Η ινομυαλγία είναι ένα σύνδρομο με άγνωστες, μέχρι στιγμής, αιτίες και μη συγκεκριμένη παθοφυσιολογία. Το σύνδρομο ινομυαλγίας χαρακτηρίζεται αρχικά από διάχυτο πόνο, μειωμένη ανοχή στον πόνο, διαταραχές στον ύπνο , κόπωση καθώς και συχνά εμφανίζεται κάποια ψυχολογική δυσφορία.
Μια σειρά από παθοφυσιολογικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στα κεντρικά σύστημα διαχείρισης το πόνου, εικάζεται ότι ευθύνονται για το διάχυτο πόνο στην ινομυαλγία. Σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζουν επίσης και οι άξονες υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων καθώς και το αυτόνομο νευρικό σύστημα.
Έχει βρεθεί επίσης ότι το αμινοξύ τρυπτοφάνη που αποτελεί πρόδρομο ουσία της σεροτονίνης, βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα σε άτομα που πάσχουν από το σύνδρομο της ινομυαλγίας. Με βάση αυτό το εύρημα η σημερινή φαρμακευτική θεραπεία βασίζεται περισσότερο στην χορήγηση SSRIs ή SNRIs και λιγότερο στα τρι-κυκλικά αντικαταθλιπτικά.
Με την χρήση σύγχρονων νευροαπεικονιστικών μεθόδων έχει επίσης βρεθεί ότι τα κύμματα P300 του ηλεκτροεγκεφαλικού σήματος επηρεάζονται από την ινομυαλγία. Πιο συγκεκριμένα άτομα που πάσχουν από το σύνδρομο της ινομυαλγίας φαίνεται να έχουν P300 σήματα χαμηλότερου πλάτους. Όπως έχει προταθεί τα P300 εμφανίζονται και κατά την ενεργοποίηση των ανασταλτικών διεργασιών του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος με μια ανάλογη σχέση του πλάτους των P300 με την ανασταλτική διεργασία.
Λαμβάνοντας υπόψιν μας τα προηγούμενα, διερωτόμαστε αν μπορούμε με κάποιο τρόπο να αυξήσουμε το πλάτος των P300 κυμμάτων και τι θα γινόταν στην περίπτωση αυτή με την ινομυαλγία.
Η νευροανάδραση μπορεί να βοηθήσει στην αύξηση του πλάτους των P300 κυμμάτων χρησιμοποιώντας την εκπαίδευση του SMR ρυθμού ο οποίος συμβάλει στην ενίσχυση των θαλαμοφλοιικών ανασταλτικών μηχανισμών.
Mία πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Applied Psychophysiology and Biofeedback, αποδείχθηκε πως η νευροανάδραση μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τα συμπτώματα της ινομυαλγίας. Στην μελέτη αυτή συμμετείχαν 36 ασθενείς οι οποία χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα έλαβε 20 συνεδρίες (5 συνεδρίες για 4 εβδομάδες) με την μέθοδο της νευροανάδρασης ενώ η δεύτερη ομάδα έλαβε εσκιταλοπράμη (10 mg/μέρα) για 8 εβδομάδες.
Τα αποτελέσματα είναι ξεκάθαρα. Η νευροανάδραση φαίνεται να λειτούργησε καλύτερα από την εσκιταλοπράμη ανακουφίζοντας τους ασθενείς από τα συμπτώματα σε μεγαλύτερο βαθμό. Επίσης τα πρώτα αποτελέσματα και στις δύο ομάδες γίνανε ορατά στις δύο πρώτες εβδομάδες, αλλά η ομάδα της νευροανάδρασης έφτασε στο μέγιστο της απόδοσης της μόλις στην 4η εβδομάδα σε σύγκριση με την δεύτερη ομάδα που χρειάστηκε ακριβώς τον διπλάσιο χρόνο για να εμφανίσει μεγαλύτερη ανακούφιση των συμπτωμάτων.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Επιμέλεια & μετάφραση άρθρων, Τμήμα Σύνταξης Πύλης Ψυχολογίας psychology.gr
Επικοινωνία: editorial @psychology.gr