Ένας σημαντικός αριθμός ερευνών έχει δείξει ότι τα βρέφη και τα νεαρά παιδιά που μεγαλώνουν σε ορφανοτροφεία έχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης χαμηλής λειτουργικότητας σε ποικίλες περιοχές ανάπτυξης, όπως η σωματική, η γνωστική και η κοινωνικοσυναισθηματική. Ειδικότερα, όσον αφορά τη σωματική ανάπτυξη, παρατηρείται καθυστέρηση σε σημαντικούς δείκτες ανάπτυξης, όπως το βάρος, το ύψος και η περίμετρος του κεφαλιού.
Γνωστική ανάπτυξη
Μάλιστα, οι έρευνες αναφέρουν ότι κατά μέσο όρο τα παιδιά σε ιδρύματα χάνουν έναν μήνα σωματικής ανάπτυξης για κάθε 5 μήνες ιδρυματικής φροντίδας, ακόμα και στην περίπτωση που οι διατροφικές ανάγκες των παιδιών ικανοποιούνται πλήρως. Όσον αφορά τον τομέα της γνωστικής ανάπτυξης, παρατηρούνται σημαντικά ελλείμματα στην προσοχή και στις εκτελεστικές λειτουργίες, επίσης, καθυστέρηση της γλωσσικής ανάπτυξης και νοητική καθυστέρηση, με τα ιδρυματοποιημένα παιδιά να σκοράρουν κατά μέσο όρο 20 μονάδες χαμηλότερα από το μέσο πληθυσμό σε κλίμακες νοημοσύνης. Μάλιστα, οι νευροψυχολογικές μελέτες δείχνουν ότι στα ιδρυματοποιημένα παιδιά εμφανίζεται, είτε μια αποκλίνουσα υποδραστηριότητα των εγκεφαλικών περιοχών στον πρόσθιο μετωπιαίο φλοιό, είτε μια καθυστέρηση στην ωρίμανση/ανάπτυξη των συγκεκριμένων περιοχών.
Κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη
Τέλος, οι επιζήμιες συνέπειες της ιδρυματικής φροντίδας στη κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη περιλαμβάνουν μη συμμορφούμενη, υπερκινητική, αντικοινωνική και συχνά επιθετική ή ακόμη και βίαιη συμπεριφορά ή από την άλλη, χαμηλά επίπεδα παρορμητικότητας και συμπεριφορές απόσυρσης. Επιπλέον, παρατηρείται το φαινόμενο της αδιαφοροποίητης φιλικότητας (εκδήλωση “κοινωνικής φιλικότητας” προς άγνωστα πρόσωπα), φτωχή ποιότητα στις σχέσεις με τους συνομηλίκους, απογοήτευση, κατάθλιψη, άγχος και δυσκολίες συναισθηματικής ρύθμισης.
Νευροψυχολογικές μελέτες έχουν εντοπίσει ότι η ρύθμιση του άξονα Υποθάλαμος-Υπόφυση-Επινεφρίδια υφίσταται αρνητικές συνέπειες από την εμπειρία της πρώιμης αποστέρησης σε ιδρύματα, καθώς παρατηρείται παραγωγή υψηλών επιπέδων κορτιζόλης, μια απορύθμιση που μπορεί να έχει άμεσο αντίκτυπο στην γνωστική και κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη των ιδρυματοποιημένων παιδιών και η οποία απορρύθμιση φαίνεται πως επανορθώνεται με αργούς ρυθμούς (Bakermans-Kranenburg, Steele, Zeanah, Muhamedrahimov, Vorria, Dabrova-Krol, Steele, Van Ijzendoorn, Juffer, & Gunnar, 2011. Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012. Vashscenko, Easterbrooks & Miller, 2010).
Μολονότι παρατηρούνται ενδείξεις αυθόρμητης ανάκαμψης στις περιπτώσεις παιδιών που τοποθετούνται με υιοθεσία σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον, ορισμένες από τις προαναφερόμενες δυσκολίες φαίνεται να επιμένουν στην εφηβική ή ακόμη και ενήλικη ζωή. Για παράδειγμα, σε σχέση με τους δείκτες της σωματικής ανάπτυξης, μολονότι παρατηρείται ραγδαία ανάρρωση μέσα σε ένα μόλις χρόνο από την τοποθέτηση των παιδιών σε ένα οικογενειακό πλαίσιο, στην ηλικία των 15 ετών οι διαφορές (ύψους, βάρους) σε σχέση με τα μη ιδρυματοποιημένα παιδιά επανέρχονται, ένα μοτίβο που φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της πρόωρης εφηβείας που παρατηρείται στα πρώην ιδρυματοποιημένα παιδιά, το οποίο οδηγεί σε επιτάχυνση της πρώιμης ανάπτυξης που ακολουθείται από επιβράδυνση. Παρόμοια σε σχέση με την γνωστική ανάπτυξη, μολονότι με την “παρέμβαση” της υιοθεσίας βελτιώνεται σημαντικά η γενική νοητική ικανότητα, αυτή παραμένει κατά μέσο όρο χαμηλή συγκριτικά με παιδιά που δεν έχουν ιδρυματοποιηθεί ποτέ. Επίσης, το 42% των πρώην ιδρυματοποιημένων παιδιών εμφανίζουν ανθεκτικότητα στη μείωση των προβλημάτων προσοχής και συγκέντρωσης.
Σημαντικός προβλεπτικός δείκτης για την μετέπειτα διατήρηση ή μη των εμφανιζόμενων γνωστικών προβλημάτων είναι η χρονική διάρκεια της ιδρυματοποίησης, η οποία φαίνεται ότι όταν υπερβαίνει τους 6 μήνες οδηγεί σε διαρκή χαμηλή νοητική λειτουργικότητα (Bakermans-Kranenburg, Steele, Zeanah, Muhamedrahimov, Vorria, Dabrova-Krol, Steele, Van Ijzendoorn, Juffer, & Gunnar, 2011. Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012. Vashscenko, Easterbrooks & Miller, 2010).
Η υποκειμενική πραγματικότητα της ιδρυματικής φροντίδας
Πέρα, όμως, από τις αντικειμενικά μετρήσιμες καθυστερήσεις στους προαναφερόμενες παραμέτρους ανάπτυξης, ενδιαφέρον είναι και το πώς τα ίδια τα παιδιά αντιλαμβάνονται υποκειμενικά την πραγματικότητα της ιδρυματικής φροντίδας. Αναφέρουν, λοιπόν, ότι νιώθουν λιγότερο αγαπητά και δημοφιλή, έντονη μοναξιά και προτιμούν ξεκάθαρα οποιαδήποτε άλλη μορφή παρένθετης φροντίδας. Σε αντίθεση με το πάνω από το 70% των παιδιών που ζουν σε ανάδοχες οικογένειες, σε σπίτια συγγενών ή με τους φυσικούς τους γονείς και επιθυμούν να παραμείνουν στο τρέχον “οικογενειακό” τους πλαίσιο, μόνο το 30% των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα επιθυμούν να παραμείνουν σε αυτά (Bush, 1980).
Δεσμός προσκόλλησης
Σοβαρές επιζήμιες συνέπειες από την εμπειρία της ζωής σε ιδρύματα παρατηρούνται επίσης στον τύπο του δεσμού/της προσκόλλησης που τα βρέφη καταφέρνουν να συνάψουν (ή όχι) με το κυρίαρχο πρόσωπο φροντίδας τους. Σύμφωνα με την πολύ γνωστή θεωρία του Bowlby για το δεσμό, το βρέφη γεννιούνται σχεδόν απόλυτα εξαρτημένα από τον φροντιστή τους με την ανάγκη να αναπτύξουν έναν επιλεκτικό δεσμό, μια προσκόλληση με την πρώτιστη φιγούρα που αναλαμβάνει την φροντίδα τους και η οποία θα τα βοηθήσει να αναπτύξουν κατάλληλες ικανότητες ρύθμισης της συμπεριφοράς, της προσοχής και της φυσιολογίας τους. Αυτή η φιγούρα λειτουργεί ως ένας “συν-ρυθμιστής” για το βρέφος που το βοηθά να επιστρέφει σε μια κατάσταση ομοιόστασης τόσο σε συμπεριφορικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο φυσιολογίας.
Η απουσία σχηματισμού δεσμού
Με την πάροδο του χρόνου και μέσα από πολλές επαναλαμβανόμενες εμπειρίες επιτυχούς ρύθμισης της συμπεριφοράς και της φυσιολογίας του, το βρέφος γίνεται σταδιακά ικανό να ρυθμίζει μόνο του τη συμπεριφορά του και την φυσιολογία του (βιολογικές ανάγκες). Σε ηλικία ενός έτους το βρέφος πλέον έχει αναπτύξει δεσμό με το πρώτιστο πρόσωπο φροντίδας του και σχεδόν παγκόσμια όλα τα βρέφη αναπτύσσουν έναν συγκεκριμένο ξεκάθαρο τύπο δεσμού. Αυτόν τον δεσμό μπορούμε να τον παρατηρήσουμε στην επιθυμία και ικανότητα του παιδιού να διατηρεί την εγγύτητα με την κυρίαρχη φιγούρα φροντίδας κάτω από εν δυνάμει απειλητικές συνθήκες, καθώς και στα σημάδια άγχους που εμφανίζει το βρέφος όταν δεν είναι σε θέση να διατηρήσει αυτήν την εγγύτητα (ασφαλής τύπος δεσμού). Όταν, όμως, τα βρέφη δεν έχουν ένα βασικό σταθερό πρόσωπο φροντίδας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ιδρυμάτων, τότε δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν ούτε έναν ξεκάθαρα ταξινομήσιμο τύπο δεσμού ούτε κατάλληλες αναπτυξιακά ικανότητες αυτό-ρύθμισης, και έτσι η γενικότερη ανάπτυξη, όπως είδαμε μάλιστα σε ποικίλες περιοχές, τίθεται σε κίνδυνο (Bakermans-Kranenburg, Steele, Zeanah, Muhamedrahimov, Vorria, Dabrova-Krol, Steele, Van Ijzendoorn, Juffer, & Gunnar, 2011. Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012).
10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των παιδιών που δεν έχουν ιδρυματοποιηθεί και εμφανίζουν ξεκάθαρα ταξινομήσιμο και συνηθέστερα ασφαλή τύπο δεσμού, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ιδρύματα αναπτύσσουν μόλις σε ποσοστό 22% έναν ξεκάθαρα οργανωμένο τύπο δεσμού (ασφαλή ή ανασφαλή), ενώ σε ποσοστό 13% εμφανίζουν μη ταξινομήσιμο δεσμό και σε ποσοστό 65% ταξινομούνται ότι έχουν δεσμό τύπου αποδιοργάνωσης. Ο μη ταξινομήσιμος τύπος δεσμού αντανακλά ουσιαστικά την απουσία σχηματισμού ενός δεσμού με ένα βασικό πρόσωπο φροντίδας μέσα στο γενικότερο αποστερητικό ιδρυματικό περιβάλλον, καθώς το παιδί δεν εκδηλώνει καμία συμπεριφορά προσκόλλησης και καμία διαφοροποίηση στη συμπεριφορά του απέναντι σε ένα φροντιστή (οικείο πρόσωπο) και σε ένα άγνωστο/ξένο άτομο, κάτι που είναι επιθυμητό και το οποίο αναμένεται για ένα παιδί που έχει διαμορφώσει οποιονδήποτε τύπο δεσμού, ακόμα και ανασφαλή.
Δεσμός τύπου αποδιοργάνωσης
Ο τελευταίος τύπος δεσμού, που είναι και ο κυρίαρχος, είναι ο πιο επικίνδυνος, χαρακτηρίζεται από παράξενες συμπεριφορές και φαίνεται να αντανακλά έναν κλονισμό στην στρατηγική απόκτησης εγγύτητας με το πρόσωπο φροντίδας (Bakermans-Kranenburg, Steele, Zeanah, Muhamedrahimov, Vorria, Dabrova-Krol, Steele, Van Ijzendoorn, Juffer, & Gunnar, 2011. Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012).
Ένας ενδεχόμενος λόγος που τα παιδιά σε ιδρύματα εμφανίζουν πλειοψηφικά αποδιοργανωμένο δεσμό είναι ότι οι εργασιακές πρακτικές όσον αφορά τη συχνή εναλλαγή των φροντιστών, που εφαρμόζονται στα ιδρυματικά πλαίσια και τις οποίες αναλύσαμε παραπάνω, δεν επιτρέπουν στο βρέφος να συνάγει συνεπή συμπεράσματα για τη σχέση ανάμεσα σε μοτίβα συμπεριφοράς ενός σταθερού βασικού φροντιστή (π.χ. αγκαλιά/ απουσία αγκαλιάς) ή συναισθήματα (π.χ. θυμός, έλλειψη ενδιαφέροντος) και σε δικές του συμπεριφορές. Η αδυναμία αυτή των παιδιών επιτείνεται από το γεγονός ότι τα βρέφη αφήνονται συχνά στα κρεβάτια για 17 ακόμη και 24 ώρες χωρίς να τους δίνεται καμία ευκαιρία αλληλεπίδρασης, καθώς επίσης και από την έλλειψη ενσυναίσθησης των φροντιστών που συχνά τους οδηγεί σε συμπεριφορές παραμέλησης, ακόμη και κακομεταχείρισης στο πλαίσιο των υποχρεωτικών καθηκόντων φροντίδας (τάϊσμα, άλλαγμα, πλύσιμο).
Ερευνητικές μελέτες παρατήρησης δείχνουν ότι συχνά στις προαναφερόμενες συνθήκες αλληλεπίδρασης οι φροντιστές δεν εκδηλώνουν απλά έλλειψη αμοιβαιότητας και ενσυναίσθησης, αλλά ακόμη και βίαιες συμπεριφορές που μπορεί να περιλαμβάνουν το απότομο σπρώξιμο του κουταλιού στο στόμα του βρέφους, κραυγές/δυνατές φωνές, δυνατά χτυπήματα της πόρτας, τα οποία τρομάζουν τα βρέφη και τα οδηγούν στο να διαμορφώνουν δεσμό αποδιοργάνωσης. Ενώ, λοιπόν, το βρέφος είναι γενετικά προγραμματισμένο να προσεγγίζει τον φροντιστή για προστασία από καταστάσεις άγχους και απειλής, στον τύπο του δεσμού αποδιοργάνωσης το βρέφος αναζητά ανακούφιση από το άγχος από έναν φροντιστή που μπορεί και ο ίδιος να αποτελεί για το βρέφος μια επιπρόσθετη πηγή άγχους, είτε γιατί ο ίδιος ο φροντιστής μπορεί είναι αγχωμένος από μια τραυματική παρελθοντική εμπειρία, από τον άλυτο θρήνο μιας απώλειας, είτε γιατί μπορεί να αγχώνει το παιδί και να το τρομάζει με τις προαναφερόμενες, όπως είδαμε, συμπεριφορές κακομεταχείρισης.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο δεσμός τύπου αποδιοργάνωσης που διαμορφώνει το βρέφος αντανακλά μια στρατηγική διαχείρισης του άγχους απέναντι σε έναν φροντιστή ο οποίος, μολονότι μπορεί να καλύπτει τις φυσικές του ανάγκες, δεν είναι συναισθηματικά διαθέσιμος λόγω φόρτου εργασίας ή δικών του ανησυχιών, και εφαρμόζει σκληρές στρατηγικές πειθαρχίας προκειμένου να ρυθμίσει την “ενοχλητική” συμπεριφορά και συναισθηματική κατάσταση του βρέφους.
Ψηφιακό Marketing για Ψυχολόγους: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Έτσι, όμως, το παιδί μαθαίνει να καταπιέζει την ανάγκη του για συναισθηματική φροντίδα, για ασφάλεια και για την διατήρηση της εγγύτητας στο πρόσωπο φροντίδας, με αποτέλεσμα να εκδηλώνει αποφευκτικά ή και αμφιθυμικά μοτίβα συμπεριφοράς τα οποία αντανακλούν επακριβώς την αντίστοιχη μη ενσυναισθητική, απρόβλεπτη, ασταθή παροχή ιδρυματικής φροντίδας. Μάλιστα, είναι ενδιαφέρον ότι με το πέρασμα του χρόνου τα ιδρυματοποιημένα παιδιά μαθαίνουν να καταπιέζουν την έκφραση κάθε αρνητικού συναισθήματος και να εκδηλώνουν μόνο θετικά συναισθήματα ως μία κάπως οργανωμένη στρατηγική συμπεριφοράς προσαρμοσμένη στο ιδρυματικό πλαίσιο (π.χ. το χαμόγελο του παιδιού ακόμα και όταν αυτό νιώθει αγχωμένο είναι πιο πιθανό να κερδίσει κάποια κοινωνική προσοχή και επομένως την πολυπόθητη φροντίδα μέσα στο πολυάσχολο/φορτωμένο περιβάλλον ενός ιδρύματος από ότι μια αρνητική συμπεριφορά) (Bakermans-Kranenburg, Steele, Zeanah, Muhamedrahimov, Vorria, Dabrova-Krol, Steele, Van Ijzendoorn, Juffer, & Gunnar, 2011. Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012).
Εντυπωσιακή είναι πάντως η ικανότητα ανάρρωσης, καθώς μια μεγάλη μερίδα των παιδιών που έχουν μεγαλώσει σε ιδρύματα όταν υιοθετούνται σχηματίζουν με τους “νέους φροντιστές” τους δεσμό μετά από μια χρονική περίοδο 26 μηνών ζωής στην θετή οικογένεια. Έτσι, το 49% των παιδιών που δίνονται για υιοθεσία ή ανάδοχη φροντίδα εμφανίζει ασφαλή προσκόλληση, σε αντίθεση με το μόλις 17% των παιδιών που συνεχίζουν να μεγαλώνουν σε ιδρύματα. Ωστόσο, μεγαλύτερες πιθανότητες για την ανάπτυξη ενός ισχυρού δεσμού προσκόλλησης έχουν τα παιδιά που μεταφέρονται σε μια νέα θετή οικογένεια παρά τα παιδιά που επιστρέφονται στους βιολογικούς τους γονείς, στοιχείο που καταδεικνύει τον σπουδαίο ρόλο που παίζει στο σχηματισμό δεσμού η ποιότητα και λειτουργικότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Επίσης, σημαντικό ρόλο στην “ικανότητα ανάρρωσης” των παιδιών φαίνεται να παίζει και η κρίσιμη αναπτυξιακά για την ικανότητα σχηματισμού δεσμού ηλικία των 12 μηνών. Παρατηρείται, λοιπόν, ερευνητικά ότι παιδιά που υιοθετούνται πριν την ηλικία των 12 μηνών εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά ασφαλούς δεσμού σε αντίθεση με τα παιδιά που υιοθετούνται μετά το πρώτο έτος της ζωής τους, τα οποία εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά ανασφαλούς δεσμού ή δεσμού τύπου αποδιοργάνωσης (Bakermans-Kranenburg, Steele, Zeanah, Muhamedrahimov, Vorria, Dabrova-Krol, Steele, Van Ijzendoorn, Juffer, & Gunnar, 2011. Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012).
Σοβαρές συνέπειες, τέλος, μπορούν να προκληθούν στην φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών που μεγαλώνουν σε ιδρύματα και από την έκθεσή τους στις εξαιρετικά αρνητικές απόψεις των φροντιστών για τους βιολογικούς τους γονείς, τις οποίες οι φροντιστές μοιράζονται συχνά σε συζητήσεις τους μπροστά στα παιδιά, όπως αποκαλύπτουν ερευνητικά δεδομένα παρατήρησης σε ιδρύματα. Αυτό μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες στη συναισθηματική ανάπτυξη, στην αυτοεκτίμηση, στο σχηματισμό ταυτότητας του παιδιού και παράλληλα μπορεί να επιτείνει το αίσθημα της εγκατάλειψης και της απώλειας. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι, εξαιτίας ακριβώς αυτών των αρνητικών απόψεων, οι φροντιστές θέτουν σημαντικούς περιορισμούς στις επαφές των παιδιών με τους βιολογικούς τους γονείς, επαφές, όμως, που οι έρευνες δείχνουν ότι παίζουν ισχυρό προστατευτικό ρόλο στη νοητική ανάπτυξη των παιδιών αυτών (Vashscenko, Easterbrooks & Miller, 2010).
Διαβάστε σχετικά άρθρα
Η Ιστορία Ίδρυσης των “σπιτιών” για παιδιά: Η εικόνα του Χθες και του Σήμερα
Προτεινόμενες Παρεμβάσεις για Ιδρυματικές Δομές και Θεσμούς Υιοθεσίας και Αναδοχής
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Bakermans-Kranenburg, M.J., Steele, H., Zeanah, C.H., Muhamedrahimov, R. J., Vorria, P., Dabrova-Krol, N.A., Steele, M., Van Ijzendoorn, M.H., Juffer, F., & Gunnar, M.R. (2011). Attachment and Emotional Development in Institutional Care: Characteristics and Catch Up. Monographs of the Society for Research in Child Development, 76, 62-91.
2. Bush, M. (1980). Institutions for Dependent and Neglected Children: Therapeutic Option of Choice or Last Report? (1980). American Journal of Orthopsychiatry, 50, 239-255.
3. Dozler, M., Zeanah, C.H., Wallin, A.R., & Shauffer, C. (2012). Institutional Care for Young Children: Review of Literature and Policy Implications. Social Issues and Policy Review, 6, 1-25.
4. Oliveira, P.S., Soares, I., Martins, C., Silva, J.R., Marques, S., & Baptista, J. (2012). Indiscriminate behavior observed in the strange situation among institutionalized toddlers: Relations to caregiver report and to early family risk. Infant Mental Health Journal, 33, 187-196.
5.Vashscenko, M., Easterbrooks, M.A., & Miller, L.C. (2010). Becoming their Mother: Knowledge, Attitudes and Practices of Orphanage Personnel in Ukraine (2010). Infant Mental Health Journal, 31, 570-590.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Μπάμπαλου Χριστίνα Ελένη - Ψυχολόγος
Μπάμπαλου Χριστίνα Ελένη: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:
- Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
- Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
- Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.
Ψυχολόγος, Τμήμα Ψυχολογίας, Α.Π.Θ. (Υπότροφος ΙΚΥ). MSc Αναπτυξιακή/Εξελικτική & Σχολική Ψυχολογία, Α.Π.Θ. (Υπότροφος Ωνάσειου Ιδρύματος). Μεταπτυχιακή Εξειδίκευση στην Αξιολόγηση & Ψυχοπαιδαγωγική Υποστήριξη Παιδιών με Δυσκολίες Μάθησης & Προσαρμογής (Ειδικές Ανάγκες), Παν/μιο Μακεδονίας. Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Ψυχοθεραπείας (ECP), Συστημική Ψυχοθεραπεία, Τραυματοθεραπεία-EMDR, DBR