Όταν ρωτάω τους ανθρώπους που ζητούν ψυχοθεραπεία, «γιατί διαλέξατε εμένα ως ψυχοθεραπευτή σας;», κάποτε κάποιοι μου απαντούν: «Γιατί καταλάβαμε, απ’ τον τρόπο που γράφετε στα βιβλία σας πως είστε άνθρωπος του Θεού. Πως είστε ψυχολόγος με Χριστό. Επειδή συνδέετε την πνευματικότητα με την ψυχοθεραπεία…»

Το άρθρο που ακολουθεί, αποτελεί αδειδοτημένο απόσπασμα από το βιβλίο «Εξομολογήσεις ενός Ψυχοθεραπευτή». Αποκτήστε το βιβλίο από το εξεδικευμένο βιβλιοπωλείο ψυχολογίας του PSYCHOLOGY.GR

Η αλήθεια είναι πως, όσον αφορά το τελευταίο, πράγματι επιδιώκω να το κάνω γιατί το θεωρώ απαραίτητο και βοηθητικό για μια αποτελεσματικότερη ολιστική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση

Όμως συχνά οι «θεούσες» και οι «θεούσοι» που ενίοτε με πλησιάζουν δεν φαίνεται να έχουν την ίδια άποψη με μένα, ούτε για την ψυχοθεραπεία, ούτε για την σύζευξη της πνευματικότητας με την ψυχοθεραπεία.

Αν και οι ίδιοι δεν το γνωρίζουν, φοβούνται την ψυχοθεραπεία, όσο ακριβώς φοβούνται και την σχέση τους με την πνευματικότητα.

Εκτός από τους ερωτευμένους, οι πιο δύσκολοι και ανεπίδεκτοι επισκέπτες ενός ψυχοθεραπευτή είναι οι άνθρωποι της… εκκλησίας.

Αυτοί δηλαδή που θεωρούν τον εαυτό τους θρησκευόμενο, πιστό, εκλεκτό παιδί του Θεού. Αυτοί που δεν χάνουν εκκλησιασμό, μυστήριο για μυστήριο, και προσευχή για προσευχή. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που μαθημένοι να μιλούν την ευσεβιστική γλώσσα θεωρούν την ράτσα τους ξεχωριστή από αυτή των κοσμικών και θεωρούν απαραίτητο να βολοδέρνουν μέρα νύχτα σε όλες τις ακολουθίας της ενορίας τους.

Φυσικά, έχουν την χείριστη άποψη για την ψυχοθεραπεία και τις μεθόδους της (και καλά κάνουν. Η αυθεντική ψυχοθεραπεία έχει ως βασικό της σκοπό την ευκρινή θέαση και αποκάλυψη της προσωπικής αλήθειας εκείνου που βαθιά θέλει να ελευθερωθεί από τα προσωπεία του φαρισαίου που ο καθένας μας κρύβει και ενεργειακά τον απομυζά μέσα του.

Η πλειοψηφία όμως των παραπάνω ευσεβών χριστιανών, επειδή έχουν θεοποιήσει το προσωπείο, αποστρέφονται την ανάδειξη του προσώπου.

Στην περίπτωση που ο έξω από δω σπάσει το ποδάρι του, και ξεμυτίσουν στο ψυχοθεραπευτικό γραφείο οι εμπλεκόμενοι στο «σύνδρομο του πρεσβύτερου γιου» της παραβολής αρχίζει το … γλέντι!

Στην πραγματικότητα, εξωτερικεύονται οι εσώτερες ψυχικές συγκρούσεις με αφορμή τις μεταβιβαστικές προβολές στον πρόσωπο του ψυχοθεραπευτή.

Οι πόρτες της καρδιάς τους φιμωμένες από ψευδείς αναπαραστάσεις, ερμητικά κλειστές. Με κάθε τίμημα θα αρνηθούν και θα αποκρούσουν τις απόπειρες του ψυχοθεραπευτή να κλονίσει το άκαμπτο σύστημα ισορροπίας για την δόμηση του οποίου έχουν καταβάλει χρόνιους κόπους, συνειδητές και ασυνείδητες μεθοδεύσεις.

Συνήθως πίσω από την πυρηνική τους ψυχική ευθραυστότητα, η οποία αρχικά τους έβαλε στην εκκλησία, κρύβεται ένα πανίσχυρο προσωπείο νευρωτικού υπερελέγχου.

Η σχέση τους με τον Θεό γίνεται συνήθως πιόνι στην σκακιέρα που ο δικτάτορας big brother εσωτερικός ελεγκτής παίζει, όχι με κάποιον άλλον, ούτε με τον Θεό! Αλλά με τον εαυτό του.
Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει…

Ίσως κάποτε να υπήρξε μια αληθινή ψυχική εμπειρία, ένα κάλεσμα αυθεντικής αγάπης, ένα σκίρτημα αληθινής σχέσης με τον εσώτατο πυρήνα της ψυχής, με τον επουράνιο Πατέρα.

Όποιο όμως υπαρκτικό όφελος, όποια ζωοφόρα ενέργεια αντλήθηκε από την εσωτερική τριβή που δημιούργησε η παραπάνω απόπειρα αυθεντική προσέγγισης, όποια σπίθα αληθινού καλέσματος πήγε να πυροδοτήσει μια γνήσια φωτιά στην ψυχή, από ένα σημείο και μετά μοιάζει όλα να τιθασεύονται στην υπηρεσία του πανδαμάτορα εσωτερικού διχαστή και φαρισαίου, με όχημα και κριτήριο την αυτοδικαίωση και την συνήθεια.

Οι συχνοί εκκλησιασμοί και οι τυποποιημένες προσευχές υπηρετούν, στην περίπτωση των παραπάνω θρησκευόμενων χριστιανών, αυτάρεσκους εσωτερικούς μονόλογους.

Ο Θεός είναι ένας κατά φαντασίωση -αλλά κατ’ ουσίαν ανύπαρκτος- καθρέφτης για να συνομιλούν με την πιο ανώδυνη και ασφαλή τους πλευρά. Στις ώρες της έπαρσης, ο Θεός γίνεται γονιός που χτυπώντας παλαμάκια επιβραβεύει το καλό παιδί με το δικαίωμα στην αυταξία της αυτοδικαίωσης.

Στις ώρες που χτυπούν οι τύψεις την πόρτα της συνείδησης, Ο Θεός γίνεται καθρέφτης του αμείλικτου αδυσώπητου εσωτερικού τους κριτή. Ενας δάσκαλος που θυσιάζει την παιδαγωγία προς χάριν της εξουσίας και της νίκης του ισχυρού.

Άνθρωποι χαμένοι σε μια ψευδαίσθηση αυτάρκειας που μεταμφιέζουν την πνευματικότητα σ’ ένα ψυχολογικό παιχνίδι εσωτερικού ελέγχου. Την υπόθεση της σωτηρίας σε παρτίδα διευθέτησης ασυνείδητων ψυχικών εκκρεμοτήτων, συναισθηματικής κάλυψης κι επιβίωσης.

Παραβγαίνουν μονάχοι σ’ ένα στίβο που θέλει να αγωνίζονται τουλάχιστον δύο, κατεχόμενοι από αυθεντική επιθυμία στ’ αλήθεια να συναντηθούν. Πασχίζουν τζάμπα να βγουν πρώτοι αγνοώντας που τρέχουν δίχως αντίπαλο. Χωρίς να θέλουν να μάθουν την αλήθεια: Πως δηλαδή σ’ αυτήν την εσωτερική αρένα που «διάλεξαν» ν’ αγωνιστούν δεν υπάρχει συναγωνισμός. Δεν υφίσταται συνομιλία με τον Άλλον, δεν υπάρχει σχέση. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει άθλημα, ούτε εξέλιξη, ούτε νίκη.

Παίζοντας με τον εαυτό σου, το πλέον σίγουρο είναι πως ποτέ σου δεν θα χάσεις. Ούτε όμως και θα βγεις κερδισμένος μοχθώντας να επικρατήσεις με εικονικούς αντιπάλους.

Κι όμως οι «άνθρωποι της εκκλησίας», όπως και οι ερωτευμένοι, κάνουν εικόνισμα, όχι τον άλλον, όχι τον Θεό, μα την ψευδαίσθηση της σχέσης, και μέρα νύχτα το θυμιατίζουν και το προσκυνάνε.

Δεν θέλουν στ’ αλήθεια να κονταροχτυπηθούν σώμα με σώμα με το φαρισαίο μέσα τους για να τον ρίξουνε με την πλάτη στη γη. Δεν θέλουν να δουν κατάματα πως ο πρεσβύτερο αδερφός, στην παραβολή του εύσπλαχνου Πατέρα, αυτοεγκλωβίστηκε έξω από τον περίβολο της πατρικής αγάπης. Δεν έμαθε ποιον είχε Πατέρα, γι’ αυτό δεν Τον αγάπησε. Δεν τον αγάπησε, επειδή δεν τον ήξερε. Το μόνο που πραγματικά ζητούν είναι να παραμείνουν χωμένοι στην άγνοιά τους, την πάντα μεταμφιεσμένη σε προκάλυμμα πνευματικού αγώνα.

Γι’ αυτό, αν ο ψυχοθεραπευτής προσπαθήσει να τους δείξει ένα ψήγμα αλήθειας, σχίζοντας έστω κι ελάχιστα τον τόσο προσεχτικά υφασμένο υμένα της αυτογνωστικής τους πλάνης, νιώθουν βαθιά απειλημένοι και, αμυνόμενοι, επιτίθενται. Αποσύροντας την ενέργειά τους από την όποια αυτογνωστική απόπειρα, είτε αμφισβητώντας, ή κατηγορώντας τους ψυχοθεραπευτές, ή εν γένει την ψυχοθεραπεία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΆΡΘΡΟ:
Ψυχοθεραπευτής ή Πνευματικός; Θεραπευτικές δυνάμεις που χωρίζουν και ανταμώνουν.

Η περίπτωση της Μαρίας:

Η 28χρονη Μαρία ήταν απόφοιτη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με πολύ ραφιναρισμένο λεξιλόγιο, έξυπνη και προσπαθούσε να κάνει τα πάντα σωστά. Είχε πνευματικό, κοινωνούσε και συμμετείχε ταχτικά στα μυστήρια και τις ακολουθίες της εκκλησίας. Δεν είχε ποτέ στο παρελθόν, ούτε έχει σήμερα κάποια συντροφική σχέση. Οι φιλικές της σχέσεις ήταν και είναι επιφανειακές και περιορισμένες. Η περίπτωση της Μ. είναι ενδεικτική του φόβου κάποιων ενεργών χριστιανών μπροστά στην αναμόχλευση της αλήθειας και την ανάκτηση της υγιούς επιθυμίας.

Μια ασθένεια νευρολογικής φύσης απ’ την οποία έπασχε ο πατέρας της είχε σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στην πατρική του ιδιότητα απέναντι στην κόρη του, με αποτέλεσμα η Μ. να βιώνει την παρουσία του πατέρα της στο σπίτι περισσότερο ως απουσία και στέρηση.

Έτσι, όπως η ίδια αφηγείται, «δέθηκε υπερβολικά» με την μητέρα της, την οποία, αντίθετα με τον πατέρα της, βίωνε καθόλη την διάρκεια της παιδικής κι εφηβικής της ηλικίας ως τον μοναδικό δικό της άνθρωπο. Όταν, εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της μητέρας της, η συνεξάρτησή τους αυτή έσπασε βίαια, έμεινε απελπιστικά μόνη αγκαλιά με ένα δυσεπίλυτο πένθος, με το πρόβλημα της διαχείρισης ενός άρρωστου και άχρηστου πατέρα που ένιωθε ως βάρος κι αλυσίδα στα πόδια της.

Κυρίως όμως έμεινε αμφιθυμική και μετέωρη μπρος στην πιθανότητα να αναπτύξει μια προσωπική ζωή –που ποτέ δεν είχε- αφού, λόγω της ψυχικά αιμομικτικής σχέσης που διατηρούσε με την μητέρα της, έμεινε από παιδί ασύνδετη με το πιο ζωτικό στοιχείο της εσωτερικής της ζωής: την Επιθυμία. Την υγιή και ακράτητη εσωτερική εκείνη βούληση που, όταν αφήνεται να ενεργήσει, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την εξατομίκευση και την αυτοπραγμάτωση.

Η ψυχική απουσία του πατέρα στην περίπτωση της Μ. άφησε ένα μεγάλο δυσαναπλήρωτο κενό, το οποίο όμως ήρθε πολύ νωρίς να καλύψει η συνεξαρτητική σχέση της Μ. με την μητέρα της.

Η απουσία του πατρικού Νόμου που, επιτρέποντας την διαφοροποίηση του παιδιού από τον μητρικό κανιβαλισμό ζωογονεί την Επιθυμία, ήταν καθοριστική για την ψυχική εξέλιξη της Μ. Το αίτημα –όταν η Μ. ήταν παιδί- ήταν η διάσωση της από το τραυματικό αδιέξοδο του πατρικού κενού.

Το ασυνείδητο αίτημα της μητέρας ήταν η «αυτοκόλλητη» δυαδική σχέση, τέτοιας ποιότητας και έντασης ώστε να υποκαθιστά την ελλειμματική έως ανύπαρκτη της συζυγία.

Τα ασυνείδητα αιτήματα ικανοποιήθηκαν αμοιβαία και για τους δύο, μητέρα και κόρη, όμως με πανάκριβο τίμημα:

Ως μητέρα, ενδίδοντας στην αιμομικτική χρήση-απόλαυση της κόρης της, θυσίασε την ζωοφόρα διάσταση της επιθυμίας της γυναικείας της φύσης.
Η κόρη, αγκιστρωμένη εξαρτητικά από την εικόνα ενός εαυτού-αντικειμένου απόλαυσης του σημαντικού Άλλου, απαρνήθηκε τα δικαίωμα ενός υγιούς αποχωρισμού από το μητρικό πρότυπο, κρατώντας έως σήμερα ανενεργή την προσωπική της επιθυμία ως γυναίκας.

Όταν, στην αρχή ακόμα της ψυχοθεραπείας, έθιξα το ζήτημα της σύνδεσης την με την Επιθυμία, η Μ. αποφάσισε άμεσα πως δεν θέλει να συνεχίσει την θεραπεία, κατηγορώντας με πως δεν είμαι αρκετά ενσυναισθητικός ως θεραπευτής.

(Πράγματι, δεν σεβάστηκα αρκετά τον φόβο της να διερευνήσει το πιο βασικό θέμα που ασυνείδητα την απασχολούσε, δηλαδή την ανυπαρξία της προσωπικής της ζωής).

Η ικανότητα για αυθεντική πνευματική ζωή προϋποθέτει μια σχετικά καλή ψυχική επάρκεια και ισορροπία στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Η φαντασιωσική σχέση με το αντικείμενο (πρώιμο στάδιο της συγχωνευτικής σχέσης με την μητέρα) χρειάζεται να έχει βιωθεί επαρκώς κι αντικατασταθεί από την πιο ώριμη ψυχικά δυνατότητα σχέσης με τον πραγματικό Άλλον.

Η ικανότητα για μετάβαση από την ψυχολογική στην πνευματική βίωση της εσωτερικής ζωής προϋποθέτει την δυνατότητα εκ μέρους του υποκειμένου της αναγνώρισης και της αποδοχής της επιθετικότητας, της αμφιθυμίας του για την σύναψη κοντινών σχέσεων, και την αποδοχή της οδύνης, που έρχεται ως επακόλουθο της απώλειας των ψευδαισθήσεων για τον ιδεατό εαυτό και τους εξιδανικευμένους Άλλους.

Η σύνδεση με την ασυνείδητη Επιθυμία, μεταξύ των άλλων, προϋποθέτει την πίστη στην δυνατότητα να ανακτηθεί η χαμένη εμπιστοσύνη, να ξαναζωντανέψει, να διατηρηθεί και να επεκταθεί η αγάπη, με επίγνωση από μέρους του υποκειμένου των επιθετικών στοιχείων που κατοικοεδρεύουν κι εκκολάπτονται διαρκώς στην ενδοψυχική μας πραγματικότητα.

Το άρθρο, αποτελεί αδειδοτημένο απόσπασμα από το βιβλίο «Εξομολογήσεις ενός Ψυχοθεραπευτή». 

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Γρηγόρης Βασιλειάδης: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
  • Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
  • Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.

Συστημική και Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία. Συγγραφέας των Best Sellers: Το Ψυχοθεραπευτικό Ταξίδι, Για μια ζωή με νόημα, Εξομολογήσεις ενός ψυχοθεραπευτή, Πόσο αντέχεις την αλήθεια