Ακρόαση άρθρου......

Στα πλαίσια μιας θεωρίας για την προσωπικότητα, οι επιστήμονες συχνά δημιουργούν τεχνικές μέτρησης ή αξιολόγησης χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Αυτές οι τεχνικές περιλαμβάνουν ερωτηματολόγια, προβολικά τεστ, συνεντεύξεις, καθώς και συστηματική παρατήρηση και καταγραφή της συμπεριφοράς.

Ο γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει αυτές τις τεχνικές είναι δοκιμασίες (τεστ) προσωπικότητας. Τα ευρήματα των περισσότερων τεστ αποδίδονται με αριθμητικές τιμές (scores), που εύκολα υποβάλλονται σε στατιστική ανάλυση.

Το ερωτηματολόγιο ως δοκιμασία προσωπικότητας

Μία από τις πιο διαδεδομένες μεθόδους είναι το ερωτηματολόγιο, παράδειγμα του οποίου θα αναλυθεί παρακάτω. Γενικά , τα ερωτηματολόγια προσωπικότητας είναι έντυπα που περιέχουν έναν σχετικά μεγάλο αριθμό ερωτήσεων , οι οποίες απαιτούν συνήθως μια διων υμικής επιλογής μονολεκτική απάντηση-όπως -Ναι ή Όχι, Συμφωνώ ή -Διαφωνώ -ή την επιλογή μιας απάντησης από μια κλίμακα που εκφράζει το βαθμό συμφωνίας ή διαφωνίας με μια συγκεκριμένη πρόταση. Η συμπλήρωση των ερωτηματολογίων γίνεται , συνήθως , από το ίδιο το άτομο ή από πρόσωπα που βρίσκονται σε άμεση επαφή και αλληλεπίδραση με αυτό.

Κατ' αυτό τον τρόπο, τα άτομα διαφοροποιούνται μεταξύ τους με όρους συμφωνίας ή διαφωνίας προς συγκεκριμένες γραπτές προτάσεις. Τα ερωτηματολόγια χρησιμοποιούνται τόσο για την αναγνώριση ψυχολογικών προβλημάτων , όσο και για τη μέτρηση των ατομικών διαφορών (π.χ. απόκλιση από το μέσο ορο).

Έτσι, για παράδειγμα, ένα άτομο το οποίο ενστερνίζεται προτάσεις του τύπου "Προτιμάτε να διαβάζετε αντί να κάνετε καινούριες γνωριμίες;" ή "Στις κοινωνικές εκδηλώσεις μένετε συνήθως στο περιθώριο;" μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι λιγότερο εξωστρεφές από κάποιο άλλο, το οποίο θα απαντούσε αρνητικά σε τέτοιου τύπου ερωτήσεις.

Προβολικά τέστ

Ένας άλλος τρόπος αξιολόγησης της προσωπικότητας είναι τα προβολικά τεστ. Σε αντίθεση με τα ερωτηματολόγια, τα προβολικά τεστ παρέχουν σχετικά ασαφή ερεθίσματα, στα οποία το άτομο είναι ελεύθερο να αντιδράσει με υποκειμενικό τρόπο και, συνήθως, χωρίς να γνωρίζει πως θα ερμηνευθεί η απάντησή του.

Σε ένα προβολικό τεστ το άτομο καλείται είτε να περιγράψει αυτό που διακρίνει σε κάποιες κηλίδες από μελάνι (Rorschach) είτε να πει μια μικρή ιστορία που έρχεται στο μυαλό του παρατηρώντας, για παράδειγμα, την εικόνα μιας οικογένειας (Thematic Apperception Test).

Η βασική υπόθεση στην οποία βασίζονται δοκιμασίες τέτοιου είδους είναι ότι η αντίληψη αυτών των σχετικά ασαφών ερεθισμάτων επηρεάζεται ουσιαστικά από την ψυχολογική κατάσταση του υποκειμένου. Το υποκείμενο, με άλλα λόγια, προβάλλει στην εικόνα που του παρουσιάζεται ποικίλα συναισθήματα, τα οποία θα δυσκολευόταν να εκφράσει σε άλλη περίπτωση.

Ψυχιατρικές και δομημένες συνεντεύξεις

Η συνέντευξη συνιστά, επίσης, ένα γενικότερα αποδεκτό τρόπο, με τη βοήθεια του οποίου μπορούν να αποκτηθούν πληροφορίες για σημαντικές και ενδόμυχες πτυχές της ζωής του ατόμου, και αποτελεί σημαντικό μέσο για τη διερεύνηση των συναισθημάτων και προβλημάτων του εξεταζόμενου.

10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.

Παρόλο που μερικές πληροφορίες θα μπορούσαν να αποκτηθούν και με άλλους τρόπους (π.χ. δημογραφικά στοιχεία ), τα πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία που παρέχει η παρατήρηση της μη λεκτικής συμπεριφοράς, καθώς και τα συναισθήματα που προκαλούνται στον εξεταζόμενο, θεωρούνται από πολλούς ως βασικά στοχεία μιας ολοκληρωμένης αξιολόγησης. Παρά ταύτα, δεν υπάρχουν αρκετά εμπειρικά δεδομένα που να στηρίζουν αυτή την άποψη.

Έρευνες έδειξαν ότι η επιθυμία για κοινωνικη αποδοχή θα μπορούσε να οδηγήσει το 50% των υποκειμένων να δώσουν ανακριβείς απαντήσεις σε ορισμένες ερωτήσεις.

Οι Ψυχιατρικές συνεντεύξεις μπορούν να προσφέρουν αξιόπιστες πληροφορίες τόσο για τη γενική λειτουργία (π.χ. απουσία ή παρουσία κάποιας δυσλειτουργίας) όσο και για συγκεκριμένα συμπτώματα. Σχετικά πρόσφατα, αρκετά κέντρα κλινικής έρευνας προσπάθησαν να βελτιώσουν την ποιότητα της συνέντευξης σχεδιάζοντας προεπιλεγμένα σύνολα ερωτήσεων .

Αυτές οι δομημένες συνεντεύξεις, όπως ονομάζονται, φαίνεται να είναι περισσότερο ακριβείς και χρήσιμες από τις συνεντεύξεις στις οποίες οι ερωτήσεις δεν είναι προεπιλεγμένες και τυποποιημένες (Spitzer & Endicott, 1978).

Παρατήρηση και μέτρηση συμπεριφοράς

Από τις πλέον συνήθεις εκτιμήσεις είναι η παρατήρηση και η μέτρηση της συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, μπορούμε να συνάγουμε την παρουσία άγχους σε ένα άτομο το οποίο ιδρώνει, τρέμει και αποφεύγει συγκεκριμένα αντικείμενα ή καταστάσεις. Σε άλλες περιπτσεις μπορεί να ζητηθεί από ένα υποκείμενο να παρακολουθήσει το ίδιο τη συμπεριφορά του.

Ψηφιακό Marketing για Ψυχολόγους: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Έτσι, είναι δυνατό να συγκεντρωθούν αρκετά στοιχεία, παραδείγματος χάρη, για τις συνήθειες του ύπνου ενός ατόμου, ζητώντας του να κρατά ένα ημερολόγιο ύπνου .

Αυτοί οι τρόποι αξιολόγησης της προσωπικότητας είναι αρκετά διαδεδομένοι, αν και αμφισβητείται το γεγονός ότι παρέχουν μια δυνάμει υψηλής ακρίβειας εικόνα του ατόμου.

Η καινοτομία αυτών των τεχνικών δεν έγκειται μόνο στο συστηματικό τρόπο μέτρησης και ακριβούς καταγραφής της συμπεριφοράς του υποκειμένου, αλλά και στην καταγραφή του πλαισίου μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η συγκεκριμένη συμπεριφορά. Κατ' αυτό τον τρόπο, αποκομίζουμε πληροφορίες που αφορούν τόσο αυτό που προηγείται όσο και αυτό που έπεται της εκτιμώμενης συμπεριφοράς. Παρ ' όλα αυτά, η
παρουσία παρατηρητών που καταγράφουν τη συμπεριφορά του ατόμου στο φυσικό του περιβάλλον δεν είναι πάντοτε εφικτή και αμερόληπτη, αφού η συμπεριφορά του ατόμου επηρεάζεται όταν γνωρίζει ότι κάποιος το παρακολουθεί.

Αξιοπιστία και εγκυρότητα

Είναι γενικά αποδεκτό ότι για να χρησιμοποιηθεί ένα τεστ χρεάζεται να πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχουν τα τεστ είναι η αξιοπιστία και η εγκυρότητα. Η αξιοπιστία ενός τεστ αφορά τη συνέπεια και τη σταθερότητα των αποτελεσμάτων του (δηλαδή αφορά τη λήψη παρόμοιων αποτελεσμάτων σε δύο διαδοχικές μετρήσεις).

Η αξιοπιστία καθορίζει το μέγεθος στο οποίο οι ατομικές διαφορές στη βαθμολογία του τεστ αποδίδονται σε ουσιαστικές διαφορές των υπό μελέτη χαρακτηριστικών και όχι σε τυχαία σφάλματα.

Έτσι, ένα τεστ είναι αξιόπιστο αν κάθε αλλαγή στη βαθμολογία αντανακλά μια διαφορά στο υπό μέτρηση χαρακτήριστικό ενώ, αντίθετα, δεν είναι αξιόπιστο εάν τυαίοι παράγοντες επηρεάζουν τη βαθμολογία.

Η αξιοπιστία μπορεί να εκτιμηθεί με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τη μεταβλητή που ερευνάται. Ένας από τους τρόπους είναι η επαναχορήγηση του ίδιου ακριβώς τεστ μετά από ένα χρονικό διάστημα και η σύγκριση των αποτελεσμάτων που θα δώσουν (αξιοπιστία επαναληπτικών μετρήσεων) .

Το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο μετρήσεων πρέπει να είναι μικρότερο για τα παιδιά από ό,τι για τους ενήλικες, καθώς οι διαφοροποιήσεις στα παιδιά είναι σαφώς πιο έντονες και γίνονται εμφανείς ακόμη και από μήνα σε μήνα. Ο βαθμός συμφωνίας μεταξύ των αποτελεσμάτων μπορεί να οριστεί στατιστικά με τη χρήση του δείκτη συνάφειας, ο οποίος μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ του 0 (ανυπαρξία συνάφειας) και του 1 (απόλυτη συνάφεια) (δείκτης r του Pearson).

Έτσι, αν και αυθαίρετο, ειναι γενικά αποδεκτό ότι εφόσον οι τιμές του δείκτη κυμαίνονται από το .7 και πάνω, υπάρχει ισχυρή συνάφεια μεταξύ των αποτελεσμάτων από .4 έως .7 μέτρια, ενώ από .4 και κάτω θεωρείται αμελητέα και το τεστ μη αξιόπιστο.

Είδη αξιοπιστίας στα ψυχομετρικά εργαλεία

Αν το τεστ που χρησιμοποιείται αφορά την παρατήρηση και καταγραφή της συμπεριφοράς, τότε η αξιοπιστία των παρατηρήσεων διασφαλίζεται εάν αυτές συγκριθούν με τις παρατηρήσεις ενός ανεξάρτητου παρατηρητή της ίδιας συμπεριφοράς και υπολογιστεί ο δείκτης συνάφειας μεταξύ τους (αξιοπιστία μεταξύ βαθμολογητών).

Η αξιοπιστία μπορεί, επίσης, να εκτιμηθεί με όρους συνάφειας ορισμένων θεμάτων που μελετώνται από το τεστ. Στην περίπτωση ενός μεγάλου ερωτηματολογίου, θα ήταν ενδιαφέρον να διαπιστωθεί αν όλες οι ερωτήσεις μετρούν το ίδιο χαρακτηριστικό (αξιοπιστία εσωτερικής ομοιογένειας) .

Αυτό μπορεί χονδρικά να μετρηθεί εάν υπολογιστεί η αξιοπιστία των δύο ημίσεων μίας δοκιμασίας (σύγκριση του δείκτη συνάφειας της επίδοσης στα μισά στοιχεία μιας δοκιμασίας με το δείκτη συνάφειας της επίδοσης στα υπόλοιπα στοιχεία αυτής). Ωστόσο, η δυσκολία εδώ έγκειται στο χωρισμό του τεστ σε δύο ίσα και ισοδύναμα μέρη.

Ενημερωθείτε για επιλεγμένα εγχειρίδια ψυχομετρίας, τα οποία μπορείτε να προμηθευτείτε από το εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο του Psychology.gr

Ακόμη πιο περίπλοκες εκτιμήσεις αφορούν τη χρήση εναλλακτικών τύπων της αρχικής δοκιμασίας (αξιοπιστία εναλλακτικών τύπων). Σε αυτή την περίπτωση, ο δείκτης συνάφειας υπολογίζεται με βάση τα αποτελέσματα των επιδόσεων ενός δείγματος ατόμων σε δύο παράλληλους τύπους ενός τεστ. Το κύριο πρόβλημα που χαρακτηρίζει αυτή τη μορφή αξιοπιστίας είναι δυσκολία κατασκευής δύο τεστ που να εκτιμούν τα ίδια χαρακτηριστικά. Πιθανότητες πάντως για σφάλματα μέτρησης υπάρχουν σε όλα τα είδη αξιοπιστίας.

Είδη εγκυρότητας στα ψυχομετρικά εργαλεία

Η έννοια της εγκυρότητας αφορά το βαθμό στον οποίο ένα τεστ μετρά αυτό που υποτίθεται ότι μετρά. Το γεγονός ότι ένα τεστ πρέπει να είναι έγκυρο ακούγεται μάλλον αυτο-νόητο, η διασφάλιση της εγκυρότητας όμως είναι μια περίπλοκη διαδικασία. Υπάρχουν πολλά είδη εγκυρότητας.

Η φαινομενική ή κατά τεκμήριο εγκυρότητα (ace validity) αναφέρεται στο βαθμό που ένα τεστ δείχνει επιφανειακά να μετρά αυτό που έχει προγραμματιστεί να μετρά, δείχνει δηλαδή αν το τεστ φαίνεται έγκυρο και όχι αν είναι έγκυρο.

Για παράδειγμα, το γεγονός ότι τεστ που είχαν σχεδιαστεί για παιδιά χορηγήθηκαν αργότερα σε ενήλικες, οι οποίοι είτε τα βρήκαν παιδικά είτε αρνήθηκαν να τα συμπληρώσουν, φανερώνει την έλλειψη φαινομενικής εγκυρότητας. Ωστόσο, εκτός του ότι τα φαινόμενα απατούν, η βελτίωση της φαινομενικής εγκυρότητας δεν συνεπάγεται και τη βελτίωση της πραγματικής εγκυρότητας.

Ένα άλλο είδος εγκυρότητας είναι αυτή που απορρέει από τη σύγκριση με ένα κριτήριο (criterion validity) και η οποία αναφέρεται στο βαθμό της συμφωνίας μεταξύ του τεστ και άλλων αναγνωρισμένων μεθόδων αξιολόγησης των ίδιων χαρακτηριστικών. Υπάρχουν ουσιαστικά δύο τύποι εγκυρότητας σε σχέση με ένα κριτήριο:

Η συγχρονική εγκυρότητα (concurrent validity) στην οποία το τεστ και το κριτήριο χορηγούνται στο άτομο την ίδια στιγμή. Η προβλεπτική εγκυρότητα (pred ctive validity), από την άλλη μεριά, αφορά την ικανότητα πρόβλεψης της μελλοντικής συμπεριφοράς που έχουν τα αποτελέσματα του τεστ. Για παράδειγμα, το άτομο που σημειώνει υψηλή βαθμολογία σε ένα τεστ που μετρά το νευρωτισμό έχει περισσότερες πιθανότητες να ζητήσει βοήθεια για την αντιμετώπιση πιθανής νεύρωσης στο μέλλον.

Η εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής

Η εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής (construct valrdity) είναι μια έννοια η οποία αναπτύχθηκε από τους Cronbach και Meehl (1955). Για πολλές μετρήσεις δεν υπήρχαν ικανοποιητικά κριτήρια με τα οποία θα μπορούσαν να συσχετιστούν τα αποτελέσματα των τεστ, είτε αναφορικα με τη δυνατότητα πρόβλεψής τους είτε αναφορικά με το βαθμό συμφωνίας τους προς άλλες αναγνωρισμένες μεθόδους αξιολόγησης.

Η εγκυρότητα εξαρτάται από τη σταδιακή συσσώρευση στοιχείων προερχόμενων από ποικίλες έρευνες, οι οποίες εμφανίζουν ένα δίκτυο σχέσεων μεταξύ της συγκεκριμένης μέτρησης και άλλων εννοιών που σχετίζονται θεωρητικά με αυτή. Ένα τεστ μπορεί να έχει εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής μόνο αν ένας σημαντικός αριθμός ερευνών έδωσε αποτελέσματα σύμφωνα με τις υποθέσεις του.

Συγκλίνουσα και διακριτή εγκυρότητα

Υπάρχουν επίσης δύο πρόσθετα στοιχεία ελέγχου της εγκυρότητας εννοιολογικής κατασκευής: η συγκλίνουσα εγκυρότητα, η οποία αναφέρεται στο βαθμό που η μέτρηση σε ένα τεστ συσχετίζεται εμπειρικά με ένα άλλο χαρακτηριστικό με το οποίο συγκλίνει από θεωρητική άποψη και η διακριτή εγκυρότητα, η οποία αναφέρεται στο βαθμό που η μέτρηση σε ένα τεστ φαίνεται να μη συσχετίζεται με άλλες μετρήσεις εννοιολογικών κατασκευών με τις οποίες θεωρητικά δεν πρέπει να συσχετίζεται.

Ο Kline (1983) επεξηγεί την έννοια περιγράφοντας ένα υποθετικό τεστ για τη μέτρηση του άγχους, στο οποίο, για να διασφαλιστεί η εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι σχετίζεται με την πιθανότητα εισαγωγής σε ψυχιατρική κλινική και τη χορήγηση ηρεμιστικών φαρμάκων .

Επίσης, πρέπει να φανεί:

  1. η συσχέτισή του με άλλα τεστ για τη μέτρηση του άγχους (π.χ. αυτο-αποδιδόμενες αλλαγές διάθεσης, εκτίμηση ανεξάρτητου παρατηρήτη κ.λπ.)
  2. η μη συσχέτισή του με μεταβλητές ανεξάρτητες από το άγχος, όπως π.χ. τη νοημοσύνη
  3. η παρουσία υψηλής βαθμολογίας όταν χορηγείται σε άτομα που παρουσιάζουν συμπτματα άγχους ή βρίσκονται κάτω από πειραματικές συνθήκες άγχους και, αντίθετα, η παρουσία χαμηλής βαθμολογίας σε περίπτωση ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης ή χορήγησης αγχολυτικών φαρμάκων.

Κατ ' αυτό τον τρόπο, οι έρευνες για την εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής συνδυάζουν ένα πλήθος μετρήσεων τόσο της προβλεπτικής εγκυρότητας όσο και της εγκυρότητας σε σχέση με ένα κριτήριο. Δεν υπάρχει, συνεπώς, ένας απλός τρόπος για να χαρακτηρίσουμε ένα τεστ ως έγκυρο ή μη έγκυρο. Μπορεί να είναι χρήσιμο σε συγκεκριμένες καταστάσεις και για συγκεκριμένους σκοπούς, αλλά υπό άλλες συνθήκες να στερείται δυνατότητας πρόβλεψης.

* Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Γρηγόρη Ποταμιάνου, Θεωρίες προσωπικότητας και κλινική πρακτική, Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Χρύσα Πράντζαλου

e psy logo twitter2Τμήμα Σύνταξης της Πύλης Ψυχολογίας Psychology.gr
Επιμέλεια και συγγραφή άρθρων, μετάφραση & απόδοση ξενόγλωσσων άρθρων.