Τα τελευταία χρόνια οι δυσκολίες μάθησης αποτελούν ένα σημαντικό πρόβλημα για την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα και απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Σε κάθε σχολική τάξη αρκετοί εκπαιδευτικοί συναντούν συχνά μαθητές με χαμηλή σχολική επίδοση χωρίς να μπορούν να προσδιορίσουν με βεβαιότητα τις αιτίες της σχολικής αποτυχίας.
Οι γονείς, απογοητευμένοι, αναζητούν λύσεις συχνά έξω από το σχολείο, με υψηλό χρηματικό κόστος και με αβέβαια αποτελέσματα.
Οι ίδιοι μαθητές συχνά απογοητεύονται και τα παρατούν, καθώς όχι μόνο βιώνουν τη δυσκολία αλλά αντιμετωπίζουν όλα τα συνεπαγώμενα προβλήματα: όπως άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, προβλήματα με τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς, κακές σχέσεις με τους συμμαθητές κτλ. Έτσι εγείρονται ακόμη και σήμερα, διάφορα ερωτήματα και προβληματισμοί γύρω από το ζήτημα των δυσκολιών μάθησης.
Τα βασικά θέματα που σχετίζονται με την κατηγοριοποίηση των δυσκολιών στη μάθηση
Αρχικά, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι μαθητές με δυσκολίες στη μάθηση ανήκουν σε μια ευρύτερη κατηγορία μαθητών που χαρακτηρίζονται από ιδιαιτερότητες.
Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται, οποιοιδήποτε μαθητές των οποίων η φυσική, νοητική ή συμπεριφορική απόδοση είναι τόσο διαφορετική από τη νόρμα - είτε υψηλότερη είτε χαμηλότερη - ώστε να απαιτούνται επιπρόσθετες υπηρεσίες για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Για παράδειγμα, είτε αναφερόμαστε για τους «μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες» είτε για τους «χαρισματικούς μαθητές» είναι απαραίτητο να τροποποιείται και να διαφοροποιείται η διδασκαλία στη σχολική τάξη αλλά και να προτείνονται εξειδικευμένες παρεμβάσεις όπως π.χ προγράμματα μαθησιακής υποστήριξης και αποκατάστασης των δυσκολιών ή προχωρημένα σχολικά τμήματα.
Επιπλέον, οι μαθητές με δυσκολίες στη μάθηση χαρακτηρίζονται ως μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς οι δυσκολίες που εμφανίζουν, επηρεάζουν τη διαδικασία σχολικής προσαρμογής και μάθησης τους.
Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών ως προς το περιεχόμενο των όρων «μαθησιακές δυσκολίες» και «δυσκολίες μάθησης» με σκοπό να προσδιοριστεί συνολικά το φάσμα των προβλημάτων που είναι σχετικά με τη μάθηση. Οι περισσότεροι όμως ειδικοί χρησιμοποιούν τον όρο «μαθησιακές δυσκολίες» ως συνώνυμο του όρου «ειδικές μαθησιακές δυσκολίες», δηλαδή αντίστοιχο του αγγλοσαξωνικού όρου ‘‘specific learning disabilities’’ ή του αμερικανικού ‘‘learning disabilities’’.
Διαβάστε ακόμη το σχετικό άρθρο: Η διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών και το συναισθηματικό πένθος των γονέων
Οι μαθησιακές δυσκολίες περιλαμβάνουν μια σειρά από δυσκολίες ή διαταραχές, άλλες γενικές, που είναι πιο διάχυτες και σχετίζονται περισσότερο με το γενικό νοητικό δυναμικό και άλλες ειδικές, δηλαδή που αφορούν σε ελλείμματα που εκδηλώνονται αποκλειστικά σε ένα τομέα δεξιοτήτων (π.χ. στο γραπτό λόγο).
Πρωτογενείς και δευτερογενείς μαθησιακές δυσκολίες
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Στις πρωτογενείς μαθησιακές δυσκολίες εντάσσονται οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, οι γενικές μαθησιακές δυσκολίες αλλά και ποικίλες ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες, όπως για παράδειγμα έντονο άγχος.
Στις δευτερογενείς μαθησιακές δυσκολίες περιλαμβάνονται οι δυσκολίες μάθησης που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας μαθητής εξαιτίας του στερητικού οικογενειακού ή σχολικού περιβάλλοντος, καθώς και δυσκολίες μάθησης που έχουν σχέση με ψυχοπαθολογικές καταστάσεις.
Ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, πως διακρίνονται από τις γενικές μαθησιακές δυσκολίες
Στην διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει σαφής διάκριση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών και των γενικών μαθησιακών δυσκολιών. Ειδικότερα οι Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες:
- Αποτελούν μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών. Οι περισσόττεροι μαθητές με ΕΜΔ παρουσιάζουν πολλά συμπτώματα και σε τέτοιους συνδυασμούς που δεν είναι εύκολο να σχηματιστούν ομοιογενείς ομάδες.
- Έχουν οργανική αιτιολογία που είναι ενδογενής στον μαθητή. Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι έρευνες στο πεδίο των νευροεπιστημών και έχει γίνει σαφές ότι οφείλονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορούν να εμφανιστούν καθ΄ολη την διάρκεια της ζωής του ατόμου.
- Μπορεί να συνυπάρχουν με τα προβλήματα αυτορρύθμισης της συμπεριφοράς, κοινωνικής αντίληψης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης, τα οποία, όμως από μόνα τους δεν προσδιορίζουν μια μαθησιακή δυσκολία.
- Διαφοροποιούνται από άλλες συνθήκες ανεπάρκειας (π.χ. αισθητηρικές βλάβες, νοητική υστέρηση, σοβαρή συναισθηματική διαταραχή) ή με εξωτερικές επιδράσεις (όπως οικογενειακά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και άλλα προβλήματα όπως η ακατάλληλη διδασκαλία). Είναι δυνατόν, όμως να εμφανίζονται ταυτόχρονα με αυτές τις συνθήκες, να ασκούν επίδραση και να επιβαρύνουν περισσότερο το πρόβλημα.
- Χαρακτηρίζονται από την απόκλιση μεταξύ νοητικών ικανοτήτων και ακαδημαικής επίδοσης. Η χρήση του κριτηρίου της απόκλισης για πολλά χρόνια, είναι ο αποκλειστικός τρόπος διάγνωσης των μαθησιακών δυσκολιών. Προκύπτει από τα τεστ νοημοσύνης και τις δοκιμασίες σχολικής επίδοσης και έχει στόχο τον αποκλεισμό της ύπαρξης νοητικής υστέρησης και την παράλληλη επιβεβαίωση της δυσανάλογης χαμηλής επίδοσης του μαθητή βάσει των νοητικών του ικανοτήτων.
Με λίγα λόγια, οι ΕΜΔ δεν είναι μια απλή κατάσταση αλλά ένα ευρύ φάσμα ειδικών δυσκολιών, είναι ένα πρόβλημα που υπάρχει κατά τη γέννηση του ανθρώπου. Οι μαθητές με EΜΔ έχουν τουλάχιστον «φυσιολογική νοημοσύνη». Κάποια από τα παιδιά αυτά έχουν υψηλή νοημοσύνη, ενώ άλλα βρίσκονται στο κατώτερο όριο του «φυσιολογικού». Τα άτομα αυτά όπως έχει δείξει η διδακτική πρακτική μπορούν όχι μόνο να μάθουν, αλλά και να προχωρήσουν σε ακαδημαϊκές σπουδές με τη κατάλληλη προσαρμογή της διδασκαλίας.
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι είναι φανερή η πρόταξη του ρόλου του εκπαιδευτικού και ιδιαίτερα του νηπιαγωγού στον εντοπισμό των μαθητών με πιθανή εμφάνιση των μαθησιακών δυσκολιών.
ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.
Ο εκπαιδευτικός είναι το πρόσωπο που θα παίξει το κυρίαρχο ρόλο τόσο στα αρχικά στάδια του εντοπισμού όσο και στα τελικά της εκπαιδευτικής παρέμβασης.
Θα πρέπει να είναι ικανός να αξιοποιήσει τα δεδομένα της διεπιστημονικής προσέγγισης προς όφελος του μαθητή, ώστε να επιτύχει μια αποδοτική αλλαγή στην μαθησιακή διαδικασία και ακαδημαϊκή πορεία του. Ο επαγγελματίας παιδαγωγός πρέπει να αποφεύγει να χρησιμοποιεί τις ετικέτες με τρόπο που στιγματίζει ακούσια τους μαθητές, τους αφαιρεί τη μοναδικότητά τους και τους διαχωρίζει κοινωνικά από τους συνομηλίκους τους.
Οι μαθητές χαρακτηρίζονται πολύ εύκολα ως άτομα με «μαθησιακές δυσκολίες» καθώς μπορεί απλώς να δυσκολεύονται για ένα διάστημα στην προσαρμογή τους στα εκάστοτε νέα δεδομένα της σχολικής ζωής τους.
Όταν αναφερόμαστε στα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, οφείλουμε να έχουμε κατά νου δυο βασικές αρχές.
Πρώτον, να βάζουμε πρώτο τον άνθρωπο. Ένα παράδειγμα είναι να αναφερθούμε στον Φράνκι ως μαθητή με μαθησιακή δυσκολία, όχι ως «μαθησιακά αδύναμο παιδί».
Δεύτερον, να αποφεύγουμε να ταυτίζουμε το άτομο με την ανεπάρκεια. Κάθε μαθητής έχει πολλά χαρακτηριστικά και η δυσκολία του είναι μόνο ένα εξ αυτών.
Βιβλιογραφία:
1. Slavin R. E. (2006). Εκπαιδευτική ψυχολογία. Θεωρία και πράξη. Επιστημονική επιμέλεια: Κόκκινος Κωνσταντίνος. Μετάφραση: Εκκεκάκη Ελισάβετ. Εκδόσεις: Μεταίχμιο.
2. Παντελιάδου, Σ. & Μπότσας, Γ. (2007). Μαθησιακές Δυσκολίες: Βασικές έννοιες και χαρακτηριστικά. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Γράφημα.
3. Παντελιάδου, Σ. (2011). Μαθησιακές Δυσκολίες και Εκπαιδευτική Πράξη (Τι και Γιατί). Αθήνα: Πεδίο.
4. National Research Center on Learning Disabilities. (2007). Responsiveness to intervention in the SLD determination process [Brochure]. Lawrence, KS: Author.
5. Τάνταρος, Σ. (2011). Δυσκολίες Μάθησης: Αναπτυξιακές, εκπαιδευτικές και κλινικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Πεδίο.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Πτυχιούχος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Επιστημονική συνεργάτιδα του Psychology.gr
Επικοινωνία: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.