Ακρόαση άρθρου......

Οι βασικές αρχές της Προσωποκεντρικής προσέγγισης στη ψυχοθεραπεία παιδιών και εφήβων παραμένουν ίδιες. Δίνουν έμφαση για άλλη μία φορά στην ενσυναίσθηση, την ανευ όρων αποδοχή και την τάση πραγμάτωσης των ατόμων. Το παιχνίδι, μπορεί να εισαχθεί στις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες δίνοντας την δυνατότητα στο θεραπευτή να σχετιστεί με το παιδί και να φανερώσει την ενσυναισθητική του στάση.

Γνωστή για το έργο σχετικά με την θεραπεία μέσω παιχνιδιού είναι η Axline (1947) η οποία χρησιμοποιώντας τις αρχές της Προσωποκεντρικής Προσέγγισης του Rogers αναφέρθηκε σε μη κατευθυντική πορεία μέσω παιχινιδιού η οποία βασίζεται σε ένα βαθμό στη θεωρία του Rogers σχετικά με την σπουδαιότητα της θεραπευτικής σχέσης και στην πίστη στην εγγενή τάση πραγμάτωσης των ανθρώπων.

Μη κατευθυντική θεραπεία σε παιδιά

Η K. Moon (2001) παρουσιάζοντας σε άρθρο τις πέντε διαφορετικές μελέτες περίπτωσης από την εμπειρία της, δουλεύοντας με παιδιά δημοτικού, προβαίνει σε μία ενδιαφέρουσα προασπάθεια να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί ένας επαγγελματίας να δουλέψει μη κατευθυντικά με παιδιά, δίνοντας κυρίως έμφαση στην οικοδόμηση θεραπευτικής σχέσης και στην αποφυγή άσκησης πίεσης, ώστε το παιδί να εκφραστεί. Όπως η ίδια αναφέρει ο ρόλος της ως θεραπεύτρια είναι να παρέχει στο παιδί μια σχέση, μέσω της οποίας θα λαμβάνει άνευ όρων αποδοχή από έναν θεραπευτή, ο οποίος ενδιαφέρεται να το γνωρίσει, αλλά και να του προσφέρει τη δυνατότητα να θέσει το ίδιο τους όρους και την κατεύθυνση.

Επομένως, η αλλαγή θα επέλθει μέσω της θεραπευτικής σχέσης. Βέβαια, παρά το γεγονός ότι η Moon (2001) αναφέρει πως αυτή η θεωρία φαίνεται αποτελεσματική με μακροχρόνια θετική επίδραση και θετική αλλαγή στα παιδιά, βασίζεται στην εμπειρία χωρίς να χρησιμοποιεί ερευνητικά δεδομένα, με σκοπό την τεκμηρίωση της αποτελεσματικότητάς της. Συμπληρωματικά, όσον αφορά την αναποτελεσματικότητα της παιγνιοθεραπείας υπάρχουν και ορισμένες μελέτες περίπτωσης για την εφαρμογή της σε παιδιά με αυτισμό (Josefi & Ryan, 2004) αλλά σε παιδιά που έχουν βιώσει ψυχικό τραύμα (Ryan & Needham, 2001). Βέβαια, οι μελέτες περίπτωσης, παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν τεκμήρια αποτελεσματικότητας. Δημιουργούν, ωστόσο, ενδιαφέροντα ερωτήματα για μελλοντική έρευνα.

Η παιγνιοθεραπεία σε παιδιά δεν είναι πάντοτε βασισμένη σε Προσωποκεντρικές αρχές. Στην παγκόσμια βιβλιογραφία γίνεται αναφορά σε Γνωσιακή - Συμπεριφορική παιγνιοθεραπεία με έρευνες να μελετούν την μείωση φόβων, άγχους και κατάθλιψης, αλλά και την επίδρασή της στην εικόνα εαυτού (π.χ. Knell, 1998. Knell, 2000).

Θεραπεία σε παιδιά που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση

Γίνεται, επίσης, λόγος για την παιγνιοθεραπεία σε παιδιά που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση. Οι Scott et al., (2003) μελέτησαν δείγμα 26 σεξουαλικά κακοποιημένων παιδιών, με μέσο όρο ηλικίας τα 5,6 έτη με στόχο να εξετάσουν την επίδραση της Πελατοκεντρικής παιγνιοθεραπείας στην διάθεση και την εικόνα εαυτού. Παρά την προσπάθειά τους, τα αποτελέσματα ήταν ανάμεικτα σχετικά με την αποτελεσματικότητας της συγκεκριμένης θεραπευτικής μεθόδου.

Τα αποτελέσματα ανέδειξαν βελτίωση στην διάθεση και στην αυτοεκτίμηση περίπου στο 1/3 των παιδιών του δείγματος, ενώ συγχρόνως παρατηρήθηκε επιδείνωση της κατάστασης ή καμία αλλαγή σε κάποια από αυτά. Βέβαια, η συγκεκριμένη μελέτη παρουσιάζει αρκετούς μεθοδολογικούς περιορισμούς, όπως το μικρό δείγμα της, η απουσία ομάδας ελέγχου και το μικρό χρονικό διάστημα θεραπείας. Ειδικότερα, δεν υπήρχε κάποια ομάδα σύγκρισης και συγχρόνως δεν υπήρχε τρόπος να γνωρίζουν οι ερευνητές αν η αλλαγή επήλθε λόγω της θεραπείας ή λόγω άλλων παραγόντων, όπως το πέρασμα του χρόνου ή οφειλόταν σε άλλες μεταβλητές που δεν υπέστησαν έλεγχο.

Οι Cohen & Mannarino (1996) μελέτησαν 67 κακοποιημένα παιδιά τα οποία τυχαία κατατάχθηκαν σε μια από τις δυο θεραπευτικές ομάδες: είτε της γνωσιακής - συμπεριφορικής θεραπείας είτε μη κατευθυντικής υποστηρικτικής θεραπείας. Η υπόθεση των ερευνητών ήταν πως η μη κατευθυντική θεραπεία θα ήταν λιγότερο αποτελεσματική από την γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία με τα αποτελέσματα να στηρίζουν την υπόθεσή τους. Στην συγκεκριμένη, όμως, έρευνα δεν γίνεται λόγος για Προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία ούτε για Πελατοκεντρική προσέγγιση.

Οι ερευνητές επέλεξαν τα άτομα της ομάδας ελέγχου να λάβουν την μη κατευθυντική υποστηρικτική θεραπεία (non - directive supportive therapy). Οι ίδιοι αναφέρουν ότι θα ήταν προτιμότερο η ομάδα ελέγχου να μην λάβει θεραπεία (no treatment control group) ή να χρησιμοποιηθεί δείγμα από άτομα σε λίστα αναμονής, αλλά θεώρησαν πως θα ήταν μη ηθικό να στερήσουν την θεραπεία από προσφάτως κακοποιημένα παιδιά. Αναφερόμενοι στην μη κατευθυντική υποστηρικτική θεραπεία, εξηγούν πως είναι σχεδιασμένη για να ελέγχονται παράγοντες όπως η επίδραση της απλής επαφής και στήριξης από τον θεραπευτή με στόχο την μείωση συναισθημάτων απομόνωσης και μοναξιάς.

ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Οι θεραπευτές χρησιμοποιούσαν μέσα όπως η στοχαστική αντανακλαστική ακρόαση (reflective listening), εξέφραζαν υποστηρικτικές δηλώσεις και παρείχαν στήριξη, δεν προσωρούσαν, όμως, σε ερμηνείες, ούτε προσέφεραν συμβουλές. Παρ' όλο που πρόκειται για μη κατευθυντική μέθοδο θεραπείας, δεν γίνεται πουθενά λόγος για Προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία. Φαίνεται, συμπερασματικά, πως οι ερευνητές επέλεξαν αυτό το είδος αντι μίας ομάδας ελέγχου, η οποία δεν δεχόταν κανένα είδος θεραπείας.

Σε έρευνα των McLean et al., (2015), μελετήθηκε αν οι αλλαγές των αρνητικών τραυματικών γνωσιών σχετίζονται με την μείωση των συμπτωμάτων μετατραυματικής διαταραχής και κατάθλιψης, κατά την διάρκεια θεραπείας παρατεταμένης έκθεσης, σε εφήβους που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά. Η θεραπεία παρατεταμένης έκθεσης (prolonged exposure therapy) είναι ενα είδος Γνωσιακής-Συμπεριφορικής θεραπείας, ειδικά σχεδιασμένο για την αντιμετώπιση της μετατραυματικής διαταραχής μέσω της νοητικής αναβίωσης του τραυματικού γεγονότος παρά της αποφυγής του. Στόχος, δηλαδή, είναι το άτομο να θυμηθεί ξανά το ταρυματικό γεγονός, ώστε να μπορέσει εν τέλει να έρθει αντιμέτωπο με τα αρνητικά συναισθήματα που αυτό του δημιουργεί.

Στην έρευνα  McLean et al., (2015), η θεραπεία παρατεταμένης έκθεσης συγκρίθηκε με την Πελατοκεντρική προσέγγιση του Rogers. Το δείγμα αποτελείτο από από 61 κορίτσια εφηβικής ηλικίας, τα οποία είχαν διαγνωσθεί με μετατραυματική διαταραχή, ύστερα από σεξουαλική κακοποίηση, και τυχαία κατανεμήθηκαν σε μια από τις δυο ομάδες. Στόχος, όπως προαναφέρθηκε, ήταν να εξεταστεί η σχέση μεταξύ αρνητικών γνωσιών και συμπτωμάτων μετατραυματικής διαταραχής. Ως προς τα θεραπευτικά αποτελέσματα, η θεραπεία παρατεταμένης έκθεσης παρουσίασε σχετικά σημαντικότερη θετική επίδραση από την πελατοκεντρική θεραπεία, αλλά σε μικρό βαθμο.

Αποκτήστε το βιβλίο Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας, από το εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο Ψυχολογίας της Πύλης μας.

Μελέτες για κατάθλιψη σε άτομα εφηβικής ηλικίας

Όσον αφορά την κατάθλιψη σε άτομα εφηβικής ηλικίας, υπάρχουν στην παγκόσμια βιβλιογραφία αρκετές μελέτες με στόχο τους την τεκμηρίωση της αποτελεσματικότητας της Γνωσιακής-Συμπεριφορικής προσέγγισης. Η μελέτη των Brent et al., (1997) συγκρίνει την ΓΣΘ με την Συστημική και την μη κατευθυντική - υποστηρικτική προσέγγιση. όπως σημειώθηκε και προηγουμένως, δεν γίνεται αναφορά σε Προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία, αλλά σε μη κατευθυντική - υποστηρικτική θεραπεία. Θα μπορούσαμε σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως η Προσωποκεντρική θεραπεία του Rogers είναι μη κατευθυντική, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως κάθε είδος μη κατευθυντικής θεραπείας ενσαρκώνει όλες τις αρχές της Προσωποκεντρικής. 

Γενικότερα, η μη κατευθυντική - υποστηρικτική θεραπεία είναι σχεδιασμένη ώστε να ελέγχονται ερευνητικά παράγοντες όπως το περάς του χρόνου και η γενικότερη επίδραση της επαφής με έναν θεραπευτή. Από την προαναφερθείσα μελέτη, φαίνεται πως η καλή θεραπευτική σχέση είναι απαραίτητη, δεν επαρκεί, όμως, ώστε να οδηγήσει στην βέλτιστη κλινική βελτίωση του εφήβου με κατάθλιψη.

ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR

Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.

Με το ερευνητικό ενδιαφέρον να επικεντρώνεται όλο και περισσότερο σε θεραπευτικές μεθόδους προσανατολισμένες στην ''ίαση'' συγκεκριμένων συμπτωμάτων, η έρευνα για την αποτελεσματικότητα της Προσωπικεντρικής ψυχοθεραπείας στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης και των αγχωδών διαταραχών φαίνεται να παραγκωνίζεται.

Μελέτες για την αποτελεσματικότητα θεραπευτικών προσεγγίσεων

Όπως έχει προαναφερθεί, οι αρχές της Προσωποκεντρικής προσέγγισης δεν υποστηρίζουν την αντιμετώπιση και θεραπεία συγκεκριμένων συμπτωμάτων.  Στόχος, επομένως, δεν είναι απλώς η απομάκρυνση του συμπτώματος, αλλά μια γενικότερη προσωπική ανάπτυξη. Στην Προσωποκεντρική προσέγγιση οι αγχώδεις διαταραχές προκύπτουν από εσωτερικές συγκρούσεις κατά την ανάπτυξη της εκόνας εαυτού, λόγω της εσωτερικής τάσης του παιδιού για αυτονομία.

Οι Holldampf. Behr, and Crawford (2010) σε αξιολόγησή τους (review) η οποία συμπεριλάμβανε μελέτες για την Προσωποκεντρική θεραπεία σε παιδιά και εφήβους παρατήρησαν ότι η Προσωποκεντρική θεραπεία είναι αποτελεσματική σε μία πληθώρα ψυχολογικών προβλημάτων της παιδικής και εφηβικής ηλικίας με μέσο βαθμό επίδρασης 0.45 (όπως παρατίθεται από Nuding,2013). Σε μετα-ανάλυση των Bratton et. al., (2005), σχετικά με την αποτελεσματικότητα της παιγνιοθεραπείας φάνηκε πως, ενώ η συνολική επίδραση των παρεμβάσεων με χρήση παιγνιοθεραπείας ήταν 0.80, τα αποτελέσματα ήταν πιο θετικά στην περίπτωση ανθρωπιστικών θεραπειών.

Σχετικά πρόσφατη έρευνα έδωσε έμφαση στη μελέτη της αποτελεσματικότητας της Προσωποκεντρικής ομαδικής συμβουλευτικής και της προσανατολισμένης στην Ισλαμική πίστη γνωστικής συμβουλευτικής (ad-don- Cognitive Psychology). Στόχος της έρευνας ήταν η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας των συγκεκριμένων θεραπευτικών πρακτικών στη εικόνα εαυτού, την κατάθλιψη και την ψυχική ανθεκτικότητα εγκύων ανύπαντρων εφήβων στην Μαλαισία. Είναι κατανοητό πως η συγκεκριμένη έρευνα πραγματοποιήθηκε σε έναν πολύ ειδικό πληθυσμό, δηλαδή σε ανύπαντρες έγκυες εφηβικής ηλικίας, ενώ συγχρόνως το δείγμα ήταν περιορισμένο πολιτισμικά. Το δείγμα αποτελούνταν από 55 άτομα, η μελέτη ήταν ποσοτική και χρησιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, το ερωτηματολόγιο του Beck για την κατάθλιψη.

Οι συμμετέχουσες χωρίστηκαν σε 2 θεραπευτικές ομάδες και μία ομάδα ελέγχου, συμπλήρωσαν μια σειρά σταθμισμένων ερωτηματολογίων - κλιμάκων, πριν την έναρξη της θεραπείας και μετά το τέλος των συνολικά 7 συνεδριών. Και στις δυο θεραπευτικές ομάδες σημειώθηκε εμφανής μείωση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης και ενισχύθηκε η εικόνα εαυτού και η ψυχική ανθεκτικότητα των εφήβων. Όσον αφορά δε την ομάδα ελέγχου, δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές (Sa 'ad, Yusooff, Nen & Subhi, 2014). Βέβαια , η συγκεκριμένη μελέτη παρουσιάζει αρκετούς περιορισμούς.

Κατ' αρχάς, δεν γίνεται αναλυτική αναφορά στις δυο θεραπευτικές προσεγγίσεις, ούτε στον τρόπο, με τον οποίο αυτές χρησιμοποιήθηκαν. Επιπλέον, απευθύνεται σε μία πολύ συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα. Τέλος, δεν γνωρίζουμε αν ήταν Προσωποκεντρικές αρχές υπεύθυνες για την βελιωση ή αν η γενικότερη συμμετοχή σε μια θεραπευτική ομάδα συνέβαλε θετικά στην εξέλιξη των συμμετεχόντων. 

Σε τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2017 εξετάστηκε η αποτελεσματικότητα της Γνωσιακής - συμπεριφορικής Θεραπείας σε σύγκριση με την Προσωποκεντρική συμβουλευτική, ως προς την καταπολέμηση συμπτωμάτων άγχους σε άτομα ηλικίας 12 με 18 ετών, τα οποία παρουσίαζαν υψηλής λειτουργικότητας διαταραχές του αυτιστικού φάσματος. Τα αυξημένα επίπεδα άγχους παρατηρούνται συχνά σε περιπτώσεις νέων με διαταραχές αυτιστικού φάσματος και συνήθως η θεραπεία που προτείνεται είναι Γνωσιακής - Συμπεριφορικής προσέγγισης.

Οι ερευνητές είχαν ως στόχο να συγκρίνουν την ΓΣΘ με μια εναλλακτική θεραπευτική προσέγγιση, επιλέγοντας την Προσωποκεντρική συμβουλευτική. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι καμία από τις δυο προσεγγίσεις δεν υπερτερεί έναντι της άλλης. Βέβαια, η συγκερκριμένη έρευνα χρησιμοποίησε σχετικά μικρό δείγμα και γι αυτό χαρακτηρίζεται και από τους ίδιους τους ερευνητές ως πιλοτική (Murphy et. al., 2017), Ωστόσο, δεδομένου ότι πρόκειται για μια αρκετά πρόσφατη μελέτη, αναμένουμε περαιτέρω έρευνα στο πεδίο.

Κατά την επισκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με την εφαρμογή της Προσωποκεντρικής προσέγγισης σε εφήβους υπάρχουν αρκετά άρθρα αλλά οι έρευνες για την τεκμηρίωση ήταν ελάχιστες. Ενδιαφέρον παρουσίασε άρθρο των Lemoire & Chen (2005) που αναφέρεται στην εφαρμογή της Προσωποκεντρικής συμβουλευτικής σε ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους και διαφυλικούς (transgender) εφήβους, ώστε να οδηγηθούν σε αποδοχή και αποκάλυψη της σεξουαλικής ταυτότητάς τους.

Οι συγγραφείς εξηγούν πως οι αρχές της Προσωποκεντρικής προσέγγισης που σχετίζονται με την ενσυναίσθηση, την άνευ όρων αποδοχή δημιουργούν το κατάλληλο πριβάλλον ώστε ο έφηβος να ανακλαύψει τον εαυτό του. Βέβαια υπάρχει σε αυτήν την περίπτωση ανάγκη τεκμηρίωσης και περαιτέρω μελέτης ώστε να μπορέσουν με την σειρά τους οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας να παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες στους εφήβους που τις χρειάζονται.

Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο Ψυχοθεραπεία- Μεθοδολογία και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας βασικών θεραπευτικών προσεγγίσεων, εκδόσεις Παπαζήση, 2019

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Νίκος Μεταξάς

e psy logo twitter2Επιμέλεια & μετάφραση άρθρων, Τμήμα Σύνταξης Πύλης Ψυχολογίας psychology.gr
Επικοινωνία: editorial @psychology.gr