Το φαγητό αποτελεί μία ισχυρή φυσική ανταμοιβή για τον οργανισμό και η λήψη τροφής αποδεικνύεται συχνά πως είναι μία πολύπλοκη διαδικασία. Η ανταμοιβή και η ευχαρίστηση που σχετίζονται με την κατανάλωση τροφίμων οδηγούν στην παραγωγή της ντοπαμίνης, μία οργανική ουσία η οποία με τη σειρά της ενεργοποιεί τα κέντρα ανταμοιβής και απόλαυσης στον εγκέφαλο.
Ένα άτομο θα επιλέξει να καταναλώσει επανειλημμένα ένα συγκεκριμένο φαγητό προκειμένου να βιώσει αυτό το θετικό συναίσθημα της ικανοποίησης που του προκαλεί όταν το γεύεται. Αυτός ο τύπος επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς κατά τη διαδικασία πρόσληψης τροφής οδηγεί στην ενεργοποίηση των οδών ανταμοιβής του εγκεφάλου που εν τέλει υπερισχύουν άλλων σημάτων, όπως αυτά του κορεσμού και της πείνας.
Υπερκατανάλωση τροφής και παθολογική παχυσαρκία
Με αυτό τον τρόπο, μία συνήθεια ικανοποίησης μέσω ενός αγαπημένου φαγητού οδηγεί στην υπερκατανάλωση τροφής και στην παθολογική παχυσαρκία. Η υπερκατανάλωση τροφής και η παχυσαρκία προκύπτουν από αρκετούς βιολογικούς παράγοντες οι οποίοι εμπλέκουν τόσο το κεντρικό όσο και το περιφερειακό σύστημα με αμφίδρομο τρόπο που σχετίζεται με τη διάθεση και τα συναισθήματα. Η συναισθηματική κατανάλωση τροφής και η αλλοιωμένη διάθεση αποτελούν παράγοντες που μπορούν επίσης να παρακινήσουν το άτομο σε αλλοιωμένες επιλογές πρόσληψης φαγητού, οδηγώντας έτσι στην υπερκατανάλωση τροφής και στην παχυσαρκία. Ερευνητικά αποτελέσματα από μελέτες που έχουν διεξαχθεί σε ανθρώπους και ζώα υποστηρίζουν την αμφίδρομη σύνδεση μεταξύ τριών εννοιών: διάθεση, τροφή και παχυσαρκία.
Η κατανάλωση τροφής ως έλεγχος διάθεσης
Έχει διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι οι άνθρωποι εκδηλώνουν ποικίλες συμπεριφορές με σκοπό να ελέγξουν τη διάθεσή τους (Morris and Reilly, 1987). Ανάμεσα στις συμπεριφορές αυτές εντοπίζεται και η κατανάλωση τροφής. Η αλληλεπίδραση μεταξύ της διάθεσης, της συναισθηματικής κατάστασης και τις διατροφικές συμπεριφορές είναι πολύπλοκη και έχει υποστηριχθεί κατά καιρούς ότι το άτομο ρυθμίζει τα συναισθήματα και τη διάθεσή του αλλάζοντας τόσο τις διατροφικές επιλογές του όσο και τις ποσότητες τροφής που καταναλώνει.
Είναι επίσης προφανές ότι η διάθεση μπορεί να επηρεάσει τους μηχανισμούς αυτοανταμοιβής κατά τη διαδικασία κατανάλωσης τροφής (Morris and Reilly, 1987). Συγκεκριμένα είδη τροφίμων τείνουν να προτιμώνται υπό ορισμένες ψυχολογικές συνθήκες λόγω της επίδρασης που ασκούν στη δραστηριότητα των κέντρων ανταμοιβής του εγκεφάλου (Rangel, 2013, Jauch-Chara και Oltmanns, 2014, Weltens κ.ά. 2014).
Σημ. Διαβάστε και το σχετικό άρθρο: Ποιες τροφές επιλέγουν οι στρεσαρισμένοι άνθρωποι.
Οι κύκλοι θετικής ανάδρασης μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της όρεξης που οδηγεί στην παχυσαρκία. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι τα εξαιρετικά ευχάριστα τρόφιμα ενεργοποιούν τις ίδιες εγκεφαλικές περιοχές ανταμοιβής και ευχαρίστησης που δραστηριοποιούνται σε ένα άτομο που έχει εθισμό στα ναρκωτικά. Η ντοπαμίνη, η οποία ενεργοποιεί άμεσα τα κέντρα ανταμοιβής και απόλαυσης, επηρεάζει τόσο τη διάθεση όσο και την πρόσληψη τροφής, στοιχείο που ενισχύει περισσότερο την σχέση μεταξύ ψυχολογίας και διατροφικών συμπεριφορών.
Διαταραχές διάθεσης και διατροφικές συμπεριφορές
Οι διαταραχές της διάθεσης συχνά εντοπίζονται να έχουν σχέση με ασυνήθιστες διατροφικές συμπεριφορές. Για παράδειγμα, η κατάθλιψη και το άγχος εμφανίζονται σε περιπτώσεις παχυσαρκίας. Η παρουσία κάποιου προβλήματος στη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος έχει συνδεθεί με την παχυσαρκία, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει την ψυχική και τη σωματική υγεία. Τα παχύσαρκα άτομα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης, κίνδυνος ο όποιος διπλασιάζεται όταν κάποιο άτομο πάσχει και από διαβήτη. Η καταθλιπτική διάθεση συνδέεται επίσης με την κοιλιακή παχυσαρκία και την κακή διατροφή.
Στον άνθρωπο, η διατροφική συμπεριφορά είναι περίπλοκη και επηρεάζεται τόσο από την διάθεση όσο και από τα συναισθήματα.
Ωστόσο, η διάθεση και τα συναισθήματα αποτελούν δύο διακριτούς τομείς. Η διάθεση χαρακτηρίζεται από μία ψυχολογική διέγερση η οποία λαμβάνει χώρα χωρίς την παρουσία προφανών ερεθισμάτων και μπορεί να διαρκέσει για αρκετά λεπτά ή και περισσότερο. Αντίθετα, τα συναισθήματα αποτελούν μία βραχυπρόθεσμη συναισθηματική απόκριση στα ερεθίσματα. Σύμφωνα με έρευνες (Macht, 1999), τα συχνότερα συναισθήματα που βιώνει το άτομο, όπως ο θυμός και η χαρά, έχουν την ισχυρότερη επιρροή στην όρεξη και στην επιλογή του φαγητού.
Τα ευρήματα ερευνών για την ανθρώπινη συμπεριφορά υποδεικνύουν ένα ολοκληρωμένο μοντέλο που προβλέπει πέντε διαφορετικές πτυχές της συναισθηματικής διατροφής. Πρόκειται για την επιλογή των τροφίμων, την πρόσληψη τροφής, την απώλεια γνωστικών ελέγχων, τα συναισθήματα ρύθμισης τροφής και την κατανάλωση τροφής σύμφωνα με τα συναισθήματα. Επομένως, ανάλογα με την κατάσταση των αρνητικών συναισθημάτων ή της στεναχώριας, ενεργοποιείται η συναισθηματική κατανάλωση τροφής, όπου η λήψη φαγητού μπορεί είτε να αυξηθεί είτε να μειωθεί στο ίδιο άτομο. Η συναισθηματική κατάσταση του ατόμου έχει επίσης συνδεθεί με τον εθισμό (Parylak κ.ά., 2011).
Τα αισθητηριακά και ψυχολογικά μονοπάτια φαίνεται να επηρεάζουν την επιλογή του φαγητού, την ποσότητα και τη συχνότητα των γευμάτων, τα οποία μπορεί να μην αποτελούν μέρος των συνηθισμένων φυσιολογικών απαιτήσεων.
Αρκετές ψυχοσωματικές θεωρίες παχυσαρκίας υποστηρίζουν ότι οι παχύσαρκοι άνθρωποι τρώνε υπερβολικά λόγω της αδυναμίας τους να αντιληφθούν τη φυσιολογική τους κατάσταση, την πείνα και τον κορεσμό, και ότι η υπερκατανάλωση τροφής μειώνει τη συναισθηματική δυσφορία και το άγχος. Η εσωτερική/εξωτερική θεωρία της παχυσαρκίας προβλέπει ότι τα άτομα που τρώνε φυσιολογικές ποσότητες φαγητού μεταβάλλουν την πρόσληψη τροφής για να ρυθμίσουν τα συναισθήματά τους, ενώ τα παχύσαρκα άτομα δεν δρουν κατ' αυτόν τον τρόπο. Ανάλογα με το εάν ένας άνθρωπος είναι συγκρατημένος ή συναισθηματικός, το άγχος και τα αρνητικά συναισθήματα μπορούν να συσχετιστούν τόσο με την αυξημένη όσο και με την μειωμένη διάθεσή του για φαγητό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η επιλογή του φαγητού διαφέρει αρκετά. Κατά συνέπεια, η συναισθηματική δυσφορία επηρεάζει τη συναισθηματική επιλογή τροφής και την πρόσληψη αυτής.
Αλληλεπίδραση φαγητού, διάθεσης, στρες
10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.
Υπάρχει μία στενή αλληλεπίδραση μεταξύ του φαγητού, της διάθεσης και του στρες. Το στρες μπορεί να επηρεάζει τις διατροφικές συμπεριφορές με αποτέλεσμα είτε την αυξημένη είτε τη μειωμένη πρόσληψη τροφής ανάλογα με τους τύπους των εξωτερικών στρεσογόνων παραγόντων ή των ψυχολογικών στρεσογόνων παραγόντων.
Ομοίως, το χρόνιο στρες μπορεί να οδηγήσει είτε στην αυξημένη κατανάλωση εύγευστων και ευχάριστων τροφών που οδηγούν στην παχυσαρκία είτε στη μειωμένη όρεξη που οδηγεί στην απώλεια βάρους. Επιπλέον, μετά από την έκθεση του ατόμου σε κάποιο στρεσογόνο παράγοντα, οι μελέτες δείχνουν ότι η πρόσληψη εύγευστων τροφών μειώνει τα σημάδια του στρες και του άγχους. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι το κίνητρο που προκαλείται από το στρες για την κατανάλωση εύγευστων τροφών παρατηρείται συχνά στους ανθρώπους. Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι η συμπεριφορά αυτή επεκτείνεται και στα ζώα. Κάτι τέτοιο υποδηλώνει την πιθανότητα ύπαρξης ενός κοινού νευροβιολογικού μονοπατιού που αφορά την επιλογή τροφής και τα μοτίβα διατροφικής συμπεριφοράς υπό την επήρεια του στρες.
Οι καταστάσεις της διάθεσης, όπως το άγχος και η κατάθλιψη, επηρεάζουν την επιλογή των τροφίμων και τον μεταβολισμό της ενέργειας.
Η υπερκατανάλωση φαγητού και η παχυσαρκία συνδέονται συχνά με την κατάθλιψη και το άγχος στους ανθρώπους, κάτι που έχει διαπιστωθεί και σε μελέτες που αφορούν τα ζώα. Οι ενδοκρινικές και οι μεταβολικές παθήσεις επιδεινώνονται σε περίπτωση μείζονος κατάθλιψης. Τα άτομα που βιώνουν καταθλιπτικές διαθέσεις παρουσιάζουν προτιμήσεις για κατανάλωση εύγευστων «παρηγορητικών τροφίμων» ως μέσο για την ανακούφιση των αρνητικών συναισθημάτων τους. Αν και σε βραχυπρόθεσμη βάση, τα εύγευστα τρόφιμα είναι σε θέση να παρέχουν κάποια ανακούφιση από τα διάφορα αρνητικά συναισθήματα, η χρόνια κατανάλωση τροφίμων πλουσίων σε θερμίδες οδηγεί τελικά στην παχυσαρκία η οποία με τη σειρά της ενδυναμώνει την ευπάθεια σε σχέση με την κατάθλιψη και το άγχος. Επιπλέον, υπάρχουν ευρήματα που δείχνουν ότι η παρατεταμένη κατανάλωση τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος οδηγεί σε αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις, αυξημένη ευαισθησία στο στρες και αλλοιωμένα βασικά επίπεδα κορτικοστερόνης. Συμπερασματικά, τα αρνητικά συναισθήματα επηρεάζουν την επιλογή και την πρόσληψη τροφής, κάτι που με τη σειρά του επηρεάζει τη διάθεση του ατόμου με αμφίδρομο τρόπο.
Αρκετές μελέτες, τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ζώα, έδειξαν ότι τα τρόφιμα επηρεάζουν άμεσα τα συστήματα νευροδιαβιβαστών του εγκεφάλου τα οποία στη συνέχεια παρουσιάζουν επιπτώσεις στη διάθεση και στη λειτουργικότητα του ατόμου μεταβάλλοντας τη δομή του εγκεφάλου, τη χημεία και τη φυσιολογία του.
Παχυσαρκία και άγχος
Η παχυσαρκία φαίνεται ότι αυξάνει την εμφάνιση του άγχους και των διαταραχών της διάθεσης. Η επαγόμενη από το στρες υπερκατανάλωση τροφής και η παχυσαρκία σχετίζονται επίσης με την εμφάνιση μείζονος κατάθλιψης. Τα άτομα που πάσχουν από χρόνιο στρες τείνουν να έχουν περισσότερο σπλαχνικό λίπος εξαιτίας των υπερβολικών συστηματικών επιπέδων κορτιζόλης. Επιπλέον, η μείζων κατάθλιψη στην εφηβεία συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο παχυσαρκίας κατά την ενηλικίωση. Σημειώνεται επίσης ότι οι μεταβολικές παθήσεις επιδεινώνονται όταν το άτομο βιώνει κατάθλιψη και αντίστροφα. Ομοίως, το άγχος επηρεάζει σημαντικά την πρόσληψη τροφής, τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα, προωθώντας έτσι τις μεταβολικές διαταραχές. Η υπερκατανάλωση τροφής μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι είναι ανάλογη με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών επειδή και στην περίπτωση αυτή το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με μία εθιστική πρακτική κατά την οποία εξαρτάται σωματικά και ψυχολογικά από τρόφιμα πλούσια σε λίπος και ζάχαρη.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, περίπου 1 δισεκατομμύριο ενήλικες είναι υπέρβαροι, εκ των οποίων τα 475 εκατομμύρια είναι παχύσαρκοι. Η παχυσαρκία είναι μία σύνθετη πολυπαραγοντική ασθένεια. Στις δυτικές κοινωνίες, η κύρια αιτία της παχυσαρκίας οφείλεται στη μειωμένη σωματική δραστηριότητα η οποία οδηγεί σε καθιστική ζωή και πλεοναστική κατανάλωση φαγητού, αναψυκτικών, φαγητών από ταχυφαγεία και ιδιαίτερα εύγευστων τροφών· συνήθειες που ενεργοποιούν τα κέντρα επιβράβευσης ντοπαμίνης του εγκεφάλου οδηγώντας το άτομο στην υπερβολική κατανάλωση τροφής.
Πηγή: Το παρόν κείμενο στηρίχθηκε στην επιστημονική εργασία της Minati Singh για τη σχέση μεταξύ της διάθεσης, του φαγητού και της παχυσαρκίας. http://journal.frontiersin.org
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Συγγραφή άρθρων, μετάφραση και απόδοση ξενόγλωσσων επιστημονικών άρθρων.