Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι νόσος γνωστή από την αρχαιότητα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η νοσηρότητα από διαβήτη είναι αποδεδειγμένα ιδιαίτερα υψηλή. Ο διαβήτης είναι ένα μεταβολικό σύνδρομο, το οποίο προκαλείται από απόλυτη ή σχετική ανεπάρκεια στην έκκριση ινσουλίνης.
Πιο απλά, ο οργανισμός ενός ατόμου που πάσχει από διαβήτη, έχει υψηλές τιμές σακχάρου στο αίμα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να παράγει την ινσουλίνη. Έτσι, ο οργανισμός δεν μπορεί να μετατρέπει το φαγητό που προσλαμβάνει σε ενέργεια.
Η γενετική προδιάθεση έχει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του διαβήτη, χωρίς να σημαίνει ότι πρόκειται για μια νόσο κληρονομική.
Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες διαβήτη:
Διαβήτης Τύπου I
Ο διαβήτης Τύπου I ή ινσουλινοεξαρτώμενος ή νεανικός διαβήτης, διαγιγνώσκεται συνήθως κατά τη διάρκεια της παιδικής ή εφηβικής ηλικίας, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η εμφάνιση αυτής της μορφής σε μεγαλύτερη ηλικία. Στο διαβήτη Τύπου I, το πάγκρεας παράγει ελάχιστη ή και καθόλου ινσουλίνη. Επομένως, τα άτομα που πάσχουν από αυτό το είδος διαβήτη χρειάζονται μόνιμη θεραπεία ινσουλίνης. Ο διαβήτης Τύπου I είναι αρκετά πιο σπάνιος από τον Τύπου II, μιας και μόλις 5-10 % των ατόμων που νοσούν ανήκουν σε αυτή τη μορφή διαβήτη.
Τα συμπτώματα του νεανικού διαβήτη συνήθως εμφανίζονται απότομα και εξελίσσονται γρήγορα. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα περιλαμβάνουν πολυδιψία (μεγάλη δίψα, μεγάλη κατανάλωση υγρών), πολυουρία (μεγάλη ποσότητα ούρησης), πολυφαγία (συνεχής πείνα), απώλεια βάρους σε μικρό χρονικό διάστημα, καταβολή δυνάμεων (αδυναμία) και αφυδάτωση.
Η επιβίωση του ασθενή με αυτή τη μορφή διαβήτη εξαρτάται από εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης (ενέσεις ινσουλίνης).
Διαβήτης Τύπου II
Ο διαβήτης Τύπου II ή μη ινσουλινοεξαρτώμενος ή διαβήτης των ενηλίκων, εμφανίζεται σε μεγαλύτερη ηλικία, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η εμφάνιση αυτής της μορφής σε νεαρότερης ηλικίας άτομα. Συνήθως, όμως, κάνει την εμφάνισή του σε άτομα ηλικίας άνω των 40 χρονών. Η ινσουλίνη που παράγεται από τον οργανισμό στον διαβήτη Τύπου II δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά από τον οργανισμό. Έτσι, παρατηρείται μια αδυναμία να χρησιμοποιήσει ο οργανισμός το σάκχαρο σαν την βασική πηγή ενέργειας.
Ο διαβήτης Τύπου II είναι και το συνηθέστερο είδος διαβήτη, μιας και περίπου το 90-95% όλων των περιπτώσεων διαβήτη είναι περιπτώσεις διαβήτη Τύπου II.
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Σημαντικό ρόλο σε αυτήν τη μορφή της νόσου έχει η παχυσαρκία. Η παχυσαρκία έχει αποδειχτεί ότι αποτελεί βασικό παράγοντα προδιάθεσης για σακχαρώδη διαβήτη Τύπου II.
Τα συμπτώματα του διαβήτη των ενηλίκων εμφανίζονται, συνήθως, σταδιακά και εξελίσσονται με αργό και σταθερό ρυθμό. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα περιλαμβάνουν κόπωση, αδιαθεσία, συχνουρία, πολυδιψία, θολή όραση και συχνές λοιμώξεις.
Εκτός από τις δύο βασικές κατηγορίες διαβήτη υπάρχει και ο διαβήτης της εγκυμοσύνης, ή διαβήτης της κύησης. Ο διαβήτης της εγκυμοσύνης εμφανίζεται μεταξύ της 24ης και 28ης εβδομάδας της κυοφορίας, δεν σχετίζεται με το διαβήτη Τύπου I ή II και, τις περισσότερες φορές, εξαφανίζεται μετά τη γέννηση του παιδιού. Η προχωρημένη ηλικία της εγκύου και η παχυσαρκία αποτελούν τους κύριους παράγοντες προδιάθεσης για εμφάνιση διαβήτη στη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι συνέπειες του διαβήτη στην ψυχική υγεία του ασθενή
Αυτό που γνωρίζουν οι περισσότεροι, είναι ότι ο διαβήτης μπορεί να προκαλέσει πολλά και ποικίλα σωματικά συμπτώματα. Εκείνο, όμως, που, συνήθως, αγνοούμε, είναι το πόσο καθοριστική σημασία έχει η προσωπικότητα και οι συναισθηματικές αντιδράσεις του ασθενή, που πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη και πώς οι αντιδράσεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν την πορεία της νόσου.
Η παθητικότητα, η ανωριμότητα και η αδυναμία αποδοχής της πάθησης, είναι μερικές από τις αντιδράσεις ατόμων που πάσχουν από διαβήτη και που μπορούν να αποδειχθούν επιζήμιες για την εξέλιξη της νόσου και για την πορεία της υγείας του ασθενή.
ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.
Ακόμη, η ανακοίνωση στον ασθενή από το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, ότι πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, ενδέχεται να προκαλέσει συναισθήματα, όπως αυτό του θυμού, της απελπισίας και του φόβου και να έχει σημαντική επίπτωση στην αυτοπεποίθηση του ατόμου.
Πολύ συχνό είναι και το φαινόμενο της άρνησης των συμπτωμάτων, με άλλα λόγια, της μη παραδοχής της νόσου. Ιδιαίτερα όταν η νόσος εμφανίζεται σε νεανική ηλικία, κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο αισθάνεται πιο υγιές, γεμάτο ενέργεια, δύναμη και ζωτικότητα, οι ασθενείς αγνοούν τα συμπτώματα και δεν αποδέχονται τη σοβαρότητα της πάθησής τους, με αποτέλεσμα να μην ακολουθούν πιστά τις οδηγίες των γιατρών.
Ειδικοί στο χώρο της ψυχικής υγείας, υποστηρίζουν ότι άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, χαρακτηρίζονται από το λεγόμενο «φόβο της ιδιαιτερότητας». Με άλλα λόγια, όσοι υποφέρουν από τη νόσο αυτή, διακατέχονται από το φόβο μήπως στιγματιστούν, λόγω του ότι η συγκεκριμένη ασθένεια συνδέεται με την παχυσαρκία. Άλλοι πάλι, φοβούνται τις επιπλοκές του διαβήτη, στις οποίες περιλαμβάνονται η νεφροπάθεια, η συμφόρηση, η τύφλωση, η καρδιοπάθεια και τα κυκλοφορικά προβλήματα.
Σύμφωνα με έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, κυρίως σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, οι διαβητικοί έχουν διπλάσιες πιθανότητες να πάθουν κατάθλιψη, από ότι μη διαβητικά άτομα. Γενικότερα, όσοι πάσχουν από διαβήτη, αισθάνονται, μερικές φορές, τόση θλίψη και απογοήτευση, που μοιάζουν να πενθούν για την ξέγνοιαστη ζωή τους, πριν την έναρξη της ασθένειας.
Είναι αλήθεια, ότι οι διαβητικοί ταλαιπωρούνται από συνεχείς εξετάσεις αίματος, ιατρική περίθαλψη, λήψη φαρμάκων, καθημερινή, σχεδόν, άσκηση και από το ιδιαίτερο διαιτολόγιο που εφαρμόζουν.
Τίποτα, ωστόσο, δεν μπορεί να τους στερήσει πολλές από τις χαρές της ζωής τους, τις οποίες απολάμβαναν και πριν την εμφάνιση της νόσου, παρά μονάχα ο πεσιμισμός, η παραίτηση και η τυφλή «υποταγή» στην πάθησή τους.
Βιβλιογραφία
- Clark, M. (2003). The NSF for diabetes: a health psychologist?s perspective- Health Psychology. Diabetes and Primary Care, Vol. 5, No 2 : 86-89.
- Clark, M. (2004). Understanding Diabetes. Pp. 1-9. John Wiley & Sons, Ltd.
- Clark, M. & Hampson, S. E. (2001). Implementing a psychological intervention to improve lifestyle self-management in patients with Type 2 diabetes. Patient Education and Counselling, 42 : 247-256.
- Clark, M., Hampson, S.,E., Avery, L., & Simpson, R. (2004). Effects of a tailored lifestyle management intervention in patients with Type 2 diabetes. British Journal of Health Psychology, 9 : 365-79.
- Glasgow, R., E., Chance, P.,A., Toobert, D.,J., Brown, J., Hampson, S.,E., & Riddle, M., C. (1997). Long term effects and costs of brief behavioural dietary intervention for patients with diabetes delivered from the medical office. Patient Education and Counselling, 32 : 175-84.
- Glasgow, R., E., Toobert, D.,J., & Hampson, S.,E. (1996). Effects of a Brief Office-Based Intervention to Facilitate Diabetes Dietary Self-Management. Diabetes Care, 19(8) : 835-42.
- Hampson, S., E. (1997). Illness representations and the Self-Management of Diabetes. In: Petrie, K., J. & Weinman, J., A. (1997). Perceptions of Health and Illness. 2nd Eds., pp. 323-347. Harwood Academic Publishers.
- Newman, S., Steed, L. & Mulligan, K. (2004). Self-management interventions for chronic illness. Lancet, 364: 1523-1537.
- Norris, S., L., Engelgau, M., M. & Narayan, K., M., V. (2001). Effectiveness of Self-management Training in Type 2 Diabetes: A systematic Review of randomized controlled trials. Diabetes Care, 24 (3): 561-587.
- Ogden, J. (2004). Health Psychology, 3rd ed., pp. 13-45 & 48-73. OUP: Buckingham.
- Shillitoe, R., W. (1988). Psychology and Diabetes: Psychosocial factors in management and control. pp. 60-88.
- Psychology and medicine Series: D. Marcer.
- Surwit, R., S., Van Tilburg, M., A., L., Zucker, N., McCaskill, C., C., Parekh, P., Feinglos, M., N., Edwards, C., L.,
- Williams P. & Lane, J., D. (2002). Stress management improves long-term glycaemic control in Type 2 Diabetes. Diabetes Care Vol. 25 (1): 30-34.
- Williams, G., C., Freedman, Z., R. & Deci, E., L. (1998). Supporting Autonomy to Motivate Patients with Diabetes for Glucose Control. Diabetes Care Vol. 21 (10): 1644-1651.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Tηλέφωνα Επικοινωνίας:6946081649, 2341023978,
Περιοχή: Ν.Κιλκίς