Πόσες φορές δεν έχουμε δει έργα τέχνης (αγάλματα, νεοκλασσικά κτήρια, κ.ά.) βανδαλισμένα; Περνώντας από την Β. Κωνσταντίνου βλέπει κανείς το άγαλμα του Τρούμαν πιτσιλισμένο με ροζ και λευκή μπογιά-προφανώς θύμα βανδαλισμού. Το άγαλμα είναι κλασικής τεχνοτροπίας και σχετικά καλοφτιαγμένο.
Η βεβήλωση και καταστροφή, βεβαίως, ενός έργου τέχνης, προφανώς μπορεί να έχει συμβολικό και ανατρεπτικό περιεχόμενο, όμως, επιλέγεται κυρίως από ανθρώπους με συγκεκριμένη ενδοψυχική συγκρότηση, οι οποίοι αναπαράγουν παρόμοιες συμπεριφορές σε όλες σχεδόν τις πτυχές της ζωής τους. Γι’ αυτό τον λόγο, μοιραία η σκέψη μου πήγε σε μια συζήτηση που είχα παλιότερα για ανθρώπους, οι οποίοι αρέσκονται «να καταστρέφουν αυτό που αγαπάνε και θαυμάζουν». Ασφαλώς, το θεωρούν «έκφραση», «άποψη» ή/και «αντίδραση». Ωστόσο, δεν παύει να παραμένει μια πράξη καταστροφής ενός αντικειμένου τέχνης.
Στο σημείο αυτό, εισέρχεται η συζήτηση για την οριακότητα: ο πλήρης διαχωρισμός των ερεθισμάτων («αντικειμένων» στην θεωρία) σε απολύτως αγαπημένα και απολύτως εχθρικά, επιθετικά. Το παιδί μαθαίνει σε πολύ μικρή ηλικία ότι η ύπαρξη της φροντιστικής μητέρας (αγαπημένη, ευχάριστη εμπειρία) είναι αυτό που το κρατάει στη ζωή. Η απουσία-απώλειά της το στέλνει στην ανυπαρξία, στον θάνατο και γι’ αυτό η εμπειρία είναι απειλητική, εχθρική, απειλητική. Με άλλα λόγια, όταν το παιδί δεν λαμβάνει τη φροντίδα από τη μητέρα, την βιώνει ως απορριπτική και την μετατρέπει σε «κακό αντικείμενο». Ενώ, λοιπόν, θα έπρεπε να την αγαπάει, αντιθέτως, επιθυμεί να την καταστρέψει, ώστε να αποφύγει να βιώσει ένα πιθανό αίσθημα εγκατάλειψης, που θα ισοδυναμεί με το κρύο συναίσθημα του θανάτου.
Αυτό το βασικό σχήμα συμπεριφοράς μεγαλώνοντας το άτομο το μεταφέρει και στην ενήλικη ζωή του. Οποιοδήποτε ερέθισμα-«αντικείμενο» βιώνει θετικά, επιθυμεί να το καταστρέψει, ώστε να προλάβει την απόρριψη από εκείνο και την βίωση του αρνητικού συναισθήματος. Με αυτόν τον τρόπο, επίσης, αποδεικνύει στον εαυτό του ότι το ελέγχει και δεν ελέγχεται από εκείνο, ότι είναι ανεξάρτητο από την ύπαρξή του για να ζήσει (όπως το βρέφος που χρειάζεται τη μητέρα του για να επιβιώσει). Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, το μεγάλο ζητούμενο είναι η ανοχή στην απόρριψη, την ματαίωση. Κάποιοι άνθρωποι καταφέρνουν να την αντέξουν και να την εσωτερικεύσουν λειτουργικά («εμπεριέξουν»). Κάποιοι στρέφουν την ενοχή προς τον εαυτό τους και λένε ότι φταίνε οι ίδιοι γι’ αυτή την απόρριψη («δεν ήμουν αρκετά καλός, ώστε να μείνει μαζί μου»). Τέλος, όσοι δεν αντέχουν αυτή την πιθανότητα να ματαιωθούν, βγαίνουν στην αντεπίθεση προληπτικά, καταστρέφοντας αυτό που αγαπούν και θαυμάζουν, ώστε να προλάβουν την πιθανότητα να απορριφθούν από εκείνο. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν τα άτομα, τα οποία δεν αντέχουν να παραμείνουν για πολύ καιρό σε μια καλή, υγιή σχέση.
Το στοιχείο αυτό παρατηρείται και στην αγωγή που παρέχουν αρκετοί γονείς στα παιδιά τους. Φοβούμενοι μήπως εκείνα «στενοχωρηθούν», τους προσφέρουν όλες τις παροχές που απαιτούν, δίνοντας τους την εσφαλμένη εντύπωση ότι όλες οι επιθυμίες μπορούν να ικανοποιηθούν. Τότε, όντως, δημιουργείται η αίσθηση της ασφάλειας, της πληρότητας και της ευημερίας· ωστόσο, παράλληλα, δημιουργείται ασυνείδητα και ο φόβος της απώλειας: τι θα συμβεί, εάν δεν ικανοποιηθώ; Δεν θα είμαι ασφαλής, ίσως να μη με αγαπάνε καθόλου, κινδυνεύω να χαθώ. Όταν, λοιπόν, φτάνουν σε ένα σημείο, όπου είναι αναγκαίο να αναστείλουν την ικανοποίηση μιας επιθυμίας (λόγω ασφάλειας, λόγω οικονομικής αδυναμίας, κ.ο.κ.), τα παιδιά βιώνουν μια κατάσταση όμοια με την απώλεια. Το συναίσθημα αυτό, όπως όλοι γνωρίζουμε είναι δυσβάσταχτο – για τους ανηλίκους ακόμη περισσότερο.
Για να το αντιμετωπίσουν, κάποια παιδιά αποσύρονται σε ενδοπροσωπικές διεργασίες (εικόνα μελαγχολίας, κατάθλιψης). Αντιθέτως, κάποια άλλα αρχίζουν να επιτίθενται (λεκτικά και σωματικά) σε αυτό που τους παρέχει την ασφάλεια (γονείς, παιχνίδια, σχολείο, σπίτι, οικογένεια, σχέση), ώστε να αποδείξουν στον εαυτό τους ασυνείδητα ότι δεν το έχουν ανάγκη, ότι μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό, ότι το ελέγχουν με αυτόν τον τρόπο και δεν τους ελέγχει αυτό. Βεβαίως, πρόκειται για μια απονενοημένη ενέργεια, καθώς όταν το αντικείμενο αυτό έχει «καταστραφεί», τότε ακριβώς γίνεται αισθητή η απουσία του και δημιουργείται ξανά η ανάγκη κάλυψης του κενού. Τότε το υποκείμενο επιστρέψει σε αυτό που έχει καταστρέψει (π.χ. οικογένεια) και επιχειρεί να το αναδομήσει (αγαπάει ξανά τους γονείς και τα αδέλφια του). Μέχρι βέβαια την επόμενη κρίση…
Τι χρειάζεται, όμως, να γίνει; Η απάντηση είναι απλή στη θεωρία: έκθεση των παιδιών από μικρή ηλικία (από τους 12 μήνες περίπου και πέρα) σε ελεγχόμενες συνθήκες «στέρησης». Αυτό συνεπάγεται διερεύνηση του αιτήματος του παιδιού, αξιολόγηση των πραγματικών αναγκών που ζητούν να καλυφθούν και επιλογή του τρόπου ικανοποίησής τους σε τέτοιο τρόπο, ώστε είτε:
1ον, να γίνεται αντιληπτό ότι πάντοτε υπάρχουν όρια σε αυτό που μπορούμε να έχουμε (π.χ. δεν γίνεται να πάμε στη Ντίσνεϋλαντ για 10 μέρες, αλλά θα πάμε για 4 ημέρες), είτε
2ον, το παιδί να μάθει ότι η ικανοποίηση θα έλθει αργότερα και ότι θα χρειαστεί να περιμένει λίγο γι’ αυτήν (αναβολή της ικανοποίησης). Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να πάρουμε ολόκληρη την σειρά των playmobil αμέσως. Μπορούμε, όμως, σιγά σιγά να αγοράζουμε κομμάτια, ώστε να συμπληρώσουμε την συλλογή αργότερα. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό μάθημα, το οποίο στην μετέπειτα ζωή βρίσκει συχνή εφαρμογή στην περίσταση «περιμένω στη σειρά μου», είτε
10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.
3ον, να κατανοήσει ότι υπάρχουν καταστάσεις, στις οποίες δεν μπορούμε να εμπλακούμε καθόλου, για διάφορους λόγους, ασφαλείας, οικονομικών, ηθικής κ.ά. (απαγόρευση). Για παράδειγμα, δεν επιτρέπεται να παίξετε κρυφτό στο δάσος μετά τις 8 η ώρα.
Η εφαρμογή, βεβαίως, απέχει πάντοτε από την θεωρία. Αυτό συμβαίνει, διότι εκεί υπεισέρχεται ο ενδοψυχικός παράγοντας του γονέα: το πόσο ο ίδιος αντέχει να ματαιώσει μια επιθυμία του ή το πόσο αντέχει να βλέπει το παιδί του να αναστέλλει μια επιθυμία του. Όμως, αυτό το κομμάτι αποτελεί ιδιαίτερο θέμα συζήτησης για άλλο κείμενο…