Η έκτροπη συμπεριφορά ή κοινωνική απόκλιση ή κοινωνική παρέκκλιση (deviant behavior) είναι μία κοινωνικά προσδιορισμένη συμπεριφορά και μπορεί να οριστεί ως κάθε συμπεριφορά που θεωρείται μη προσδοκώμενη, μη ανεκτή και επιλήψιμη από μια κοινωνική ομάδα ή μια κοινωνία, ενώ μπορεί να θεωρηθεί και "έγκλημα".
Η παρέκκλιση ορίζεται από αυτούς που κατέχουν την "εξουσία", ενώ ο ορισμός της είναι σχετικός, διαφέρει και τροποποιείται ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο, τον τόπο, τον χρόνο και την κοινωνική ομάδα.
Η θεωρία του χαρακτηρισμού ή της "ετικέτας", με κύριους εκφραστές της τους Lemert, Becker και Erikson, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές στη θεωρητική προσέγγιση και την ερμηνεία της απόκλισης.
Σύμφωνα με τη θεωρία, ορισμένα άτομα προβαίνουν, σε πρωτογενές επίπεδο, στη διάπραξη εγκληματικών πράξεων, όπως η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η κλοπή, κ.ά., ή/και εμφανίζουν μία έκδηλη συνολική αποκλίνουσα συμπεριφορά. Εν συνεχεία και δευτερογενώς, ο χαρακτηρισμός της εν λόγω πράξης ως παραβατικής ή παρεκκλίνουσας από τα όργανα κοινωνικού ελέγχου, όπως είναι η αστυνομία, τα δικαστήρια και οι φυλακές, με την επιβολή των ανάλογων ποινικών κυρώσεων, αλλά και η αντίδραση του «δράστη» σε αυτό το χαρακτηρισμό, επιφέρει μία δευτερογενή παρέκκλιση.
Οι χαρακτηρισμοί και οι ετικέτες επιβάλλονται συνήθως και από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες σε μέλη ανίσχυρων κοινωνικά ομάδων, όπως π.χ., οι αναλφάβητοι, οι μετανάστες και οι μειονότητες γενικότερα. Η κοινωνική αντίδραση καλλιεργεί το έδαφος για τη δημιουργία στερεοτύπων αρνητικού πρόσημου για τον «δράστη», ωθώντας τον, με τον στιγματισμό, στην κοινωνική απομόνωση, γίνεται ο δακτυλοδεικτούμενος της κοινωνικής ομάδας και αντιμετωπίζει μία σωρεία πιέσεων, με ψυχικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Έτσι, δημιουργείται μία πόλωση ανάμεσα στις δύο ομάδες, όπου η αντίδραση της κοινωνίας, με την επακόλουθη περιθωριοποίηση των χαρακτηρισμένων ως αποκλινόντων ατόμων, οδηγεί τους δεύτερους στην δευτερογενή παραβατικότητα και σε μία εγκληματική υποκουλτούρα, ως αντίδραση και μέσο επιβίωσης στην κατακραυγή, την έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης και αλληλεγγύης.
Ωστόσο, η θεωρία του χαρακτηρισμού εμπεριέχει αρκετούς εννοιολογικούς και μεθοδολογικούς περιορισμούς και έλαβε πλείστες κριτικές. Αρχικά, δίνεται έμφαση στη θεωρητική προσέγγιση της κοινωνικής αντίδρασης στην δευτερογενή παρέκκλιση και παραβλέπει την εξήγηση των λόγων που μπορεί να οδήγησαν ορισμένα άτομα στην "πρωτογενή εκτροπή", θεωρώντας την "συμπτωματική και επεισοδιακή" (Τάτσης, 1989). Επίσης, λαμβάνει χώρα μία άνιση κοινωνική σύγκριση, όπου η θεωρία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στους κοινωνικά "αδύναμους" και όχι στους "ισχυρούς", συγκρίνοντας του δεύτερους μόνο με άτομα ίδιας θέσης, ενώ τους πρώτους μόνο με τους δεύτερους.
Τέλος, σύμφωνα με τον Mankoff (1971), η "ετικέτα" δεν θα έπρεπε να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να αποδοθεί σε μία συμπεριφορά ο όρος "αποκλίνουσα" (Τάτσης, 1989) ή να θεωρείται ότι ο "χαρακτηρισμός" θα επιφέρει αιτιακά και γραμμικά μία "δευτερογενή παρέκκλιση".
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Επικοινωνία:Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.