Η Διαταραχή κοινωνικού άγχους όπως πρόσφατα μετονομάστηκε η Κοινωνική Φοβία είναι η 2η πιο συχνά εμφανιζόμενη διαταραχή άγχους στον γενικό πληθυσμό.
Χαρακτηρίζεται από υπερβολικό και επίμονο άγχος ή φόβο προς μία (πχ. παρουσιάσεις, ομιλίες) ή περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις (πχ. έξοδος για φαγητό, ψώνια, ραντεβού, πάρτυ) στις οποίες το άτομο μπορεί να κάνει ή να πει κάτι που θα σχολιαστεί αρνητικά ή θα το κάνει ρεζίλι, όπως το να μπερδέψει τα λόγια του, να χύσει τον καφέ του.
Ο φόβος και το άγχος είναι δυσβάσταχτα, οδηγούν συνήθως στην αποφυγή των κοινωνικών καταστάσεων, επιφέρουν μειωμένη αυτοεκτίμηση και περιορίζουν την λειτουργικότητα του ατόμου.
Άνθρωποι με κοινωνικοί φοβία όταν βρεθούν σε κοινωνικές καταστάσεις συχνά εμφανίζουν σωματικές αλλαγές κοκκίνισμα, τρέμουλο, ιδρώτα, ταχυπαλμία, που προσπαθούν να κρύψουν με διάφορα τεχνάσματα, όπως χαμηλώνοντας το βλέμμα, απαντώντας μονολεκτικά, κρύβοντας τα χέρια τους, ρίχνοντας τα μαλλιά τους στο πρόσωπο, φορώντας γυαλιά ηλίου.
Η Διαταραχή κοινωνικού άγχους απέχει πολύ από την έννοια της ντροπαλότητας που πιθανά χαρακτηρίζει πολλούς ανθρώπους, για αυτό και για να δοθεί η διάγνωση χρειάζεται τα προαναφερθέντα συμπτώματα να είναι επίμονα και να διαρκούν τουλάχιστον 6 μήνες. Πάρα ταύτα άνθρωποι με κοινωνική φοβία μπορεί να είναι χαλαροί και άνετοι με τους κοντινούς τους ανθρώπους ή με ανθρώπους που νιώθουν οικειότητα και ξέρουν ότι δεν θα τους κρίνουν αρνητικά.
Η έναρξη της διαταραχής τοποθετείται στην παιδική ή εφηβική ηλικία. Κάποιες φορές μπορεί να σχετίζεται με αγχόγονες ή δυσάρεστες κοινωνικές εμπειρίες (πχ. κοροϊδίες στο σχολείο), ενώ άλλες δεν φαίνεται να οφείλεται σε εμφανή αιτία. Εφόσον δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με το πέρασμα των χρόνων γίνεται σύμφυτη της προσωπικότητας και προκαλεί σαρωτικές αλλαγές, όχι μόνο στην συμπεριφορά και την καθημερινότητα, αλλά και στην σκέψη του ατόμου. Οι κοινωνικοφοβικοί τείνουν να ερμηνεύουν αρνητικά τόσο τις αντιδράσεις τους, όσο και τις αντιδράσεις των άλλων, καταλήγοντας σε λανθασμένα συμπεράσματα του τύπου δεν μπορώ να τα καταφέρω με τους άλλους ανθρώπους γιατί με κρίνουν αρνητικά. Τέτοια συμπεράσματα λειτουργούν ως τροχοπέδη, απομακρύνοντας τους περισσότερο από τις κοινωνικές συναναστροφές και διαιωνίζοντας τον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους και τα πράγματα. Η «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» (λανθασμένη πεποίθηση που ακολουθώ και στην πορεία βγαίνει αληθινή) εγκαθίσταται σε όλο της το μεγαλείο.
Με την αποφυγή όμως όλο και περισσότερων κοινωνικών καταστάσεων ο ασθενής αποκτά ελλείμματα στην κοινωνική του συμπεριφορά (μπορεί να μην ξέρει τι να συζητήσει σε ένα ερωτικό ραντεβού, πώς να διεκδικήσει το δίκιο του, πως να σταθεί σε μια συνέντευξη για δουλειά, κ.α.) Επίσης μπορεί να στραφεί στην χρήση ή την κατάχρηση ουσιών - κυρίως αλκοόλ - προκειμένου να αντιμετωπίσει το άγχος του. Τέλος μπορεί να κλειστεί υπερβολικά στον εαυτό του να χάσει οποιαδήποτε εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, να βιώσει βαθιά την αίσθηση της μοναξιάς ή/και να αναπτύξει κατάθλιψη.
Αντιμετώπιση Κοινωνικής Φοβίας
Η αισιόδοξη προοπτική είναι όλα τα παραπάνω να βελτιωθούν σημαντικά ή ακόμα και να αποφευχθούν, από τη στιγμή που κάποιος αναγνωρίσει ότι πάσχει από την διαταραχή και ζητήσει επαγγελματική βοήθεια. Ο ψυχολόγος ή ψυχίατρος που θα απευθυνθεί πρέπει να εξειδικεύεται στην παροχή ατομικής Γνωσιακής – Συμπεριφορικής Θεραπείας, που σύμφωνα με τον Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Άριστης Φροντίδας της Αγγλίας είναι η πρώτη θεραπεία επιλογής για την διαταραχή του κοινωνικού άγχους (National Institute for Health and Care Excellence – NICE: May 2013, clinical guidelines for social anxiety disorder).