Βρετανός ψυχίατρος, ψυχολόγος και ψυχαναλυτής, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός για την έρευνά του σχετικά με τον μηχανισμό σχηματισμού της προσκόλλησης και για την ανάπτυξη της θεωρίας της προσκόλλησης. Θεωρούσε ότι η υγιής ψυχολογική ανάπτυξη ενός παιδιού εξαρτάται από τη δημιουργία μίας ασφαλούς και λειτουργικής σχέση με τον γονέα ή το άτομο που φροντίζει για την ανατροφή του.
Προσωπική ζωή
Γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου το 1907 στο Λονδίνο ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας και, σύμφωνα με τη βρετανική συνήθεια των οικογενειών της υψηλής κοινωνίας της εποχής, την επιμέλειά του ανέλαβε εξ αρχής μία νταντά, περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την επαφή με τη μητέρα του, η οποία περνούσε μαζί του περίπου μία ώρα κάθε μέρα. Η πρακτική αυτή οδήγησε τον μικρό Τζον να αναπτύξει μία βαθιά προσκόλληση προς τη νταντά του, προοικονομώντας ίσως το μετέπειτα ενδιαφέρον του για τη διαμόρφωση της θεωρίας της προσκόλλησης. Ο πατέρας του, ο Σερ Άντονυ Άλφρεντ, ήταν βαρονέτος και μέλος του ιατρικού προσωπικού του βασιλιά.
Μετά την αποχώρηση της νταντάς από το σπίτι των Μπόουλμπι, ο τετράχρονος Τζον βίωσε μια αίσθηση βαθιάς απώλειας. Στην ηλικία των επτά ετών εστάλη σε οικοτροφείο, εμπειρία την οποία ο ίδιος αργότερα χαρακτήρισε ως επιζήμια για την ανάπτυξή του. Παρά το γεγονός ότι διατύπωσε τη θεωρία πως η απομάκρυνση ενός παιδιού από ένα δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον θα μπορούσε δυνητικά να ωφελήσει ένα μεγαλύτερο παιδί, δεν πίστευε ότι μία τέτοια εμπειρία, σε τόσο μικρή ηλικία, ήταν ωφέλιμη για το παιδί.
Ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του εκπαίδευση στο Trinity College του Κέιμπριτζ και συνέχισε σπουδάζοντας ιατρική στο University College Hospital του Λονδίνου, κάνοντας παράλληλα εγγραφή στο Ινστιτούτο Ψυχανάλυσης.
Το 1938 παντρεύτηκε την Ούρσουλα Λόνγκσταφ και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Πέθανε το 1990 στη θερινή του κατοικία στη Σκοτία.
Επαγγελματική διαδρομή
Μετά την αποφοίτησή του, ξεκίνησε να εργάζεται ως ψυχαναλυτής στο νοσοκομείο Maudsley. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν μέλος του Βασιλικού Ιατρικού Σώματος Στρατού και αργότερα ανέλαβε χρέη αναπληρωτή διευθυντή στην κλινική Tavistock. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως σύμβουλος ψυχικής υγείας.
Στην Κλινική Παιδικής Συμβουλευτικής του Λονδίνου ξεκίνησε να διερευνά ζητήματα σχετιζόμενα με δυσπροσάρμοστα παιδιά, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αριθμό των ορφανών παιδιών που χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, μελετώντας παράλληλα τη δουλειά της Άννας Φρόυντ, του Ρενέ Σπιτς και της Ντόροθυ Μπέρλινγχαμ.
Συμβολή στην ψυχολογία
Ο Μπόουλμπι θεωρούσε ότι οι συμπεριφορές προσκόλλησης αποτελούν έμφυτους μηχανισμούς επιβίωσης. Τα παιδιά τα οποία είναι προσκολλημένα σε αξιόπιστους ανθρώπους που τα φροντίζουν και τους παρέχουν ασφάλεια, έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν στην ενήλικη ζωή. Αν οι γονείς είναι αναξιόπιστοι ή κακομεταχειρίζονται τα παιδιά, εκείνα μπορεί να καταλήξουν να προσκολληθούν με μη ασφαλή τρόπο. Μία τέτοια διαδικασία προσκόλλησης μπορεί να επηρεάσει τη διαμόρφωση μεταγενέστερων σχέσεων αλλά και τον τρόπο και την ικανότητα της ανατροφής των δικών τους παιδιών. Κατά συνέπεια, ο τρόπος προσκόλλησης διαθέτει ένα διαγενεαλογικό συστατικό, σύμφωνα με το οποίο ένας γονέας που δεν έχει προσκολληθεί ο ίδιος ασφαλώς σε ένα άτομο κατά τη διάρκεια της δικής του παιδικής ηλικίας, είναι σε θέση δυνητικά να περάσει τον δικό του μη ασφαλή τρόπο προσκόλλησης στο παιδί του.
Διατύπωσε τη θεωρία ότι η προσκόλληση ξεκινά κατά τη βρεφική ηλικία μέσω ενός δεσμού που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παιδί και στο άτομο εκείνο που περνά περισσότερο χρόνο μαζί. Επειδή το πρόσωπο αυτό είναι τυπικά η μητέρα, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας του Μπόουλμπι βασίστηκε στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί. Αυτή η πρώτη σχέση διαμορφώνει τη βάση των εσωτερικών διεργασιών του παιδιού, επηρεάζοντας τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του και τις προσδοκίες του αναφορικά με μεταγενέστερες σχέσεις. Συνεργάστηκε στενά με την Μαίρη Έινσγουορθ, μαθήτρια και μετέπειτα συνεργάτιδά του, η οποία ανέπτυξε το Τεστ Περίεργης Κατάστασης με το οποίο υπολογίζεται η προσκόλληση ενός παιδιού στα άτομα που τα φροντίζουν.
10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.
Πίστευε ότι το παιδί πρέπει να αναπτύσσεται στο πλαίσιο μίας ζεστής και συνεχούς σχέσης με τη μητέρα του (ή με το άτομο που έχει αναλάβει το ρόλο αυτό), μέσα στην οποία και οι δύο αισθάνονται ικανοποίηση και απόλαυση. Η στέρηση της σχέσης αυτής μπορεί να έχει σημαντικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες για την ψυχική υγεία του παιδιού. Παρά το γεγονός ότι οι απόψεις του για τη μητρική στέρηση προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, υιοθετήθηκαν ένθερμα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και ήταν αποκλειστικά υπεύθυνες για τις ριζικές αλλαγές στην φροντίδα των νοσηλευόμενων βρεφών και παιδιών στην Ευρώπη.
Το έργο του προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από έννοιες της εξελικτικής βιολογίας και μεγάλο μέρος της συλλογιστικής του βασίστηκε στην ηθολογία, τη μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων. Η έρευνά του περιγράφεται συχνά ως μια πρώιμη μορφή της εξελικτικής ψυχολογίας.
Είπε: «Η τάση δημιουργίας ισχυρών συναισθηματικών δεσμών με συγκεκριμένα άτομα αποτελεί βασικό συστατικό της ανθρώπινης φύσης.»
Βιβλία
Separation: Anxiety & Anger. Attachment and Loss (vol. 2) (1973)
Loss: Sadness & Depression. Attachment and Loss (vol. 3) (1980)
A Secure Base: Parent-Child Attachment and Healthy Human Development. Tavistock professional book. (1983)
Charles Darwin: A New Life. (1991)