Η παραγωγή αυτού του κείμενου προέκυψε ως ανάγκη μιας δεύτερης ανάγνωσης των «υλικών» που βλέπουμε – από την σχέση μας με συναδέλφους αλλά και θεραπευόμενους/ες – να οικοδομούν, να κατασκευάζουν την εικόνα, την αναπαράσταση αυτού που ονομάζουμε «ψυχοθεραπεία»,(ψυχο)θεραπευτική παρέμβαση, ή προσωπική ανάλυση.
Ίσως να μην είχαμε κανένα λόγο να προβούμε σε αυτή τη δεύτερη ανάγνωση αν δεν βλέπαμε τις εικόνες αυτές να επιβάλλονται με τέτοιον τρόπο που πραγματικά να παρα-βιάζουν την βασική θεραπευτική όχι για το συγκεκριμένο άτομο μόνο αξία της αναγνώρισης του κάθε μοναδικού προσώπου/υποκειμένου, με τους δικούς του αλλά και κοινωνικά μεσολαβημένους λόγους να δρα όπως δρα.
Οι αναπαραστάσεις της ψυχοθεραπείας όσο εύλογα κι αν προβάλλονται συνήθως με την ευλογία της επιστημονικής-ερευνητικής τεκμηρίωσης δεν παύουν να αποτελούνκοινωνικές αντανακλάσεις, είδωλα. Αυτό σημαίνει ότι οι διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις και πρακτικές είναι προϊόντα του έθους δηλαδή, του ήθους, του «πολιτισμού» και του κοινωνικού γίγνεσθαι συγκεκριμένων και δεδομένων ιστορικών στιγμών και των θεωρητικών συμβάσεων των καιρών αυτών.
Ας δούμε κάποια παραδείγματα.
α) Στον πολιτισμό μας γνωρίζουμε ότι δεσπόζουν οι «αξίες» του ελέγχου, της υπεροχής, της ανωτερότητας εκείνου που κατέχει γνώση, εκείνου που ξέρει, και του φυσιολογικού. Έτσι, μία από τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις της ψυχοθεραπείας είναι εκείνη που θέλει τον/ην θεραπευτή/τρια να είναι ανώτερος του/ης θεραπευόμενου/ης, να είναι εκείνος/η που κατέχει την γνώση που θα την μεταβιβάσει στον/ην θεραπευόμενο/η εν είδη συμβουλών ή σαν να γέμιζε ένα κενό δοχείο και θα τον/ην κάνει έτσι να ελέγξει την ζωή του σύμφωνα με το φυσιολογικό.
β) Πριν κάποια χρόνια μία από τις θεωρητικές συμβάσεις που δέσποζε και τώρα φαίνεται να εξασθενεί είναι ότι τα «ψυχολογικά προβλήματα» είναι συνώνυμα της τρέλας. Σήμερα, όμως, κείνο που κυρίως επικρατεί είναι η αντίληψη ότι τα «ψυχολογικά προβλήματα» είναι πράγματα, οντότητες, σαν ένας κακοήθης όγκος που άνθρωποι έχουν μέσα τους και πρέπει να τα βγάλουν από μέσα τους. Θυμάστε την διαφήμιση περί κατάθλιψης που έκανε πάταγο στην οποία ο κος Λαζόπουλος έλεγε «βγάλ' το από μέσα σου»!
Έτσι, μία από τις αναπαραστάσεις σχετικά με την ψυχοθεραπεία είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία ανάλογη της εξομολόγησης, όπου ο/η θεραπευόμενος/η θα μιλήσει και θα βγάλει από μέσα του «τον κακό του εαυτό», ή καλύτερα τον προβληματικό του εαυτό και θα βάλει στην θέση του εκείνο ή εκείνα που θα πει ο/η θεραπευτής/τρια, και όλα θα γίνουν όπως πρέπει.
Τέτοιου είδους αναπαραστάσεις, όπως οι παραπάνω είναι ευρέως διαδεδομένες, και συνεχίζουν να διαδίδονται με ταχείς ρυθμούς από όλα τα Μέσα και από στόμα σε στόμα. Πολλοί επαγγελματίες μπορούν μάλιστα να τεκμηριώσουν και ερευνητικά τις παραπάνω αναπαραστάσεις ότι «ναι, έτσι είναι όντως».
Σχετικά με αυτό πρέπει να πούμε δύο πράγματα: πρώτον, είναι φυσικό ή αναμενόμενο πολλές έρευνες να επιβεβαιώνουν τα παραπάνω καθώς μέρος των θεωρητικών συμβάσεων της εποχής μας δεν είναι μόνο οι διάφορες εφαρμογές της ψυχολογίας αλλά και ο ερευνητικός σχεδιασμός δεδομένου, μάλιστα ότι οι επιστημονικές κοινότητες οι οποίες αποτελούνται από άτομα-κατόχους της γνώσης περισσότερο από συχνά περιχαρακώνουν το πεδίο διερεύνησης (τι πρέπει και τι δεν πρέπει να διερευνηθεί) ώστε να μην μπορούν εκείνοι που χρόνια τώρα είναι εντός του να αναιρεθούν. Και δεύτερον: το γεγονός ότι μπορούμε να βρούμε και πλήθος ερευνών που να καταδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο ότι «όχι, δεν είναι καθόλου έτσι, όντως» επιβεβαιώνει την θέση ενός σημαντικού κατά την γνώμη μας ψυχολόγου, του Klaus Holzkamp (1927-1995), ότι «η παραδοσιακή και κυρίαρχη ψυχολογία προσφέρει θεωρίες για τις οποίες μπορούν να διεξαχθούν έρευνες/πειράματα τόσο για να τις επιβεβαιώσουν όσο και για να τις διαψεύσουν»[1].
Όμως, κείνο που μας προβληματίζει περισσότερο είναι η επίδραση των αναπαραστάσεων περί ψυχοθεραπείας στους ίδιους τους ανθρώπους, είτε αυτοί ζητούν ψυχολογική υποστήριξη είτε όχι, είτε είναι θεραπευτές/τριες είτε θεραπευόμενοι/ες. Ας δούμε, λοιπόν, κάποιες από αυτές τις προεκτάσεις.
Οι αναπαραστάσεις, όπως και αυτές περί ψυχοθεραπείας, αποτελούν μία μορφή γνώσης στρεβλής ή όχι η οποία όμως δεν μας βοηθά πάντα απλά στην περιγραφή κάποιου αντικειμένου αλλά μας κάνει να το προδιαγράφουμε. Αυτό σημαίνει τουλάχιστον δύο πράγματα. Από την μια, όταν προδιαγράφουμε ένα αντικείμενο ή κάποιο φαινόμενο αφενός καρπωνόμαστε κάποιας μορφής σιγουριά, ένα είδος ασφάλειας ή/και υπεροχής ότι γνωρίζουμε τι είναι αυτό που πρόκειται να μας συμβεί.
Θεωρούμε ότι μειώνουμε το ρίσκο, ότι καταφέρνουμε να περιορίσουμε την αβεβαιότητα της ζωής, και ακόμα περισσότερο της «ασθένειας» το άγχος σχετικά με την οποία αποτελεί ένα από τα πιο δυσβάσταχτα. Από την άλλη[2], όμως, όταν προδιαγράφουμε ένα φαινόμενο της ζωής μας διαγράφουμε εκ των προτέρων ένα μέρος της υποκειμενικότητάς μας, της ιδιοτυπίας μας, της μοναδικής για τον καθένα μας ελευθερίας να συμμετέχουμε με τον δικό μας λόγο, τα δικά μας νοήματα και την δική μας λογική στην διαμόρφωση των συνθηκών της ζωής μας. Διαγράφουμε εκ των προτέρων την ανάγκη αλλά και την δυνατότητά μας να μιλάμε σε πρώτο πρόσωπο, να παίρνουμε τον λόγο και να μπορούμε έτσι να ερχόμαστε σε διάλογο με τον εαυτό μας και τους άλλους.
Όπως είναι φυσικό μια τέτοιου είδους διαγραφή κάθε άλλο παρά μπορεί να προσφέρει σε μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία η οποία από την φύση της είναι διαλογική. Δεν είναι εύκολο να παίρνουμε τον λόγο, ιδιαίτερα όταν δεν μας το δίνουνε, ή έχουμε συνηθίσει να μη μας τον δίνουνε, ή έχουμε συνηθίσει να μην μας ακούνε. Και ίσως είναι ευκολότερο ή λιγότερο επώδυνο σε τέτοιες συνθήκες να ην παίρνουμε τον λόγο ή να μιλάμε για τρίτους. Η επιστήμη της ψυχολογίας πολύ συχνά έχει φέρει «τον εαυτό της» σε τέτοια αδιέξοδα αποφεύγοντας να μιλήσει για την ίδια ως επιστήμη και την θέση της στην διαμόρφωση του πολιτισμού μας.
Τι μπορεί να είναι, λοιπόν, μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία για καθένα ή την καθεμία από εμάς; Πώς νιώθει κανείς όταν κάνει ψυχοθεραπεία;
Για να πάρουμε σωστές απαντήσεις πρέπει να θέσουμε και τα σωστά ερωτήματα. Και τα παραπάνω ερωτήματα, που πολύ συχνά τίθενται, κάθε άλλο παρά σωστά είναι.
Παρουσιάζουν ένα σημαντικό έλλειμμα: για ποιον ή ποια μιλάμε; Όπως ο κος Λαζόπουλος είναι ο κος Λαζόπουλος έτσι και οι υπόλοιποι εμείς δεν είμαστε «ο κανείς» και ούτε «ο καθένας ή η καθεμία». Και για τον ίδιο λόγο που δεν είμαστε «ο μέσος άνθρωπος» γιατί δεν υπάρχει, δεν είμαστε και «ο μέσος καταθλιπτικός ασθενής», «ο μέσος παρανοϊκός σύζυγος» ή «η μέση ανορεξική έφηβη».
Κλείνοντας προς το παρόν: να κάποια μόνο από τα συναισθήματα που ένιωσαν κάποιοι θεραπευόμενοι/ες όταν διένυαν την δική τους προσωπική ανάλυση, την δική τους προσωπική ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
[1] Βλ.: Teo, T. (2005). The critique of psychology: From Kant to postcolonial theory. New York: Springer.
[2] Σχετικά με αυτό βλ.: Burman, E. Aitken, G., Alldred, A., Allwood, R., Billington, T., Goldberg, B., Gordo Lopez, A., Heenan, C.. Marks, D. and Warner, S. (1996).Psychology Discourse Practice: From Regulation to Resistance. London: Taylor & Francis.
Γιούλη Τσίρτογλου & Φάνης Δέδες
Κλινικοί Ψυχολόγοι.
Ψυχή Λόγος ΕπιΚοινωνία
Τηλ. 2177207765
Κιν. 6932003602
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Συντάκτης στην Πύλη Ψυχολογίας - Psychology.gr
Μετάφραση, απόδοση ξενόγλωσσων άρθρων.
Επικοινωνία: editorial @psychology.gr