Ακρόαση άρθρου......

Η σωματοποιητική διαταραχή μπορεί να περιγραφεί ως βίωση και αναφορά σωματικών συμπτωμάτων που προκαλούν δυσφορία, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια αντίστοιχη οργανική παθολογία και χωρίς τα συμπτώματα να μπορούν να εξηγηθούν από οργανικές εξετάσεις, εργαστηριακές αναλύσεις ή άλλες διαγνωστικές τεχνικές.

Διάγνωση σωματοποιητικής διαταραχής

Σύμφωνα με το DSM-IV-TR (APA, 2000), προκειμένου να δοθεί η συγκεκριμένη διάγνωση πρέπει να πληρούνται τα ακόλουθα διαγνωστικά κριτήρια:

1. Ιστορικό πολλών σωματικών ενοχλημάτων που αρχίζουν πριν από την ηλικία των 30 ετών, επιμένουν για περίοδο αρκετών χρόνων και οδηγούν σε αναζήτηση θεραπείας ή σε σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας.

Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται:

  • Τέσσερα συμπτώματα πόνου: ιστορικό πόνου που αντοπίζεται σε τέσσερις τουλάχιστον διαφορετικές περιοψές ή λειτουργίες (π.χ. κεφαλή, κοιλιακή χώρα, έμμηνη ρύση, σεξουαλική επαφή).
  • Δύο γαστρεντερικά συμπτώματα: ιστορικό δύο τουλάχιστον γαστρεντερικών συμπτωμάτων εκτός του πόνου (π.χ. ναυτία, φούσκωμα ή δυσανεξία σε αρκετές διαφορετικές τροφές).
  • Ένα σεξουαλικό σύμπτωμα: ιστορικό ενός τουλάχιστον σεξουαλικού ή αναπαραγωγικού συμπτώματος εκτός του πόνου (π.χ. σεξουαλική αδιαφορία, μη τακτική έμμηνος ρύση, υπερβολική αιμορραγία κατά την έμμηνο ρύση).
  • Ένα ψευδονευρολογικό σύμπτωμα: ιστορικό ενός τουλάχιστον συμπτώματος που υποδηλώνει νευρολογική διαταραχή (π.χ. έκπτωση συντονισμού κινήσεων ή της ισορροπίας, δυσκολία κατάποσης ή κόμπος στον λαιμό, διπλωπία).

2. Ένα από τα παρακάτω:

  • Κανένα από τα συμπτώμτα δεν μπορεί να ερμηνευθεί πλήρως από μια γνωστή σωματική κατάσταση ή από τις άμεσες δράσεις μιας ουσίας.
  • Όταν υπάρχει συσχετιζόμενη γενική σωματική κατάσταση, τα σωματικά ενοχλήματα ή η απορρέουσα έκπτωση της λειτουργικότητας είναι μεγαλύτερης έκτασης από την αναμενόμενη.

3. Τα συμπτώματα δεν παράγονται σκόπιμα ή ως αποτέλεσμα προσποίησης.

Σημειώνονται επίσης η ηλικία κατά την οποία εμφανίζονται συνήθως τα συμπτώματα -πολύ μικρότερη από την ηλικία εμφάνισης των περισσότερων χρόνιων ασθενειών- καθώς και η μεγάλη ποικιλία των συμπτωμάτων τα οποία πρέπει να εμφανίζονται προκειμένου να τεθεί η διάγνωση.

Επικράτηση σωματοποιητικής διαταραχής

Οι περισσότεροι άνθρωποι αναφέρουν κάποια στιγμή στη ζωή τους μια ενόχληση ή ένα σύμπτωμα που δεν σχετίζεται με κάποια ασθένεια. Για παράδειγμα, στη μελέτη American Epidemiologic Catchment Area (Kroenke & Price, 1993) βρέθηκε ότι περίπου το ένα τέταρτο του γενικού πληθυσμού έχει βιώσει κάποια στιγμή στη ζωή του και σε κάποιο βαθμό σωματικά συμπτώματα, όπως πόνο στις αρθρώσεις, πονοκέφαλο και κόπωση, χωρίς προφανή αίτια.

Τα συμπτώματα αυτά ήταν επαρκή για να προκαλέσουν μια αλλαγή στον τρόπο ζωής του ατόμου, να οδηγήσουν στη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής ή να επιβάλουν μια επίσκεψη στον ιατρό.

6 ΒΙΩΜΑΤΙΚΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ | Εισηγητής: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt, συγγραφέας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για το σύνολο των σεμιναρίων.

Παρόμοια είναι τα αποτελέσματα της έρευνας των Bridges & Goldberg (1985), όπου παρατηρήθηκε ότι σχεδόν το 20% των πρώτων επισκέψων στον ιατρό αφορούσε σωματικά συμπτώματα για τα οποία δεν εντοπίστηκε συγκεκριμένη αιτία.

Το φαινόμενο αυτό ως προς τα αναφερόμενα συμπτώματα δυσκολεύει την εκτίμηση των επιπέδων της υποχονδρίασης (στην οποία το επίπεδο των συμπτωμάτων έχει γίνει πια παθολογικό).

Οι Creed & Barsky (2004) όμως εκτιμούν ότι οποιαδήποτε στιγμή το 0,1% με 0,7% του γενικού πληθυσμού μπορεί να διαγνωστεί με σωματοποιητική διαταραχή. 

Οι Fink, Hansen & Oxhoj (2004) υπολογίζουν ότι η επικράτηση της σωματοποιητικής διαταραχής μεταξύ των νοσηλευόμενων σε γενικά νοσοκομεία αγγίζει το 5,2%, με σημαντική διαφορά στα ποσοστά ανδρών και γυναικών (3,8% και 7,5% αντίστοιχα). Η συγκεκριμένη διαταραχή συνοδεύεται συχνά από υψηλά επίπεδα κατάθλιψης ή άγχους (Henningsen et al., 2003).

Πολιτισμός και σωματοποιητική διαταραχή

Η έκφραση παραπόνων για την υγεία χωρίς να εντοπίζεται συγκεκριμένη ιατρική αιτία συχνά θεωρείται φαινόμενο της σημερινής εποχής και αποτέλεσμα του στρες λόγω του «σύγχρονου τρόπου ζωής». Αυτό όμως μπορεί να μην ισχύει. Οι Eriksen και συνεργάτες (2004) διερεύνησαν τη συχνότητα τέτοιων παραπόνων σε τρεις ομάδες ατόμων: Νορβηγούς, ιθαγενείς της φυλής Mangyan που ζουν υπό «πρωτόγονες συνθήκες» σε ένα μικρό νησί των Φιλιππίνων, και κατοίκους αστικών περιοχών που ζουν στο ίδιο νησί.

ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Κατά περίεργο τρόπο, και οι δύο πληθυσμοί του νησιού ανέφεραν περισσότερα μυοσκελετικά προβλήματα, κόπωση, μεταβολές της διάθεσης και γαστρεντερικά συμπτώματα συγκριτικά με το δείγμα των Νορβηγών.

Μονολότι επικτρατεί η υπόθεση ότι η σωματοποιητική διαταραχή είναι αποτέλεσμα ατομικών ψυχολογικών διεργασιών, πρέπει να σημειωθεί ότι άτομα από κάποιους πολιτισμούς μπορεί να «σωματοποιούν» πιο συχνά ή να αναφέρουν ψυχολογικά συμπτώματα με όρους σωματικών προβλημάτων.

Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η κορεάτικη λέξη hua-byung, που μεταφράζεται ως «φλογερή ασθένεια» και μπορεί να αναφέρεται εηίσου σε πόνο του υπογάστριου και σε θυμό λόγω διαπροσωπικής σύγκρουσης.

Οι διαφορές στον τρόπο παρουσίασης των συμπτωμάτων στις δυτικές χώρες δεν είναι τόσο έντονες, είναι όμως αρκετά σημαντικές. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, τα άτομα ινδικής καταγωγής είναι πιο πιθανό να αποδώσουν τα προβλήματα ψυχικής υγείας σε οργανικά αίτια, και να τα αναφέρουν με όρους σωματικής ασθένειας, συγκριτικά με τους γηγενείς Βρετανούς (Bhatt et al., 1989). Ο τρόπος εκδήλωσης της δυσφορίας πρέπει να εξετάζεται με προσοχή.

Αν αυτού του είδους οι εκφράσεις χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο ενός πολιτισμού με έναν κοινό κώδικα, τότε ο τρόπος επικοινωνίας θα είναι αποτελεσματικός.

Αν όμως ο ασθενής προσπαθήσει να εξηγήσει τη δυσφορία του σε έναν ιατρό προερχόμενο από διαφορετικό πολιτισμό, ο οποίος δεν γνωρίζει αυτές τις πολιτισμικές διαφορές, τότε το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια λανθασμένη προσπάθεια διάγνωσης και θεραπείας μη υφιστάμενων διαταραχών. Ή ακόμη η εσφαλμένη απόδοση μιας «διάγνωσης» σωματοποιητικής διαταραχής, η οποία όμως θα αντανακλά περισσότερο τις πολιτισμικές διαφορές που υπάρχουν στον τρόπο αναφοράς της συναισθηματικής δυσφορίας.

Η σωματοποιητική διαταραχή της κυρίας Τ.

Η κυρία Τ. ήταν μια σαρανταπεντάχρονη γραμματέας η οποία επισκεπτόταν συχνά την οικογενειακή της ιατρό παραπονούμενη για παράξενα συμπτώματα που δεν εξηγούνταν ιατρικά. Παραπέμφθηκε σε κλινικό ψυχολόγο, στον οποίο ανέφερε μερικά από τα συμπτώματά της. Αξίζει να σημειωθεί ότι είχε επισκεφθεί τον ψυχολόγο σε διάφορες περιστάσεις, στις οποίες η περιγραφή των συμπτωμάτων άλλαζε, κατά τα φαινομένα, ανάλογα με τη συζήτηση που είχε μαζί του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι, ενώ αρχικά αρνήθηκε πως τα συμπτώματα της σχετίζονταν με το στρες, μόλις άκουσε την εξήγηση των συμπτωμάτων της ως συνέπεια του στρες, το συμπεριέλαβε στην αναφορά των συμπτωμάτων της:

Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Ξέρω όμως ότι είναι σοβαρό... και φοβάμαι ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Έχω προβλήματα από την κορυφή ως τα νύχια. Νιώθω στη γλώσσα μου μια μεταλλική γεύση και είναι σα να αναβράζει. Μόνο έτσι μπορώ να το περιγράψω... σα ν' αναβράζει. Δεν μπορώ να φάω γιατί είναι πολύ άσχημη η αίσθηση. Κι αν φάω, τότε νιώθω και το στομάχι μου να αναβράζει και μου έρχεται εμετός. Έχω σχεδόν σταματήσει να τρώω.

[Στην πραγματικότητα δεν είχε χάσει βάρος από τότε που εμφανίστηκαν τα συμπτώματά της, μερικούς μήνες πριν.]

Πονάω εδώ... κι εδώ. Το νιώθω αυτή τη στιγμή. Ο πόνος είναι παντού, ξεχειλίζει και μετακινείται μέσα στο στομάχι μου. Νιώθω τα νεύρα να διατρέχουν το σώμα μου. Είναι ζεστά και αισθάνομαι τα αγκάθια τους.

Κάποιες φορές ζαλίζομαι και φοβάμαι ότι θα πέσω. Έχω τάσεις λιποθυμίας, τα μάτια μου θολώνουν κι αισθάνομαι χλομή. Τίποτα δεν τα προκαλεί όλα αυτά... απλώς συμβαίνουν. Ανησυχώ όλη την ώρα για τα συμπτώματά μου. Όταν είμαι στη δουλειά, κάθομαι και τα σκέφτομαι. Ζητάω από τους συναδέλφους μου να με κοιτάξουν για να τους δείξω τα συμπτώματά μου, να δουν πώς είμαι. Δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόμη θα πηγαίνω στη δουλειά. Σκέφτομαι να παραιτηθώ.

Οι συνάδελφοι πραγματικά με βοηθούν πολύ. Με ακούν. Αλλά ο σύζυγός μου έχει βαρεθεί να μ' ακούει. Λέει ότι όλα αυτά είναι ανοησίες... και ότι πρέπει να ακούω τη γιατρό όταν μου λέει ότι δεν έχω τίποτα. Φοβάμαι ότι θα πεθάνω. Ξέρω ότι έχω τα προβλήματα αυτά εδώ και καιρό, και ότι αν ήταν να συμβεί κάτι κακό, θα είχε συμβεί μέχρι τώρα. Αλλά όπως και να 'χει, φοβάμαι. Ποτέ δεν είχα τέτοια προβλήματα. Δεν είχα ποτέ κάποια ασθένεια, γι' αυτό δεν καταλαβαίνω γιατί συμβαίνει αυτό τώρα.

[Σύμφωνα με την οικογενειακή γιατρό, αυτό δεν ισχύει. Οι σημειώσεις της γιατρού γέμιζαν έναν μεγάλο φάκελο: η κυρία Τ. την επισκεπτόταν συχνά για πολλά χρόνια.]

Θα ήθελα να κάνω αξονική τομογραφία. Οι εξετάσεις που έκανα μέχρι τώρα δεν έδειξαν τίποτα. Υπάρχουν όμως κι άλλες εξετάσεις που μπορεί να μου υποδείξει η γιατρός. Σε αυτές ίσως φανεί τι πρόβλημα έχω...

Το ψυχοβιολογικό μοντέλο της σωματοποιητικής διαταραχής

Σύμφωνα με το πιο απλό βιολογικό μοντέλο για τη σωματοποιητική διαταραχή, οι άνθρωποι με αυτή τη διαταραχή έχουν μια βιολογική ευαισθησία στη φυσιολογική δραστηριότητα του σώματός τους, την οποία αναφέρουν ως «συμπτώματα». Δεν έχουν όμως ακόμη αποσαφηνιστεί οι βιολογικές οδοί που οδηγούν σε αυτή την ευαισθησία, καθώς δεν υποστηρίζουν όλες οι ενδείξεις την ιδέα της υπερευαισθησίας.

Οι Rief και συνεργάτες (2004) πάντως εικάζουν ότι στην εμφάνιση της σωματοποιητικής διαταραχής είναι δυνατόν να συμβάλλει η απορρύθμιση των αμινοξέων και της σεροτονίνης.

Οι ερευνητές συνέκριναν τα επίπεδα διαφόρων αμινοξέων, συμπεριλαμβανομένης της τρυπτοφάνης (ενός προδόμου μορίου της σεροτονίνης) σε ασθενείς με σωματοποιητική, οι οποίοι είτε είχαν είτε δεν είχαν κατάθλιψη, με μια ομάδα ελέγχου. Διαπιστώθηκε ότι τα χαμηλά επίπεδα τρυπτοφάνης συνδέονταν με υψηλά επίπεδα εμφάνισης της σωματοποιητικής διαταραχής ανεξάρτητα από την παρουσία κατάθλιψης.

Βάσει αυτών των δεδομένων οι ερευνητές υποστήριξαν ότι το σεροτονινεργικό σύστημα μπορεί να εμπλέκεται σε μια διεργασία ευαισθητοποίησης των νευρώνων, η οποία οδηγεί σε μια κατάσταση υπεραλγησίας, που με τη σειρά της αποτελεί τη βάση της χρόνιας σωματοποιητικής διαταραχής.

Παράλληλα με αυτή την πιθανή βιολογική ευαισθησία, τα άτομα με σωματοποιητική διαταραχή μπορεί να εμηνεύουν τις σωματικές λειτουργίες τους με καταστροφικό τρόπο. Μπορεί δηλαδή να εκλαμβάνουν λανθασμένα τις φυσιολογικές σωματικές αισθήσεις ή τα συναισθηματικά σήματα ως ενδείξεις επικίνδυνων σωματικών διεργασιών.

Με αυτό τον τρόπο οι βιολογικές διεργασίες μπορεί να επηρεάζονται από μια ποικιλία παραγόντων, μεταξύ των οποίων είναι τα γεγονότα της παιδικής ηλικίας και η προσωπικότητα του ατόμου.

Μάθηση κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας

Η σωματοποιητική διαταραχή ενδέχεται να έχει τις ρίζες της στις πρώιμες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας.

Έχουν διενεργηθεί αρκετές αναδρομικές μελέτες, οι οποίες δείχνουν ότι οι ενήλικοι που αναφέρουν υψηλά επίπεδα σωματικών συμπτωμάτων χωρίς προφανή αιτία είναι πιο πιθανό να υπήρξαν μάρτυρες περισσότερων εμπειριών ασθένειας στην οικογένειά τους από το σύνηθες.

Στις εμπειρίες αυτές περιλαμβάνονται:

  • Υπέρμετρες σωματικές αιτιάσεις από τους γονείς
  • Υπερβολικά προβλήματα σωματικής υγείας ή αναφορά προβλημάτων σωματικής υγείας από άλλα μέλη της οικογένειας
  • Υπέρμετρα παράπονα για πόνο από μέλη της οικογένειας.

Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για σχετικά υψηλά επίπεδα εμφάνισης σωματοποιητικής διαταραχής σε άτομα των οποίων τα μέλη της οικογένειας είχαν κάποια φυσική αναπηρία ή δυσμοφία.

Ιστορικό γυναικών με σωματοποιητική διαταραχή

Σε μια μελέτη του φαινομένου αυτού, οι Craig, Cox & Klein (2002) συνέκριναν το (αυτοαναφερόμενο) ιστορικό τριών ομάδων γυναικών οι οποίες είτε είχαν χρόνια σωματοποιητική διαταραχή είτε έπασχαν από κάποια χρόνια ασθένεια είτε ήταν υγιείς.

Οι μητέρες με σωματοποιητική διαταραχή ήταν τρεις φορές πιθανότερο να έχουν έναν άρρωστο γονέα συγκριτικά με τις άλλες γυναίκες.

Τα παιδιά αυτών των μητέρων είχαν με τη σειρά τους περισσότερες πιθανότητες να αναφέρουν προβλήματα υγείας συγκριτικά με τα παιδιά των άρρωστων ή των υγιών γυναικών, και επιπλέον συμβουλεύονταν περισσότερες φορές τον οικογενειακό ιατρό.

Οι επισκέψεις τους στους ιατρούς είχαν σχέση με τη σωματοποίηση της μητέρας, με τις αντιξοότητες που αυτή είχε βιώσει κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας του παιδιού, καθώς και με την τάση του ίδιου του παιδιού να ανησυχεί για την υγεία της.

Σε μια δεύτερη μελέτη με τις ίδες γυναίκες οι Craig και συνεργάτες (2004) ανέδειξαν τον αδιόρατο τρόπο με τον οποίο οι γονείς μπορούν να επικεντρωθούν σε θέματα που αφορούν την υγεία. Στην έρευνά τους παρατήρησαν τις γυναίκες να παίζουν με τα παιδιά τους, ηλικίας από 4 έως 8 ετών, σε έναν ελεγχόμενο χώρο. Οι μητέρες με σωματοποιητική διαταραχή εμφάνιζαν  πιο επίπεδο συναίσθημα και έδιναν λιγότερη προσοχή στα παιδιά τους κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού σε σύγκριση με άλλες μητέρες.

Οι ίδιες όμως ανταποκρίνονταν περισσότερο από τις άλλες μητέρες, όταν αυτά έπαιζαν με ένα κουτί πρώτων βοηθειών.

Έλλειψη γονεϊκής φροντίδας και σεξουαλική κακοποίηση

Οι Craig και συνεργάτες (1993) υποστήριξαν ότι η βίωση της ασθένειας κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας σε συνδυασμό με την έλλειψη γονεϊκής φροντίδας και τη σεξουαλική κακοποίηση είναι πιο πιθανό να καταλήξει σε σωματοποιητική διαταραχή.

Ορισμένες τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας μπορούν επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης μιας συγκεκριμένης ομάδας συμπτωμάτων.

Η σεξουαλική κακοποίηση, για παράδειγμα, μπορεί να οδηγήσει σε παράπονα για κοιλιακό και πυελικό πόνο στην ενήλικη ζωή. Πάντως, η αποδιδόμενη έμφαση στις οξείες και σοβαρές τραυματικές εμπειρίες έχει αμφισβητηθεί από πολλούς, μεταξύ των οποίων οι Lackner, Gudleski & Blanchard (2004).

Αυτοί οι ερευνητές βρήκαν ότι τα υψηλότερα επίπεδα απόρριψης και/ή εχθρότητας από τους πατέρες (και όχι τις μητέρες) σχετίζονταν περισσότερο με τη σωματοποίηση από ό,τι η κακοποίηση, γεγονός που υποδηλώνει ότι η «χαμηλής έντασης», μακροχρόνια παραμέληση μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα παρόμοια με εκείνα που προκύπτουν από περισσότερο δραματικούς παράγοντες.

Σύμφωνα με τους Craig και συνεργάτες (1993), αυτοί οι προδιαθεσικοί παράγοντες συντελούν στην εμφάνιση σωματοποίησης μέσω κάποιων ψυχολογικών διεργασιών που μπορεί να είναι:

  • Η έλλειψη φροντίδας ή η παραμέληση, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης συναισθηματικών διαταραχών όπως το άγχος ή η κατάθλιψη.
  • Η συχνή εμφάνιση συμπεριφοράς ασθένειας από τους γονείς, η οποία προδιαθέτει τα παιδιά να ερμηνεύουν τα συναισθηματικά τους συμπτώματα ως ένδειξη σωματικής ασθένειας.

Ένας τρίτος παράγοντας προτάθηκε από τον Latimer (1981). Σύμφωνα με αυτόν, η έκφραση σωματικών προβλημάτων μπορεί να ενισχύεται από τους γονείς που και οι ίδιοι θεωρούν ότι τα συμπτώματά τους οφείλονται περισσότερο σε σωματικά παρά σε συναισθηματικά αίτια.

Ως αποτέλεσμα το παιδί μαθαίνει να εκφράζει τη συναισθηματική του δυσφορία με όρους σωματικών συμπτωμάτων, καθώς με αυτόν τον τρόπο προσελκύει περισσότερο την προσοχή και έχει μεγαλύτερη ανταπόκριση απ' ό,τι αν παραπονιόταν για συναισθηματικά προβλήματα.

Ενδείξεις αυτού του φαινομένου παρέχουν τα προαναφερθέντα ευρήματα των Craig και συνεργατών. Αυτοί οι τρεις προδιαθεσικοί παράγοντες υποδηλώνουν ότι, όταν τα άτομα με τέτοιο ιστορικό βιώνουν έντονο στρες, θα εκφράσουν τη δυσφορία τους με σωματικούς όρους.

Προσωπικότητα και σωματοποιητική διαταραχή

Οι περισσότερες έρευνες που έχουν διεξαχθεί για τη σχέση προσωπικότητας και σωματοποίησης επικεντρώθηκαν στον ρόλο της αλεξιθυμίας, η οποία ορίζεται ως δυσκολία στον προσδιορισμό και την περιγραφή των συναισθημάτων, καθώς και στη διάκριση μεταξύ συναισθημάτων και σωματικών αισθήσεων.

Μια σειρά έρευνες εντόπισαν υψηλή επικράτηση της αλεξιθυμίας στα άτομα με σωματόμορφες διαταραχές.

Οι Lipsanen και συνεργάτες (2004), για παράδειγμα, μελετώνοντας ένα μεγάλο μη κλινικό δείγμα, βρήκαν ότι υπάρχει σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στις μετρήσεις για τη σωματοποίηση και την αλεξιθυμία. Οι Jones και συνεργάτες (2004) διαπίστωσαν επίσης ότι ορισμένοι (αλλά όχι όλοι) ασθενείς με λειτουργική δυσπεψία είχαν ελαφρώς υψηλότερες βαθμολογίες στη μέτρηση της αλεξιθυμίας σε σύγκριση με μια ομάδα που δεν παρουσίαζε προβλήμαατα υγείας.

Παρόμοια είναι τα ευρήματα των  Duddu, Isaac & Chatuversi (2003), σύμφωνα με τα οποία ο μέσος όρος της αλεξιθυμίας στα άτομα με σωματόμορφη διαταραχή ήταν σημαντικά υψηλότερος από εκείνον της ομάδας ελέγχου, παρόλο που η μέση βαθμολογία και των δύο ομάδων βρισκόταν εντός των «φυσιολογικών» ορίων.

Ένα πρόσθετο και φαινομενικά παράδοξο εύρημα από την ίδια έρευνα ήταν ότι οι άνθρωποι με αλεξιθυμία που ανήκαν στην ομάδα των σωματόμορφων διαταραχών είχαν περισσότερες πιθανότητες να δώσουν μια ψυχολογική εξήγηση για τις ακίνδυνες σωματικές αισθήσεις τις οποίες ανέφεραν από ό,τι η ομάδα με χαμηλά επίπεδα αλεξιθυμίας.

Συνοψίζοντας τις διαθέσιμες ενδείξεις, φαίνεται ότι, ενώ η αλεξιθυμία μπορεί να συσχετίζεται με τη σωματοποίηση, το μέγεθος αυτής της συσχέτισης ίσως να είναι μικρότερο από εκείνο που εικάζεται.

Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι με τη σωματοποίηση μπορεί να σχετίζονται άλλοι παράγοντες της προσωπικότητας, οι οποίοι ίσως αναπτύσσονται ως συνέπεια του είδους της ανατροφής που προαναφέρθηκε.

Οι Noyes και συνεργάτες (2001), λόγου χάρη, βρήκαν ότι τα περισσότερα από τα άτομα που εμφάνιζαν σωματοποιητική διαταραχή πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια για ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας και σημείωναν υψηλότερες βαθμολογίες στις ψυχομετρικές δοκιμασίες για δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας καταθλιπτικού και «νευρωσικού» τύπου σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες στην ομάδα ελέγχου που έπασχαν από κάποιο γενικό ιατρικό πρόβλημα.

Οι Neitzert, Davis & Kennedy (1997) βρήκαν επίσης ότι ο νευρωτισμός και η κατάθλιψη μπορεί να σχετίζονται με τα επίπεδα των αναφερόμενων συμπτωμάτων.

Το παρόν άρθρο αποτελεί αδειοδοτημένο απόσπασμα από το βιβλίο Κλινική ψυχολογία και ψυχοπαθολογία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο.

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Χρύσα Πράντζαλου

e psy logo twitter2Τμήμα Σύνταξης της Πύλης Ψυχολογίας Psychology.gr
Επιμέλεια και συγγραφή άρθρων, μετάφραση & απόδοση ξενόγλωσσων άρθρων.