Ο John B. Watson θεωρείται από πολλούς ο θεμελιωτής της ψυχολογικής προσέγγισης που ονομάζεται «συμπεριφορισμός» ή, αλλιώς, «μπηχεβιορισμός» (behaviourism). Ο Watson ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του καριέρα σπουδάζοντας φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Chicago. Κατόπιν μεταπήδησε στο γνωστικό αντικείμενο της Ψυχολογίας.
John B. Watson (1878-1958)
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, παρακολούθησε μαθήματα νευρολογίας και φυσιολογίας και, συγχρόνως, εκπόνησε πολλά πειράματα σε ζώα, αρκετά από τα οποία αφορούσαν την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της συμπεριφοράς των ποντικών σε σχέση με την ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού τους συστήματος. Ολοκληρώνοντας τον πρώτο κύκλο των σπουδών του στο Chicago, ο Watson έγραψε τη διπλωματική του εργασία με θέμα την εκπαίδευση των ζώων καθώς και τη σχέση που πιθανώς υπάρχει μεταξύ ορισμένων συμπεριφορών των ζώων και των ανθρώπων.
Το 1908, ο Watson έφυγε από το Chicago και έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο John Hopkins, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1919. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Watson ανέπτυξε τις απόψεις του για το συμπεριφορισμο, προσπαθώντας να συγκροτήσει μια νέα Ψυχολογική προσέγγιση. Αυτές οι απόψεις, οι οποίες έδιναν έμφαση στη συμπεριφορά που είναι παρατηρήσιμη και απέκλειαν την ενδοσκόπηση και την αυτοπαρατήρηση, παρουσιάστηκαν σε διαλέξεις το 1912 και εκδόθηκαν το 1914 σε ένα βιβλίο με τίτλο Συμπεριφορά (Behaviour, 1914)
Οι ιδέες του Watson για τη χρησιμοποίηση αντικειμενικών μεθόδων παρατήρησης της συμπεριφοράς και η πρότασή του για απαλλαγή της Ψυχολογίας από τη μέθοδο της ενδοσκόπησης της ψυχικής ζωής των ατόμων έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό. Το 1915, ο Watson εκλέχθηκε πρόεδρος του Αμερικανικού Ψυχολογικού Συνδέσμου (American Psychological Association - ΑPA)
Το 1919, μετά το διαζύγιό του από τον πρώτο του γάμο, ο Watson παντρεύτηκε μια φοιτήτριά του και αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση που κατείχε στο John Hopkins και να αναζητήσει τα προς το ζην στον επιχειρηματικό κόσμο.
Έτσι, παρά τη φήμη που είχε ως ψυχολόγος, επιδόθηκε με μεγάλη επιτυχία στις έρευνες αγοράς για μια σειρά προϊόντων, δηλώνοντας μάλιστα ότι μπορεί να είναι εξίσου συναρπαστικό να παρακολουθείς την άνοδο της καμπύλης των πωλήσεων ενός προϊόντος με το να μελετάς την καμπύλη μάθησης των ανθρώπων ή των ζώων (Watson, 1936, σ. 280). Μετά το 1920, ο Watson έγραψε μερικά πολύ σημαντικά άρθρα και εξέδωσε το βιβλίο του Συμπεριφορισμός (Behaviourism,1924). Παρά ταύτα, η όλη του σταδιοδρομία ως θεωρητικού και ερευνητή του συμπεριφορισμού είχε ήδη τελειώσει με την αποχώρησή του από το John Hopkins.
Ivan Petrovich Pavlov (1849-1936)
Ο Ivan Petrovich Pavloν υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Ρώσους φυσιολόγους, ο οποίος, μέσα στα πλαίσια της μελέτης του για τις διαδικασίες πέψης, διαμόρφωσε μια αυστηρή μέθοδο μελέτης της συμπεριφοράς και διατύπωσε τις αρχές που διέπουν τις διαδικασίες μάθησης, ασκώντας εντυπωσιακή επίδραση στο χώρο της ψυχολογίας.
Ο Pavlov, γιος ιερέα, αφού σπούδασε πρώτα στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του Ράζαν, παρακολούθησε μαθήματα των φυσικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Το 1875 και αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Πετρούπολη, περιπλανήθηκε για τέσσερα χρόνια σε διάφορα εργαστήρια, μέχρι που έγινε συνεργάτης του Μπότκιν. Στο εργαστήριο αυτού ο Pavlov προετοίμασε τις νέες πειραματικές μεθόδους, τελείως διαφορετικές από αυτές που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε η κλασική φυσιολογία, τις οποίες και θα εφάρμοζε αργότερα για την ολική μελέτη του ανθρώπινου οργανισμού.
Μετά από σύντομη ενασχόληση με τη φαρμακολογία, ο Pavlov κατέλαβε τελικά, το 1890, την έδρα της φυσιολογίας στην Ακαδημία Στρατιωτικής Ιατρικής της Πετρούπολης όπου και παρέμεινε για περισσότερο από 30 χρόνια. Από αυτή τη θέση μπόρεσε να ασχοληθεί πειραματικά με το ρόλο της έκκρισης του σάλιου στην πέψη των σκύλων και έτσι, μετά από μακροχρόνιες έρευνες, είχε την ευκαιρία να διατυπώσει τη θεωρία της κλασικής εξαρτημένης μάθησης.
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Το 1904 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ για τα 10 χρόνια συνεχούς έρευνας γύρω από τη λειτουργία των κύριων πεπτικών αδένων. Μετά τη Ρωσική Επανάσταση και κατόπιν εντολής του Λένιν, ο Pavlov οργάνωσε το 1922 το Ινστιτούτο Βιολογίας του Κολτούτσι (Μόσχα) και το 1927 δημοσίευσε το βιβλίο του Μαθήματα για τη δραστηριότητα των μεγάλων ημισφαιρίων του εγκεφάλου.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα πειράματα που πραγματοποίησε ο Pavlov υπήρξαν καθοριστικά για την ανάπτυξη και την επιστημονική θεμελίωση του συμπεριφορισμού, ακόμα και για την ίδια τη σκέψη του Watson. Τέλος, η συμβολή του στη σκέψη της σύγχρονης Ψυχολογίας είναι αναμφισβήτητη ακόμη και από τους θεωρητικούς εχθρούς του, γιατί, τουλάχιστον, άνοιξε το δρόμο για έναν πολύ έντονο διάλογο πάνω σε μια σειρά επίμαχων σημείων της ψυχολογίας, διάλογος ο οποίος συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Τα πειράματα του Pavlov
Περίπου στην αρχή του εικοστού αιώνα, ο Pavlov μελέτησε το ρόλο της έκκρισης του σάλιου στην πέψη των σκύλων, οι οποίοι έμειναν γνωστοί στην ιστορία της ψυχολογίας ως «σκύλοι του Pavlov» (Pavlov's dogs). Στα πλαίσια της έρευνάς του, ο Pavloν τοποθέτησε στους σιελογόνους αδένες ενός σκύλου ορισμένα ειδικά σωληνάκια, που σκοπό είχαν να μετρούν την ποσότητα του εκκρινόμενου σάλιου όταν ο πειραματιστής έβαζε στο στόμα του σκύλου ένα κομμάτι κρέας.
Ωστόσο, μετά από έναν αριθμό δοκιμών, ο σκύλος άρχιζε να εκκρίνει σάλιο πριν του δώσουν στο στόμα την τροφή του αυτό συνέβαινε όταν άκουγε το θόρυβο από τα κυπελλάκια με το κρέας ή ακόμη κι όταν έβλεπε το συγκεκριμένο άτομο που πάντα έφερνε την τροφή του.
Βλέποντας, λοιπόν, ο Pavlov ότι ο σκύλος αντιδρούσε εκκρίνοντας σάλιο σε ερεθίσματα εκ πρώτης όψεως άσχετα με αυτήν καθεαυτή την τροφή, συμπέρανε ότι ο σκύλος ήταν σε θέση να συνδέει συγκεκριμένα ερεθίσματα με την εμφάνιση και τη λήψη της τροφής του. Με άλλα λόγια, ερεθίσματα που δεν οδηγούσαν στη συγκεκριμένη αντίδραση του σκύλου (δηλαδή την έκκριση του σάλιου), και που γι αυτό ονομάζονται «ουδέτερα ερεθίσματα», φάνηκε ότι προκαλούσαν την έκκριση του σάλιου λόγω του χωροχρονικού συσχετισμού τους με τη λήψη της τροφής.
ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.
Με βάση αυτό το συμπέρασμα, ο Pavlov αποφάσισε να μελετήσει σε απομονωμένο πειραματικό περιβάλλον όλες αυτές τις διασυνδέσεις που, όπως φαίνεται, έκανε ο σκύλος μεταξύ των ουδέτερων ερεθισμάτων και του φαγητού του.
Η πειραματική διαδικασία που ακολούθησε ο Pavlov είχε ως εξής:
Ο πειραματιστής χτυπάει ένα κουδούνι, ο σκύλος δεν εκκρίνει σάλιο κι αμέσως μετά του προσφέρεται η τροφή του, οπότε και την τρώει παράγοντας τις συνηθισμένες ποσότητες σάλιου. Στο επόμενο γεύμα του σκύλου, ο ερευνητής ξαναχτυπάει το κουδούνι και αμέσως μετά προσφέρεται στο σκύλο το φαγητό του. Η ίδια ακριβώς διαδικασία επαναλαμβάνεται αρκετές φορές, έως ότου ο σκύλος να εκκρίνει σάλιο μόλις ακούσει το κουδούνι και πριν του παρουσιαστεί η τροφή του.
Μέσα από αυτό το πείραμα, ο Pavloν μπόρεσε να δείξει ότι ο σκύλος έμαθε να συσχετίζει τον ήχο του κουδουνιού με την έλευση της τροφής του, έδειξε δηλαδή ότι ένα ουδέτερο ερέθισμα μπόρεσε, μέσω της μάθησης, να γίνει εξαρτημένο και να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός οργανισμού. Η διαδικασία αυτή ονομάστηκε από τον Pavlov κλασική εξαρτημένη μάθηση (classical conditioning learning).
Βασικές αρχές της κλασικής εξαρτημένης μάθησης
Η θεμελιώδης αρχή της κλασικής εξαρτημένης μάθησης, όπως περιγράφεται από τον ίδιο τον Pavlov (1927), είναι η ακόλουθη:
Αν ένα ερέθισμα (π.χ. ένα κουδούνι) παρουσιάζεται την ίδια χρονική στιγμή με ένα άλλο ερέθισμα (π.χ το φαγητό το οποίο προκαλεί αυτόματα μία αντίδραση (έκκριση σάλιου στην προκειμένη περίπτωση), τότε το πρώτο ερέθισμα θα γίνει τελικά ικανό να προκαλεί την αναμενόμενη αντίδραση χωpίς την παρουσίαση του δεύτερου ερεθίσματος (δηλαδή το κουδούνι μόνο του θα προκαλεί την έκκριση του σάλιου, χωρίς την παρουσίαση του φαγητού) .
Έτσι, το φαγητό το ονομάζουμε μη εξαρτημένο ερέθισμα (unconditioned stimulus) και την έκκριση του σάλιου μη εξαρτημένη αντίδραση (unconditioned response). Η έκκριση του σάλιου που προκαλείται από το χτύπημα του κουδουνιου (κι όχι από τη λήψη της τροφής στο στόμα) ονομάζεται εξαρτημένη αντίδραση (conditioned response) και το κουδούνι έχει γίνει τώρα εξαρτημένο ερέθισμα (conditioned stimulus) .
Στη συνέχεια, ο Pavlον παρατήρησε ότι, όταν ένα συγκεκριμένο εξαρτημένο ερέθισμα έχει συσχετιστεί με μία εξαρτημένη αντίδραση, τότε είναι δυνατό άλλα , παρόμοια με το πρωτότυπο, ερεθίσματα να προκαλέσουν την ίδια εξαρτημένη αντίδραση. Για παράδειγμα, ένα κουδούνι με ελαφρώς διαφορετική τονικότητα στον ήχο του από αυτόν που παράγει το αρχικό κουδούνι μπορεί επίσης να προκαλέσει την έκκριση του σάλιου στο σκύλο. Αυτήν ακριβώς τη διαδικασία ο Pavlov αποκάλεσε γενίκευση (generalization).
Η διάκριση και η εξάλειψη στην κλασική εξαρτημένη μάθηση
Παράλληλα με τη διαδικασία της γενίκευσης, ο Pavlov περιέγραψε και ένα άλλο βασικό φαινόμενο της κλασικής εξαρτημένης μάθησης, τη διάκριση (discriminaton). Σύμφωνα με αυτό το φαινόμενο, αν κάποια ουδέτερα ερεθίσματα είναι συνδεδεμένα με ένα μη εξαρτημένο ερέθισμα και κάποια άλλα δεν είναι, τότε το ζώο θα μάθει να τα ξεχωρίζει, να τα διακρίνει μεταξύ τους. Για παράδειγμα, αν το φαγητό παρουσιάζεται μόνο σε συσχετισμό με τον ήχο του κουδουνιού και ποτέ με τον ήχο ενός βομβητή, τότε ο σκύλος θα μάθει να εκκρίνει σάλιο μόνο όταν ακούει τον ήχο του κουδουνιού και όχι όταν ακούει τον ήχο του βομβητή.
Επιπροσθέτως, αν το εξαρτημένο ερέθισμα (π.χ. το κουδούνι) σταματήσει να συσχετίζεται με το μη εξαρτημένο ερέθισμα (π.χ. την παρουσίαση του φαγητού), τότε η εξαρτημένη αντίδραση (η έκκριση του σάλιου) σύντομα θα πάψει να εμφανίζεται, δηλαδή η αντίδραση θα εξαλειφθεί το φαινόμενο αυτό ονομάζεται εξάλειψη (extinction). Έτσι, θα παρατηρήσουμε ότι, μετά από μια σειρά χτυπημάτων του κουδουνιού χωρίς την ταυτόχρονη παρουσίαση της τροφής, ο σκύλος θα εκκρίνει όλο και λιγότερο σάλιο, ενώ στο τέλος δεν θα εκκρίνει καθόλου.
Πρέπει σε αυτό το σημείο να αναφερθεί ότι, παρόλο που τα πειράματα διενεργήθηκαν με ζώα, οι συμπεριφοριστές υποστηρίζουν ότι τα συμπεράσματα που εξάγουν από αυτά μπορούν πολύ εύκολα να εφαρμοστούν και στους ανθρώπους. Για παράδειγμα, μπορούμε να επικαλεστούμε την περίπτωση ενός μικρού παιδιού το οποίο δαγκώνει ένας σκύλος.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Pavlov, τον Watson και τους συνεχιστές τους, είναι αναμενόμενο το παιδί να αρχίσει να φοβάται όλα τα σκυλιά δηλαδή το παιδί θα συμπεριφερθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επεκτείνει το φόβο του σε όλα τα σκυλιά (φαινόμενο της γενίκευσης-generalization). Ας υποθέσουμε όμως ότι το παιδί, θέλοντας να χειριστεί το φόβο του, αρχίζει να διακρίνει διάφορα είδη σκυλιών, θα αρχίσει έτσι σταδιακά να φοβάται μόνο συγκεκριμένες ράτσες σκύλων (φαινόμενο της διάκρισης-discriminati on).
Ακόμη, σύμφωνα με την προσέγγιση του Pavlov, κάνουμε την υπόθεση ότι με τον καιρό το παιδί ενδέχεται να αποκτήσει θετικές εμπειρίες από διάφορους σκύλους και έτσι, κάποια στιγμή, θα πάψει να δείχνει φόβο γενικά για τα σκυλιά (φαινόμενο της εξάλειψης extinction). Με αυτό το παράδειγμα γίνεται προφανής η μεγάλης σημασίας εφαρμογή που μπορεί να έχει η θεωρία της κλασικής εξαρτημένης μάθησης για μια σειρά συναισθηματικών αντιδράσεων.
Εξαρτημένες συναισθηματικές αντιδράσεις
Μέσα στα πλαίσια των συμπεριφοριστικών προσεγγίσεων, τα φαινόμενα της γενίκευσης, της διάκρισης και της εξάλειψης έχουν ιδιαίτερη σημασία τόσο για τη μελέτη των διαδικασιών της μάθησης, όσο και για τη μελέτη διαφόρων ψυχοπαθολογικών φαινομένων, όπως είναι για παράδειγμα η μελέτη των νευρώσεων, καθώς και για την ανάλυση των ενδοατομικών και διατομικών συγκρούσεων.
Ο ίδιος ο Pavlov μελέτησε παρόμοια φαινόμενα στο εργαστήριό του, δημιουργώντας πειραματικές συνθήκες που έμειναν γνωστές με τον όρο πειραματική νεύρωση (experimental neuroses). Για παράδειγμα, στο εργαστήριο του Pavlov, ένας σκύλος έμαθε να εκκρίνει σάλιο με την εμφάνιση του σχήματος ενός κύκλου.
Επίσης, ο Pavloν κατάφερε να κάνει το σκύλο να μην αντιδρά όταν εμφανιζόταν το σχήμα μιας έλλειψης κύκλου με το να μην ενισχύει τις αντιδράσεις του στη θέα της δηλαδή ο σκύλος έμαθε να διακρίνει τον κύκλο από την έλλειψη. Όταν οι πειραματιστές άρχισαν να αλλάζουν σταδιακά το σχήμα της έλλειψης και να την εξομοιώνουν με τη μορφή του κύκλου, παρατηρήθηκε ότι ο σκύλος χειριζόταν, στην αρχή τουλάχιστον, ικανοποιητικά την ικανότητα διάκρισης που του είχαν μάθει αλλά όσο εξομοιωνόταν η έλλειψη με τον κύκλο, τόσο η συμπεριφορά του σκύλου φαινόταν όλο και περισσότερο αποδιοργανωμένη.
Ο ίδιος ο Pavlov περιγράφει αυτή τη συμπεριφορά ως εξής: «...Το μέχρι πρότινος ήσυχο σκυλάκι άρχισε τώρα να γαβγίζει και να γρυλίζει συνέχεια, να βγάζει με τα δόντια του τα ηλεκτρόδια που είχαμε τοπoθετήσει πάνω στο δέρμα του και να δείχνει απειλητικά τα δόντια προς την πόρτα που συνέδεε το δωμάτιο του με το χώρο του παρατηρητή, συμπεριφορά που παρόμοιά της πότε δεν είχε εκδηλώσει... Θα λέγαμε ότι η εικόνα που παρουσίασε η συμπεριφορά του σκύλου περιλάμβανε όλα τα συμπτώματα που συνθέτουν την εικόνα μιας σοβαρής νεύρωσης...» (Pavlov, 1927, σ. 291).
Η περίπτωση του μικρού Albert
Οι σκέψεις του Pavlον σχετικά με τα κλινικά φαινόμενα επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της σκέψης του άλλου μεγάλου θεωρητικού της κλασσικής εξαρτημένης μάθησης, του Watson. Έτσι, αμέσως μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του με τίτλο «Η Ψυχολογία από την οπτική γωνία ενός Συμπεριφοριστή» (Psychology from the stand point of a Behaviourist, 1919), ο Watson άρχισε να μελετά τις συναισθηματικές αντιδράσεις ενός νηπίου.
Η περίπτωση του Albert, ενός μωρού ηλικίας έντεκα μηνών, έμεινε κλασική στην ιστορία του συμπεριφορισμού αλλά και της ψυχολογίας γενικότερα. Σε αυτή λοιπόν την έρευνα που εκπονήθηκε το 1920, οι πειραματιστές Watson και Rayner εκπαίδευσαν ένα νήπιο να φοβάται ζώα και αντικείμενα που πριν δεν φοβόταν. Αρχικά, οι πειpαματιστές βρήκαν ότι χτυπώντας ένα σφυρί πάνω σε μια μεταλλική μπάρα, παρήγαν έναν δυνατό ήχο που προκολούσε μια αντίδραση φόβου στο παιδί.
Στη συνέχεια παρατήρησαν ότι, αν χτυπούσαν το σφυρί ακριβώς πίσω από το κεφάλι του παδιού τη στιγμή που αυτό πλησίαζε ένα κουνέλι, τότε ο Albert εκδήλωνε το φόβο του για το ζώο αντίδραση που δεν παρουσίαζε πριν. Μετά από επανειλημμένες δοκιμές, παρατηρήθηκε ότι τη στιγμή που οι πειραματιστές έδειχναν το κουνέλι στο μωρό χωρίς τη συνοδεία του ήχου, ο Albert άρχισσε να κλαίει. Οι Watson και Rayner συμπέραναν ότι στο μωρό Albert είχε δημιουργηθεί, μέσω της μάθησης, μία εξαρτημένη συναισθηματική αντίδραση (conditioned emotional reaction).
Αυτό που συνιστούσε την εξαρτημένη συναισθηματική απόδραση στη συμπεριφορά του Albert ήταν το γεγονός ότι φοβόταν το κουνέλι επειδή είχε συνδέσει συναισθηματικά την παρουσία του με το δυνατό ήχο του σφυριού. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μια μορφή γενίκευσης της αντίδρασης, καθώς ο Albert παρουσίαζε την ίδια συμπεριφορά, δηλαδή φόβο, ακόμα και με ατικείμενα που απλώς έμοιαζαν με το κουνέλι.
Τέλος, παρόλο που υπήρχαν κάποιες ενδείξεις ότι η συναισθηματική αντίδραση του Albert δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο περίμεναν, οι Watson και Rayner κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μια σειρά από διαφορετικές μορφές φοβιών είναι, ουσιαστικά, εξαρτημένες συναισθηματικές αντιδράσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν μέσα σε συνθήκες μάθησης σε δεδομένες καταστάσεις της ζωής του ατόμου.
Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο «Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική», Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Τμήμα Σύνταξης της Πύλης Ψυχολογίας Psychology.gr
Επιμέλεια και συγγραφή άρθρων, μετάφραση & απόδοση ξενόγλωσσων άρθρων.