Ένας από τους πλέον έγκυρους ορισμούς για τις Μαθησιακές Δυσκολίες είναι αυτός της National Joint Committee of Learning Difficulties (1988): Οι Μαθησιακές Δυσκολίες είναι μια μεγάλη ομάδα πολύμορφων δυσκολιών οι οποίες αναφέρονται στη λειτουργία και την εκμάθηση της ομιλίας, της ανάγνωσης, της γραφής, της κατανόησης καθώς και των μαθηματικών εννοιών.
Τα προβλήματα αυτά είναι εγγενή στον άνθρωπο, θεωρούνται ότι υπάρχουν εξαιτίας δυσλειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήματος και είναι δυνατόν να εκδηλώνονται καθ” όλη τη διάρκεια της ζωής του. Oι ΜΔ μπορούν να παρατηρούνται ταυτόχρονα με άλλα προβλήματα όπως προβλήματα κοινωνικής αντίληψης, νοητικής υστέρησης ή και με εξωγενείς παράγοντες όπως πολιτισμικές διαφορές, υστερημένο γλωσσικό περιβάλλον, ανεπαρκής ή ακατάλληλη εκπαίδευση, αλλά δεν είναι αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών ή επιρροών.
To σίγουρο είναι πως οι μαθησιακές δυσκολίες δεν εμφανίζονται ξαφνικά! Υπάρχουν σημάδια που μας προειδοποιούν για το ενδεχόμενο εκδήλωσης τους. Ήδη από την προσχολική ηλικία μπορούμε να έχουμε τις πρώτες ενδείξεις οι οποίες όμως δεν αποτελούν και αποδείξεις.
Η καθυστερημένη ομιλία του παιδιού αλλά και τα προβλήματα που παρουσιάζει στην άρθρωσή του είναι ένα πρώτο στοιχείο το οποίο με τη σειρά του προκαλεί τους αργούς ρυθμούς στην ανάπτυξη του λεξιλογίου. Πότε όμως περιμένουμε από ένα παιδί να μας πει τις πρώτες του λέξεις; Ένα παιδί στο τέλος του πρώτου έτους και αφού έχει βαβίσει για αρκετό καιρό, λέει τις πρώτες του λέξεις και σιγά σιγά οι ήχοι του και οι κινήσεις των χεριών του αρχίζουν να μοιάζουν με ομιλία. Οι πρώτες λέξεις όμως που παραπέμπουν σε αντικείμενα εμφανίζονται συχνά στο λεξιλόγιο των παιδιών όταν πλησιάζουν τα δεύτερα γενέθλιά τους. (Bloom, Tinker & Margoulis,1993)
Εν συνεχεία, η δυσκολία ενός παιδιού να διακρίνει τους ήχους-φωνούλες στην αρχή μιας λέξης, να μην έχει δηλαδή φωνολογική γνώση, αποτελεί μια ακόμη ένδειξη. Για παράδειγμα, η αδυναμία του παιδιού να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στις λέξεις / θάρρος / και / φάρος / όταν τις ακούει υποδηλώνει μια ανωριμότητα σε αυτόν τον τομέα. Γιατί όμως αυτό αποτελεί πρόβλημα; Αρκεί κανείς να σκεφτεί πως αν ένα παιδί δε μπορεί να ξεχωρίσει ακουστικά τους φθόγγους της γλώσσας του είναι επόμενο να μη μπορεί να ταυτίσει αυτό που ακούει (φώνημα) με αυτό που βλέπει (γράμμα). Σε μια ανάλογη περίπτωση λοιπόν, ένα παιδί είναι πιθανό να
δυσκολευτεί στη διαδικασία της ανάγνωσης και της γραφής που θα ακολουθήσει λίγο αργότερα.
Η αδυναμία στην κατανόηση και στην εφαρμογή εντολών που εμπεριέχουν κατευθύνσεις (πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά) μπορεί να είναι ακόμη μια ένδειξη. Για να το εξηγήσουμε όσο πιο απλά γίνεται οι έννοιες του πάνω-κάτω, δεξιά- αριστερά, εμπρός-πίσω δε σημαίνουν απολύτως τίποτα για ένα παιδί αν δε μπορεί να τοποθετηθεί στο χώρο (π.χ. οι έννοιες του πάνω κάτω αποκτούν σημασία μόνο όταν συσχετισθούν με το κεφάλι και τα πόδια του παιδιού), να συσχετίσει δηλαδή το σωματικό του σχήμα με την εξωτερική αντικειμενική πραγματικότητα.
Όταν το παιδί λοιπόν δυσκολεύεται να αντιληφθεί τις σχέσεις των αντικειμένων μέσα στο χώρο, αυτό έχει άμεσο αποτέλεσμα στο μαθησιακό τομέα μιας και δε μπορεί να αντιληφθεί τη διαδοχή των γραμμάτων σε μια λέξη ή ξεχνά τη σειρά με την οποία πρέπει να κάνει τις διαδικασίες για τις πράξεις στην αριθμητική κ.α.
Αρκεί να μας υποψιάσει επίσης και η αδυναμία ενός παιδιού να συγκεντρωθεί, να ολοκληρώσει μια εργασία ή ένα παιχνίδι ή ακόμη η δυσκολία του να επικοινωνήσει με άλλα συνομήλικα παιδιά του. Επίσης, η ανωριμότητα του ψυχοσωματικά ή ακόμη και η εκδήλωση συμπεριφοράς που ταιριάζει σε ηλικία μικρότερη από τη δική του. Όλες οι παραπάνω ενδείξεις μας βοηθούν ώστε να είμαστε υποψιασμένοι και να προλαβαίνουμε τις όποιες δυσκολίες των παιδιών σε πρωταρχικό στάδιο. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα παρέμβουμε εγκαίρως και θα συντελέσουμε αποφασιστικά στην πρόοδο των παιδιών μας! Ας έχουμε όμως στο μυαλό μας πως το κάθε παιδί έχει τους δικούς του ρυθμούς, τους οποίους οφείλουμε να σεβόμαστε δίνοντας του το χρόνο και
την υπομονή που χρειάζεται!
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Ψυχολόγος – Ειδική Παιδαγωγός