Εφηβεία ονομάζεται το τελευταίο στάδιο της ανάπτυξης του ατόμου στην πορεία του προς την ωρίμανση. Χρονολογικά τοποθετείται χονδρικά στην ηλικία 12-18 ετών, και για τα κορίτσια ξεκινά με την πρώτη έμμηνο ρύση ενώ για τα αγόρια με την πρώτη εκσπερμάτωση. Τα κριτήρια αυτά είναι αρκετά σχετικά αφού κάθε παιδί έχει δικό του ρυθμό ανάπτυξης που επηρεάζεται σαφώς και από το εξωτερικό περιβάλλον.
Η εφηβεία λοιπόν είναι εκείνη η μεταιχμιακή φάση όπου το άτομο καλείται να εγκαταλείψει την παιδική ηλικία και να μεταβεί σταδιακά στην ενήλικη ζωή. Οι αλλαγές είναι τόσο σημαντικές, όσο και πολυεπίπεδες, και αφορούν όλες τις πτυχές ζωής του ατόμου.
Οι πρώτες εμφανείς αλλαγές αφορούν τα εξωτερικά- σωματικά χαρακτηριστικά και την εικόνα του εαυτού του εφήβου, η οποία μεταβάλλεται μέρα με τη μέρα, δημιουργώντας του μια σύγχυση για το πώς είναι και πως τελικά θα διαμορφωθεί εξωτερικά. Ο J.J. Rousseau αποκαλεί την εφηβεία «δεύτερη γέννηση» αφού θεωρεί ότι η εφηβεία είναι το μεγαλύτερο βιολογικό γεγονός μετά τη γέννηση. Σημαντικές αλλαγές επίσης γίνονται στον νοητικό τομέα του ατόμου, στον συναισθηματικό τομέα και στον κοινωνικό.
Η οικογένεια του εφήβου παίζει σε αυτή τη φάση, όπως και σε κάθε άλλη αναπτυξιακή φάση, πολύ σημαντικό ρόλο. Ο έφηβος έχει να αντιμετωπίσει σειρά αλλαγών που πολλές φορές δυσκολεύεται να διαχειριστεί. Η οικογένεια καλείται να σταθεί δίπλα του, ακούγοντας την ανησυχία του και παράλληλα επιτρέποντας και ενισχύοντας τη διαφοροποίησή του.
Οι έφηβοι γνωρίζουν πια ότι η δική τους θέαση της πραγματικότητας είναι μια επιλογή από τις πολλές που μπορούν να έχουν, και όχι η μόνη αλήθεια όπως προηγουμένως πίστευαν. Η αμφισβήτηση της όποιας γνώσης, του όποιου προτύπου τους έχει δοθεί, είναι μια υγιής αντίδραση στην προσπάθειά τους να βάλουν τη δική τους πινελιά στην πραγματικότητα. Οι γονείς καλούνται να αγκαλιάσουν αυτή τους την προσπάθεια, αντέχοντας την αμφισβήτηση και παρέχοντας σιωπηλά πρότυπο για μια υγιή εξέλιξη του εφήβου.
Οι μεγάλες αυτές αλλαγές που συντελούνται κατά την περίοδο αυτή, συχνά δυσκολεύουν όλα τα μέλη της οικογένειας. Είναι σημαντικό, επειδή ακριβώς μιλάμε για μεταβατική φάση, αυτή η μετάβαση να γίνει καλά. Το καλά δε σημαίνει χωρίς δυσκολία. Το καλά σημαίνει με πίστη και εμπιστοσύνη ότι η οικογένεια είναι τόσο «κοντά» στον έφηβο ώστε να δέχεται τη δυσκολία του, και τόσο «μακριά» ώστε να επιτρέπει την διαφοροποίηση του. Η εύρεση αυτής της δύσκολης αναλογίας κοντινότητας – απόστασης, διαφέρει κατά περίπτωση και δεν αφορά συμβουλευτικά λόγια, αλλά απαιτεί εκ νέου κάθε φορά παραγωγή της.
Οι οικογένειες που σε αυτές τις φάσεις απευθύνονται σε ειδικό, έχουν και οι ίδιοι να επεξεργαστούν δικά τους θέματα, που μεταβολίζοντας τα, περνάνε στα παιδιά τους, όχι σαν μια στείρα θεωρία που πρέπει να ακολουθήσουν, αλλά σαν στάση ζωής που επιτρέπει το προχώρημα σε πολλά επίπεδα. Μόνο σεβασμό τρέφω για αυτούς τους ανθρώπους. Για τον τρόπο που ενώ το παιδί τους τους δυσκολεύει, μπορούν να το κοιτούν τρυφερά, και να κάνουν τη δική του δυσκολία, αφορμή για δικό τους προχώρημα. Που αξιοποιούν τη δική του αμφισβήτηση θέτοντας ερωτήματα για τη δική τους πορεία, όχι ενοχικά, αλλά δημιουργικά αναζητώντας νέες τρόπους αναγέννησης…
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Ρομίνα Σαλούστρου - Ψυχολόγος
Ψυχοθεραπεία Ατομική, Ζεύγους και Οικογένειας.