλικό έγκλημα.

Οι πρώιμες αρνητικές εμπειρίες μπορεί να αφορούν στο διαζύγιο ή την εγκληματική συμπεριφορά των γονιών ή των άμεσων συγγενών, παραμέληση κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας ή ακόμη και σεξουαλική, σωματική ή συναισθηματική κακοποίηση αλλά και ενδοοικογενειακή βία. Η εμφάνιση σεξουαλικής βίας επίσης διευκολύνεται από τις δυσπροσαρμοστικές κοινωνικές δεξιότητες καθώς και τη χαμηλού επιπέδου εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση. Έτσι, το άτομο που έχει βιώσει κάποιες από τις παραπάνω κακουχίες κατά τη παιδική του ηλικία έχει αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης κάποιας διαταραχής προσωπικότητας η οποία με τη σειρά της είναι δυνατό να αυξήσει τη πιθανότητα διάπραξης κάποιου σεξουαλικού εγκλήματος, καθώς και τη βαρύτητα του αδικήματος. Πολύ σημαντικό να ειπωθεί είναι ότι οι τρείς πρώτοι παράγοντες που συζητήθηκαν και έχουν να κάνουν περισσότερο με τη παρούσα κατάσταση του άτομου, είναι δυνατό να μην προκαλέσουν σεξουαλικά επιθετική συμπεριφορά όταν η προσωπικότητα του ατόμου λειτουργεί με κατάλληλο τρόπο.

Ξεκινώντας με μία βιβλιογραφική αναδρομή, έρευνες αναδεικνύουν πως ένα 25-70% των εγκληματιών σεξουαλικών εγκλημάτων που βρίσκονται έγκλειστοι σε κάποιο σωφρονιστικό ίδρυμα έχουν αναφέρει πως έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση κατά τη παιδική τους ηλικία.Επιπλέον, σύμφωνα με τις διάφορες θεωρίες σεξουαλικού εγκλήματος, οι πτωχές εμπειρίες κοινωνικοποίησης εξαιτίας της βίας κατά τη παιδική ηλικία φέρουν βασική ευθύνη για τα μεταγενέστερα αρνητικά συναισθήματα όπως η εχθρότητα. Τέτοια συναισθήματα είναι όχι μόνο βασικό αλλά και αναγκαίο συστατικό της εμφάνισης βίαιης σεξουαλικής συμπεριφοράς.

Όσον αφορά τα άτομα που διαπράττουν το έγκλημα του βιασμού ειδικότερα, έρευνες αποδεικνύουν πως έχουν ιστορικό αντικοινωνικής συμπεριφοράς, καθώς και πρώιμο ποινικό μητρώο που αφορά σε μη σεξουαλικά εγκλήματα. Ακόμη, η έρευνα δείχνει πως οι βιαστές έχουν αυξημένη βαθμολογία στη κλίμακα 4 του Minnesota Multiphasic Personality Inventory που σχετίζεται με τα ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά. Σχετική έρευνα ανέδειξε πως βιαστές αναφέρουν εμπειρίες σωματικής κακοποίησης, γονικής βίας, συναισθηματικής κακοποίησης αλλά και βίας ενάντια στα ζώα κατά τη παιδική τους ηλικία.

Συμπληρωματικά, παρατηρείται υψηλό ποσοστό έκθεσης σε βία μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Επιπλέον, μια πληθώρα ερευνών που ασχολήθηκαν με τις πρώιμες εμπειρίες των βιαστών παρατήρησαν προβληματικούς δεσμούς με τους γονείς τους κατά τη παιδική ηλικία. Στη συνέχεια, άλλες έρευνες έδειξαν πως το ενδοοικογενειακό δυσλειτουργικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί είναι δυνατό να αποτελέσει πολύ βασικό αναπτυξιακό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξή βίαιης σεξουαλική συμπεριφοράς στο μέλλον. ‘Όπως σε κάθε περίπτωση, έτσι και εδώ, υπάρχει η υπόθεση ότι πολλοί σεξουαλικοί εγκληματίες προσποιούνται πως έχουν βιώσει παιδική κακοποίηση, κάτι το οποίο αναγκαστικά μειώνει την αξία των αποτελεσμάτων της βιβλιογραφίας, παραμένοντας όμως μια απλή υπόθεση.

Οι διαταραχές προσωπικότητας ανήκουν στο φάσμα των ψυχικών διαταραχών. Πέραν από το πόσο οι διαταραχές προσωπικότητας είναι δυνατό να επηρεάσουν το έγκλημα, υπό ερώτημα τίθεται και το κατά πόσο ψυχικές ασθένειες όπως η σχιζοφρένεια είναι δυνατό να έχουν αντίστοιχες επιρροές.

Τα στατιστικά στοιχεία αναδεικνύουν πως άνθρωποι που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες είναι τέσσερεις φορές πιο πιθανό να εμπλακούν σε κάποιο έγκλημα είτε να έχουν καταδικαστεί για κάποιο σοβαρό σεξουαλικό έγκλημα σε σχέση με αυτούς που δεν έχουν κάποια διάγνωση.

Τελικά παρατηρούμε πως οι εμπειρικές αποδείξεις υποστηρίζουν κάθε μία από τις προσεγγίσεις που συζητήθηκαν για την αιτιολόγηση του εγκλήματος του βιασμού. Το σύνολο αυτών των παραγόντων αντιμετωπίζουν τον βιασμό ως ένα πολύπλοκο φαινόμενο, λαμβάνοντας υπόψη πως η βίαιη συμπεριφορά μπορεί να λάβει χώρα εξαιτίας πολλών αιτιών καθώς και ενός συνδυασμού γεγονότων, καταστάσεων και χαρακτηριστικών προσωπικότητας. Σε κάθε μια από τις περιπτώσεις παρατηρείται πως ένας παράγοντας τείνει να διακρίνεται σε σχέση με τους άλλους. Άλλωστε είναι ξεκάθαρο πως κάθε άτομο εγκληματεί για διαφορετικούς λόγους. Βεβαίως, κάθε δράστης αποτελεί μια ιδιαίτερη υπόθεση και γι’ αυτό καλούνται οι ειδικοί να εφαρμόσουν τη θεωρία στην πράξη.

 

Βιβλιογραφία

  • Blader, J. C., & Marshall, W. L. (1989). Is assessment of sexual arousal in rapists worthwhile? A critique of current methods and the development of a response compatibility approach. Clinical Psychology Review, 9, 569-587.
  • Buss, D. M. (1989). Conflict between the sexes: Strategic interference and the evocation of anger and upset. Journal of Personality and Social Psychology, 56, 735–747.
  • Campbell, J. C., & Soeken, K. L. (1999). Forced sex and intimate partner violence: Effects on women’s risk and women’s health. Violence Against Women, 5, 1017–1035.
  • Daitzman, R., & Zuckerman, M. (1980). Disinhibitory sensation seeking, personality and gonadal hormones. Pers. Individ. Differ. 1, 103–110.
  • Elliott, D. M., Mok, D. S., & Briere, J. (2004). Adult sexual assault: Prevalence, symptomatology, and sex differences in the general population. Journal of Traumatic Stress, 17, 203–211.
  • Hall, G. C. N., & Hirschman, R. (1992). Sexual aggression against children: A conceptual Perspective of etiology. Criminal Justice and Behavior, Vol. 19, No. 1, 8-23.
  • Jackson, N. A. (2012). Attachment and domestic violence. Encyclopaedia of Domestic Violence. Taylor & Francis, London: Routledge.
  • Littleton, H. L., Axsom, D., Breitkopf, C., & Berenson, A. (2006). Rape acknowledgment and post-assault experiences: How acknowledgment status relates to disclosure, coping, worldview, and reactions received from others. Violence and Victims, 21, 761–778.
  • Perilloux, C., Buntley, J. D., & Buss, D.M. (2012). The costs of rape. Arch Sex Behav, 41: 1099-1106.
  • Pithers, W. D. (1990). Relapse prevention with sexual aggressors: A method for Maintaining therapeutic gain and enhancing external supervision. In W. L.
  • Marshall, & D. R. Barbaree (Eds.), The Handbook of sexual assault (pp. 343- 362). New York: Plenum Press.

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Λυδία Μυλωνάκη

lydia mylonakiΨυχολόγος - MSc Forensic Mental Health.
Απόφοιτος του Τμήματος Ψυχολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Επιστημονική Συνεργάτιδα του E-Psychology

Επικοινωνία: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.