Η επικοινωνία είναι για τις σχέσεις των ανθρώπων ό,τι η αναπνοή για τη διατήρηση της ζωής - Virginia Satir.
Προϋποθέσεις για τη Δημιουργία του Διαπροσωπικού Δεσμού
Ο πληθυσμός των αλεπούδων σε μία συγκριμένη περιοχή του Καναδά, παρουσιάζει μία αξιοσημείωτη περιοδικότητα ως προς την αύξηση και τη μείωση του αριθμού των μελών του. Σε περίπου τέσσερα χρόνια φθάνει σε μία μέγιστη τιμή, μετά ελαττώνεται έως του σημείου της εξαφάνισης του και κατόπιν αυξάνεται ξανά.
Εάν η προσοχή του παρατηρητή περιοριζόταν στις αλεπούδες, το φαινόμενο αυτό θα παρέμενε ανεξήγητο, καθώς τίποτα στη φύση του κύκλου ζωής της αλεπούς δεν θα ερμήνευε αυτήν την περιοδική μεταβολή. Εντούτοις, εάν ο παρατηρητής αντιληφθεί ότι οι συγκεκριμένες αλεπούδες θηρεύουν αποκλειστικά τα αγριοκούνελα της περιοχής κι ότι αυτά δεν έχουν άλλον φυσικό εχθρό, εκτός τις αλεπούδες, θα μπορέσει να εξηγήσει ικανοποιητικά τη συνάφεια μεταξύ των δύο ειδών του ζωικού βασιλείου και της μεταξύ τους σχέσης. Τα αγριοκούνελα, παρουσιάζουν έναν πανομοιότυπο κύκλο αυξομείωσης του πληθυσμού τους, αλλά αντίστροφα με τις αλεπούδες: όσες περισσότερες αλεπούδες υπάρχουν, τόσο περισσότερα κουνέλια θηρεύουν, μειώνοντας τον πληθυσμό που επιζεί για αναπαραγωγή, οπότε, λιγότερα αγριοκούνελα μένουν για τροφή. Αυτό μειώνει, κατά συνέπεια, τον πληθυσμό των αλεπούδων και επιτρέπει την αύξηση του αριθμού των κουνελιών κ.ο.κ.
Αυτοί οι φαινομενικά άσχετοι μεταξύ τους οργανισμοί, έχουν έναν κοινό παρανομαστή: ένα φαινόμενο παραμένει ανεξήγητο, εάν το φάσμα παρατήρησης, δεν περιλαμβάνει το γενικότερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο εκδηλώνεται το προς εξέταση φαινόμενο.
Παρόμοια συμβαίνει και με τους ανθρώπους και τις μεταξύ τους σχέσεις: εάν μία ανθρώπινη συμπεριφορά εξετάζεται μεμονωμένα, μακριά από το πλαίσιο εκδήλωσης της, τότε πολλά θα παραμείνουν ανεξήγητα. Εάν, όμως, τα όρια της διεύρυνσης επεκταθούν τόσο, ώστε να συμπεριλάβουν επιδράσεις της συμπεριφοράς σε άλλους, τότε το επίκεντρο μετατίθεται από την απομονωμένη μονάδα στο σύστημα που δρα και εκφράζεται.
Η μελέτη των διεργασιών των κοινωνικών και των διαπροσωπικών σχέσεων, ως σημαντικά στοιχεία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, μελετήθηκαν από τους John Bowlby, Donald Winnicott, αλλά και άλλους, προκειμένου να ερμηνευτούν οι συναισθηματικοί δεσμοί και να κατανοηθεί το υπόβαθρο των διαπροσωπικών σχέσεων.
Ο Bowlby (1973), ισχυρίσθηκε ότι η ποιότητα των πρωταρχικών, δυαδικών σχέσεων στην αρχή της ζωής, είναι καθοριστικής σημασίας για την ψυχική εξέλιξη ενός ανθρώπου, καθώς μέσα από αυτήν θα αρχίσει να δίνει νόημα στην εμπειρία του και σιγά σιγά να σχηματίζει εικόνα εαυτού. Η τάση του βρέφους για πρόσδεση δεν οφειλόταν μόνον στην ανάγκη για ασφάλεια και προστασία, αλλά και στην ανάγκη για επιβεβαίωση, εάν ο φροντιστής του είναι διαθέσιμος.
Ο Winnicott (1971), θεώρησε ότι η ψυχική διαδρομή της σύνδεσης του βρέφους με τη μητέρα του, προϋποθέτει μία μητέρα η οποία θα μπορεί να επιτελεί, για το βρέφος της, λειτουργίες όπως αυτής της αγκαλιάς, της ενσυναίσθησης, του καθρεπτίσματος, ώστε να δημιουργεί ένα υποστηρικτικό περιβάλλον για το παιδί και κατά συνέπεια ότι είναι παρούσα, ότι αποδέχεται και διευκολύνει την κάλυψη των αναγκών του, βάζοντας σε τάξη την εσωτερική πραγματικότητα του παιδιού της.
Συμπερασματικά, τα αρχικά συστήματα πρόσδεσης (πρόσδεση συνήθως ορίζεται κάθε επιλεκτικός δεσμός, κοινωνικός ή συναισθηματικός), έχουν νευροβιολογικές δομές (στον οργανισμό ενεργοποιούνται διαφορετικά νευρωνικά κυκλώματα στον εγκέφαλο, με κύριο ρόλο στις νευροδιαβιβαστικές ουσίες αυτές της ωκυτοκίνης, της ντοπαμίνης, της σεροτονίνη, της νορεπινεφρίνης, κ.α.) που λειτουργούν ώστε να διευκολύνουν την κοινωνική σύνδεση, την ερωτική συμπεριφορά, να προκαλούν ένα αίσθημα ασφάλειας, να μειώνουν το άγχος και να διευκολύνουν την αντιμετώπιση ψυχοπιεστικών γεγονότων. Αντίθετα, εάν δεν αναπτυχθούν προσδέσεις, το βρέφος, μπορεί αργότερα να παρουσιάσει κοινωνικά δυσλειτουργική συμπεριφορά.
10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.
Η θεωρία πρόσδεσης, συνεπώς, θεωρείται κομβική έννοια για όλες, ή σχεδόν όλες, τις εκφάνσεις της ανθρώπινης αγάπης, μεταξύ αυτών και ο στενός διαπροσωπικός δεσμός. Η θεωρία αυτή, ακολουθεί ένα αναπτυξιακό μοντέλο όπου η ποιότητα της σχέσης με τους φροντιστές/γονείς, στα πρωταρχικά χρόνια επηρεάζει την ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη στα στάδια εξέλιξης κι ανάπτυξης και εξέλιξης του προσώπου.
Ειδικότερα, η διαπροσωπική αλληλεπίδραση με τους γονείς και ειδικότερα, ο τρόπος με τον οποίο ο φροντιστής/γονέας ανταποκρίνεται στις ανάγκες του βρέφους, διαμορφώνουν ενεργά μοντέλα δεσμού ή προσδοκίες για τον εαυτό και τους άλλους και συνεπώς τις προσδοκίες στις διαπροσωπικές σχέσεις εν γένει, οι οποίες συνδέονται με κεντρικές συναισθηματικές διεργασίες, όπως αυτή της ρύθμισης των συναισθημάτων.
H δημιουργία ενός στενού διαπροσωπικού δεσμού, η διάρκεια, η οικειότητα, η συμμετοχή του συναισθήματος, η δέσμευση, η διατήρηση της ατομικής προσωπικότητας μέσα στο ζευγάρι, καθώς και η αποτελεσματική επικοινωνία, είναι κατορθωτή, μόνον εάν κατανοήσουμε τα δικά μας, εσωτερικά συναισθήματα.
Πίσω από κάθε συγκινησιακά φορτισμένη επικοινωνία, βρίσκεται πάντοτε μία συνειδητή ή ασυνείδητη πεποίθηση, που προκαλεί συναίσθημα και ωθεί σε συγκεκριμένη επικοινωνία. H πεποίθηση αυτή δημιουργείται από το τι νιώθουμε, ως συνέπεια των όσων πιστεύουμε για εμάς και για αυτό που συμβαίνει. Όσα πιστεύουμε, για εμάς, βασίζονται σε παιδικές βιωματικές εμπειρίες, σε ανάγκες, φοβίες, προσκολλήσεις και προσδοκίες. Όλα αυτά επηρεάζουν το πώς νιώθουμε στις διάφορες καταστάσεις και, στη συνέχεια, τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε μεταξύ μας με τον/την σύντροφο μας, αλλά και στα παιδιά μας.
Eίναι πολύ σημαντικό, ως σύντροφοι και γονείς να μπορούμε να αναλύουμε πώς νιώθουμε και γιατί νιώθουμε κατά αυτόν τον τρόπο, ούτως ώστε να μπορούμε να επικοινωνούμε ειλικρινά, τόσο μεταξύ μας, όσο και με τα παιδιά μας.
Ορισμός Σχέσης Ζεύγους - Διάρκεια
Ψηφιακό Marketing για Ψυχολόγους: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Σύμφωνα με τον ορισμό που αναφέρει το λεξικό Μπαμπινιώτη, ζευγάρι «είναι δυο όμοια ή παρόμοια ή αλληλοσυμπληρωνόμενα πράγματα, που συνταιριάζονται για κοινή χρήση ή συναποτελούν αντικείμενο με δυο ξεχωριστά μέρη, ή κομμάτια, τα οποία ενώνονται μεταξύ τους».
Συνεπώς, το ζευγάρι, αφορά σε δύο πρόσωπα που βρίσκονται σε μία σχέση στο πλαίσιο της οποίας αισθάνονται σεξουαλική έλξη ή/και συναισθηματικό δέσιμο, έχουν κοινά ενδιαφέροντα, αξίες και δραστηριότητες, ενώ μοιράζονται και διάθεση για προσπάθεια διαπραγμάτευσης σημαντικών για τον καθένα και τη σχέση ζητημάτων, εφόσον έχουν φανταστεί ένα μέλλον κοινό.
Η δημιουργία κι η διατήρηση μίας σχέσης, εξαρτάται από παράγοντες όπως η αγάπη, η δέσμευση, ο βαθμός εγγύτητας, η οικειότητα κι η επικοινωνία. Ο ρομαντικός δεσμός, ειδικά, διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες σχέσεις (κοινωνικές, φιλικές, επαγγελματικές), καθώς αναπτύσσεται μέσα από την οικειότητα του ερωτικού στοιχείου. Για να δημιουργηθεί και να υπάρξει σχέση ζεύγους, τα πρόσωπα, πρέπει να αισθάνονται ότι κάτι ισχυρό τα έλκει και τα συνδέει μεταξύ τους κι ότι η συνύπαρξη κι η κοινή ζωή τους δημιουργεί ικανή ευφορία κι ικανοποίηση, ώστε να προβάλουν τη σχέση αυτή και στο μέλλον. Οι άνθρωποι ενυπάρχουν σε ζεύγη, με ένα τρόπο που δημιουργεί νόημα, πρωτίστως στους ίδιους αλλά και μέσα στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, οδηγώντας σε μια μορφή μοναδικής οικειότητας και εξοικείωσης.
Πράγματι, εντός του στενού προσωπικού δεσμού, δύο άνθρωποι ασκούν ο ένας στον άλλον σημαντική επίδραση, ώστε αποφάσεις, ακόμα και για προσωπικούς στόχους να λαμβάνονται από κοινού. Ο γνώμονας στην από κοινού απόφαση, οφείλει να έχει τα στοιχεία της ισοτιµίας, της γενικής ικανοποίησης, της συναισθηματικής επικοινωνίας, της ποιότητας και της σταθερότητας στη σχέση. Επιπλέον παράγοντες της διατήρησης της σχέσης αποτελούν η εξατομικευμένη συμπεριφορά κι η έννοια της δέσμευσης, η οποία εμπεριέχει τις ιδέες της επένδυσης στη σχέση, του σεβασμού και της αποφασιστικότητας για τη συνέχισή της, εν όψει οποιασδήποτε δυσκολίας ή προστριβής.
Κατά τη διάρκεια και την εγκατάσταση ενός δεσμού εμφανίζονται πολλά συναισθήματα και προκλήσεις, των οποίων η θετική επεξεργασία επιτρέπει στη σχέση να βιωθεί ως πηγή ασφάλειας και χαράς, ενώ η αρνητική, δημιουργεί άγχος, προκαλεί θυμό και φέρνει θλίψη.
Εξομάλυνση Προκλήσεων
Προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε τους εσωτερικούς εκείνους παράγοντες που μας αποτρέπουν να αισθανόμαστε άνετα σε μία σχέση (π.χ. δυσκολία με την συναισθηματική οικειότητα ή την δέσμευση, έλλειψη ανεξαρτησίας, κ.α.) και καθορίζουμε, με προσοχή, τι πραγματικά αναζητούμε από μία σχέση (π.χ. στοργή, σεξ, κοινωνικό status, επιβεβαίωση, κ.α.).
Η ήρεμη παρατήρηση των παραπάνω παραγόντων, μας βοηθά στη διαδικασία ανάγνωσης και ενεργητικής συμμετοχής στην εμπειρία μίας σχέσης, επιτρέποντας τη συνειδητότητα και την ενσυναίσθηση. Επιλέγουμε τον κατάλληλο χρόνο και χώρο και επικοινωνούμε τις δυσκολίες που βιώνουμε με την/τον σύντροφο μας με τρόπο που να γίνει ήρεμα κατανοητός.
Η εδραιωμένη συμμαχία σε ένα ζεύγος, επιτρέπει την εις βάθος διερεύνηση των δυναμικών της, την εξέλιξη της στο χρόνο, την οπτική με την οποία βιώνεται η καθημερινή πραγματικότητα και την εξέταση τυχόν εξωγενών παραγόντων που δημιουργούν συγκρούσεις. Επιπλέον, η καλή επικοινωνία, βοηθά στην εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης και καλλιεργεί τη συναισθηματική ανθεκτικότητα των συντρόφων, με σκοπό να παραμείνουν κοινωνοί στη διεργασία της συζήτησης και της εξερεύνησης των ζητημάτων που υφίστανται στο πλαίσιο της, θέτοντας τα θεμέλια ώστε η σχέση να αποτελέσει πραγματική πηγή ευτυχίας και χαράς.
Οικειότητα και Συμμετοχή Συναισθήματος στον Στενό Διαπροσωπικό Δεσμό
Σύμφωνα με το αναπτυξιακό μοντέλο της θεωρίας του δεσμού (John Bowlby)[1], η ποιότητα της σχέσης με τους γονείς στα πρώτα στάδια της ζωής ενός παιδιού, επηρεάζει σημαντικά την ψυχική και συναισθηματική του εξέλιξη, καθώς οι γνωστικές και συναισθηματικές διεργασίες της παιδικής ηλικίας καθορίζουν το μετέπειτα συμπεριφορικό μοντέλο και την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη.
Επιπλέον, το ύφος σύναψης δεσμού, που ένα βρέφος αποκτά στην αρχή της ζωής του, σχετίζεται με τον τρόπο που το ίδιο αργότερα συνάπτει ερωτικές σχέσεις.
Επιπρόσθετα, η ρύθμιση του συναισθήματος σε νεαρή ηλικία, τείνει να οργανώνει την έκφραση της οικειότητας και της συμμετοχής του συναισθήματος στην ενήλικη ζωή.
Ας δούμε τους τύπους της συσχέτισης των αποκρίσεων των γονέων-φροντιστών, με τις ανάγκες ενός βρέφους:
- Ασφαλής συσχέτιση (δεσμός): οι φροντιστές γονείς επιδεικνύουν ασφαλή κι ευαίσθητη φροντίδα, άμεση, σταθερή και προβλέψιμη ανταπόκριση στις ανάγκες του παιδιού κι έχουν στενή ενσυναισθητική σχέση επικοινωνίας με αυτά.
- Αποφευτικός δεσμός: τα πρόσωπα φροντίδας είναι μάλλον ψυχρά κι απορριπτικά προς το βρέφος, ενώ πιθανά αποφεύγουν τη ζεστή σωματική επαφή μαζί του.
- Αμφιθυμικός δεσμός: οι γονείς είναι κυρίως απρόβλεπτοι στη συμπεριφορά τους προς τα παιδιά. Η εναλλασσόμενη συμπεριφορά των γονέων, ενισχύει την ανασφάλεια των παιδιών, ενώ τα επικοινωνούντα συναισθήματα (παραμέλησης, απόστασης, αποχώρησης, θυμού, άγχους, κλπ), εσωτερικεύονται από τα παιδιά, ως φυσικό κι οικείο μοντέλο συμπεριφοράς στο «σχετίζεσθαι» στον στενό διαπροσωπικό δεσμό.
Η δημιουργία δεσμών, συνεπώς, δεν συνδέεται μόνον με τη σχέση τροφής. Παλαιότερες εξηγήσεις σε αυτή την κατεύθυνση γρήγορα απερρίφθησαν ως ελλιπείς, καθώς ανακαλύφθηκε πως η ικανότητα ενός προσώπου να δημιουργεί συναισθητικό δεσµό είναι µια τυπική ικανότητα όπως το να βλέπει, να ακούει, να τρέφεται, κ.α.
Στην ενήλικη πλέον ζωή, ο συναισθητικός δεσµός - η έλξη που νοιώθει ένα πρόσωπο για ένα άλλο - απασχόλησε ιδιαίτερα την επιστήµη τις τελευταίες δεκαετίες. Οι ερευνητές της θεωρίας της μάθησης έδειξαν πως ο «αισθησιασμός» είναι το πρωτογενές, το πρωταρχικό και το αμεσότερο στοιχείο, στη βάση του οποίου γεννάται ο έρωτας, ως κατάσταση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους.
Στον έρωτα βρίσκουμε αυτή τη φυσική και μεταφυσική ορμή ενός προσώπου προς το ερώμενο πρόσωπο. Το στοιχείο που αρχικά διεγείρεται είναι η αισθησιακή επιθυμία, μέσα από την οποία ένα πρόσωπο θα γνωρίσει την ερωτική επιθυμία, ώστε να αρχίζει να εκτυλίσσεται μία σχέση μοναδικής εγγύτητας.
Παρόλα αυτά, η σεξουαλική συμπεριφορά και η πρόσδεση σχετίζονται, αλλά δεν ταυτίζονται. Η σεξουαλική δραστηριότητα µπορεί να συναντηθεί απουσία κοινωνικής πρόσδεσης (σχέσης), ενώ αρκετές µορφές πρόσδεσης δεν περιλαμβάνουν σεξουαλική συμπεριφορά.
Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, η ωκυτοκίνη ή/και βαζοπρεσίνη απελευθερώνονται κατά τις αλληλεπιδράσεις των δύο συντρόφων.
Ο Erik Erikson έδωσε, μεγάλη σημασία στο δυνητικό ρόλο της πνευματικότητας στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου. Η ανάπτυξη της ταυτότητας του «εγώ», ανέφερε, είναι η συνειδητή αίσθηση του εαυτού, η οποία αναπτύσσεται μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Έτσι, η ταυτότητα του «εγώ» ενός προσώπου αλλάζει συνεχώς λόγω της εμπειρίας και των πληροφοριών που αυτό αποκτά με τις καθημερινές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις με τους άλλους. Ο Erikson, περιέγραψε οκτώ εξελικτικά στάδια μέσα από τα οποία αναπτύσσεται η προσωπικότητα του ατόμου κι υποστήριξε πως η εφηβική περίοδος αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της διαμόρφωσης της προσωπικής ψυχοκοινωνικής μας ταυτότητας, εξηγώντας πως η επιτυχής επίλυση του πρώτου σταδίου της ανάπτυξης σχετίζεται με τις αρετές της «ελπίδας», «πίστης» και της «εμπιστοσύνης».
Η αισιοδοξία, με την πάροδο του χρόνου μετατρέπεται σε ώριμη πίστη. Έτσι, η φιγούρα προσκόλλησης, φαίνεται ότι αποτελεί κλειδί για την κατανόηση από το παιδί της εμπειρίας του εαυτού του, ως πρόσωπο αγάπης και φροντίδας.
Ερευνητές[2] διαπίστωσαν πως γυναίκες με ασφαλή «δεσμό προσκόλλησης» είχαν πιο θετικά συναισθήματα, ως ενήλικες στις ρομαντικές σχέσεις τους σε σύγκριση με άλλες γυναίκες που είχαν ανασφαλείς μορφές προσκόλλησης.
Ο Ganahl[3], αναφέρει ότι τα «εγκαταλελειμμένα, στερημένα αγάπης παιδιά, ή αυτά που δέχτηκαν υπερβολικό έλεγχο, επαναλάμβαναν το ανασφαλές μοτίβο και στην ενήλικη ζωή τους - προκειμένου να μετριάσουν την οργή που βίωσαν - και μπορούσαν να κάνουν τα πάντα για να κρατήσουν ζωντανή μια σχέση, ακόμη και αν αυτή υπήρχε μόνο στη φαντασία τους».
Τα βασικά γνωρίσματα του ερωτικού διαπροσωπικού δεσμού
Παραπάνω είδαμε τους παράγοντες που επηρεάζουν τη δημιουργία κι έκφραση συναισθήματος στις σχέσεις ζεύγους, οι οποίες για να σχηματιστούν απαιτούν γνωρίσματα όπως:
Έλξη: αφορά στη φυσική έλξη και την ισχυρή επιθυμία σωματικής επαφής, που εκφράζεται με ενθουσιασμό και πάθος και σεξουαλική ολοκλήρωση. Το πάθος αποτελεί το κίνητρο για τη δημιουργία στενού διαπροσωπικού δεσμού και συνδέεται με την εγγύτητα.
Εγγύτητα: σταδιακή ανάπτυξη συναισθηματικής οικειότητας που λαμβάνει χώρα με την κοινή εμπειρία, την παρουσία του ενός στη ζωή του άλλου, την πλήρη αποδοχή της προσωπικότητας του άλλου, το μοίρασμα με την αμοιβαία αυτοαποκάλυψη. Η ποιότητα της σχέσης καθορίζει και την παρούσα και τη μελλοντική δέσμευση στη σχέση. Η εγγύτητα υποστηρίζει τη διαχρονική διατήρηση του ερωτικού δεσμού. Η εγγύτητα αλληλεπιδρά με το πάθος.
Αμοιβαιότητα: τα ερωτικά συναισθήματα δεν βιώνονται ανεξάρτητα, αλλά συσχετίζονται, αυξάνοντας τη θετική εμπειρία της σχέσης και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις «για ανάπτυξη ειλικρίνειας, εμπιστοσύνης και πλαισίου συναισθηματικής αλληλοϋποστήριξης και αλληλεξάρτησης[4]», άγοντας τη συναισθηματική επένδυση, η οποία επομένως, εδράζεται στην ανάπτυξη του συστατικού της εγγύτητας[5].
Η συνεισφορά των παραπάνω γνωρισμάτων έχει διαφορετική βαρύτητα στο στενό διαπροσωπικό δεσμό, ανάλογα με τον χρονικό χαρακτήρα (τη διάρκεια) της σχέσης.
Στις βραχυχρόνιες σχέσεις, το πάθος παίζει ουσιωδέστερο ρόλο, ενώ η εγγύτητα με την αμοιβαιότητα μετριότερο. Η δέσμευση επηρεάζει βαθύτερα τις μακροχρόνιες σχέσεις.
Καθώς ο βαθμός συνεισφοράς του κάθε ενός μέλους στη σχέση δεν είναι στατικός, οι συνθήκες ή οι συμπεριφορές των συντρόφων, δρουν έτσι ώστε να αυξομειώνονται οι συνεισφορές κάθε γνωρίσματος και να τροποποιείται η φύση της σχέσης, στη διάρκεια του χρόνου.
Οι συνδυασμοί των γνωρισμάτων που δημιουργούν την πραγματικότητα της σχέσης, η οποία αποτελεί ένα χρονικό συνεχές. Το πάθος δημιουργεί την αρχική ενέργεια, χωρίς να απαιτεί προσπάθεια, σε αντίθεση με τα άλλα δυο γνωρίσματα που απαιτούν περισσότερο χρόνο, προσπάθεια κι επένδυση. Για το λόγο αυτό η κρίση για την καταλληλότητα ενός υποψήφιου συντρόφου για στενή ερωτική σχέση, με βάση τις πρώτες ρομαντικές συναντήσεις, θεωρείται επισφαλής, καθώς στηρίζεται μονάχα στη φυσική έλξη, παρά στα υπόλοιπα γνωρίσματα.
Η πρόβλεψη της εξέλιξης μίας σχέσης κι η συντήρηση της στο χρόνο και στις εξωτερικές (π.χ. κοινωνικές, οικονομικές, κ.α.) κι εσωτερικές (π.χ. αυτοαντίληψη, πεποιθήσεις, διανοητικές διεργασίες κ.α.) αντιξοότητες εξαρτάται σαφώς από τις επικοινωνιακές διαδικασίες που πραγματοποιούνται στο διαπροσωπικό επίπεδο μεταξύ των συντρόφων, καθώς και στο γνωστικό-συναισθηματικό δυναμικό, τις στάσεις και τις αντιλήψεις των προσώπων που συμμετέχουν σε αυτήν.
Σε κάθε περίπτωση, η δυναμική ενός στενού διαπροσωπικού δεσμού, ανατροφοδοτεί με τρόπο δυναμικό το βαθύτερο γίγνεσθαι των προσώπων και δύναται να μεταβάλλει ουσιαστικά την προσωπικότητα τους, σε βάθος χρόνου.
[1] Αφορά την ασφαλή πρόσδεση του νηπίου με τα άτομα που έχουν τη δυνατότητα να του παρέχουν φροντίδα (πχ γονείς)
[2] McCarthy, 1999
[3] 2001
[4] Kelley, 1983
[5] Prager, 2000
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, της Ελληνικής Ακαδημίας Marketing, του European Coaching and Mentoring Council, του Συνδέσμου Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού της Ελλάδος, των Ελληνικών Εταιριών Νευροψυχολογίας της Ελλάδος.