Στις μέρες μας υπάρχει η έξαρση της βίας η οποία είναι διάχυτη παντού. Έτσι έχει καθήκον η κοινωνία των ανθρώπων αλλά και ο καθένας ατομικά, να αναζητήσει τα αίτια που αυτή καλλιεργείται. Η Alice Miller μας φωτίζει τον σκοτεινό αυτόν δρόμο. Με την θεωρία της συσχέτισε τις επιπτώσεις ενός τραύματος στα πρώιμα χρόνια της ζωής, με την ψυχοπαθολογία της ενήλικης ζωής.
Στην πορεία της ζωής μας για την αναζήτηση της ευτυχίας χρειαζόμαστε και την συνδρομή της ψυχικής μας διάστασης. Ο τραυματισμός αυτής της διάστασης, ακόμα και από την παιδική ηλικία, μας συνοδεύει και στην ενήλικη ζωή και επηρεάζει την μετέπειτα κοινωνική μας συμπεριφορά. Είμαστε κατά έναν τρόπο οι καταγραφές του παρελθόντος μας.
Η οικογένεια είναι ο πρωτογενής εκείνος πυρήνας όπου αναπτύσσονται ιδιαίτερες συναισθηματικές εντάσεις και προσκολλήσεις μεταξύ των μελών. Τα παιδιά καθότι βρίσκονται στην αρχή της δόμησης της προσωπικότητας τους, είναι ευάλωτα σε αυτές.
Αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι: “το οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να εμπλέκεται στην αρχή της εμφάνισης ψυχολογικών προβλημάτων. Τα παιδιά υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση αυτών των προβλημάτων, σε αντίθεση με αυτά πού δεν θα την εκδηλώσουν, είναι πολύ πιθανότερο να έχουν αρνητικές οικογενειακές σχέσεις. (Burman et al., 1987. Marcuw et at., 1987)”.
Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που συνδέει την αναζήτηση για αγάπη και ενδοοικογενειακή βία, καθώς και λιγότερες ή περισσότερες μορφές επιβολής και χειραγώγησης.
Οι γονείς τις περισσότερες φορές μας αναγκάζουν ν’ ακολουθήσουμε συγκεκριμένες συμβατικές συμπεριφορές και δεν μας επιτρέπουν καθόλου να συνειδητοποιήσουμε τις ανάγκες μας, πόσο μάλλον να τις εκφράσουμε.
Έτσι το παιδί αναγκάζεται να προσαρμοστεί για να διασφαλίσει την ψευδαίσθηση της αγάπης, της φροντίδας και της συμπαθείας. Αυτό έχει σαν συνέπεια να αποκλίνει από τον αληθινό του εαυτό. Οι γονείς επιπλέον βρίσκουν στον ψευδή εαυτό του παιδιού την επιβεβαίωση που αναζητούν.
Η ανάγκη όμως του ανθρώπου για αγάπη και αποδοχή, πολλές φορές τον ωθεί να κλείνει τα μάτια στην αβάσταχτη αλήθεια της πραγματικότητας.
Η ενδεχόμενη βίαιη ή κακοποιητική συμπεριφορά που συνέβη στην παιδική ηλικία συνήθως απωθείται, ενώ η μη κατανόηση της μπορεί να αναπαραχθεί και να καταστρέψει την ζωή τους αλλά και την ζωή των άλλων.
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Για να αντέξει και να επιβιώσει την κακοποίηση, το κακοποιημένο παιδί χρειάστηκε να μάθει να μην νιώθει πόνο. Πολλές φορές η διαστρέβλωση είναι τέτοια που θεωρούν ότι καλώς τους συνέβη και μάλιστα προσπαθούν να το διασκεδάσουν. Αυτό έχει σαν συνέπεια να αναπαραγάγουν αυτή την συμπεριφορά και στο περιβάλλον τους, δικαιολογώντας έτσι την σκοπιμότητα για την οποία συνέβη και στους ιδίους.
Μαθαίνοντας να μην νοιώθουμε πόνο, κάθε τι τραυματικό και βίαιο παραμένει στο σκοτάδι. Κάθε τι σκοτεινό έχει την τάση να αναζητά το φως και αναπαραγάγεται στην μετέπειτα ζωή μας, ως μια προσπάθεια να γίνει συνειδητό και να διαχυθεί στο φως.
Τα φοβισμένα παιδιά μαθαίνουν να καταστέλλουν τις ισχυρότερες συγκινήσεις τους, όπως την οργή και τη θλίψη, και έτσι νοιώθουν ότι ελέγχουν το φόβο και γι’ αυτό προσποιούνται.
Παρ’ όλα αυτά, επιθυμούν έντονα με κάποιο τρόπο την εκδίκηση. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα πάρουν την εκδίκηση τους μόλις παίρνουν τη δύναμη. Οι τύραννοι όπως το Στάλιν, Hitler και Mao, μας έδωσαν ένα μάθημα για αυτό που συμβαίνει αργότερα σε αυτά τα παιδιά. Κακοποιηθήκαν κατά τα παιδικά τους χρόνια και αρνήθηκαν τον πόνο τους. Αργότερα αυτό τον βασανισμό που υπέστησαν κατά τα παιδικά τους χρόνια, τον επέβαλλαν κατόπιν με βίαιο τρόπο σε ολόκληρα έθνη.
Θα περίμενε κάνεις ότι τα προκομμένα παιδιά είναι αυτά που συνήθως έχουν μια πιο ολοκληρωμένη προσωπικότητα με ισχυρή αυτοπεποίθηση. Η Miller πιστεύει ότι στα παιδιά αυτά δημιουργούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις από τους γονείς για να πραγματοποιήσουν τα ανεκπλήρωτα όνειρα των γονέων τους. Έτσι, αυτά που κάνουν τους γονείς υπερήφανους και ακολουθεί το παιδί, συνήθως το αποξενώνει περισσότερο από τον εαυτό τους. Έχουν τάσεις τελειομανίας και αναζητούν να είναι το επίκεντρο. Κάθε τι πέρα του τέλειου, οδηγεί σε αισθήματα άγχους, ενοχής και ντροπής. Τους έχει μπλοκαριστεί η πρόσβαση στον συναισθηματικό τους κόσμο και χαρακτηρίζονται από έλλειψη σεβασμού. Επιπλέον έχουν έντονη επιθυμία ελέγχου και απαιτήσεων από τους γύρω τους. Η απουσία του συναισθήματος, τους κάνει πιο σκληρούς και αυταρχικούς και αυτό έχει σαν επακόλουθο στο να είναι επιρρεπείς, ώστε να ασκούν ψυχολογική βία στο περιβάλλον μέσα στο οποίο αλληλεπιδρούν.
ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.
Η μνήμη των πρώτων ετών ζωής που αποθηκεύεται επάνω στο σώμα μας, είναι ισχυρότερη από όλα όσα μαθαίνουμε αργότερα στα σχολεία και τα πανεπιστήμια.
Αυτή η μνήμη της πρόωρης εμπειρίας, αν και μένει ασυνείδητη, μπορεί να οδηγήσει τους γονείς να ενεργούν καταπιεστικά και να τους αφήσει να θεωρήσουν ότι ενεργούν προς όφελος του παιδιού τους.
Ο καταλυτικός παράγοντας για την διαμόρφωση της προσωπικότητας είναι η υποδοχή που μας επιφυλάχτηκε όταν ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο και ο τρόπος με τον οποίον μας αντιμετώπισαν αργότερα.
Φυσικά υπάρχει και ο γενετικός σχεδιασμός που κληρονομήσαμε από τους γονείς μας, ο οποίος μπορεί να καθορίσει τι είδους κλίσεις ένα παιδί θα έχει καθώς και τις προδιαθέσεις τους. Όμως τα χαρακτηριστικά που θα προβάλλει, εξαρτώνται αποφασιστικά από αυτά που ένα πρόσωπο θα γνωρίσει αμέσως μετά από τη γέννησή του και κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών ζωής. Τα παιδιά που τους δίνεται η αγάπη, ο σεβασμός, η κατανόηση, η ευγένεια, και η ζεστασιά θα αναπτύξουν φυσικά διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα που δοκιμάζουν την παραμέληση, την περιφρόνηση, τη βία ή την κατάχρηση.
«Η απουσία εμπιστοσύνης και αγάπης, είναι ένας κοινός παρονομαστής στις τρυφερές ηλικίες όλων των δικτατόρων που έχω μελετήσει» αναφέρει η Miller.
Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτά τα παιδιά θα τείνουν να δοξάσουν τη βία που τους επεβλήθη και αργότερα εκμεταλλευόμενα κάθε πιθανή ευκαιρία να ασκήσουν τέτοια βία, σε γιγαντιαία κλίμακα.
«Το καταφύγιο των παιδιών σαν προστασία ενάντια στην βία είναι οι μηχανισμοί διχασμού, όπου τα παιδιά νεκρώνονται ψυχικά. Με τον χρόνο αυτά τα παιδιά και τα θύματα βίας ξεχνούν τις βιαιότητες που έζησαν και τις αναπαραγάγουν με διαφορετικούς τρόπους» (Miller, 1988).
Τα παιδιά μαθαίνουν από τη μίμηση.
Ο εαυτός τους δεν μαθαίνει τι προσπαθούμε να τους ενσταλάξουμε με τις λέξεις, αλλά τι έχουν δοκιμάσει βιωματικά. Τα κακοποιημένα, τραυματισμένα παιδιά θα μάθουν να κτυπούν και να τραυματίζουν άλλα, ενώ τα παιδιά που τα σεβάστηκαν θα μάθουν να σέβονται και να προστατεύουν εκείνους που είναι πιο αδύναμοι και από τους ίδιους. Οδηγούμαστε έτσι όλοι από τις εμπειρίες μας, όπως συμβαίνει το ίδιο και με τα παιδιά, που οδηγούνται από τα βιώματα των πρώιμων χρόνων τους.
Η άσκηση σωματικής τιμωρίας (ξύλο, χτύπημα) των παιδιών από τους γονείς και τους δασκάλους τους, είναι βαθιά ανήθικο και επικίνδυνο για το μέλλον τους.
Τα παιδιά γνωρίζουν ότι εξαρτώνται από τους γονείς τους και αυτό τους κάνει να φοβούνται τη μεγαλύτερη σκληρότητα των γονέων και τιμωρία τους, εάν μιλήσουν ή προσπαθήσουν να ζητήσουν βοήθεια.
Επιστημονικά είναι αποδεδειγμένο ότι: τα παιδιά που υφίστανται βία τους διδάσκεται η βία και τους δημιουργούνται συναισθήματα φόβου. Είναι επίσης πολύ σοβαρό διότι καταστρέφει τις συνάψεις στον εγκέφαλο αυτών των παιδιών και παράγει τη συναισθηματική τους τύφλωση. Κατά συνέπεια, ο μόνος λόγος για τον οποίον οι γονείς συνεχίζουν να εφαρμόζουν αυτήν την μέθοδο και να κτυπούν τα παιδιά τους, είναι το γεγονός ότι και οι ίδιοι επίσης κτυπήθηκαν και τους αφαιρέθηκε η δυνατότητα έκφρασης όταν ήταν μικρά παιδιά. Έμαθαν αυτό το λανθασμένο μάθημα πολύ νωρίς, και είναι δύσκολο για αυτούς να το ξεφορτωθούν.
Έρευνες δείχνουν ότι: “Η κακή μεταχείριση σε νεαρή ηλικία μπορεί να έχει μακρόχρονης διάρκειας αρνητικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη και τη λειτουργία του εγκεφάλου ενός παιδιού.” [2]
“Σε όλη μας τη ζωή αναζητούμε την κοντινή εκείνη σχέση και τη στενή επαφή που δεν είχαμε νιώσει ποτέ ως παιδιά και είχαμε απωθήσει. Οι απωθημένες αναμνήσεις από τους απόμακρους και απόντες γονείς μας δημιουργεί την αίσθηση ενός τοίχου, ο οποίος αργότερα μας χωρίζει με πολύ επώδυνο τρόπο από τους άλλους ανθρώπους.” [3]
Στο βαθμό που κατανοούμε τον εαυτό μας και απελευθερωνόμαστε από τα δεσμά του παρελθόντος και πιστέψουμε ότι από εμάς εξαρτάται η δική μας ευτυχία, ίσως τότε να βιώσουμε σαν κοινωνία έναν κόσμο όπου η βία θα απουσιάζει. Το ότι συνεχίζει να υπάρχει, αυτό ίσως να σημαίνει ότι βρίσκουμε τρόπους ως ενήλικες, ώστε τα παιδιά μας να την υφίστανται και να την αναπαραγάγουν με έναν άλλον τρόπο.
Παράρτημα
[1] «Η Άρνηση της πραγματικότητας είναι ένας μηχανισμός άμυνας του Εγώ που η χρήση του ξεκίνησε από τη φροϋδική ψυχανάλυση. Σύμφωνα με αυτόν το μηχανισμό, το υποκείμενο αρνείται ν’ αναγνωρίσει και ν’ αποδεχτεί την πραγματικότητα κάποιων τραυματικών αντιληπτικών δεδομένων. Δεν πρόκειται απλώς για μια απώθηση τάσεων που αναπτύσσονται εντός του ψυχικού συστήματος, αλλά για την απάρνηση στοιχείων της ίδιας της εξωτερικής πραγματικότητας. Κρίνεται σκόπιμο ν’ αναφέρεται ότι το υποκείμενο μπορεί ν’ αρνείται ένα αντιληπτικό δεδομένο, ενώ ταυτόχρονα, μια πλευρά του ψυχισμού του μπορεί ν’ αποδέχεται τις επιπτώσεις που έχει στη ζωή του, λ.χ. βιώνοντας άγχος.» (Miller Alice, “Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας”, Εκδ Ροές, Αθήνα 2003, σ.27.)
Πηγές:
[1]Sue David, Sue Derald, Sue Stanley, “Understanding Abnormal Behavior”, Ed. 3rd 1990, HoughtonMifflinCompany. P. 408.
[2] ScientificAmerican, “Σημάδια που δεν θα θεραπευτούν: Η Νευροβιολογία της Κακοποίησης των Παιδιών”, Mar2002, Vol. 286 Issue 3,p68, 8p, 7c.
[3]MillerAlice, “Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας”, Εκδ Ροές, Αθήνα 2003, σ.1 43.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Pg. Dip. Σύμβουλος Προσωποκεντρικής Προσέγγισης, Προσωκρατικών Φιλοσοφικών Μελετών & Οντολογίας