Μπορούμε άραγε να βρούμε τα λόγια για να «πούμε» τη δυσφορία μας μπροστά στην ελληνική και παγκόσμια κοινωνικο-οικονομική κρίση, τα λόγια για να κατανοήσουμε κάτι από τη δυσλειτουργία της κοινωνίας μας, την οποία έφερε στο προσκήνιο η κρίση;
Φαίνεται ότι οι λέξεις δεν αρκούν, περιορίζουν ...πάντα. Ο γλύπτης Τάσος Νυφαδόπουλος εμπνεύστηκε από τη δυσφορία αυτή για να δημιουργήσει και να αποτυπώσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του στο γλυπτό του «Κρίση», υπερβαίνοντας τον περιορισμό των λέξεων. Το έργο του ερωτά τη δυσφορία όλων μας απέναντι στο βάρος της κρίσης που μας επιβάλλεται να βιώσουμε τα τελευταία χρόνια και μας καλεί λοιπόν να αναρωτηθούμε.
Ο όρος κρίση ήρθε να στοιχειώσει τη συνείδηση μας σε σημείο να μετατραπεί σε διανοητική καθήλωση, δηλαδή σε ψυχικό εξαναγκασμό που παγώνει τη δημιουργικότητα και αποτρέπει τη σκέψη. Η κρίση ως σημαίνον έρχεται να μαρτυρήσει μια οξεία στιγμή που σήμερα υπερ-ερμηνεύεται. Το μέλλον της παραμένει ωστόσο αβέβαιο, μεταξύ επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση και ριζικής αλλαγής.
Τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, απειλούν την ταυτότητα των Ελλήνων. Η σκληρή και ανησυχητική πραγματικότητα τους απομακρύνει συνεχώς από το ανθρώπινο: οι ανταλλαγές νοθεύονται, οι σκέψεις καθοδηγούνται, τα συναισθήματα διαστρεβλώνονται. Μέσα από τη δύναμη της χρονικής διάρκειας και το βάρος ενός αναπόδραστου πεπρωμένου η κρίση, που όσο πάει και καθιερώνεται, ευτελίζει σταδιακά αυτό που κανονικά θα υπαγόταν στο απαράδεκτο. Ο κόσμος υποφέρει και δεν φαίνεται να υπάρχει προοπτική να πάψει η οδύνη.
Το καθημερινό άγχος συνθλίβει. Τα πάντα αλλάζουν κάθε μέρα. Η επίδραση αυτής της αλλαγής είναι τεράστια για το υποκείμενο και ενισχύεται από τις επιπτώσεις των αφόρητων μέτρων λιτότητας που ολοένα και αυξάνονται. Κάτω από αυτήν την απειλητική πραγματικότητα και τη συστηματική πτώχευση το υποκείμενο, μόνο του, χωρίς προστασία και χωρίς σημεία αναφοράς - όπως το αναπαριστά και ο Τάσος Νυφαδόπουλος- χάνει τη συνοχή του, οδηγείται σε ολοένα μεγαλύτερη επιθετικότητα, παλινδρόμηση, κατάθλιψη και δεν μας αφήνει άλλη επιλογή από το να ερωτήσουμε τον κοινωνικό δεσμό, αφήνοντας παράλληλα τον κόσμο του σήμερα να ερωτήσει την ψυχανάλυση. Διπλή κίνηση που φέρνει στο φως τον καπιταλιστικό χαρακτήρα του σύγχρονου κοινωνικού δεσμού, αυτόν τον καπιταλισμό που παράγει Ένα, υπό τον όρο να μην θέλει να ξέρει τίποτα περί υποκειμενικής διαίρεσης και όπου οι ψυχικά ασθενείς, θύματα του AIDS, αλλοδαποί χωρίς χαρτιά, κ.λπ, εμφανίζονται ως μορφές του Άλλου του καπιταλιστικού πλήθους.
Τι έχει να πει ένας ψυχαναλυτής για την οικονομική κρίση; Γιατί να κληθεί να μιλήσει για αυτήν; Μα επειδή η οικονομία – όσο και να μην αρέσει στους τεχνοκράτες - βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον ανθρώπινο παράγοντα. Και γιατί ο αποκλεισμός, ο ρατσισμός, ο «βιολογισμός», η ακροδεξιά, η βία ... με λίγα λόγια η «δυσφορία μέσα στον πολιτισμό» δεν περιορίζονται στην κοινωνική τους διάσταση. Η κρίσιμη και καθοριστική στιγμή κάθε εξέλιξης συνδυάζει τόσο το ατομικό όσο και το συλλογικό επίπεδο.
Το ατομικό και το κοινωνικό συνδέονται. Αφενός, όπως και να το κάνουμε, ο πόνος δεν μοιράζεται. Αφετέρου, οι εκδηλώσεις της μάζας προϋποθέτουν, προφανώς, τη δέσμευση του καθενός από εμάς. Ασφαλώς, η δημιουργία του κοινωνικού δεσμού υπακούει σε μία συλλογική λογική, αλλά αυτή η λογική απαιτεί τη διαγραφή του «κυρίου» για να μπορέσει το υποκείμενο να συμβάλλει με την πράξη του.
Το 1969, ο Lacan έκανε αυτή την εκπληκτική σκέψη: η πολιτική σκηνή είναι η σκηνή του ασυνειδήτου. «Το ασυνείδητο είναι το πολιτικό» είναι ένας τρόπος να θεωρήσουμε το σύμπτωμα ως συμβιβασμό μεταξύ υποκειμένου και κοινωνικού. Η κρίση θα έρθει να μαρτυρήσει ένα ανυπόφορο εμπόδιο συνδεδεμένο με τη φαντασίωση, την απώθηση, το παιχνίδι των ιδανικών. «Το ασυνείδητο είναι το πολιτικό» αρκεί για να υπογραμμίσει πόσο η ψυχανάλυση εμπλέκεται σε αυτό το πολιτικό «πράγμα», πόσο αυτό το «πράγμα» αφορά την ψυχανάλυση.
Με την προϋπόθεση, βέβαια, ίσως, να διαφοροποιήσουμε το ουδέτερο από το θηλυκό, το πολιτικό από την πολιτική. Κατανοώντας το πρώτο ως διάταξη «που επιτρέπει τη ζωή με τους άλλους», ως αυτό που ξεδιπλώνει το χάρτη του συμπτώματος και θεμελιώνει το δέσιμο του κοινωνικού δεσμού. Και το δεύτερο –αφού ορίζει τα παιχνίδια εξουσίας και συντάσσει τους νόμους της υποταγής- ως εκείνο που είναι αρμόδιο για την προώθηση των ιδεωδών, τη λογική του κυριάρχου και των διακριτικών του. Τη λογική του κυριάρχου, δηλαδή τον αποκλεισμό του Άλλου (εξ’ού και το βέβαιο μέλλον του ρατσισμού), που τίθεται στην υπηρεσία της εμπορευματοποίησης του σώματος, του πληθωρισμού του no limit («όλα είναι δυνατά») και της κατανομής μίας καλά δήθεν αναπροσαρμοσμένης απόλαυσης, προσβάσιμη σε όλους, άμεσα και σε φιλική τιμή!
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Και ίσως αυτό να είναι άλλο ένα σημάδι της εποχής μας: ότι την ψυχανάλυση δεν την αφορά πλέον μόνο το πολιτικό, αλλά εξίσου και η πολιτική. Και ότι την αφορά η πολιτική, είτε αυτή θίγει την υγεία, την έρευνα, την εκπαίδευση, την αξιολόγηση βεβαίως, αλλά και όλους τους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής όπου συνεχίζει να παράγει νέα αδύνατα επαγγέλματα. Σημάδι της εποχής μας, απλώς γιατί δεν υπάρχουν πλέον πολλοί άλλοι λόγοι, πέρα από τον ψυχαναλυτικό λόγο, που να υποστηρίζουν πραγματικά τη «συμφωνία του λόγου» -αυτό το σημείο ηθικής που πρέπει να ορίζει τον λόγο- η μόνη που μπορεί να αντισταθεί σε αυτή τη λογική του κυριάρχου και στην όλη-απόλαυση. Κάτι που, βεβαίως, δεν μπορεί παρά να έχει ρίσκο και συνέπειες, όπως έχουμε διαπιστώσει.
Οι οικονομολόγοι και χρηματοοικονομικοί εμπειρογνωμόνες έκαναν λάθος που δεν είπαν ότι μας εξαπάτησαν. Επενδύοντας στο «αόρατο χέρι της αγοράς» αγαπητό στον Adam Smith, δηλαδή στην αυτορύθμιση της αγοράς, απαίτησαν διαρκώς περισσότερη ελευθερία και απέρριψαν οποιαδήποτε κρατική ρύθμιση. Σήμερα, συνειδητοποιούμε ότι το δόλωμα του κέρδους όλων όσοι παίζουν με τα χρήματα των άλλων προκαλεί αλλεπάλληλες καταστροφές, και ότι το κράτος - και με αυτό ο φορολογούμενος – είναι εκείνο που καλείται να πληρώσει τα σπασμένα για να σώσει τις τράπεζες από τη χρεοκοπία.
Όσο για τους φιλοσόφους, συνέβαλαν σοβαρά στο να τεθούν τα θεμέλια του φιλελευθερισμού και του καπιταλισμού, ξεκινώντας από τον Adam Smith, πρωτεργάτη του φιλελευθερισμού, σύμφωνα με τον οποίο η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος συμβάλλει στο γενικό συμφέρον. Σήμερα το πρόβλημα είναι πως ο καπιταλισμός δεν αντικρούεται από μία αντι-εξουσία που θα του δείχνει τα όριά του. Γίνεται επομένως ένα σύστημα που κυριαρχεί και πιστεύει στην παντοδυναμία του, ως άλλος Θεός. Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους ένα τέτοιο σύστημα θα ήταν σε κάθε περίπτωση καταδικασμένο να εξαφανιστεί, διότι οι υποστηρικτές του διαπράττουν το θανάσιμο αμάρτημα της ύβρεως. Και αυτό το σύστημα της αγοράς-Θεός και της εμπορευματοποίησης των πάντων, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, είναι που μας πωλήθηκε ως το καλύτερο στον κόσμο.
Ξαφνικά, όμως, είδαμε ότι η απληστία χωρίς όρια μπορεί να οδηγήσει σε διαδοχικούς κλυδωνισμούς: άνθρωποι μένουν χωρίς σπίτια, συντάξεις και αποταμιεύσεις απλών ανθρώπων που εργάστηκαν με μόχθο εξαφανίζονται. Η συνέπεια αυτής της αναταραχής είναι ότι δεν υπάρχει πια εμπιστοσύνη σε ένα σύστημα που εξυμνήθηκε ως το μόνο δυνατό σύστημα και χωρίς εναλλακτική λύση. Επαινώντας διαρκώς την ελευθερία και τον υπερβολικό ατομικισμό, η μέριμνα του συλλογικού και της κοινής ζωής χάθηκαν. Οι ήρωες της εποχής μας είναι πλέον ο κυνικός και ο πονηρός.
ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt | Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τη σχέση του έρωτα με τον σεξουαλικό πόθο, την αγάπη, αλλά και τις απροσπέλαστες Σκιές μέσα μας.
Ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας συστημικής κρίσης; Υπάρχει προφανώς ο κίνδυνος μιας τυφλής εξέγερσης που θα μας φέρει και πάλι πίσω σε παρορμητικές συμπεριφορές και, ως εκ τούτου παιδικές, αφού το ασυνείδητο είναι ένα «αλλού» που διαταράσσει το σύστημα, το οποίο δεν μπορεί να έχει τον έλεγχο. Ενώ, αυτό που χρειαζόμαστε - για να το θέσω με φροϋδικούς όρους - είναι περισσότερο ήθος και μετουσίωση. Με άλλα λόγια, αυτό που λείπει περισσότερο από τις κοινωνίες μας είναι η σχέση με τους άλλους, η ζωή με τους άλλους, το νόημα που δίνουμε στις πράξεις μας, η αναγνώριση στην εργασία. Εν ολίγοις, μία ηθική, η ηθική που έδωσε τη θέση της σε μία αχαλίνωτη ελευθερία.
Αχαλίνωτη ελευθερία με την έννοια ότι στο όνομα της αγοράς και της κατανάλωσης μάς ζητείται, αντίθετα, να παραμείνουμε παιδιά απευθυνόμενοι στις ναρκισσιστικές ορμές μας. Μας λένε: «Απολαύστε ανεμπόδιστοι» αγοράζοντας ένα συγκεκριμένο gadget, «απελευθερώστε τις επιθυμίες σας», κ.λπ. Και ακούγοντας διαρκώς αυτόν τον λόγο παύουμε να διακρίνουμε τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες μας. Ο καπιταλισμός εκμεταλλεύεται την έλλειψη-να-είναι του υποκειμένου για να το αναγκάσει να καταπιεί, ως πιθανή απάντηση, τα αντικείμενα που κατασκευάζει η τεχνο-επιστήμη και που θέτει στην αγορά.
Ο εκδημοκρατισμός της γνώσης υπό την αιγίδα του λόγου της επιστήμης ανατρέπει έτσι τα δεδομένα της οποιασδήποτε ανάληψης του γεγονότος. Ο εντοπισμός της κρίσης στο αυστηρό πλαίσιο του θεσμού, πολιτικού ή οικονομικού, οδηγεί κατά συνέπεια σε νέες ακρότητες: τις θεραπείες έκτακτης ανάγκης. Η αναντιστοιχία μεταξύ αιτίων της επιθυμίας και συμπτωματικών επιπτώσεων που διαμεσολαβούνται από τον λόγο, ή τον υπερχειλίζουν με την πράξη, μετατρέπουν την ψυχανάλυση σε έκφανση της δημοκρατίας και αντίσταση στο αίτημα. Να βγει κανείς από εκεί που ζει, να επιλέξει να περιπλανηθεί μπροστά σε όλους τους κατ 'οίκον περιορισμούς, να μετατρέψει την κοινή γνώση σε μία από τις συνθήκες υπέρβασης των ορίων της γνώσης, να διαπεράσει το επίπεδο των ταυτίσεων όταν ο καπιταλισμός πιέζει τα υποκείμενα να συγκροτηθούν ως «άτομα» συγχέοντας υπεραξία ή οποιοδήποτε αντικείμενο της αγοράς με την αιτία της επιθυμίας: δεν είναι καθήκον της ψυχανάλυσης να συμβάλλει στην αποκατάσταση αυτού του χάσματος μεταξύ υπεραξίας και υπερ-απόλαυσης;
Εν ολίγοις, υπάρχει κρίση με την ψυχαναλυτική έννοια, όταν ο λόγος, οι λέξεις, οι αριθμοί, τα έθιμα, η ρουτίνα, όλη η συμβολική συσκευή, αποδεικνύονται ξαφνικά ανίκανα να μετριάσουν ένα πραγματικό που κάνει πια του κεφαλιού του. Η κρίση είναι το αχαλίνωτο πραγματικό, αδύνατο να ελεγχθεί, αυτό το αδύνατο να ελεγχθεί που έρχεται να μας υπενθυμίσει η πτώση και η έκφραση οδύνης στο έργο «Κρίση» του Τάσου Νυφαδόπουλου. Το ισοδύναμο, στον πολιτισμό, αυτών των τυφώνων, με την οποία η φύση έρχεται περιοδικά να υπενθυμίσει στην ανθρωπότητα την επισφάλεια, τη ριζική αδυναμία της.
Και με την έννοια αυτή, ας μην ξεχνάμε ότι κρίση μπορεί να σημαίνει αλλαγή. Ίσως, λοιπόν, η κρίση αυτή να έχει το πλεονέκτημα να μας προβληματίσει και να μας κάνει να ξαναβρούμε τις πραγματικές μας αξίες. Πράγματι, μία τέτοια περίοδος σύγχυσης και αναταραχής μάς προσκαλεί να αλλάξουμε οπτική και συνήθειες, να μεταμορφωθούμε ουσιαστικά για να εξελιχθούμε, αφού κάθε κρίση οικονομική, πολιτική, κοινωνική ή ακόμη και τεχνική είναι πρωτίστως ανθρώπινη κρίση, κρίση της σχέσης με τον εαυτό και τον άλλον. Κρίση σημαίνει ότι βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι. Μπορούμε, λοιπόν, να σκεφτούμε τι θέλουμε πραγματικά. Σημασία έχει να είμαστε ζωντανοί και ελεύθεροι να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής και σκέψης μας. Ποιες είναι οι πραγματικές αξίες: το «έχω» ή το «είμαι»; Να αποθηκεύει κανείς, να συσσωρεύει είναι να θυσιάζει την επιθυμία, ή τουλάχιστον να την αναβάλει. Τα χρήματα είναι ένα σημαίνον χωρίς σημασία, που σκοτώνει όλες τις σημασίες. Όταν αφιερώνεται κανείς στα χρήματα, η αλήθεια χάνει κάθε νόημα. Θάνατος, απόλαυση, και επανάληψη είναι οι τρεις όψεις μιας πυραμίδας η βάση της οποίας είναι η ασυνείδητη φύση του χρήματος: η οποία είναι της τάξης του πρωκτικού αντικειμένου. Τι βλέπουμε σε αυτή τη στιγμή της αλήθειας που αποτελεί μια οικονομική κρίση; Ότι όλα αυτά δεν αξίζουν τίποτα. Ότι τα χρήματα είναι απορρίματα, δηλαδή! Αυτό είναι το πραγματικό που αποσυντονίζει κάθε λόγο.
Έχουμε την τάση να ξεχνάμε ό,τι μας ευχαριστεί πραγματικά με την έννοια της χαράς του Spinoza, δηλαδή η αγάπη, η φιλία, η αναγνώριση, μια δουλειά που έχει νόημα για μας, όλα αυτά τα πράγματα που δεν καλλιεργούμε πλέον όταν μόνο ανταγωνιζόμαστε τον άλλον και αγωνιούμε για το μέλλον. Εκ των πραγμάτων, η κρίση θα οδηγήσει σε πτώση της κατανάλωσης. Θα μας βοηθήσει ίσως να ξαναβρούμε την απλότητα, να έχουμε λιγότερο άγχος και περισσότερο χρόνο για να ζούμε και να σκεφτόμαστε, αντί του «να εργαζόμαστε περισσότερο για να κερδίσουμε περισσότερα», πρόταση που αποδείχθηκε ψευδής.
Για να βγούμε από τον μαρασμό που συντηρείται από αρχαϊκές φαντασιώσεις φόβου του άλλου και του φόβου για το μέλλον, και που ενορχηστρώνεται από εκείνους που χρησιμοποιούν το άγχος ως μοχλό για να εξασφαλίσουν την εξουσία τους, είναι απαραίτητο να δοθεί μια πραγματική θέση στον άνθρωπο, να δημιουργηθούν χώροι ελευθερίας για το υποκείμενο, έως την καρδιά της εργασίας και των επιχειρήσεων. Οι ανθρώπινοι θεσμοί, η παραγωγή τους και οι εκφράσεις τους είναι τόσο πιο έγκυροι όσο τα μέλη τους ζουν μέσα στην προσπάθεια της επίτευξης στο δικό τους όνομα, στις δικές τους μοναδικές επιθυμίες και την πιθανότητα να τις μοιραστούν. Η πρόκληση στην εποχή μας, δεν είναι, στην πραγματικότητα, να δοθεί μία κομβική θέση στο υποκείμενο του ασυνειδήτου κυριευμένο από την ελευθερία του, αλλά περιορισμένο από έναν συμβολικό νόμο, ένα υποκείμενο που να μπορεί να αποκαταστήσει την «ορμή επιθυμία» του και την «ικανότητα πράξης» του;
Μέσα από τις έρευνες που διεξάγει, η ψυχανάλυση δείχνει τη σημασία που έχει για το ανθρώπινο υποκείμενο να μπορεί να αναγνωρίσει τη μοναδικότητά του, το αμείωτο της ιστορίας του και των σημασιών του που το κάνουν να μην μπορεί με κανένα τρόπο να συμφωνήσει να είναι αντικαταστήσιμο όπως απαιτείται από τις λογικές της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας. Σε έναν πολιτισμό όπου κυριαρχεί η τυραννία της επίδοσης και η αυτοκρατορία της κοινωνικής εξομάλυνσης, η ψυχανάλυση με τη μέθοδο της καθώς και με τη γνώση της συμμετέχει στην αποδόμηση αυτής της τρέλας της εποχής μας, που είναι ο παθογενής οικονομικός ορθολογισμός και η σχιζοφρενιζοποίηση του κόσμου που παράγει. Μόνο ο λόγος και η σύγκρουση που αποκαλύπτει, σύγκρουση, τόσο στην καρδιά του υποκειμένου, όσο και στην καρδιά της Πολιτείας, θα μπορούσε να ξαναδώσει στη δημοκρατία το πραγματικό της νόημα.
Οι ψυχαναλυτές, όπως και οι καλλιτέχνες, δεν είναι προστάτες και εγγυητές της αλήθειας. Ωστόσο, όπως δήλωνε το 1984 η Maria Torok2: «Ο ψυχαναλυτής πρέπει να αποκαταστήσει ένα πνεύμα αυθεντικής έρευνας, έχει την υποχρέωση να βγάλει την ψυχανάλυση από τα συστήματα που κωφεύουν μπροστά στην πραγματικότητα των τραυμάτων. Μπροστά στην ιστορία ο ψυχαναλυτής έχει μία ευθύνη. Είναι υποχρεωμένος να μην ξεχάσει προκειμένου να σώσει αυτούς που έχουν υπνωτιστεί, αλλοτριωθεί στη λήθη και την άρνηση της ιστορίας. Η ψυχανάλυση απαιτεί την αυστηρή διατήρηση της μνήμης έτσι ώστε η λειτουργία του ψυχαναλυτή να μην υποκύπτει στην καταστροφή και να παραμένει στην υπηρεσία της ζωής κατά της βαρβαρότητας.» Και ο καλλιτέχνης Τάσος Νυφαδόπουλος με το έργο του «Κρίση» απαιτεί ακριβώς αυτή την ευθύνη μπροστά στην ιστορία και τη διατήρηση της μνήμης εν ονόματι της ζωής.
Γράφει η: Λίσσυ Κανελλοπούλου, Ψυχαναλύτρια - Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Αθηνών
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Συντάκτης στην Πύλη Ψυχολογίας - Psychology.gr
Μετάφραση, απόδοση ξενόγλωσσων άρθρων.
Επικοινωνία: editorial @psychology.gr