Ακρόαση άρθρου......

Στα τέλη του 19ου αιώνα, με την ίδρυση του πειραματικού εργαστηρίου του Wilhelm Wundt, η ψυχολογία έκανε την έναρξή της ως επιστήμη. Από τότε βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη και νέοι κλάδοι δημιουργούνται με βάση τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων.

Ένας από τους νεότερους κλάδους της προαναφερθείσας επιστήμης είναι η θετική ψυχολογία, επίκεντρο της οποίας είναι τα θετικά συναισθήματα, ο θετικός τρόπος σκέψης, η θετική στάση-ειδικά απέναντι σε αντιξοότητες-και η προδιάθεση για θετικό κλίμα (Σταλίκας & Μυτσκίδου, 2011).

Εν ολίγοις, η θετική ψυχολογία αποσκοπεί στην ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας του ατόμου, η οποία ορίζεται ως η διαδικασία θετικής προσαρμογής στις δυσκολίες και τις τραυματικές καταστάσεις, οι οποίες δυσχεραίνουν την καθημερινή λειτουργία και την πνευματική ανάπτυξη του προσώπου (Luthar, et. al., 2000; Masten, 2014).

Συνεπώς, η ψυχική ανθεκτικότητα αποτελεί μια διαδικασία, η οποία δύναται να αναπτυχθεί υπό τις κατάλληλες συνθήκες και να διευκολύνει τη ζωή των ανθρώπων.

Όπως γίνεται κατανοητό από τον προαναφερθέντα ορισμό, η ψυχική ανθεκτικότητα εξυπηρετεί στην καθώς πρέπει λειτουργία του ατόμου κατά τη διάρκεια της ημέρας, παρά τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζει, ούτως ώστε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της κοινωνίας και της κουλτούρας του (Yates, et. al., 2015; Rutter, 1985; Yi, et. al., 2008).

Στις αναπτυξιακές επιστήμες αναφέρεται, ότι η έρευνα της ψυχικής ανθεκτικότητας πραγματοποιείται μελετώντας την επίδειξη ικανότητας και σεβασμού σε καταστάσεις όπου αυτό απαιτείται, καθώς και την έκθεση σε σημαντικές αντιξοότητες (Luthar, et. al., 2015). Συμπερασματικά οι ερευνητές καλούνται να αναγνωρίσουν τον τρόπο θετικής προσαρμογής του ατόμου, και τις συνθήκες, οι οποίες απειλούν την πνευματική του ισορροπία και ανάπτυξη, εφόσον αυτοί οι δύο παράγοντες αποτελούν τη βάση της ψυχικής ανθεκτικότητας (Masten & Cicchetti, 2016).

Αξίζει να επισημανθεί πως η ψυχική ανθεκτικότητα δεν είναι επίκτητο χαρακτηριστικό, αλλά μια ιδιότητα, η οποία είναι δυνατόν να αναπτυχθεί σε κάθε άνθρωπο. Έρευνες οι οποίες έχουν διεξαχθεί προκειμένου να γίνει κατανοητός ο λόγος για τον οποίο κάποιοι άνθρωποι έχουν αναπτύξει την ικανότητα τους αυτή περισσότερο από άλλους καταδεικνύουν πως σημαντικό κριτήριο ανάπτυξης της ανθεκτικότητας αποτελεί η θετική προσαρμογή.

Η θετική προσαρμογή αποτελεί κύρια ουσία της ψυχικής ανθεκτικότητας και εν ολίγοις, πρόκειται για την θετική εναρμόνιση της ψυχικής κατάστασης του ατόμου με τις καταστάσεις που το περιβάλλουν (Yates, et. al., 2015). Αυτό υποδηλώνει πως το άτομο είναι ικανό να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του και να επιτύχει στους κλάδους της ζωής του, όπως η καριέρα και οι ανθρώπινες σχέσεις. Όπως δείχνουν έρευνες, όσοι προσαρμόζονται θετικά από μικρή ηλικία, τείνουν να συνεχίζουν και στην ενήλικη ζωή τους. Παραδείγματος χάρη, ένα παιδί το οποίο καταφέρνει να προσαρμοστεί στο σχολείο του, έχοντας υψηλούς βαθμούς, ενδέχεται να συνεχίσει και στα επόμενα στάδια της ζωής του να τα πηγαίνει καλά στην ακαδημαϊκή του καριέρα αλλά και στην εργασία του (Burt et al., 2016)

Όπως προαναφέρθηκε, πέραν της θετικής προσαρμογής, σημαντικό κριτήριο προκειμένου να μετρηθεί η ψυχική ανθεκτικότητα, αποτελούν και οι αντιξοότητες στη ζωή του ατόμου (Luthar, et. al., 2015).

10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.

Δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μια σωστή έρευνα σε άτομα, τα οποία δεν έχουν βιώσει έντονες αρνητικές εμπειρίες και βρίσκονται συνεχώς σε ευνοϊκές συνθήκες. Προκειμένου να αναγνωριστεί από έναν ερευνητή η ένταση ή η έλλειψη της ψυχικής ανθεκτικότητας, είναι απαραίτητο ο συμμετέχοντας να έχει έρθει αντιμέτωπος με εμπόδια, δυσκολίες και γενικότερα καταστάσεις οι οποίες απειλούν την ψυχική του ισορροπία, ούτως ώστε να μελετηθεί ο τρόπος αντιμετώπισης ή αποδοχής των γεγονότων (Padesky, & Mooney, 2012).

Υπάρχουν ακόμα επτά θεμέλια ανάπτυξης της ψυχικής ανθεκτικότητας (Padensky, et. al., 2012) τα οποία σε συνδυασμό με τους προστατευτικούς παράγοντες διευκολύνουν την αντιμετώπιση των γεγονότων.

Το πρώτο θεμέλιο είναι η ικανότητα προσφοράς βοήθειας, η οποία προκαλεί το θετικό συναίσθημα κατά το οποίο ένα άτομο θεωρεί πως είναι χρήσιμο.

Δεύτερο θεμέλιο αποτελεί η δυνατότητα αναγνώρισης της ανάγκης για βοήθεια, η οποία παρακινεί το άτομο να ζητήσει βοήθεια και να βγει από άσχημες καταστάσεις με μεγαλύτερη ευκολία.

Οι γνωστικές ικανότητες, οι οποίες προωθούν την ευφυΐα, την θέληση για μάθηση, τον σωστό προγραμματισμό και την τελεσφόρα εργασία αποτελούν το τρίτο θεμέλιο. Σημαντική είναι η καλή ψυχική και σωματική υγεία, αποτελώντας ένα ακόμα παράγοντα.

Ψηφιακό Marketing για Ψυχολόγους: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Κρίσιμη επίσης είναι η νοηματοδότηση στη ζωή, καθώς και η σκέψη πως υπάρχει κάποιος σκοπός για να ζει το άτομο. Οι υγιείς ανθρώπινες σχέσεις και η εμπιστοσύνη μεταξύ των ατόμων ενθαρρύνουν τα πρόσωπα να αισθάνονται ασφάλεια και να αναπτύσσουν έναν εξωστρεφή χαρακτήρα, ο οποίος αποφεύγει την απομόνωση.

Τέλος, η ισορροπημένη ψυχική κατάσταση και οι ώριμοι αμυντικοί μηχανισμοί, όπως το χιούμορ, εξυπηρετούν την σωστή αντιμετώπιση ή αποδοχή αντιξοοτήτων.

Εφόσον, ένα άτομο πληροί τα προαναφερθέντα κριτήρια και έχει αναπτύξει σε ικανοποιητικό βαθμό την ψυχική ανθεκτικότητα, είναι πλέον ικανό να αντιμετωπίσει τα αρνητικά βιώματα χωρίς να δέχεται επιβλαβείς επιρροές από παράγοντες επικινδυνότητας (όπως το διαζύγιο, ή η αποτυχία στην ακαδημαϊκή καριέρα) με τρεις μορφές της ανθεκτικότητας.

Μια εκ των μορφών είναι η ανάπτυξη.

Η διαδικασία δηλαδή, κατά την οποία το άτομο αντί να στραφεί σε αυτοκαταστροφικές τάσεις μετά από ένα τραυματικό γεγονός, στρέφεται προς την αυτοβελτίωση, αλλά και την αυτό-αποδοχή (Tedeschi, & Calhoun, 1996). Η αυτοβελτίωση πραγματοποιείται μέσω της καλλιέργειας του πνεύματος, των δυνατοτήτων, του αισθήματος ευγνωμοσύνης, των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά και μέσω της αλλαγής στόχων και προτεραιοτήτων. Η επόμενη αξιοσημείωτη μορφή ψυχικής ανθεκτικότητας είναι η αντίσταση. Αναλυτικότερα, εφόσον λάβει χώρα ένα τραυματικό γεγονός, η ψυχική κατάσταση του ατόμου μένει σταθερή και δεν παρουσιάζονται αρνητικές αλλαγές στη διάθεση και την καθημερινότητά του. Συνεπώς, διατηρείται η ψυχική δύναμη, η ψυχραιμία και η καθαρή σκέψη. Η τρίτη και αρκετά συνηθισμένη μορφή είναι η ανάκαμψη, κατά την οποία αφού έχει επηρεαστεί αρνητικά το άτομο μετά από ένα γεγονός, επανέρχεται σταδιακά στην καθημερινότητά του.

Προαναφέρθηκαν οι έννοιες των προστατευτικών παραγόντων και εκείνοι της επικινδυνότητας. Συγκεκριμένα, προστατευτικοί είναι εκείνοι, οι οποίοι εμπνέουν αυτοπεποίθηση και σιγουριά στο άτομο, ούτως ώστε εκείνο να ανταπεξέλθει θετικά στις δυσκολίες.

Η καθηγήτρια Masten τονίζει τη σημασία των παραγόντων αυτών κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης ενός παιδιού (2001). Παραδείγματος χάρη, ένα παιδί το οποίο ζει καθημερινά σε ένα ήρεμο σπίτι και νιώθει ασφαλές, είναι πολύ πιθανό να καταφέρει να σχηματίσει έναν εξωστρεφή χαρακτήρα και να φέρεται με σεβασμό. Το αντίθετο ισχύει για τους παράγοντες επικινδυνότητας, οι οποίοι αποτελούν τα αίτια για να είναι ένα άτομο ευάλωτο προς τις αντιξοότητες (Masten, 2001). Τυπικό παράδειγμα για τους παράγοντες επικινδυνότητας είναι η απόλυση.

Τα δύο αυτά είδη παραγόντων, είναι εφικτό να μοιραστούν σε τέσσερις κατηγορίες.

Η πρώτη κατηγορία είναι η οικογένεια, που παράγοντας επικινδυνότητας είναι για παράδειγμα, η ενδοοικογενειακή βία, ενώ προστατευτικός είναι οι ενδιαφερόμενοι γονείς.

Έπειτα είναι ο παράγοντας της παιδικής ηλικίας, στον οποίο θετικό μπορεί να θεωρηθεί η ευκολία διαμόρφωσης φιλικών σχέσεων, ενώ αρνητικό η απομόνωση.

Ύστερα, προστατευτικοί παράγοντες υπάρχουν και στο σχολείο, όπως η ικανοποιητική απόδοση, ενώ ένας παράγοντας επικινδυνότητας μπορεί να είναι η αντιμετώπιση σχολικού εκφοβισμού.

Τέλος, η τέταρτη κατηγορία είναι οι κοινωνικοί παράγοντες, κατά τους οποίους αρνητική επίδραση μπορεί να εμφανίσει για παράδειγμα, ο ρατσισμός, ενώ θετική, οι θετικές σχέσεις μεταξύ γειτόνων. Αξίζει να σημειωθεί πως η σημαντικότερη κατηγορία είναι εκείνη της οικογένειας, καθώς έχει μεγαλύτερη και πιο άμεση επιρροή στο άτομο (Brooks, 2006).

Συνεπώς, είναι αναμενόμενο, όσα παιδιά παραμελούνται από τους γονείς ή είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας, να επηρεαστούν αρνητικά σε σημαντικό βαθμό κατά την ανάπτυξή τους, ειδικά στην περίπτωση εκείνη, που αυτοί οι παράγοντες επικινδυνότητας είναι συνεχείς και επαναλαμβανόμενοι (Schofield & Beek, 2005).

Πέραν των προστατευτικών παραγόντων και εκείνων της επικινδυνότητας, ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι πηγές στήριξης καθώς και οι εξωτερικές δυνατότητες. Οι πηγές στήριξης είναι τα υλικά και πνευματικά μέσα, τα οποία χρησιμοποιούνται με σκοπό την διευκόλυνση της διαδικασίας της προσαρμογής, όπως οι ευκαιρίες κοινωνικοποίησης. Οι εξωτερικές δυνατότητες είναι οι υπολογίσιμες ιδιότητες που είναι αναμενόμενο να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα (Morrison et al., 2006). Ένα παράδειγμα είναι η εργατικότητα, η οποία αναμένεται να επιφέρει θετικά αποτελέσματα στην καριέρα ενός ατόμου.

Εφόσον αναλύθηκαν τα κριτήρια και τα θεμέλια της ψυχικής ανθεκτικότητας, πρέπει να αναφερθούν οι τρόποι με τους οποίους επιτυγχάνεται η ανάπτυξή της, καθώς μονάχα η γνώση των απαραίτητων κριτηρίων δεν αρκεί. Συγκεκριμένα, η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρία (Α.Ψ.Ε.) προσφέρει 10 συμβουλές για την ανάπτυξη της ανθεκτικότητας.

Πρώτον, η απόκτηση αυτοπεποίθησης και η σιγουριά οδηγούν στην ευκολότερη επίλυση προβλημάτων και στην προστασία από τους παράγοντες επικινδυνότητας. Αυτό συνδέεται άμεσα με την δεύτερη συμβουλή, η οποία είναι η εστίαση στους στόχους. Είναι εξαιρετικά σύνηθες, τα άτομα με πίστη στον εαυτό τους και τις κινήσεις τους, να παραμένουν σταθερά στους τιθέμενους στόχους και ως απόρροια τούτου να επιτυγχάνουν. Η Α.Ψ.Ε. προτείνει επίσης, πως το άτομο οφείλει να αποδεχθεί τις απαραίτητες αλλαγές στη ζωή του. Να προσαρμόζεται δηλαδή, στις παρούσες καταστάσεις και να θέτει κατάλληλους στόχους, τους οποίους μπορεί να πετύχει, δίχως να απογοητεύεται. Αυτή η συμβουλή συνδέεται άμεσα με την ακόλουθη: Να παραμένει ένα άτομο θετικό, εστιάζοντας στο τι θέλει και τι μπορεί να κάνει, παρά στο αρνητικό το οποίο ενδέχεται να συμβεί.

Με την αναφορά στην εστίαση στο αρνητικό, ακολουθεί η συμβουλή να αναλαμβάνει κανείς δράση κατά τη διάρκεια αντιξοοτήτων αντί απλώς να στεναχωριέται ή να εύχεται μήπως αυτή η κατάσταση σταματήσει από τυχαία εξωτερική επίδραση. Αυτό σημαίνει πως οφείλει να προσπαθεί να βρίσκει μια λύση στα προβλήματά του και να μη λυπάται τον εαυτό του. Επιπροσθέτως, προτείνεται τα προβλήματα δίχως λύση να λαμβάνονται ως μια ευκαιρία ωρίμανσης και ανάπτυξης θετικών χαρακτηριστικών. Επίσης, σημαντικό θεωρείται να μην υπερεκτιμάται η σοβαρότητα της κατάστασης και το άτομο να παραμένει ψύχραιμο, χωρίς να υπερβάλλει. Με αυτό, συμβουλεύεται επίσης, να εστιάζει κανείς σε όσα θετικά μπορούν να λάβουν χώρα μελλοντικά στη ζωή του.

Για τις τελευταίες δύο συμβουλές, σημαντικό ρόλο αφενός έχει ο σχηματισμός σωστών σχέσεων με άτομα τα οποία επηρεάζουν θετικά την ψυχολογία του προσώπου και συμπαραστέκονται σε αυτό κατά τη διάρκεια δύσκολων καταστάσεων, ούτως ώστε να είναι ευκολότερο το άτομο να σκεφτεί καθαρά, καθώς και στην περίπτωση που ένα άτομο δεν είναι αποδέκτης βοήθειας, να την αναζητεί. Είναι εφικτό να βοηθηθεί από ομάδες στήριξης ή διαδικτυακά κέντρα βοήθειας ,με βιβλία και άρθρα (κυρίως σχετικά με την αυτοβελτίωση), ή και να έρθει σε επαφή με επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Επιπλέον, πέραν των ανθρώπινων σχέσεων, κρίσιμο είναι να αγαπάει κανείς τον εαυτό του και να τον φροντίζει κάνοντας ό,τι χρειάζεται για να τον ηρεμεί.

Πέραν όσων μπορεί να ελέγξει ένα άτομο ψυχολογικά, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψιν και οι βιολογικοί παράγοντες, οι οποίοι ενδέχεται να ορίσουν την ευκολία ή δυσκολία ανάπτυξης της ψυχικής ανθεκτικότητας (Feder, et al., 2009).

Η λειτουργία του εγκεφάλου, φαίνεται να έχει σημαντικό ρόλο, καθώς κατά την ανάπτυξη του εγκεφάλου, οι αντιξοότητες ήταν εφικτό να λαμβάνονται συνεχώς ως στρεσογόνες και κατά συνέπεια, να οδηγήσουν το όργανο στην απελευθέρωση στρεσογόνων ορμονών. Αυτό όμως, δε σημαίνει πως οι ψυχικά ανθεκτικοί άνθρωποι δεν παράγουν αυτές τις ορμόνες, αλλά ότι παράγονται σε μικρότερο βαθμό και πως μετά την απελευθέρωσή τους το άτομο επανέρχεται με ευκολία στην φυσιολογική του κατάσταση. Επίσης, οι ορμόνες, όπως η ωκυτοκίνη, καθορίζουν ως ένα βαθμό την ανάπτυξη ανθρώπινων σχέσεων και το είδος προσκόλλησης (Kubzansky, et al., 2012).

Το ανοσοποιητικό σύστημα σχετίζεται και πάλι με τα ενεργοποιημένα στον εγκέφαλο χημικά. Αυτό φαίνεται και σε περιπτώσεις ατόμων, τα οποία βίωσαν απειλητικές για την ζωή τους καταστάσεις, όπως βία, οι οποίες οδήγησαν στη παραγωγή επιβλαβών για την καρδιά ορμονών (Danese, McEwen, 2012). Συμπερασματικά, ευνοϊκό για την ανάπτυξη της ψυχικής ανθεκτικότητας θεωρείται εκείνο το σώμα το οποίο έχει τη δυνατότητα επαναφοράς στην φυσιολογική του κατάσταση, έπειτα από μια αγχώδη εμπειρία (Russo, 2012).

Ακόμη ένας βιολογικός παράγοντας, ο οποίος φαίνεται να επηρεάζει την ψυχολογική ανθεκτικότητα είναι η γονιδιακή έκφραση σε συνδυασμό με το περιβάλλον (Boyce, et al., 2012). Παραδείγματος χάρη, τα γονίδια ενός ατόμου ενδέχεται να καταλήγουν στην παραγωγή πρωτεϊνών του εγκεφάλου, οι οποίες ανταποκρίνονται πιο θετικά στο άγχος, σε σύγκριση με άλλα άτομα (Bradley, et al., 2008).

Εφόσον έγινε λόγος σχετικά με τα κριτήρια και τους τρόπους ανάπτυξης της ψυχικής ανθεκτικότητας, αξίζει να γίνει αναλυτικότερη αναφορά στα αποτελέσματα, τα οποία επιφέρει η ανάπτυξή της, καθώς όπως φαίνεται, παρουσιάζεται σημαντική βελτίωση στην ποιότητα ζωής των ατόμων, τα οποία επέλεξαν να την αναπτύξουν.

Οι ανήλικοι με τουλάχιστον μια σταθερή σχέση (συνήθως μεταξύ του παιδιού με τον γονέα ή κηδεμόνα του), η οποία δείχνει συνεχώς υποστήριξη και φροντίδα, καταλήγουν να διαμορφώνουν πιο σταθερές και δυνατές σχέσεις, οι οποίες είναι πιο ανθεκτικές στον χρόνο και εμφανίζουν λιγότερες διαμάχες συγκριτικά με όσους δεν είχαν κανένα τόσο σημαντικό πρόσωπο κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας (National Scientific Council of The Developing Child, 2015). Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως από μικρή ηλικία το άτομο μαθαίνει να κοινωνικοποιείται και να δεσμεύεται με υγιή τρόπο, καθώς και να διαχειρίζεται με ωριμότητα αντιπαραθέσεις με τα πρόσωπα γύρω του. Μαθαίνει επίσης, να αισθάνεται ασφαλές στον στενό του κύκλο και να δείχνει εμπιστοσύνη. Ως αποτέλεσμα, είναι εφικτό να ζητάει βοήθεια όποτε του είναι απαραίτητη.

Η έκθεση των παιδιών σε παραδόσεις και καθησυχαστικές θρησκευτικές αντιλήψεις, βοηθάει στην καταλληλότερη διαχείριση του άγχους (National Scientific Council of The Developing Child, 2015). Για παράδειγμα, ένα χριστιανό παιδί στο τέλος της μέρας μπορεί να κάνει την προσευχή του ζητώντας από τον θεό του να το βοηθήσει στην δύσκολη κατάσταση που βιώνει. Το γεγονός αυτό μπορεί να μειώσει σημαντικά το στρες του ανηλίκου και να του προσδώσει ένα αίσθημα ελπίδας και αισιοδοξίας.

Οι ενήλικες, οι οποίοι συμβάλλουν στην ανάπτυξη της αίσθησης επιδεξιότητας των παιδιών, άμεσα βοηθάνε στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της σιγουριάς τους(National Scientific Council of The Developing Child, 2015).

Με αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά τείνουν να ανταπεξέρχονται πιο συχνά στις δυσκολίες ή έστω να μην τα παρατάνε. Η προσπάθεια και ο κόπος τους φαίνεται να αποδίδουν και οι βαθμοί τους στο σχολείο είναι καλοί. Σημαντικότερο των βαθμών βέβαια είναι η κατανόηση στα μαθήματα και η θέληση για μάθηση και αυτοβελτίωση.

Κρίσιμη θεωρείται και η ανάπτυξη της ικανότητας αυτορρύθμισης και εκτέλεσης στόχων από μικρή ηλικία (National Scientific Council of The Developing Child, 2015). Οι προαναφερθείσες ικανότητες συμβάλλουν στην διαχείριση αντιξοοτήτων και στην ανάκαμψη μετά από αυτές. Αυτά τα παιδιά ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους και τις αντιδράσεις τους, ενώ ταυτόχρονα αποκτούν έλεγχο της συμπεριφοράς τους. Στην ενήλικη ζωή τους, αυτά τα παιδιά έχουν συνήθως σταθερή ψυχολογία και οι αλλαγές στη διάθεση δεν είναι απότομες ή παράλογες.

Σημαντικά επωφελούνται και οι ενήλικες που προσπαθούν να αντιμετωπίζουν με ψυχραιμία και χωρίς να χάνουν τον έλεγχο, την κρίση κατά τη διάρκεια δύσκολων καταστάσεων, καθώς πέραν του λιγότερου άγχους, αποκτάνε και μεγαλύτερη σιγουριά στις κινήσεις τους και ταυτόχρονα περισσότερη αυτοπεποίθηση. Συγχρόνως, παρουσιάζουν αποτελεσματικότητα κατά τη διάρκεια αντιμετώπισης καταστάσεων λόγω καθαρής σκέψης (Kobasa, et al., 1982).

Την αυτοπεποίθηση ενισχύει και η προσπάθεια για αυτοβελτίωση. Κατά την αυτοβελτίωση ένα άτομο εστιάζει στους στόχους του με σκοπό να αναπτυχθεί και να βρεθεί σε καλύτερη συναισθηματική (και όχι μόνο) κατάσταση. Ένα μειονέκτημα της, παρ’ όλα αυτά είναι συχνά ο ναρκισσισμός (Paulhus, 1998).

Έρευνες φανερώνουν επίσης πως το γέλιο και το θετικό συναίσθημα βοηθάνε στη μείωση άγχους και σύγχυσης έπειτα από αντιξοότητες (Keltner & Bonanno, 1997). Συνεπώς, δε βελτιώνεται μόνο ο ψυχολογικό τομέας, αλλά και ο σωματικός, καθώς παράγονται λιγότερες στρεσογόνες ορμόνες.

Εμφανή σημάδια, λοιπόν, πως κάποιος είναι ψυχικά ανθεκτικός, είναι η ευκολία με την οποία διαχειρίζεται αντιξοότητες, η αντίσταση στα αρνητικά συναισθήματα και άσχημες σκέψεις, η ανάκαμψη από την άσχημη κατάσταση και η αυτοβελτίωση, η οποία ακολουθεί.

Συμπερασματικά, η ψυχική ανθεκτικότητα είναι μια διαδικασία, η οποία πραγματώνεται από την ενίσχυση και ανάπτυξη των θετικών χαρακτηριστικών και των σχέσεων ενός ατόμου. Φαίνεται πως όσα παιδιά περιβάλλονται από προστατευτικούς παράγοντες, πχ καλοί γονείς, αναπτύσσουν ψυχική ανθεκτικότητα με μεγαλύτερη ευκολία και την διατηρούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Όσοι μετέχουν της ψυχικής ανθεκτικότητας φαίνεται να είναι σταθεροί στις αποφάσεις τους και αφοσιωμένοι στους στόχους τους. Δεν παρατάνε ό,τι ξεκινήσουν, όμως όταν πρέπει να υπάρξουν αλλαγές και όταν κάποιες καταστάσεις οφείλουν να τελειώσουν, τότε παίρνουν την σωστή απόφαση.

Επιπλέον, είναι συναισθηματικά σταθεροί και όταν συμβεί κάποια αντιξοότητα, ανάλογα με τη σοβαρότητα, είτε δε θα επηρεαστούν αρνητικά στα συναισθήματα τους, είτε θα ξεπεράσουν με ευκολία την κατάσταση και θα βελτιωθούν στη συνέχεια. Κρίσιμο στοιχείο στην ψυχική ανθεκτικότητα, αποτελούν οι σωστές ανθρώπινες σχέσεις, με άτομα που ασκούν θετική επιρροή ή εστω δεν είναι αρνητικά.

Τα παραπάνω είναι τα αποτελέσματα της ψυχικής ανθεκτικότητας, η οποία αναπτύσσεται για κάποιους εύκολα, συνήθως λόγω ευνοϊκών βιολογικών συνθηκών, ενώ για άλλους απαιτείται πολλή προσπάθεια και ψυχολογική ωρίμανση. Τα αποτελέσματά της όμως, φαίνεται να βελτιώνουν την ποιότητα ζωής και να αξίζουν οποιονδήποτε κόπο και προσπάθεια.

 

Ελληνική Βιβλιογραφία

1. Σταλίκας, Α., Μυτσκίδου, Π. (2011). Εισαγωγή στη Θετική Ψυχολογία. Εκδόσεις Τόπος

Αγγλική Βιβλιογραφία

1. Bonanno, G. A. (2004). Loss, Trauma, and Human Resilience. American Psychological Association, 59(1).
2. Boyce, W. T., Sokolowski, M. B., & Robinson, G. E. (2012). Toward a New Biology of Social Adversity. PNAS, 109, 17143-17148.
3. Bradley, R. G., Binder, E. B., Epstein, M. P., Tang, Y., Nair, H. P., Liu, W., Gillespie, C. F., Berg, T., Evces, M., Newport, D. J., Stowe, Z. N., Heim, C. M., Nemeroff, C. B., Schwartz, A., Cubells, J. F.,
4. Ressler, K. J. (2008). Influence of Child Abuse on Adult Depression. Archives of General Psychiatry, 65(2), 190-200 dx.doi.org/10.1001%2Farchgenpsychiatry.2007.26 
5. Brooks, J. (2006). Strengthening Resilience in Children and Youths: Maximizing Opportunities Through the Schools. Children and Schools, 28(2), 69-76
6. Burt, K. B., Coatsworth, D. J., & Masten, A. S. (2016). Competence and Psychopathology in Development. Developmental psychopathology 1-50.
7. Cutuli, J. J., Herbers, J. E., Masten, A. S., & Reed, M. G. J. (2018). The Oxford Handbook of Positive Psychology (3rd ed.). Oxford Handbooks Online.
8. Danese, A., McEwen, B. S. (2012). Adverse Childhood Experiences, Allostasis, Allostatic Load, and Age-Related Disease. Physiology and Behavior, 106(1), 29-39.
9. Feder, A, Nestler, E. J., & Charney, D. S. (2009). Psychobiology and Molecular Genetics of Resilience. Nature Reviews Neuroscience, 10(6), 446-457.
10. Keltner, D., & Bonanno, G. A. (1997). A Study of Laughter and Dissociation: Dinstinct Correlates of Laughter and Smiling During Bereavement. Journal of Personality and Social Psychology, 73, 687-702
11. Kobasa, S. C., Maddi, S. R., & Kahn, S. (1982). Hardiness and Health: A Prospective Study. Journal of Personality and Social Psychology, 42, 168-177
12. Kubzansky, L. D., Mendes, W. B., Appleton, A. A., Black, J., & Adler, G. K. (2012). A Heartfelt Response: Oxytocin Effects on Response to Social Stress in Men and Women. Biological Psychology, 90(1), 1-9.
13. Masten, A. S. (2001). Ordinary Magic. American Psychological Association, 56(3).
14. Masten, A. S. (2014). Ordinary Magic: Resilience in Development. New York: The Guilford Press.
15. Masten, A. S., & Cicchetti, D. (2016). Resilience in development: Progress and transformation. Developmental psychopathology, 4, 271–333.
16. Morrison, G. M., Brown, M., D’Incau, B., O’Farrell, S. L., & Furlong, M. J. (2006). Understanding Resilience in Educational Trajectories: Implications for Protective Possibilities. Psychology in the Schools, 43(1), 19-31
17. National Scientific Council of The Developing Child. (2015). Supportive Relationships and Active Skill-Building Strengthen the Foundations of Resilience: Working Paper 13.
18. Padesky, C. A., & Mooney, K. A. (2012). Strengths-Based Cognitive–Behavioural Therapy: A Four-Step Model to Build Resilience. Clinical Psychology and Psychotherapy, 19, 283-290 doi.org/10.1002/cpp.1795 
19. Paulhus, D. L. (1998). Interpersonal and Intrapsychic Adaptiveness of Trait Self-Enchancement: A Mixed Blessing? Journal of Personality and Social Psychology, 74, 1197-1208 
20. Rutter, M. (1985). Resilience in the Face of Adversity: Prospective Factors and Resistance to Psychiatric Disorder. The British Journal of Psychiatry, 147, 598–611.
21. Schofield, G., & Beek, M. (2005). Risk and Resilience in Long-Term Foster-Care. British Journal of Social Work, 35(8), 1283-1301
22. Spinhoven, P., Klein, N., Kennis, M., Cramer, Angé.O.J., Siegle, G., Cuijpers, P., Ormel, J., Hollon, S.D., Bockting, C.L., (2018). The Effects of Cognitive-Behavior Therapy for Depression on Repetitive Negative Thinking: A Meta-Analysis. Behaviour Research and Therapy. doi.org/10.1016/j.brat.2018.04.002 
23. Tedeschi, R. G., & Calhoun, L. G. (1996). The Posttraumatic Growth Inventory: Measuring the Positive Legacy of Trauma. Journal of Traumatic Stress, 9(3). doi.org/10.1002/jts.2490090305 
24. Yates, T. M., Tyrell, F., & Masten, A. S. (2015). Resilience theory and the practice of positive psychology from individuals to societies. In S. Joseph (Ed.), Positive Psychology in Practice: Promoting Human Flourishing in Work, Health, Education, and Everyday Life (2nd ed., pp. 773–788). New York: Wiley.
25. Yi, J. P., Vitaliano, P. P., Smith, R. E., Yi, J. C., & Weinger, K. (2008). The Role of Resilience on Psychological Adjustment and Physical Health in Patients With Diabetes, British Journal of Health Psychology, 13, 311–325.

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Αικατερίνη Σταυρίδη

stavridi katerinaΗ Κατερίνα βρίσκεται στο τελευταίο έτος σπουδών ψυχολογίας. Με την απόκτηση του πτυχίου της, ο επόμενος στόχος είναι το μεταπτυχιακό στην νευροψυχολογία.