Έχει εν πολλοίς υποστηριχτεί ο παλινδρομικός χαρακτήρας της ψυχαναλυτικής διεργασίας και η σχέση της με την κατάσταση της ύπνωσης και του ύπνου (Lewin, Fisher, Gill and Bremman, Macalpine, Fliess κ.ά.). Ο Lewin (1955) υποστήριξε την ιδέα ότι ο ασθενής του ψυχαναλυτικού ντιβανιού είναι κατά κάποιον τρόπο στην κατάσταση του ύπνου.
Ο Lewin σχέτισε την επιθυμία του υποκειμένου να κοιμάται (ο ύπνος ως βιολογική ανάγκη κατά τον Freud, 1900, 1917)-κατάσταση που οδηγεί σε παλινδρόμηση των αμυνών του Εγώ-με την επιθυμία του για θεραπεία και για συνειδητοποίηση.
Κατά τον Lewin η αναλυτική κατάσταση είναι μια τροποποιημένη κατάσταση ύπνου. Η κατάσταση του ύπνου χαρακτηρίζεται από την επιθυμία του υποκειμένου να κοιμηθεί ενώ στην ψυχαναλυτική κατάσταση αυτή η επιθυμία αντικαθίσταται από την επιθυμία να κάνει ελεύθερους συνειρμούς. Ο ασθενής ξαπλώνει όχι για να κοιμηθεί αλλά για να κάνει ελεύθερους συνειρμούς. Υπό αυτό το πρίσμα η ανάπτυξη του ονείρου μπορεί να συγκρίνεται με την ανάπτυξη της αναλυτικής κατάστασης. Εδώ ο αναλυτής έχει τον ρόλο του αφυπνιστή του αναλυόμενου.
Αναλογία επίσης υπάρχει ανάμεσα στην επίδραση της λογοκρισίας (Υπερεγώ) ως προς τον σχηματισμό του ονείρου και την αντίσταση του ασθενούς στην αναλυτική διαδικασία..
Τόσο οι βιολόγοι όσο και οι ψυχαναλυτές θεωρούν ως δεδομένη τόσο την επιθυμία του ανθρώπου να κοιμάται όσο και να ξυπνά. Πρόκειται για μια περιοδικότητα εναλλαγών φάσεων ύπνου και ξύπνιου (ταλαντώσεις ύπνου και ξύπνιου). Κατά τον Scott (1952) η τέλεια ικανοποίηση του ύπνου είναι το ξύπνημα ή η πράξη του ξυπνήματος. Εδώ γίνεται λόγος για μια ενδοψυχική επιθυμία αφύπνισης η οποία δουλεύει ως το κίνητρο που οδηγεί την πράξη του ξυπνήματος. Κατά τον Jekel (1945) η λειτουργία της αφύπνισης είναι σύμφυτη σε όλα τα όνειρα συνιστά δε την πεμπτουσία τους και τον θεμελιώδες τους έργο. Το όνειρο συνιστά το πρωτότυπο ολόκληρης της ψυχικής δημιουργίας στη ζωή του ενήλικα.
Ο Freud υπήρξε ο πρώτος ο οποίος συνέλαβε μια μέθοδο ερμηνείας των ονείρων βασισμένη όχι σε αναφορές ξένες προς τον ονειρευόμενο, αλλά στους ελεύθερους συνειρμούς τους οποίους κάνει αυτός ο ίδιος που ονειρεύτηκε -ξύπνιος πλέον-κατά την αφήγηση του ονείρου του.
Κλινικό Παράδειγμα: Νέος άνδρας σε ανάλυση . Τρίτος χρόνος . Διατρέχει μια μάλλον υπομανιακή φάση της ζωής του με πλούσια ερωτική ζωή και την προσήκουσα εναλλαγή ερωτικών συντρόφων. Μιλά για τη γνωριμία του με τη Μαρίνα την οποία, παρά τους σχετικούς ενδοιασμούς του, δείχνει να διαπραγματεύεται ψυχικά με διαφορετικό τρόπο (πιο σταθερό) από τον ασταθή τρόπο με τον οποίο συνδεόταν με τις άλλες κοπέλες μέχρι τώρα. Φέρνει ένα όνειρο με πρωταγωνίστρια τη Μαρίνα. Μετά την αφήγηση του ονείρου σταματά. Κάνει παύση ενός – δύο λεπτών και συνεχίζει λέγοντας : « …α ξέχασα να σας πω ότι το Σάββατο βρέθηκα σε έναν ενδιαφέροντα γάμο του οποίου η δεξίωση έλαβε χώρα σε έναν υπέροχο κτήμα με θέα τη θάλασσα. Πρώτη φορά βρέθηκα σε μια τέτοια δεξίωση …» . Ιδού ένας συνειρμός εδώ: η ξαφνική αναφορά στον γάμο θα μπορούσε ενδεχομένως να συνδέεται, με την ασυνείδητη (ή προσυνειδητή ) επιθυμία του αναλυόμενου για μόνιμη σχέση με τη Μαρίνα. Σε αυτό συνάδουν : α) ο κατάφωρα «σοβαρότερος» τρόπος με τον οποίον μιλούσε για εκείνην στις συνεδρίες απ’ότι για όλες τις άλλες κοπέλες β) οι όλο και συχνότερες αναφορές του στο θέμα της μόνιμης συντροφικότητας κατά τη διάρκεια των συνεδριών.
Ερμηνευτική Ονείρων
Στο κορυφαίο έργο του « Η Ερμηνευτική των Ονείρων», το 1900, με το οποίο ο Freud εγκαινίασε την είσοδο της Ευρώπης στον 20ο αιώνα, η ιδέα των ονείρων είναι άκρως συνδεδεμένη με αυτήν της ερμηνείας τους : πρόκειται για το εγχειρίδιο που έχτισε την Ψυχανάλυση διαμέσου των νόμων του λόγου ( “logos”) 1 των ονείρων. Κατά τον Freud το όνειρο είναι ένας γρίφος το οποίο πρέπει να μεταχειριζόμαστε ως ένα ιερό κείμενο, δηλαδή να το αποκρυπτογραφούμε σύμφωνα με κανόνες. Θεωρούσε το όνειρο ως το κεντρικό αντικείμενο της μελέτης του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου η οποία τον οδήγησε στην ανακάλυψη της ψυχικής πραγματικότητας. Ας σημειωθεί ότι η «Ερμηνευτική των Ονείρων» εκπονήθηκε κατά τη διάρκεια της αυτοανάλυσης του Freud, αρχής γενομένης από το 1896 – 1897. Ο Ernest Jones (μαθητής και βιογράφος του Freud) έγραφε το 1957 ότι δύο σημαντικά κεφάλαια των ερευνών του είναι στενά συνδεδεμένα με την αυτοανάλυσή του: η ερμηνευτική των ονείρων και το ενδιαφέρον του για την παιδική σεξουαλικότητα. Το ίδιο υποστηριξε και ο Κris το1950.
Η «Ερμηνευτική των Ονείρων» αποτελεί το ιδρυτικό βιβλίο της ψυχανάλυσης. Συνιστά πάνω απ’όλα μια μεθοδολογία. Ο ίδιος ο Freud δήλωνε ότι αυτό το έργο του αποτελεί την αξιολογότερη απ’όλες τις ανακαλύψεις τις οποίες η καλή του τύχη απλόχερα τον επιδαψίλευσε.
10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.
Εντούτοις σε όλη του τη ζωή o συγγραφέας είχε μια συγκρουσιακή στάση απέναντι στο κορυφαίο του έργο. Ο προεξάρχον λόγος ήταν αυτός καθαυτός ο «αυτό-αναλυτικός» χαρακτήρας του έργου, άλλως ειπείν η υποκειμενική προέλευση των περισσοτέρων του ευρημάτων. Εδώ η μέθοδος της έρευνας διέφερε από τις καθιερωμένες ακαδημαϊκές της εποχής του (επικρατούσε τότε ο θετικισμός). Φαίνεται ότι φοβόταν πως οι κριτικοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πρωτίστως επιστημολογικά επιχειρήματα, να του καταλογίσουν ότι οι μελέτες του επί αυτού του αντικειμένου είχαν βασιστεί στην αυτό-αναλυτική διαδικασία και να τον κατηγορήσουν ότι τα όνειρά του ήταν μισό-πλασματικά, εν πάση περιπτώσει υποκειμενικά και συνεπώς αυθαίρετα. Πράγματι αντιμετώπισε την εχθρική στάση κάποιων από τους μαθητές και οπαδούς του (Jung, Adler, Rank, Reich, Reik…). Η συγκρουσιακή στάση αυτού του ίδιου του Freud απέναντι στην «Ερμηνευτική των Ονείρων» είχε αισθητό αντίκτυπο στη δημιουργία του βιβλίου. Επανειλημμένως ανέστειλε ή διέκοψε τη διαδικασία γραφής του εγχειριδίου το οποίο προχωρούσε με πολλές μουτζούρες, διορθώσεις, σβησίματα, μπαλώματα, περικοπές, παραμένοντας έτσι ένα ανοιχτό βιβλίο…Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1911 ο Freud σκέφτηκε να αποσύρει το βιβλίο από το εμπόριο και να το αντικαταστήσει από μια μη προσωπική έκδοση.
Πολύ συχνά ο Freud υπογραμμίζει στην Ερμηνευτική του ότι πρέπει να συνεχίζουμε μέχρις εσχάτης την ανάλυση των ονείρων. Την ίδια στιγμή, κατά τους περισσότερους μελετητές του κορυφαίου του έργου, τα παραδείγματα που δίνει «δεν πείθουν» στο μέτρο κατά το οποίο πρόκειται γενικά για τα ίδια του τα όνειρα: προφανώς δεν επιθυμούσε να εκθέσει την προσωπική του ζωή ως το πιο ενδόμυχο σημείο.
Κατά την φροϋδική θεώρηση το όνειρο είναι ένα «φυσικό παθολογικό φαινόμενο». Η στέρησή του-όπως προαναφέρθηκε- οδηγεί σε ψυχικές διαταραχές και αυτό γιατί – φτάνουμε τώρα στο διασημότερο, ίσως, «φροϋδισμό»- «το όνειρο είναι ο φύλακας του ύπνου». Ο ύπνος μας μπορεί να διαταραχτεί από εξωτερικές διεγέρσεις όπως ένας δυνατός θόρυβος. Για να περιφρουρήσει τον ύπνο του το Εγώ του κοιμώμενου είναι σε θέση να παράξει ένα όνειρο εντάσσοντας τον θόρυβο μέσα στη λειτουργία αυτού του ονείρου. Τω όντι, είναι μάλλον σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ύπνος μας διακόπτεται από εξωτερικά ερεθίσματα. Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτός σταματάει από έσωθεν διεγέρσεις. Πρόκειται για ανικανοποίητες επιθυμίες και άλυτες συγκρούσεις οι οποίες οδηγούν σε εσωτερικές εντάσεις που θα μπορούσαν να διαταράξουν τον ύπνο μας.
Εν κατακλείδι, δεν ονειρευόμαστε επειδή κοιμόμαστε, αλλά είναι επειδή μπορούμε να ονειρευόμαστε (στο μέτρο κατά το οποίο το καταφέρνουμε…) που κοιμόμαστε.
Ο ίδιος ο Freud υπερτόνισε, όχι αδίκως, τον επαναστατικό χαρακτήρα αυτής της θέσης. Η σωματική κατάσταση του ονειρευόμενου χαρακτηρίζεται ως μία μορφή επαναενεργοποίησης της εμβρυώδους παραμονής στο μητρικό σώμα.
ΑΓΧΟΣ: 10 Σεμινάρια, 20 ώρες Οι εγγραφές συνεχίζονται.. | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Εγγραφή: 50 ευρώ, για συμμετοχή στο σύνολο του κύκλου σεμιναρίων | 35 ευρώ για άνεργους & φοιτητές.
Ο B.D. Lewin (1949) 2 κάνει λόγο για την οθόνη του ονείρου. Πρόκειται για την επιφάνεια πάνω στην οποία φαίνεται ότι προβάλλεται το όνειρο. Συνιστά το άσπρο φόντο, παρόν στο όνειρο, ακόμα και όταν δεν το βλέπουμε. Πάνω σε αυτήν την οθόνη ή μπροστά της λαμβάνει χώρα το έκδηλο περιεχόμενο του ονείρου. Ο ονειρευόμενος σπανίως κάνει αναφορά στην οθόνη του ονείρου. Κατά τον Lewin (1946) είναι το στήθος το οποίο αναπαρίσταται στον ύπνο μέσω της οθόνης του ονείρου. Υπάρχουν συνιστώσες στοματικών φαντασιών στο όνειρο. Πρόκειται εδώ για τη σύνδεση του ονείρου με το πρώτο αντικείμενο του υποκειμένου, το εσωτερικευμένο μητρικό στήθος.
Ο ονειρευόμενος συγχωνεύεται με την εσωτερικευμένο μόρφωμα του μαστού (στήθους) και αποχωρίζεται από αυτό όταν ξυπνά. Με αυτήν την έννοια το όνειρο είναι ένα παλινδρομικό φαινόμενο, ένα μόρφωμα που αντλεί τις ρίζες του στο βίωμα του θηλασμού (πρώιμη σχέση του βρέφους με το στήθος). Ο πρώτος ύπνος του παιδιού είναι άνευ ονειρικού περιεχομένου. Τα μεταγενέστερα υπναγωγικά φαινόμενα τα οποία προηγούνται του ύπνου αναπαριστούν μια στοματική ενσωμάτωση του στήθους. Επίσης η οθόνη του ονείρου αναπαριστά την πραγμάτωση της επιθυμίας για ύπνο. Κατά τη στιγμή που αποκοιμιόμαστε το στήθος περιλαμβάνεται στον αντιληπτικό μας κόσμο: επιπεδώνεται ή τείνει να γίνει επίπεδο. Κατά την αφύπνιση εξαφανίζεται.
Συμπερασματικά, Το όνειρο προβάλλεται πάνω στο επίπεδο στήθος, την οθόνη του ονείρου.
Το όνειρο και ο κινηματογράφος
Η χρήση της γλώσσας στην ψυχανάλυση γίνεται γλώσσα των εικόνων στον κινηματογράφο. Η κινηματογραφική τέχνη και τεχνική είναι οι μόνες οι οποίες επιτρέπουν μια τόσο υψηλή ταχύτητα ακολουθίας των εικόνων ώστε αυτή να «μιμείται» απόλυτα την κινητική ρευστότητα και ευμεταυλητότητα των αναπαραστάσεων του ψυχικού μας οργάνου. Είναι προφανής και στις δύο λειτουργίες η αναλογία αφενός της διαδικασίας του ονείρου όπως το κατανοεί η ψυχαναλυτική πράξη και αφετέρου της κινηματογραφικής αλληλουχίας των κινούμενων φωτεινών εικόνων ο μηχανισμός της οποίας μπορεί να προσιδιάζει σε αυτόν της ονειρικής μας ζωής (η «οθόνη του ονείρου»). Άλλωστε η ψυχαναλυτική προσέγγιση της φαντασιοκοπίας του κινηματογραφικού έργου βασίζεται μεταξύ άλλων στην αποκάλυψη της «εργασίας του ονείρου» η οποία συμπυκνώνεται μέσα στην πλοκή. Πρόκειται για το πρότυπο της ανάλυσης μιας επιφάνειας εικόνων οι οποίες κρύβουν κάτι άλλο (αλληγορία και συμβολισμός). Δεν θα συνιστούσε το ίδιον της όποιας καλλιτεχνικής παραγωγής ή συμπύκνωση ενός άπειρου αριθμού λανθανόντων περιεχομένων;
Η μελέτη του κινηματογραφικού έργου με φροϋδικούς όρους-Bruce Kawin, Marsha Kinder, Robert Eberwein κ.α.- αφορά τόσο στην διερεύνηση των προσώπων (ήρωες, χαρακτήρες) της ταινίας όσο και του εμπνευστού της ο οποίος καθώς δημιουργεί συγκεντρώνει την προσοχή του στο ασυνείδητο της ψυχής του, «τείνει το ους» σε όλα τα ενδεχόμενά της και τους επιτρέπει μια καλλιτεχνική έκφραση αντί να τα λογοκρίνει. Μήπως τελικά οι κινηματογραφιστές γνωρίζουν για το ασυνείδητο περισσότερα ακόμα και από τους ψυχαναλυτές;
Επίσης σε ποιόν βαθμό τελικά οι ίδιοι μπορεί να προβάλλουν εαυτόν επί των ηρώων των ταινιών τους και σε ποιο βαθμό μέσα από την κινηματογραφική επανάληψη μιας ίδιας θεματικής «φθείρουν» το τραυματικό μέσα τους ( π.χ. έργα του P.Almodovar κ.α.). Όσο για τον θεατή αυτός είναι μοναδικός, συγκινείται με τον δικό του προσωπικό τρόπο και προσδίδει στην ταινία -ως ξεχωριστός ερμηνευτής- τα δικά του νοήματα.
Οι αναμνήσεις του προβάλλονται στην λευκή φωτεινή οθόνη έτσι ώστε ο κινηματογράφος να συμμετέχει στην ιστορία αυτής καθεαυτής της παιδικότητάς του καθώς το εξωτερικό- συλλογικό (αυτό που δείχνει η ταινία) μπορεί να γίνεται εσώτατο και ιδιωτικό (τον αφορά προσωπικά).
Τότε είναι ως εάν οι πολύ πρώιμες περιπέτειες του θεατή να ξεπηδάνε μέσα από την οθόνη. Αν αυτός ευχαριστιέται να βλέπει ταινίες είναι επειδή ηδονίζεται καθώς το Εγώ του χωρίζεται σε μερικά Εγώ που αναπαρίστανται από τους διάφορους ήρωες της ταινίας οι οποίοι συγκρούονται αναμεταξύ τους. Πρόκειται για την ταύτιση του θεατή με τους χαρακτήρες τoυ έργου οπότε αυτός μπορεί να ζει π.χ. την ηρωική επανάσταση κατά του πατέρα (ή των αναπαραστάσεών του) ή μια μαζοχιστική ικανοποίηση στην ταύτιση με τον πολυπαθή ήρωα, πάντα εκ του ασφαλούς αφού στην πραγματικότητα δεν απειλείται ο ίδιος.
Το πολύ γνωστό γαλλικό περιοδικό «Les cahiers du cinema» είναι επηρεασμένο από τις ιδέες του ψυχαναλυτού Lacan και του φιλόσοφου Derrida οι οποίοι διερευνούν το βίωμα του κοινού, τις «βαθειές δομές» που επενεργούν μέσα στο έργο και τον τρόπο μέσω του οποίου παράγεται το νόημά του. Κοντά σ’αυτούς είναι και ο Christian Metz οι ιδέες του οποίου μελετώνται υποχρεωτικά στις πανεπιστημιακές κινηματογραφικές σπουδές. Κατά τον Lacan η κάμερα συνιστά ένα «βλέμμα» και μια προοπτική κοιτάγματος επί της αφηγηματικής αλληλουχίας της ταινίας. Έτσι ο κινηματογράφος θα μπορούσε να αποτελεί μια ιστορική συνέχεια της πατριαρχίας καθώς προάγει το βλέμμα του αρσενικού ήρωα και υποβιβάζει τη γυναίκα ως απλό αντικείμενο κοιτάγματος.
Το όνειρο ως παλινδρομικό φαινόμενο
Ο Freud (1916-1917) έγραψε ότι όταν οι άνθρωποι πάνε να κοιμηθούνε γδύνουν τις ψυχές τους και αφήνουν κατά μέρος τις περισσότερες από τις κατακτήσεις (δραστηριότητες, δυνατότητες, ικανότητες) τους σε σωματικό επίπεδο. Εκτός από τη στάση του σώματος είναι επίσης η ζεστασιά αλλά και το κράτημα των διεγέρσεων σε απόσταση τα οποία συνεισφέρουν σε αυτήν την σχεδόν συνολική απόσυρση από τον περιβάλλοντα κόσμο και στην αναστολή κάθε ενδιαφέροντος του ονειρευόμενου για αυτόν. Προετοιμάζουμε αυτήν την κατάσταση πηγαίνοντας να κοιμηθούμε. Πράγματι, είναι τότε που γδυνόμαστε και αυτή η γυμνήτευσή μας από τα περιβλήματα και τα πρόσθετα με τα οποία καλύπτουμε τις σωματικές μας ατέλειες συνοδεύεται από την απάρνηση της πλειοψηφίας των ψυχικών λειτουργιών που κατακτήσαμε εξελισσόμενοι. Εγκαθίσταται έτσι μια κατάσταση μιας εξαιρετικής «εγγύτητας» με αυτό που υπήρξε η απαρχή της ανάπτυξης της ζωής μας. Έτσι το όνειρο αφορά σε μια χρονική παλινδρόμηση η οποία οδηγεί τη λιβιδώ του ονειρευόμενου σε έναν πρωτογενή ναρκισσισμό (αμυντικός μηχανισμός της «στροφής επί εαυτού»). Πρόκειται για τον ναρκισσισμό της κατάστασης του ύπνου.
Κατά τον Κanzer (1955) ο ύπνος δεν είναι ένα φαινόμενο πρωτογενούς αλλά δευτερογενούς ναρκισσισμού κατά το οποίο ο κοιμώμενος μοιράζεται τη νύστα του με ένα εσωτερικευμένο (ψυχικό) αντικείμενο.
Στα πολύ μικρά παιδιά όπου είναι ακόμα ρευστή η σχέση ανάμεσα στα εσωτερικά και εξωτερικά αντικείμενα, ο κοιμώμενος μπορεί να φαντάζεται όταν ξυπνά ότι μοιράστηκε την ονειρική του εμπειρία με κάποιον άλλο.
Κλινικό παράδειγμα: αγοράκι τριών ετών σε ψυχοθεραπεία. Είχε κατακτήσει τη δυνατότητα να διαχωρίζει (διαφοροποιεί) τα όνειρά του από τις άλλες σκέψεις του, εντούτοις έκανε κάποια σύγχυση στη σχέση με τη μητέρα του. Τω όντι, όταν ξυπνούσε συνήθιζε να ρωτάει τη μαμά του να του πει παραπάνω πράγματα για το όνειρο σα να επρόκειτο για ένα όνειρο που είχαν δει και οι δυό μαζί («reve a deux).
Ο Lewin (1955) υποστηρίζει ότι ο ναρκισσισμός του ύπνου συμπίπτει με τον ναρκισσισμό του ψυχαναλυτικού ντιβανιού. Υπό αυτό το πρίσμα το έκδηλο περιεχόμενο του ονείρου συμπίπτει με το έκδηλο αναλυτικό περιεχόμενο.
Εντούτοις μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στον κοιμώμενο και τον αναλυόμενο είναι ότι ο αναλυτής ως αφυπνιστής προάγει μια αντικειμενοτρόπο σχέση (μεταβίβαση-αντιμεταβίβαση) κάτι το οποίο είναι εκ διαμέτρου αντίθετο από την ναρκισσιστική απομόνωση του ονειρευόμενου Εγώ.
Μια άλλη διαφορά είναι ότι ο αναλυτής έχει να κάνει με την ασυνείδητη ενορμητικότητα του ασθενούς του όχι μέσω παλινδρομικών αμυντικών μηχανισμών τους οποίους χρησιμοποιεί το Εγώ του ονειρευόμενου (μετάθεση, συμπύκνωση, ψευδαίσθηση) αλλά διαμέσου της αναγνώρισης, κατανόησης και κατάλυσης της αντίστασης και της παθολογικής χρήσης από τον αναλυόμενο των πρωτόγονων (προοιδιπόδειων) αμυντικών μηχανισμών. Ο αναλυτής εργάζεται με τις αντιστάσεις και επί των αντιστάσεων του ασθενούς έτσι ώστε να βοηθήσει το Εγώ του ασθενούς του να έχει πρόσβαση σε καινούργιες πηγές ενέργειας και πιο αποτελεσματικές ψυχικές διεργασίες. Ο Freud μέσω της μεταβιβαστικής σχέσης πέτυχε να βοηθήσει το Εγώ του ασθενούς να φτάσει στις υψηλότερες κατακτήσεις του ασυνείδητου μετατρέποντάς τες σε συνειδητές γνώσεις εαυτού. Αναμόρφωσε το ασυνείδητο υλικό σε αυτογνωσία , εσωτερική γνώση και επικοινωνία. Πρόκειται για ευρύτατα συναισθηματικά πεδία εσωτερικής ζωής (φαντασία) τα οποία μέχρι τώρα ήταν διαθέσιμα μόνο μεταφορικά διαμέσου των προϊόντων (έργων) των ποιητών, των καλλιτεχνών κ.λ.π
Συμπερασματικά: Το όνειρο είναι απόλυτα εγωκεντρικό και εγωιστικό. Το πρόσωπο το οποίο κατέχει τον κεντρικό ρόλο σε αυτό αποδεικνύεται-τελικά-ότι είναι ο ίδιος ο ονειρευόμενος.
Ο ναρκισσισμός του κοιμώμενου η οποία έχει να κάνει με την αυτοσυντήρηση του, την αγάπη του εαυτού και την αναζήτηση της ικανοποίησης του. Πρόκειται για μία απόσυρση από κάθε επένδυση της λιβιδούς επί του εξωτερικού κόσμου. Το Εγώ αναδιπλώνεται (ναρκισσιστική αναδίπλωση) και μάλιστα αυτή είναι μια αναδίπλωση στο ίδιο το σώμα του ονειρευόμενου αν σκεφτούμε ότι το αρχαϊκότερο, το πρωιμότερο, το πρώτο μας Εγώ είναι Σωματικό. Συντελείται εδώ μια απόσυρση των επενδύσεων από τον κόσμο και τα αντικείμενα ακόμα μαζικότερη και από την ψύχωση 3 : αυτή η απόσυρση έχει μια σημασία άμεσα σωματική. Κατανοούμε έτσι γιατί η ψυχή του κοιμώμενου διευρύνει τις διαγνωστικές του ικανότητες ως προς διάφορους αρχόμενους σωματικούς πόνους και οδύνες του ίδιου του εαυτού του. Η παλινδρόμηση του κοιμώμενου προς το σωματικό μεγεθύνει «γιγαντοποιεί» θα λέγαμε, όλες τις σωματικές του αισθήσεις. Είναι μια μεγέθυνση υποχονδριακής φύσης ώστε να αναγνωρίζονται πρώιμα τυχόν σωματικές αλλαγές οι οποίες στην κατάσταση της εγρήγορσης (ξύπνιου) θα πέρναγαν απαρατήρητες .
Ένας προεξάρχων λόγος της ανάγκης μας να κοιμόμαστε αφορά στην εγκατάσταση αυτού του απόλυτου ναρκισσισμού τον οποίο αποζητά ο κοιμώμενος καθώς αποσύρει όλες τις (λιβιδινικές) επενδύσεις του στο Εγώ. Ο ναρκισσισμός εδώ υπεξαιρεί όλη την ενέργεια η οποία επενδύθηκε στις διεγέρσεις (ερεθίσματα) κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Ποιος τελικά είναι ο σκοπός του ονείρου; Η επικρατούσα απάντηση είναι ότι το όνειρο δεν είναι παρά η εκπλήρωση μιας επιθυμίας (Freud 1895). Πρόκειται για την εκπλήρωση ευχών: ευσεβείς πόθοι, νοσταλγίες, οχληρότητες, φάρσες. Ας υπενθυμίσουμε ότι οι ενορμήσεις της ζωής διέπονται από την αρχή της ευχαρίστησης (ή αρχή της ηδονής). Πρόκειται για την τάση το Εγώ μας να κρατάει το ευχάριστο και να πετάει, να «φτύνει» το δυσάρεστο.
Εν κατακλείδι: ο Freud συνέδεσε τα όνειρα με το ασυνείδητο και την ασυνείδητη επιθυμία. Το όνειρο είναι μια απεικόνιση της εκπλήρωσης επιθυμιών. Αφορά στη ψυχική λειτουργία της εκπλήρωσης της ενόρμησης μέσω εικόνων.Εντούτοις τα όνειρα δε συνιστούν μόνο εκπληρώσεις επιθυμιών. Υπάρχουν επίσης όνειρα που αφορούν σε φόβους σε προβληματισμούς, σκέψεις, περιέχουν αναμνήσεις κ.λ.π
Αρχικά ο Freud υποστήριζε ότι τα όνειρα είναι προεξαρχόντως σεξουαλικής φύσεως και υποτίμησε την σημασία της απωθημένης επιθετικότητας. Δεν πρέπει να συγχέουμε αυτήν την πραγμάτωση (ικανοποίηση) με την επί του πραγματικού ικανοποίηση της επιθυμίας. Το όνειρο υποκαθιστά την πράξη (το πέρασμα στην πράξη) : αντί να (δια) πράττω ονειρεύομαι.
Κατά τον Freud λοιπόν, το όνειρο είναι η εκπλήρωση μιας ευχής4. Mόνο η επιθυμία είναι αυτή που μπορεί να «βάλει μπροστά» το ψυχικό μας όργανο. Tο όνειρο εκπληρώνει την επιθυμία την οποία η πραγματικότητα, η κοινωνία, ο νόμος απαγορεύουν. Εκπληρώνοντας την επιθυμία, το όνειρο - όπως και η ηδονή – υπακούει ταυτόχρονα τόσο στον «έρωτα» όσο και στον «θάνατο» 5.
O Freud υποστήριζε ότι η ικανοποίηση της επιθυμίας αποτελεί ένα κοινό χαρακτηριστικό του ονείρου και της ψύχωσης. Χαρακτήριζε τα όνειρα ως στιγμιότυπα αβλαβών ψυχώσεων και ψευδαισθήσεων (αυταπατών) κατά τη διάρκεια του ύπνου. Και άλλοι όπως ο W. Griesinger υπερθεμάτισαν τη μεγάλη αναλογία της τρέλας και του ονείρου. Και στις δύο περιπτώσεις το υποκειμενικό αναγγέλλεται προς τα έξω και δραματοποιείται μέσω εικόνων που είναι ψευδαισθήσεις. Και στα δύο είδη όνειρο και ψευδαίσθηση, το Εγώ εξασθενεί ώστε να μην μπορεί να ασκεί μια αποτελεσματική κριτική σκέψη. Δέχεται τα πράγματα τα πιο παράξενα και τα πιο άτοπα ως απόλυτα δυνατά να συμβούν. Το όνειρο δίνει στον δυστυχή, ο οποίος υποφέρει στο σώμα και στην ψυχή ό,τι η πραγματικότητα του αρνείται : ευημερία και ευτυχία. Ο αλυσοδεμένος στη φυλακή του ονειρεύεται λουκούλλεια γεύματα, ο ζητιάνος ότι είναι πλούσιος. Αυτός στον οποίο ο θάνατος πήρε το αγαπημένο του πρόσωπο, βλέπει στον ύπνο του πως είναι μαζί του δεμένος για πάντα. Ας σημειωθεί ότι είναι η πλαστή κατοχή αγαθών και η φαντασιακή ικανοποίηση των ευχών και επιθυμιών οι οποίες συνιστούν το συνηθέστερο, τη πεμπτουσία του παραληρήματος των ψυχικά ασθενών.
Η εργασία του ονείρου
Ο Freud μιλά για το ασυμβίβαστο, την αγιάτρευτη σύγκρουση ανάμεσα αφενός στην ανάγκη για άμεση πάση θυσία εκφόρτιση (ανακούφιση) των ενστικτωδών διεγέρσεων και αφετέρου μιας αρχής, της αρχής της πραγματικότητας6, η οποία επιβάλλει μία σταθερά θεσμοθετημένη σχέση (ηθικοί, κοινωνικοί περιορισμοί) με τον περιβάλλοντα εξωτερικό κόσμο. Το όνειρο θα συνεισφέρει και αυτό 7 στη λύση της σύγκρουσης αυτής μέσω μιας διαδικασίας σχηματισμού την οποία ονομάζουμε εργασία του ονείρου. Πρωτεργάτης αυτής της εργασίας όπως και κάθε μορφής ψυχικής εργασίας (π.χ εργασία του πένθους), είναι η αμυντική διαδικασία της απώθησης. Η απώθηση θα «διωρυγοποιήσει» την πιεστική λιβιδινική δύναμη (ανεκπλήρωτοι πόθοι) η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί το βασικό «υλικό» εκκίνησης του σχηματισμού του ονείρου.
Σε ό,τι αφορά το όνειρο το ουσιώδες είναι η διαδικασία της εργασίας του. Αυτή συνιστά μέρος της επεξεργασίας της ασυνείδητης σύγκρουσης. Αφορά σε μια ενδοψυχική επικοινωνία μεταξύ ασυνειδήτου και συνειδητού. Είναι ακριβώς αυτή η οποία κατά την ψυχαναλυτική διαδικασία συγκροτεί έναν μέσον επικοινωνίας με τον ψυχαναλυτή. Είναι μεγάλο και σημαντικό το έργο του Εγώ έτσι ώστε να φέρει εις πέρας την ψυχική (δι)εργασία η οποία συντελείται στο όνειρο.
Εν κατακλείδι, η νύχτα και η μέρα συναντώνται σε ένα συμβιβασμό τον οποίο ονομάζουμε όνειρο. Πρόκειται για το προϊόν μιας ψυχικής εργασίας του Εγώ (εργασία του ονείρου), δηλαδή μιας έντονης δραστηριότητας 8 η οποία ζωογονείται από την αντίθεση (σύγκρουση) ανάμεσα στις επιθυμίες και τις άμυνες του Εγώ. Είναι η διαλεκτική στρατηγική της επιθυμίας και της «ικεσίας» για αγάπη του υστερικού. Η «έργω» ικανοποίηση παρεμποδίζεται αλλά η επιθυμία διατηρείται επ’απειρον.
Κατ΄αναλογίαν το νευρωτικό σύμπτωμα είναι ένα όνειρο μακράς διαρκείας στην κατάσταση του ξύπνιου. Οι αμυντικοί μηχανισμοί του Εγώ του νευρωσικού συγκρατούν μεταμφιεσμένο το λανθάνον περιεχόμενο (συμβολισμός) του νευρωτικού συμπτώματος. Άλλα φαινόμενα που προσιδιάζουν στο όνειρο είναι οι ελεύθεροι συνειρμοί, οι παραπραξίες, τα ανέκδοτα… Εντούτοις μόνο το όνειρο μπορεί να αποκαλύπτει τόσα πολλά για τη δύναμη της ψυχής. Τα lapsi της γλώσσας μπορούν να αποκαλύπτουν κάποια ασυνείδητη γνώση αλλά σπάνια επισυμβαίνουν στην ανάλυση: οι άμυνες ταχύτατα επαναδραστηριοποιούνται.
Το προεξάρχον σημείο εκκίνησης του ονείρου αφορά περιοχές της ψυχής (εδώ το ψυχικό όργανο «χαρτογραφείται») οι οποίες σημαδεύτηκαν παιδιόθεν από το ορόσημο της ηδονής και της προσήκουσας αγωνίας εξαιτίας της. Πρόκειται για τη σύγκρουση ανάμεσα στο οικουμενικό δίπολο επιθυμία (πρωτίστως οιδιπόδειας προβληματικής) – φόβος. Κάτω απ’αυτές τις συνθήκες οι συγκρουσιακές περιοχές εκπίπτουν της συνείδησης. Πρόκειται για του απωθημένους μας πόθους (τα «ποθημένα» μας…).
Αφορά πρωτίστως σε μια οπτική εμπειρία στη διάρκεια της οποίας η πλειοψηφία των παιδικών αναμνήσεων έρχεται στην ενήλικη ζωή υπό μορφήν εικόνων ή σκηνών.Μέσω του ονείρου ικανοποιούνται (ψευδαισθητικά, εικονικά) οι παιδικές μας επιθυμίες. Το όνειρο συμπίπτει με μία παλινδρόμηση στο παιδικό. Πρόκειται για ένα κομμάτι παιδικής ψυχικής ζωής.
Πρόκειται για μια παλινδρόμηση προς τον πραγματισμό και τον ανιμισμό. Στην πρώιμη παιδική ηλικία τα συμβάντα γίνονται αναμνήσεις με πραγματιστικό τρόπο (εικόνες). Ακόμα και όταν το παιδί μάθει να μιλάει η σκέψη του κυριαρχείται πρωτίστως από εικονικές αναπαραστάσεις. Πράγματα που άκουσε μετατρέπεται σε εικόνες (Schur 1966, Lewin 1968). Πρόκειται για ένα είδος μνήμης το οποίο ονομάζουμε αντικειμενοποιημένη εμπειρία, κατά το τέλος του πρώτου ή την αρχή του δεύτερου έτους της ζωής (Wachler, 1937; Spitz, 1965).Ο ονειρευόμενος αντιλαμβάνεται τα μορφώματα του ονείρου ως απτά (χειροπιαστά) και ζωντανά. Άλλωστε τόσο το όνειρο όσο και τα παιδιά κάνουν χρήση των εικαστικών-εικονικών αναπαραστάσεων.
Yπάρχουν πρωτογενείς εγγραφές οι οποίες προκύπτουν από το παιδικό σώμα και συγκινησιακές καταστάσεις οι οποίες δε μπορούν να ανακαλούνται αλλά αναδύονται εν είδει ψυχικών εικόνων και αισθήσεων στα όνειρα. Κατά τον Greenson (1972) τα προεξάρχοντα στοιχεία τα οποία υπεισέρχονται στα όνειρα αφορούν πρωτίστως στις πρωτόγονες-παιδικές και όχι στις ώριμες εκφάνσεις των ψυχικών παραμέτρων (Εκείνο, Εγώ, Υπερεγώ). Οι εξελιγμένες μορφές του Εγώ υπεισέρχονται πολύ σπανιότερα. Αυτό είναι ένδειξη του υψηλού βαθμού στον οποίο επιτελείται παλινδρόμηση στο όνειρο. Κατά την Anna Freud (1965) σε όλα τα ψυχικά παλινδρομικά φαινόμενα επισυμβαίνει μια άνιση και επιλεκτική-κατά περίπτωση ψυχικής λειτουργίας-παλινδρόμηση των ψυχικών παραμέτρων.
Το να ονειρευόμαστε είναι ισοδύναμο με το να θυμόμαστε στο μέτρο που υπάρχει ανάμνηση η οποία κάτω από άλλες συνθήκες είναι αδύνατη λόγω της λογοκρισίας του Υπερεγώ. Η παλινδρόμηση στο όνειρο είναι τοπική. Αυτό σημαίνει ότι επειδή καθώς κοιμόμαστε δεν υπάρχει ούτε αντιληπτική δυνατότητα 9 ούτε ικανότητα για κίνηση (κινητικότητα) ο ονειρευομένος δεν «κινδυνεύει» από μία επί του πραγματικού πραγμάτωση της παιδικής σεξουαλικής επιθυμίας, η οποία τον διακατέχει. Έτσι η διέγερση από την επιθυμία δεν μπορεί παρά να παλιρροεί μέσα στον ψυχισμό (τοπική παλινδρόμηση), ο οποίος θα κινήσει προς τα εμπρός την εργασία του ονείρου. Επίσης η παλινδρόμηση στο όνειρο είναι μορφολογική στο μέτρο κατά το οποίο ο χαρακτήρας του ονείρου είναι ψευδαισθητικός (αυταπάτη) 10. Τω όντι, στο όνειρο το μονοπάτι της ικανοποίησης χαρακτηρίζεται ως «ψευδαισθητικό» , επειδή η ευχαρίστηση είναι αποκομμένη από την αντίληψη (όραση – ακοή), αλλά επενδεδυμένη στην ψευδαίσθηση της πραγματικότητας (αυταπάτη). Τόσο η τοπική όσο και η μορφολογική παλινδρόμηση στο όνειρο συνιστούν τη χρονολογική παλινδρόμηση προς την απωθημένη παιδικότητα μας (παιδικές επιθυμίες).
Ως γνωστό, κατά την ψυχαναλυτική θεωρία, ο τόπος των απωθημένων ενορμητικών αναπαραστάσεων είναι το ασυνείδητο. Έτσι, το όνειρο μέσω αυτής της παλινδρόμησης οδηγεί στο ασυνείδητο.
Εν κατακλείδι, Το όνειρο είναι ένα ψυχικό (ψυχικοποιημένο) μέσο ψευδαισθητικής (εικονικής) ικανοποίησης των ασυνειδήτων, απαγορευμένων παιδικών επιθυμιών, πρωτίστως σεξουαλικών. Αυτό έκανε τον Freud (1900) να το ανακηρύξει ως τη βασιλική οδό ( via regia ) για να φτάσουμε στο ασυνείδητο σε αυτή τη δεξαμενή/ «τράπεζα» των λιβιδινικών παθών. όνειρο δεν αποτελεί μόνο τη «βασιλική οδό»-via regia-για την εξερεύνηση του ασυνειδήτου αλλά και το μονοπάτι για την κατανόηση της δομής και λειτουργίας του ψυχικού μας οργάνου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνική-Μεταφρασµένη
Evans D.: «Εισαγωγικό Λεξικό της Λακανικής ψυχανάλυσης» (Εκδόσεις ‘’Ελληνικά
Γράµµατα , Αθήνα 2005 )
Καραγάτσης Μιχάλης: «Η µεργάλη χίµαιρα», εκδ. Εστία, Αθήνα 2005
Μαδιανός Μ: «Κλινική ψυχιατρική», εκδ. Καστανιώτης, 2003.
Μάνος N.: «Βασικά στοιχεία κλινικής Ψυχιατρικής» , University Studio Press,
Θεσσαλονίκη 1997.
Παπαδόπυλος N. : «Λεξικό της ψυχολογίας»,Σύγχρονη Εκδοτική , Αθήνα 2005.
Φιλιππόπουλος Γ.Σ. : «∆υναµική Ψυχιατρική», Α.Καραβία , Αθήνα 1971.
Freud S.: «Η ερµηνευτική των ονείρων», εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1992
Freud S.: «Όνειρα, Μέντιουµ και αποκρυφισµός», εκδ. Κοροντζή, Αθήνα 2004
Freud S.: «Ψυχολογία των µαζών και ανάλυση του Εγώ», εκδ. Επίκουρος, Αθήνα
1994
Freud S.: «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας», Εκδόσεις Επίκουρος, Αθήνα 1994
Freud S.: «Τοτέμ και ταμπού», Εκδόσεις Επίκουρος, Αθήνα 1974
Freud S.: «Όνειρα, Μέντιουμ και Αποκρυφισμός», Εκδόσεις Κοροντζή, Αθήνα 2004
Χαρτοκόλης Π. : «Εισαγωγή στην Ψυχιατρική», Θεµέλιο, Αθήνα 1991 . 23
Χουντουμάδη Α.-Πατεράκη Λ., «Σύντοµο Λεξικό Ψυχολογικών Όρων»
∆ωδώνη, Αθήνα-Γιάννενα 1989.
Windgassen – Tolle: «Ψυχιατρική», Εκδόσεις Παρισιάνος 2003 .
Βαμβαλής Γ.: «Ξαναδιαβάζοντας τον Φρόυντ», Εκδόσεις Επίκουρος, Αθήνα 2000
Ξενόγλωσση
Chemana R. , Vandermersch B. : «Dictionnaire de la Psychanalyse» ,Larousse,
Paris 1995 .
Chrycroft : «A critical Dictionary of Psychoanalysis», Penguin,1972 .
Coen S.J.: «The passions and perils of interpretation (of dreams and texts)»: An appreciation of Erik Erikson’s dream specimen paper, New York, Int. J. Psycho-Anal. (1996)77. 537
De Monochaux C.: «Dreaming and the organizing function of the ego», London, Int. J. Psycho-Anal. (1978)59. 443
De Mijola A.: «Dictionnaire de la Psychanalyse» , Calmann –Levy , 2002.
Ey H-, Bernard P., Brisset Ch.: «Mannuel de Psychiatrie», Masson, Paris 1989 .
Fenichel O.: «The Psychoanalytic theory of Neurosis», Rutledge and Kegan Paul,
London 1982 .
Greenson R.: «The Technique and Practice of Psycho –Analysis», the Hogarth Press,
London 1994 .
Grubrich- Simits I.: «How Freud wrote and revised his interpretation of dreams», London, The British Psycho-Analytical Society, English-speaking Weekend Conference, 13th- 15th October 2000
Gutheil E.A.: «The handbook of dream analysis», New York, Liveright, 1979
Kaufmann P.: «L’apport freudien» ,Larousse, Paris 1998.
Kernberg O.: «Borderline conditions and Pathological Narcissism», Jason Aronson,
Inc 1976 .
Laplanche J., Pontalis J.-B.: «Vocabulaire de la Psychanalyse», P.U.F. , Paris
1967
Michel A.: «Dictionnaire de la Psychanalyse» , Encyclopedia Universalis, Paris 2001
Pieron H.: «Vocabulaire de la Psychologie», P.U.F., Paris 1981
Port A.: «Manuel Alphabetique de Psychiatrie» , Puf, 1986 .
Reich W. , «Character Analysis» Ed.Noonday, New York 1991 .
Roudinesco E, Plon M.: «Dictionnaire de la Psychanalyse» , Fayard , 1997
Masud M. Khan R.: «Dream psychology and the evolution of the psycho-analytic situation, The International Journal of Psycho-analysis», London 1962
Mautner B.: «Freud’s Irma dream: A psychoanalytic interpretation», New York, Int. J. Psycho-Anal. (1991)72. 275
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Ο Σάββας Μπακιρτζόγλου από το 1992 έχει την ευθύνη της ψυχολογικής υποστήριξης περιθαλπομένων και εργαζομένων στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής.
Aπό το 1995 εποπτεύει ασκούμενους ψυχολόγους ενώ από το 2003 διευθύνει τη λειτουργία του Προγράμματος Ψυχοθεραπείας και Σεμιναρίων Επέκεινα - Ψυχαναλυτική Πράξη.