Ακρόαση άρθρου......

Η ίδρυση των πρώτων “σπιτιών” για παιδιά ως απάντηση στον ολοένα και αυξανόμενο αριθμό των εγκαταλειμμένων παιδιών που παρατηρούνταν στους δρόμους των πόλεων τοποθετείται χρονικά στη διάρκεια του 14ου και 15ου αιώνα στην Ιταλία.

Πολλά από τα παιδιά που τοποθετούνταν σε αυτά τα ιδρυματικά πλαίσια δεν ήταν πραγματικά ορφανά, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα, καθώς ο ένας ή και οι δύο γονείς τους ζούσαν. Στα αρχικά ιδρύματα το ποσοστό θνησιμότητας ήταν πολύ υψηλό. Κυμαινόταν από 20-40% και σε ορισμένες περιπτώσεις επιδημιών άγγιζε και το 100%.

Τους επόμενους αιώνες, ο αριθμός των ιδρυμάτων αυξήθηκε στην Ιταλία και αργότερα και στην Αγγλία, την Ρωσία και σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Ωστόσο, κατά την διάρκεια ακόμη του 18ου αιώνα, στην Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη, η ιδρυματική φροντίδα δεν ήταν κάτι το σύνηθες, καθώς τα ορφανά και τα εγκαταλειμμένα παιδιά τοποθετούνταν σε σπίτια γειτόνων και πτωχοκομεία της πόλης. Κατά την διάρκεια, όμως, του 1800, θρησκευτικές και φιλανθρωπικές οργανώσεις άρχισαν να ιδρύουν ορφανοτροφεία ως μία λύση στην αυξανόμενη αστικοποίηση, στον Αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, στις πολλαπλές επιδημίες χολέρας, φυματίωσης, κίτρινου πυρετού και γρίπης.

Η αύξηση συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 1900, όταν άρχισε να παρατηρείται πλέον μια πτωτική τάση μετά την συνδιάσκεψη για τα παιδιά που έλαβε χώρα στον Λευκό Οίκο της Αμερικής υπό τον πρόεδρο Roosevelt το 1909, στην οποία συζητήθηκαν ζητήματα ευημερίας των παιδιών και συναποφασίσθηκαν πολιτικές που οδήγησαν σε σταθερή πτώση της ίδρυσης των ορφανοτροφείων με αποτέλεσμα αυτά να έχουν σχεδόν εξαφανιστεί μέχρι το 1970. Μια μικρή επανάκαμψη του ιδρυματικού θεσμού παρατηρήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν μεγάλα αστικά κρατικά συστήματα παιδικής πρόνοιας αναγκάστηκαν να αναλάβουν την  “κηδεμονία” πολλών εκτεθειμένων στην κοκαΐνη νεογέννητων βρεφών. Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα η κυβέρνηση και η εκκλησία άρχισαν να χρηματοδοτούν την ανάδοχη φροντίδα, η οποία σταδιακά αναπτύχθηκε όχι μόνο στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη (Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012).

Στα μέσα του 20ου αιώνα, μια σειρά ερευνητικών μελετών άρχισαν να καταδεικνύουν τις σοβαρές αρνητικές συνέπειες της ιδρυματικής φροντίδας, κάτι που σηματοδότησε τη σταδιακή απομάκρυνση από τον ιδρυματικό θεσμό σε Αμερική και Δυτική Ευρώπη, αν και σε χώρες, όπως το Σοβιετικό μπλοκ και η Κίνα που δεν είχαν πρόσβαση σε αυτήν την πληθώρα των ερευνητικών δεδομένων, ο ιδρυματικός θεσμός παρέμενε ισχυρός.

Σήμερα, η ιδρυματική φροντίδα είναι συνήθης στην Ανατολική Ευρώπη, Ασία, Κεντρική και Νότια Αμερική, Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Στην Δυτική Ευρώπη αν και οι θεσμοί της ιδρυματικής φροντίδας είναι σημαντικά λιγότεροι, ωστόσο σε ορισμένες χώρες, όπως Πορτογαλία, Γαλλία και Βέλγιο συνεχίζουν να υπάρχουν (Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012). Εκτιμάται ότι συγκεκριμένα στην Ανατολική Ευρώπη, περίπου 5 στα 20 παιδιά ανά χίλια μεγαλώνουν σε ιδρύματα, και μολονότι ο συνολικός πραγματικός αριθμός παγκόσμια είναι αδύνατον να υπολογιστεί με ακρίβεια υπολογίζεται ότι μπορεί να κυμαίνεται από 2.000.000 εκατομμύρια μέχρι και πάνω από 8.000.000 εκατομμύρια (Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012. Groark & Mccall, 2011. Mccall, Groark, Fish, Harkins, Serrano & Gordon, 2010).

Σήμερα, τα περισσότερα νεαρά παιδιά τοποθετούνται στα ιδρύματα κατά κύριο λόγο, είτε εξαιτίας των μειονεκτικών οικονομικών συνθηκών της οικογένειάς τους, είτε εξαιτίας της αντιλαμβανόμενης από τους γονείς ανεπάρκειας τους να εκπληρώσουν τον γονεϊκό τους ρόλο, είτε τέλος επειδή το ίδιο το κράτος κρίνει ακατάλληλη την παρεχόμενη γονική φροντίδα ή εντοπίζει γονική ανικανότητα και απομακρύνει το παιδί από την οικογένεια.

Μολονότι οι επικρατούσες περιβαλλοντικές συνθήκες ανάμεσα στα ιδρύματα ποικίλλουν, και μολονότι σε ορισμένα πληρούνται αδιαμφισβήτητα υψηλοί κανόνες υγιεινής και παρέχεται επαρκής ιατρική περίθαλψη και διατροφή, ωστόσο, όλες οι ιδρυματικές μονάδες μοιράζονται συγκεκριμένα συνήθη αρνητικά χαρακτηριστικά, όπως είναι ο σχετικά μεγάλος αριθμός των ομάδων των υπό φροντίδα παιδιών, η πολύ υψηλή αναλογία παιδιών/φροντιστών, οι πολλές και συχνές εναλλαγές των φροντιστών, η ομοιογένεια των ομάδων των παιδιών ως προς την ηλικία και το επίπεδο της αναπτυξιακής τους ικανότητας (ή ανικανότητας), οι περιοδικές μεταβιβάσεις των παιδιών καθώς μεγαλώνουν σε καινούριες ηλικιακές ομάδες συνομηλίκων και επομένως και στην επίβλεψη καινούριων φροντιστών, και τέλος το χαρακτηριστικό ψυχρό, επιπόλαιο “ιδρυματικό στυλ φροντίδας”, το οποίο ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες αλληλεπίδρασης και στερείται της ζεστασιάς, τρυφερότητας, στοργής και (αμοιβαιότητας) ανταποκρισημότητας, στοιχεία τα οποία συνήθως χαρακτηρίζουν ένα φυσιολογικό πλαίσιο σχέσης μητέρας-παιδιού (Bakermans-Kranenburg, Steele, Zeanah, Muhamedrahimov, Vorria, Dabrova-Krol, Steele, Van Ijzendoorn, Juffer, & Gunnar, 2011. Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012. Groark & Mccall, 2011. Groark, Mccall & Fish 2011. Mccall, Fish, Groark, Muhamedrahimov, Palomov, & Nikiforova, 2012. Mccall, Groark, Fish, Harkins, Serrano & Gordon, 2010).

Πιο αναλυτικά, αναφορικά κατ’ αρχήν με το σύνηθες μέγεθος των ομάδων των υπό φροντίδα παιδιών, αυτό φαίνεται να κυμαίνεται από 9 με 16 παιδιά μέχρι και 70. Η αναλογία παιδιών/φροντιστών είναι τυπικά 6 με 8 παιδιά για 1 φροντιστή. Εδώ, όμως, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή η αναλογία δεν αναφέρεται σε ένα δωμάτιο με 6-8 παιδιά και 1 φροντιστή αλλά η συνήθης πραγματικότητα που οι αριθμοί αυτοί αναλογικά αντανακλούν είναι 30 παιδιά σε ένα δωμάτιο με 6 μόλις φροντιστές. Η επικρατούσα τάση στα ιδρύματα είναι οι φροντιστές να εργάζονται σε βάρδιες μεγάλης διάρκειας (π.χ.  24 συνεχόμενες ώρες) και στη συνέχεια να παίρνουν ρεπό για 2 με 3 μέρες, ενώ δεν είναι ασύνηθες να εργάζονται και πάνω από 50 ώρες την βδομάδα μέσα στην οποία μπορεί να υπάρχουν δύο συνεχόμενες μέρες εργασίας. Όλο το προαναφερόμενο εργασιακό καθεστώς σε συνδυασμό με τη συχνή εναλλαγή των φροντιστών κατά την διάρκεια των διακοπών, κατά την λήψη των αδειών και κατά την μεταφορά των παιδιών ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε νέες πτέρυγες (και επομένως υπό την εποπτεία νέων φροντιστών) εμποδίζει την ανάπτυξη σταθερών σχέσεων ανάμεσα στα παιδιά και στους φροντιστές και δεν επιτρέπει την εγκαθίδρυση μιας προσωπικής σχέσης του παιδιού με έναν φροντιστή, καθώς οι φροντιστές δεν είναι με συνέπεια παρόντες στη ζωή των παιδιών. Υπολογίζεται ότι κάθε μέρα ή μέρα παρά μέρα ένα παιδί βλέπει 6 με 9 διαφορετικούς φροντιστές, ενώ το παιδί τελικά μέχρι την ηλικία των 19 μηνών έχει εκτεθεί σε 60 έως και 100 διαφορετικούς φροντιστές
(Bakermans-Kranenburg, Steele, Zeanah, Muhamedrahimov, Vorria, Dabrova-Krol, Steele, Van Ijzendoorn, Juffer, & Gunnar, 2011. Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012. Groark & Mccall, 2011. Groark, Mccall & Fish 2011. Mccall, Fish, Groark, Muhamedrahimov, Palomov, & Nikiforova, 2012. Mccall, Groark, Fish, Harkins, Serrano & Gordon, 2010).

Πέρα, όμως, από το ότι οι προαναφερόμενες εργασιακές πρακτικές δεν παρέχουν ευκαιρίες για μία προς μία αμοιβαία επικοινωνιακή αλληλεπίδραση, καθώς οι φροντιστές μόλις και μετά βίας προλαβαίνουν να ταΐσουν και να κρατήσουν καθαρά τα παιδιά, ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα είναι ότι η πλειοψηφία των φροντιστών δεν έχει λάβει την απαιτούμενη εκπαίδευση για την φροντίδα παιδιών και βρεφών. Έτσι, μολονότι μπορεί να είναι σε θέση να φροντίσουν το βρέφος από σωματική άποψη δεν έχουν εκπαιδευθεί (και όχι απλά μόνο δεν έχουν τον χρόνο) να “παίξουν” με το βρέφος, να κάνουν φωνοποιήσεις, να αλληλεπιδράσουν κατάλληλα, να πάρουν την πρωτοβουλία για κοινωνικοσυναισθηματικές συναλλαγές και να δώσουν έτσι στο βρέφος ευκαιρίες για κοινωνικοσυναισθηματικά ανοίγματα.

10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς (Νοέμβριος 2024 – Απρίλιος 2025) | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για εγγραφές που θα γίνουν έως Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Με αυτό το κόστος, έχετε πρόσβαση στο σύνολο των 10 σεμιναρίων που θα διεξαχθούν.

Οι φροντιστές, λοιπόν, εκδηλώνουν ουσιαστική συναισθηματική αποδέσμευση, έλλειψη συναισθηματικής διαθεσιμότητας, αποτυχία να ανταποκριθούν στα ανοίγματα των παιδιών, ελάχιστες εκφραστικές (με μορφασμούς, κινήσεις χεριών) αλληλεπιδράσεις, μικρή ενσυναίσθηση και όλα αυτά μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα που χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα συναισθήματος, είτε θετικού είτε αρνητικού. Σε αντιστοιχία με την προαναφερόμενη συμπεριφορά των φροντιστών, τα παιδιά μαθαίνουν να συμπεριφέρονται με παρόμοιο τρόπο και έτσι εκδηλώνουν και τα ίδια χαμηλή ανταποκρισημότητα στις αλληλεπιδράσεις, αποδέσμευση, συναισθηματική επιπέδωση και ελάχιστες πρωτοβουλίες για σύναψη δεσμού/προσκόλλησης σε ένα πρόσωπο φροντίδας. Μάλιστα, στα ιδρυματικά πλαίσια παρατηρείται ότι οι φροντιστές αν και μπορεί κατά την παροχή φροντίδας στα βρέφη να είναι φιλικοί και περιστασιακά να χαμογελούν, οι  αλληλεπιδράσεις τους έξω από τις συνθήκες ρουτίνας που περιλαμβάνουν την κάλυψη των βασικών αναγκών του βρέφους, είναι ελάχιστες και χαρακτηρίζονται από λίγο συναίσθημα, με αποτέλεσμα τα βρέφη να βιώνουν ελάχιστες εμπειρίες στοργής και τρυφερότητας
(Bakermans-Kranenburg, Steele, Zeanah, Muhamedrahimov, Vorria, Dabrova-Krol, Steele, Van Ijzendoorn, Juffer, & Gunnar, 2011. Dozler, Zeanah, Wallin & Shauffer, 2012. Groark & Mccall, 2011. Groark, Mccall & Fish 2011. Mccall, Fish, Groark, Muhamedrahimov, Palomov, & Nikiforova, 2012. Mccall, Groark, Fish, Harkins, Serrano & Gordon, 2010)…

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.    Bakermans-Kranenburg, M.J., Steele, H., Zeanah, C.H., Muhamedrahimov, R. J., Vorria, P., Dabrova-Krol, N.A., Steele, M., Van Ijzendoorn, M.H., Juffer, F., & Gunnar, M.R. (2011). Attachment and Emotional Development in Institutional Care: Characteristics and Catch Up. Monographs of the Society for Research in Child Development, 76, 62-91.
2.    Dozler, M., Zeanah, C.H., Wallin, A.R., & Shauffer, C. (2012). Institutional Care for Young Children: Review of Literature and Policy Implications. Social Issues and Policy Review, 6, 1-25.
3.    Groark, C.J., & Mccall, R.B. (2011). Implementing changes in institutions to improve young children’s development. Infant Mental Health Journal, 32, 509-525.

4.    Groark, C.J., Mccall, R.B., & Fish L. (2011). Characteristics of environments, caregivers, and children in three Central American Orphanages.  Infant Mental Health Journal, 32, 232-250.
5.    Mccall, R.B., Fish, L.A., Groark, C.J., Muhamedrahimov, R. J., Palomov, O., & Nikiforova, N. V. (2012). The role of transitions to new age groups in the development of institutionalized children.  Infant Mental Health Journal, 33, 421-429.
6.    Mccall, R.B., Groark, C.J., Fish, L., Harkins, D., Serrano, G., & Gordon, K. (2010). A Socioemotional Intervention in a Latine American Orphanage. Infant Mental Health Journal, 31, 521-542.

Διαβάστε σχετικά άρθρα
Βρέφη και Παιδιά σε Ιδρύματα: Επιπτώσεις στη Σωματική, Γνωστική και Κοινωνικοσυναισθηματική Ανάπτυξη
Προτεινόμενες Παρεμβάσεις για Ιδρυματικές Δομές και Θεσμούς Υιοθεσίας και Αναδοχής


Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Μπάμπαλου Χριστίνα Ελένη: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
  • Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
  • Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.

Ψυχολόγος, Τμήμα Ψυχολογίας, Α.Π.Θ. (Υπότροφος ΙΚΥ). MSc Αναπτυξιακή/Εξελικτική & Σχολική Ψυχολογία, Α.Π.Θ. (Υπότροφος Ωνάσειου Ιδρύματος). Μεταπτυχιακή Εξειδίκευση στην Αξιολόγηση & Ψυχοπαιδαγωγική Υποστήριξη Παιδιών με Δυσκολίες Μάθησης & Προσαρμογής (Ειδικές Ανάγκες), Παν/μιο Μακεδονίας. Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Ψυχοθεραπείας (ECP), Συστημική Ψυχοθεραπεία, Τραυματοθεραπεία-EMDR, DBR