Μια μητέρα παρατηρεί το μωρό της καθώς περνάει από τη βρεφική στη νηπιακή ηλικία και κάνει τα πρώτα ψυχικά και σωματικά βήματα απομάκρυνσης από κοντά της. Το μωρό δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τα αντικείμενα γύρω του και οδηγείται ενστικτωδώς να τα αγγίξει, να τα γευτεί και να τα περιεργαστεί.
Τα πάντα είναι καινούρια και χρειάζεται να τα καταλάβει και να τα αποκωδικοποιήσει γιατί αυτός είναι ο δικός του κόσμος, ο κόσμος μέσα στον οποίο θα ζει και θα υπάρχει. Όλο αυτό το ταξίδι ξεκινάει από την ποιότητα του δεσμού που αναπτύσσεται μεταξύ του βρέφους και της μητέρας του και κυρίως πώς αντιλαμβάνεται το βρέφος την ποιότητα αυτού του δεσμού.
Όταν οι ψυχικές και σωματικές ανάγκες του βρέφους κατανοούνται από την πλευρά της μητέρας και καλύπτονται επαρκώς, το μωρό έχει πλέον τα απαραίτητα ψυχικά εφόδια, για να εξερευνήσει τον κόσμο που το περιμένει έξω από αυτό το διαπροσωπικό πλαίσιο. Κάνει ένα βηματάκι τη φορά και γρήγορα επιστρέφει στη μητέρα του, για να αντλήσει το απαραίτητο κουράγιο που χρειάζεται για να ξαναπροσπαθήσει.
Η μητέρα που είναι αρκετά συντονισμένη με την προσπάθεια του μωρού της, είναι εκεί για να το κρατήσει, σωματικά και ψυχικά, όσο εκείνο επιθυμεί και να του προσφέρει την απαραίτητη ενθάρρυνση για να συνεχίσει. Καθώς λοιπόν αρχίζει να απομακρύνεται από το πρόσωπο φροντίδας, τα χεράκια του πιάνουν και αγγίζουν διάφορα αντικείμενα, ενώ το ίδιο πλημμυρίζει από ενθουσιασμό για τις νέες του ανακαλύψεις που τώρα πια έχει τη δυνατότητα να φέρει κοντά στο πρόσωπο του.
Ενίοτε τα χεράκια του ψαχουλεύουν αδιάκριτα τα προσωπικά αντικείμενα μιας τσάντας, αλλά η μητέρα γνωρίζει ότι το παιδί της προσπαθεί απλά να συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες και να τις οργανώσει, έτσι ώστε να γνωριστεί με τον κόσμο μας, ενώ παράλληλα εξασκεί το αναφαίρετο του δικαίωμα να οικειοποιείται τα πράγματα της μητέρας του.
Ο κλέφτης δε γυρεύει το αντικείμενο που παίρνει. Γυρεύει ένα πρόσωπο. Γυρεύει τη μητέρα του, αλλά δεν το ξέρει (Winnicott, 1967).
Αφού η μητέρα δημιουργήσει στο μωρό της την ψευδαίσθηση πως ο κόσμος δημιουργείται μέσα από την έκφραση της ανάγκης του και της φαντασία του, περνάει σε δεύτερο χρόνο και σιγά σιγά στη διάλυση των ψευδαισθήσεων.
Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί ο θηλασμός ή η διατροφή του μωρού, όπου η μητέρα ανταποκρίνεται άμεσα στην ανάγκη του μωρού της να τραφεί και του επιτρέπει έτσι να πιστεύει ότι η ανάγκη του και κατ’ επέκταση η φαντασία του, είναι εκείνη που δημιουργεί την τροφή προκειμένου να ικανοποιήσει την πείνα του. Αφού ενισχύσει την εμπιστοσύνη του βρέφους στα πράγματα και στους ανθρώπους, θα πρέπει στη συνέχεια να το οδηγήσει μέσα από μια διαδικασία διάλυσης των ψευδαισθήσεων και όσο βρίσκεται σε αυτή τη διαδικασία θα πρέπει να το κρατάει ψυχικά με αρκετό σεβασμό και αρκετή υπομονή. Έτσι, το βρέφος θα περάσει στη νηπιακή ηλικία και από εκεί στην πρώτη παιδική, ενώ παράλληλα θα φτάσει να αποδέχεται την εξωτερική πραγματικότητα των περιορισμών και θα εξασθενίζει η ενστικτική του προστακτικότητα.
Η κλοπή στη σχολική ηλικία
Τί γίνεται όμως όταν το παιδί το οποίο βρίσκεται σε σχολική ηλικία αρχίζει και αφαιρεί πράγματα που ανήκουν σε άλλα μέλη της οικογένειας και ειδικά όταν αρχίζει να κλέβει μικροαντικείμενα από το περιβάλλον του σχολείου. Φυσικά, δεν αναφερόμαστε σε περιπτώσεις που η κλοπή αφορά τρόφιμα ή είδη πρώτης ανάγκης που είναι απόλυτα αναγκαία για την επιβίωση του παιδιού, το οποίο για κάποιο λόγο τα στερείται.
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
, χωρίς να τα χαρεί, ή συσσωρεύει χωρίς να τα χρησιμοποιεί ιδιαίτερα, επειδή δεν μπορεί να χαρεί την κατοχή των κλεμμένων αντικειμένων. Τότε η κατάσταση παραπέμπει σε ένα παιδί που λειτουργεί κάτω από ψυχαναγκασμό. Βέβαια, το ίδιο το παιδί δεν γνωρίζει γιατί κάνει αυτό που κάνει και στην περίπτωση που πιαστεί και πιεστεί να δώσει εξηγήσεις, θα γίνει πιθανότατα και ψεύτης.
Η πράξη της κλοπής, από την πρώτη-πρώτη σκέψη μέχρι και την ολοκλήρωση της, προσφέρει στο παιδί μια απαραίτητη οργάνωση του χρόνου του που αλλιώς μοιάζει κενός και χωρίς ενδιαφέρον, μια συναισθηματική κορύφωση που του προσδίδει ένα ψευδές νόημα ύπαρξης, έναν τρόπο δηλαδή να αντέχει να υπάρχει στον κόσμο. Η όλη διαδικασία παραπέμπει ενδεχομένως σε μια καθήλωση σε ένα πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, εκεί όπου η ανάγκη του ήταν η άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας του. Το παιδί ουσιαστικά δρα κάτω από παρόρμηση, αλλά η παρόρμηση εδώ αφορά στην επιστροφή στην αγάπη της μητέρας του, εκεί που μπορούσε να έχει αυτό που ήθελε άμεσα. Φαίνεται όμως ότι για κάποιο λόγο δεν μπόρεσε το παιδί να χορτάσει αυτή την υγιή εξάρτηση από τη μητέρα του ώστε να προχωρήσει προς την ανεξαρτησία.
Η παιδική κλοπη ως απότοκο της απώλειας της επαφής του παιδιού με τη μητέρα του
Το γεγονός είναι ότι, κατά κάποιο τρόπο, έχει χάσει την επαφή με τη μητέρα του ή με το βασικό πρόσωπο φροντίδας. Η κλοπή όσο αντιφατικό και αν ακούγεται είναι ένας τρόπος «αυτοθεραπείας» στον οποίο προβαίνει το παιδί προκειμένου να στέκεται, αλλά να στέκεται σκυφτό και έχοντας δυστυχώς απέναντι του τον υπόλοιπο κόσμο. Εάν όμως δεν γίνουν κάποιες απαραίτητες επιδιορθωτικές κινήσεις από την πλευρά των γονέων υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η διαταραχή της συμπεριφοράς να ανοίξει τον δρόμο προς την αντικοινωνική συμπεριφορά, που δύσκολα αντιμετωπίζεται και συχνά παραμένει καθ΄ όλη τη διάρκεια του βίου.
Το παιδί που κλέβει είναι ένα βρέφος που αναζητάει τη μητέρα του ή το πρόσωπο από το οποίο έχει δικαίωμα να κλέψει.
Στην πραγματικότητα αναζητάει το πρόσωπο από το οποίο μπορεί να παίρνει πράγματα όπως όταν ήταν βρέφος ή νήπιο, τότε που έπαιρνε πράγματα από τη μητέρα του απλώς και μόνο επειδή ήταν μητέρα του και είχε δικαιώματα επάνω της. Όταν η διάλυση των ψευδαισθήσεων γίνεται με βίαιο τρόπο ή δεν γίνεται ποτέ, οι επιπτώσεις διαγράφονται στη συμπεριφορά του παιδιού το οποίο παραμένει εγκλωβισμένο σε αυτές και σταδιακά αποξενώνεται από το κοινωνικό του περιβάλλον, συχνά έχοντας «κερδίσει» και την ετικέτα του κλέφτη.
ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.
Την κατάσταση αυτή βέβαια φαίνεται να ενισχύει και η σημερινή πραγματικότητα της υπερπληθώρας προϊόντων της οποίας οι μεγαλύτεροι καταναλωτές είναι τα παιδιά. Μικροαντικείμενα που ψευδολαμπυρίζουν, κυριολεκτικά μιας χρήσης, που οι γονείς προμηθεύουν στα παιδιά τους χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, άρα και ενοχή, ώστε να μπορούν να στέκονται περήφανοι δίπλα στους υπόλοιπους κοινωνούς της μαζικής κουλτούρας.
Τί χρειάζονται πραγματικά τα παιδιά
Ναι, τα παιδιά συχνά μπορεί να είναι απαιτητικά και η υπομονή των γονέων να μην περισσεύει, ίσως όμως αυτό που χρειάζεται περισσότερο το παιδί εκείνη την ώρα να είναι μια παρατεταμένη αγκαλιά αλλά και μια εναλλακτική λύση. Για παράδειγμα, αντί να ξοδεύονται χρήματα σε καθημερινή σχεδόν βάση σε περιττά μικροαντικείμενα ή λιχουδιές και μετά να απορούν οι γονείς με την απαιτητικότητα που εκδηλώνει το παιδί, μπορεί μια φορά την εβδομάδα να επιλέγεται μια οικογενειακή εξόρμηση σε έναν ιππικό όμιλο όπου το παιδί θα έχει την ευκαιρία να κάνει ιππασία, ή οποιαδήποτε άλλη δράση που θα ενισχύσει την δημιουργικότητα του αλλά και την επαφή του με τη φύση που είναι και η δική του φύση εξάλλου.
Η ποιότητα του δεσμού που αναπτύσσουν οι γονείς με το παιδί τους είναι το ουσιαστικότερο ψυχικό εφόδιο με το οποίο μπορούν να το εξοπλίσουν, φτάνει και το ίδιο το παιδί να αντιλαμβάνεται από τη σκοπιά του το δώρο αυτό. Η φροντίδα και η συνοδεία του παιδιού προς την ενηλικίωση, περιλαμβάνει γόνιμες οδύνες που αφορούν και τις δύο πλευρές, οδύνες όμως που προσφέρουν στην κοινωνία έναν άρτιο ενήλικά και στους γονείς του μια αίσθηση πληρότητας. Αδιαμφισβήτητα το έργο της ανατροφής ενός παιδιού θεωρείται από τα δυσκολότερα σε αυτό τον κόσμο, έργο που δεν πρέπει να υιοθετείται αψήφιστα και χρειάζεται την καλύτερη δυνατή στήριξη από το πολιτικό-κοινωνικό περιβάλλον. Η κοινωνία που εκτιμά πραγματικά τα παιδιά της είναι εκείνη που υποστηρίζει τους γονείς τους, (John Bowlby, 1951).
Πηγές:
1. Winnicott, D. W. (1987). Child, the Family, and the outside world. Addison-Wesley Pub. Co..
2. Seymour, F. W., & Epston, D. (1989). An approach to childhood stealing with evaluation of 45 cases. Australian and New Zealand Journal of Family Therapy, 10(3), 137-143.
3. Hong, J. S., Tillman, R., & Luby, J. L. (2015). Disruptive behavior in preschool children: distinguishing normal misbehavior from markers of current and later childhood conduct disorder. The Journal of pediatrics, 166(3), 723-730.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Ψυχολόγος, απόφοιτη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τμήματος Ψυχολογίας και Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών.
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. | Τηλέφωνο επικοινωνίας: 6974.389120