Τι να είναι αυτό που κάνει περισσότερους μόνους ανθρώπους να αυτοκτονούν κοντά στις γιορτές; Το ερώτημα έχει τεθεί και απαντηθεί πολλές φορές, όμως το έχουμε κατανοήσει καλά; Οπως το βλέπω, τα λαμπιόνια και τα περιτυλίγματα προκαλούν στον άνθρωπο που βιώνει μια σοβαρή κατάθλιψη ακόμα μεγαλύτερο πόνο, συνήθως (αλλά όχι πάντα) για έναν λόγο. Νοιώθει ανεπιθύμητος.
Δε μιλαμε εδώ για τους μοναχικούς λόγω καταστάσεων, αλλά για εκείνους που η οικογένειά τους δεν τους καλεί στο γιορτινό τραπέζι. Η για εκείνους που τους καλεί μια άλλη οικογένεια, αλλά οι ίδιοι προτιμούνε να μείνουν μόνοι παρά να καταφύγουν στην καλοσύνη των ξένων, που μοιάζει με γιορτινή λύπηση.
Τότε, αντιμέτωπος ο ήδη θλιμμένος άνθρωπος με το τέρας του να έχεις γίνει ανεπιθύμητος, μερικές φορές δεν αντέχει.
Κάποιοι μάλιστα παίρνουν μαζί τους κι άλλους στο απονενοημένο τους διάβημα. Διαπράττουν το απόλυτο κακό. Σκοτώνουν τους πρώην αγαπημένους και δίνουν τέλος στη ζωή τους. Αλλα, μισό λεπτό: Το τι είναι καλό και τι κακό έχει νόημα, όταν έχει νόημα, σε συνθήκες ζωής. Και μονάχα για τους ανθρώπους.
Κανείς δε θα ρωτήσει μια πέτρα ή έναν σκατζόχοιρο να του πουν αν είναι καλοί η κακοί. Επίσης, κανείς δεν διανοείται να ρωτήσει ένα πτώμα αν είναι καλό ή κακό. Ακόμα κι αν αυτό το πτώμα ανήκει στον Μέγκελε, δεν είναι καλό ή κακό. Όταν υπήρξε άνθρωπος, και ενόσω ζούσε, τότε μόνον το ερώτημα είχε ένα νόημα.
Η μανιχαϊστική εκδοχή: ζεις ή πεθαίνεις
Ο άνθρωπος που αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του, θέλουμε δε θέλουμε, το καταλαβαίνουμε ή αρνούμαστε να το αποδεχθούμε, είναι με το ένα πόδι πέραν του καλού και του κακού ενόσω ζει ακόμα. Κι αφού είναι μακράν, τότε οι αποφάσεις του μπορεί να είναι απόλυτα κακές χωρίς αυτό να τον απασχολεί πια. Επιπλέον ξεχνάμε κάτι τόσο ουσιώδες που ίσως να μην το βλέπουμε επειδή είναι πελώριο και μπροστά στα μάτια μας: όποιος αποφασίσει να πεθάνει, αυτοτιμωρείται με την πιο σκληρή ποινή που οποιαδήποτε κοινωνία θα μπορούσε να του επιβάλει για οποιοδήποτε έγκλημα έχει διαπράξει, όσο αποτρόπαιο κι αν είναι, όπως η δολοφονία του ίδιου του παιδιού του για τους πιο ποταπούς λόγους, όπως η κληρονομιά της πεθεράς η η απιστία της συζύγου.
Η ποινή για τον Μέγκελε και κάθε μαζικό δολοφόνο θα είναι σε μερικές χώρες ο θάνατος, όμως σε άλλες θα είναι τα ισόβια. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα με τη θανατική ποινή καταργημένη, αυτός που αυτοκτονεί μετά το έγκλημα που διαπράττει, επιβάλει στον εαυτό του ποινή πιο σκληρή από αυτήν που θα του επέβαλε η ίδια η κοινωνία με τους θεσμούς της.
Γιατί δεν υπάρχει κλιμάκωση στην ποινή του θανάτου, δεν υπάρχουν αποχρώσεις, δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναβγείς στην κοινωνία στα γεράματα, όπως στα ισόβια. Υπάρχει μόνο η μανιχαιστική εκδοχή: ζεις ή πεθαίνεις.
Κι όταν αποφασίσεις ότι πεθαίνεις, δε σε νοιάζει πια η ανθρώπινη δικαιοσύνη, για την ακρίβεια δε σε νοιάζουν πια τα ανθρώπινα παρά μόνο σα ματαιοδοξία μιας κάποιας μνήμης, κι αυτό ίσως. Το καθοριστικό ερώτημα λοιπόν για κάθε φόνο για κοινωνικές και προσωπικές αιτίες, δεν είναι ούτε η κακή ψυχή του δράστη ούτε η ευκολία να βρει κανείς όπλα. Και η κουβέντα «κι εμείς φτάσαμε σε δύσκολες καταστάσεις αλλά δεν καταλήξαμε εκεί, είναι φράση κενή περιεχομένου γιατί περιλαμβάνει την εξίσωση των προσωπικοτήτων ως προυπόθεση της κατανόησης και στηρίζεται στην ίδια κρίση περί των αλλοτρίων.
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Ας το καταλάβουμε: Κάθε εραστής που εγκαταλείπει την ερωμένη του ενώ εκείνη δεν τον έχει ξεπεράσει ακόμα και συμπεριφέρεται σκληρά απέναντι σε κάποιον που ζούσε ως τώρα στην τρυφερότητα, μπορεί να πυροδοτήσει τη λύση του θανάτου σε μια ταλαιπωρημένη προσωπικότητα. Όταν ο άλλος αποφασίσει να πεθάνει "πληρώνει" για οτιδήποτε έχει κάνει. Κάθε εργοδότης που απολύει έναν εργαζόμενο που αγωνιά και δεν έχει άλλους πόρους, κάθε άπληστος που προκαλεί μια κοινωνική κρίση για να ευημερήσει ο ίδιος, και για να μην επεκταθώ σε παραδείγματα, καθένας που θεωρεί «δικό σου πρόβλημα» αυτό που εσύ βιώνεις με την αγωνία του μελλοθάνατου, κάθε ένας από μας που την ουρίτσα μας έχουμε μάθει καλά να τραβάμε και που η φούσκα της προσωπικής μας ευημερίας είναι ο μοναδικός υπαρκτός κόσμος, ας το ξέρουμε:
Ρώσικη ρουλέτα παίζουμε με τον κόσμο. Γιατί θα βρεθούν πάντα κάποιοι που δεν θα αποδεχτούν την κατάσταση. Κάποιοι που θα προτιμήσουν να πεθάνουν. Και κάποιοι, απλά, κακοί άνθρωποι που βρήκαν στη δειλία της αυτοκτονίας μια μεταφυσική «δικαίωση» για τα εγκλήματά τους. Ισως μερικοί να πάρουν κι εμάς μαζί τους.
Πείτε τους ανώμαλους, ψυχοπαθείς, προβληματικούς, ας τους πούμε κοπρόσκυλα, όπως θέλει ο καθένας. Αλλά η ονοματοδοσία δε θα λύσει το πρόβλημα που στον πυρήνα του είναι ότι δεν τους περιέθαλψε κανείς, ούτε με γλύκα ψυχής, ούτε με κάποιο ενδιαφέρον, ούτε οικονομικά, ούτε με ιατρική φροντίδα. Με εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν κανόνα φυσικά.
Ζούσαν ανάμεσά μας, αλλά δεν τους βλέπαμε. Γιατί οι περισσότεροι δε βλέπουμε τίποτα που δεν ανήκει στον κύκλο μας.
Αυτοί πληρώνουν όσα πράττουν με το υπέρτατο τίμημα, τη ζωή τους. Οι εορτές λειτουργούν σαν πάτημα της σκανδάλης γιατί τους θυμίζουν πόσο τους λείπει η αγάπη. Γιατί είναι μέρες αγάπης κι είναι οι ανεπιθύμητοι. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης προκαλεί τον βαθύτατο πόνο: δε σε επιθυμεί κανείς, τις μέρες που είναι αφιερωμένες στην πιο ισχυρή επιθυμία, την αγάπη. Οι άνθρωποι αυτοί λειτουργούν σαν τον βομβιστή-καμικάζι στους αγιους Τόπους: κάνουν το πρόβλημά τους και δικό μας με τρόπο τραγικό.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Δημοσιογράφος. Εργάστηκε για 35 χρόνια στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη. Εθελοντική αρθρογραφία στο PSYCHOLOGY.GR. Είναι πατέρας δύο παιδιών και έχει αυτοβούλως εξερευνήσει αρκετά πεδία της ψυχολογικής επικράτειας. Η εξερεύνηση αυτή συνεχίζεται..